Ο "Πάνας" του Σικελιανού κι ο "Αίγαγρος" του Εμπειρίκου

Θεός Παν, η γέννηση και το σπήλαιό του

ΠΑΝ

Στὰ βράχια τοῦ ἔρμου ἀκρογιαλιοῦ καὶ στῆς τραχιᾶς χαλικωσιᾶς Τὴ λαύρα, Τὸ μεσημέρι, ὅμοιο πηγή, δίπλα ἀπὸ κῦμα σμάραγδο, Τρέμοντας ὅλο ἀνάβρα’.

Γαλάζια τριήρη, στὸ βυθόν, ἀνάμεσα σὲ ἐαρινοὺς ἀφρούς, ἡ Σαλαμίνα, Καὶ τῆς Κινέτας, μέσα μου, κατάβαθος ἀνασασμός, Πεῦκα καὶ σκοῖνα.

Τὸ πέλαγο ἔσκαγ’ ὅλο ἀφροὺς καὶ τιναχτὸ στὸν ἄνεμο Ἀσπροβόλα’, Τὴν ὥρα ὁποῦ τ’ ἀρίφνητο κοπάδι τῶν σιδέρικων Γιδιῶν, ροβόλα’.

Μὲ δυὸ σουρίγματα τραχιά, ποῦ κάτουθε τὸ δάχτυλο
Ἀπ’ τὴ γλῶσσα, Βάνοντας βούϊξ’ ὁ μπιστικός, — τὰ μάζωξ’ ὅλα στὸ γιαλὸ Κιἂς ἦταν πεντακόσα!

Κι’ ὅλα ἐσταλιάσανε σφιχτά, τρογύρ’ ἀπ’ τὰ κοντόθαμνα Κι’ ἀπ’ τὸ θυμάρι— Κι’ ὡς ἐσταλιάσανε, γοργά, τὰ γίδια καὶ τὸν ἄνθρωπο, Τὸ κάρωμα εἶχε πάρει.

240px-NAMA_Aphrodite_Pan_&_Eros.jpg

Αφροδίτη και Πάνας: σύμπλεγμα αγαλμάτων όπου ο Πάνας προσπαθεί να αγκαλιάσει τη γυμνή θεά. Ο φτερωτός θεός Έρωτας τον απομακρύνει, ενώ η θεά Αφροδίτη απειλεί να τον χτυπήσει με το σανδάλι της.

Καὶ πιά, στὶς πέτρες τοῦ γιαλοῦ κιἀπάνου ἀπ’ τῶν σιδέρικων Γιδιῶν τὴ λαύρα, Σιγὴ — κι’ ὡς ἀπὸ στρίποδα, μέσ’ ἀπ’ τὰ κέρατα, γοργὸς Ὁ ἥλιος καπνός, ἀνάβρα’—

Τότε εἴδαμε — ἄρχος καὶ ταγὸς — ὁ τράγος νὰ σηκώνεται Μονάχος, Βαρὺς στὸ πάτημα κι’ ἀργός, νὰ ξεχωρίσει κόβοντας — καὶ κεῖ Ὁποῦ βράχος,

Σφῆνα στὸ κῦμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρὸ γιὰ ξάγναντο Ἀκρωτήρι, Στὴν ἄκρη ἀπάνου νὰ διαβεῖ, ποῦ ἡ ἄχνη διασκορπᾶ τ’ ἀφροῦ — Κι’ ἀσάλευτος νὰ γύρει,

Μ’ ἀνασκωμένο, ἀφίνοντας νὰ λάμπουνε τὰ δόντια του Τ’ ἀπάνω χεῖλι, Μέγας καὶ ὀρτός, μυρίζοντας τὸ πέλαγο τὸ ἀφρόκοπο,Ὣς τὸ δεῖλι!

Κι’ ὅλα ἐσταλιάσανε σφιχτά, τρογύρ’ ἀπ’ τὰ κοντόθαμνα Κι’ ἀπ’ τὸ θυμάρι-Κι’ ὡς ἐσταλιάσανε, γοργά, τὰ γίδια καὶ τὸν ἄνθρωπο, Τὸ κάρωμα εἶχε πάρει.

Καὶ πιά, στὶς πέτρες τοῦ γιαλοῦ κιἀπάνου ἀπ’ τῶν σιδέρικων Γιδιῶν τὴ λαύρα, Σιγὴ — κι’ ὡς ἀπὸ στρίποδα, μέσ’ ἀπ’ τὰ κέρατα, γοργὸς Ὁ ἥλιος καπνός, ἀνάβρα’—

Τότε εἴδαμε — ἄρχος καὶ ταγὸς — ὁ τράγος νὰ σηκώνεται Μονάχος, Βαρὺς στὸ πάτημα κι’ ἀργός, νὰ ξεχωρίσει κόβοντας — καὶ κεῖ Ὁποῦ βράχος,

Σφῆνα στὸ κῦμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρὸ γιὰ ξάγναντο Ἀκρωτήρι, Στὴν ἄκρη ἀπάνου νὰ διαβεῖ, ποῦ ἡ ἄχνη διασκορπᾶ τ’ ἀφροῦ — Κι’ ἀσάλευτος νὰ γύρει,

Μ’ ἀνασκωμένο, ἀφίνοντας νὰ λάμπουνε τὰ δόντια του Τ’ ἀπάνω χεῖλι, Μέγας καὶ ὀρτός, μυρίζοντας τὸ πέλαγο τὸ ἀφρόκοπο,Ὣς τὸ δεῖλι!

Στο ποίημα «Παν», ο Άγγελος Σικελιανός, περιγράφει μία καθημερινή αγροτική δραστηριότητα ενός βοσκού, που συγκεντρώνει το κοπάδι με τα γίδια του κάτω από τους θάμνους, για να τα προστατεύσει από τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο. 

Ο μύθος που εμπεριέχεται στο ποίημα, έχει άμεση σύνδεση με τον τίτλο του, ενώ παρά τον δοξαστικό τόνο που χρησιμοποιείται, η έκφραση του ποιητή διατηρείται λιτή και η ακρίβειά του ρεαλιστική.Το ενδιαφέρον του ποιητή επικεντρώνεται στον αρχηγό του κοπαδιού, τον τράγο, που ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα ζώα και που με αργό βηματισμό κατευθύνεται προς την άκρη ενός βράχου και απολαμβάνει τη θέα του πελάγους.

Ο τράγος ανάγεται σε σύμβολο του φιλήδονου θεού Πανός, της επίγειας θεότητας των βοσκών και του δάσους, έτσι ο Πάνας εμψυχώνει  το ποίημα μέσω της μορφής ενός συνηθισμένου ζώου, κάνοντας έκδηλο το παγανιστικό στοιχείο που ενσωματώνεται πλήρως στο τοπίο, με τη συμπλοκή φύσης και μύθου.

Sikelianos.jpg

Ο Άγγελος Σικελιανός

Ο ποιητής επικεντρώνεται στον τράγο ως σύμβολο γονιμότητας και αρρενωπότητας, ενισχύοντας τη δύναμη του ερωτισμού, ταυτίζοντάς τον με τον Πάνα, ενώ ως ταγός του κοπαδιού, που απομονώνεται από το υπόλοιπο κοπάδι που είχε πέσει σε λήθαργο, κατευθύνει τον αναγνώστη συνειρμικά στον αφηγητή-Σικελιανό, κάνοντας εμφανή την παρουσία του Εγώ του, ως «παιδευτή του σύμπαντος» της ανθρώπινης ζωής που βλέπει συνολικά την ιστορία, την φύση και την ψυχή.

Ο Σικελιανός μέσω του τράγου-Πανός, έμμεσα ανταλλάσει χαρακτηριστικά της δικής του προσωπικότητας, με αυτής του θεού-τράγου, ο οποίος καθοδηγεί το κοπάδι με τον ίδιο τρόπο, που κι αυτός προσπαθεί να αφυπνίσει το κοινό του από τον λήθαργο.

Την ώρα του μεσημεριού, με την ενέργεια της φύσης σε πλήρη ένταση, ο Σικελιανός περιγράφει το παραθαλάσσιο τοπίο αναδεικνύοντας μία ευδαιμονική διάθεση, ενώ η παράλληλη αποθέωση του φυσικού περιβάλλοντος και των αισθήσεων, η οποία εντοπίζεται διάσπαρτη στο ποίημα, αναδεικνύει την αντίληψη του Σικελιανού για σεβασμό και εναρμόνιση της φύσης με τον άνθρωπο.

Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Σικελιανού στο: https://mnimesellinismou.com/logotexnia/aggelos-sikelianos

ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ


Πήδηξε ὁ αἴγαγρος καὶ στάθηκε σὲ μία ψηλὴ κορφή. Στητὸς καὶ ρουθουνίζοντας κοιτάζει τὸν κάμπο καὶ ἀφουγκράζεται πρὶν ἄλλο σκίρτημα σὲ ἄλλη κορφὴ τὸν πάη.

Τὰ μάτια του λάμπουν σὰν κρύσταλλα καὶ μοιάζουν μὲ μάτια ἀετοῦ, ἢ ἀνθρώπου ποὺ μέγας οἶστρος τὸν κατέχει.Τὸ τρίχωμά του εἶναι στιλπνὸ καὶ ἀνάμεσα στὰ πισινά του πόδια, πίσω καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κεντρί του, τὸ μέγα σήμαντρον τῆς ἀπολύτου ὀρθοδοξίας ταλαντευόμενον σὲ κάθε σάλεμά του, βαριὰ καὶ μεγαλόπρεπα κουνιέται.

Κάτω ἐκτείνεται ὁ κάμπος μὲ τὰ λερὰ μαγνάδια του καὶ τὶς βαρειὲς καδένες.Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ἀπὸ τὸν κάμπο ἀνεβαίνει μία μυριόστομη κραυγὴ ἀνθρώπων πνευστιώντων.

«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης».
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ὅμως δὲν νοιάζεται καθόλου γιὰ ὅλου τοῦ κάτω κόσμου τὴν βοὴ καὶ τὴν ἀντάρα. Στέκει στητὸς στὰ πόδια του, καὶ ὅλο μυρίζει τὸν ἀέρα, σηκώνοντας τὰ χείλη του σὰν σὲ στιγμὲς ὀχείας.

«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ εὐφρανθῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης. Θὰ σὲ λατρέψουμε ὡς Θεό. Θὰ κτίσουμε ναοὺς γιὰ σένα. Θἄσαι ὁ τράγος ὁ χρυσός! Καὶ ἀκόμη θὰ σοῦ προσφέρουμε πλούσια ταγὴ καὶ ὅλα τὰ πιὸ ἀκριβὰ μανάρια μας…Γιὰ δές!»

Καὶ λέγοντας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου ἔσπρωχναν πρὸς τὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ μικρὲς κατσίκες σπάνιες, ἀπὸ ράτσα.

Ὁ Αἴγαγρος στέκει ἀκίνητος καὶ ὀσμίζεται ἀκόμη τὸν ἀέρα. Ἔπειτα, ξαφνικά, ὑψώνει τὸ κεφάλι του καὶ ἀφήνει μέγα βέλασμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐπάνω καὶ πέρα ἀπ’ τὰ φαράγγια σὰν γέλιο λαγαρό, καὶ μονομιᾶς, μὲ πήδημα γοργό, σὰν βέλος θεόρατο ἢ σὰν διάττων, ἀκόμη πιο ψηλὰ πετιέται.

κατάλογος.jpg

Αίγαγρος κρητικός (ή αγρίμι)

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε! Γιατί νὰ σοῦ φαντάξουν τὰ λόγια τοῦ κάμπου καὶ οἱ φωνές του; Γιατί νὰ προτιμήσης τοῦ κάμπου τὰ κατσίκια; Ἔχεις ὅ,τι χρειάζεσαι ἐδῶ καὶ γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ ὀχεῖες καὶ κάτι παρὰ πάνω, κάτι πού, μὰ τὸν Θεό, δὲν ἤκμασε ποτὲ κάτω στοὺς κάμπους – ἔχεις ἐδῶ τὴν Λευτεριά!

Τὰ κρύσταλλα ποὺ μαζώχθηκαν καὶ φτιάξαν τὸν Κρυστάλλη, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁ Μουσηγέτης, ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ πρωτοψάλτης Κάλβος, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ποὺ ἑλληνικὰ τὰ ἤθελε ὅλα κ’ ἔκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα, ὁ μέγας ταγὸς ὁ Δελφικός, ὁ Ἀρχάγγελος Σικελιανὸς ποὺ ἔπλασε τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀνάστησε (Πάσχα καὶ αὐτὸ) τὸν Πάνα, ὁ ἐκ τοῦ Εὐξείνου ποιητὴς ὁ Βάρναλης ὁ Κώστας, αἱ βάτοι αἱ φλεγόμεναι, ὁ ΝῖκοςἘγγονόπουλος καὶ ὁ Νικήτας Ράντος, ὁ Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, ποὺ τὴν ψυχὴ του βάφτισε στὰ ἰωνικὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀρχιπελάγους, ὁ ἐκ Λευκάδος ποιητής, αὐγερινὸς καὶ ἀποσπερίτης, ὁ Νάνος Βαλαωρίτης, αὐτοὶ καὶ λίγοι ἄλλοι, αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βουνά, νὰ μὴν τοὺς φάη ὁ κάμπος, δοξολογοῦν τὸν οἶστρο σου καὶ τὸ πυκνό σου σπέρμα, γιὲ τοῦ Πανὸς καὶ μίας ζαρκάδας Ἀφροδίτης.

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾶς τοὺς κάμπους! Τί νὰ τοὺς κάνης: Ὁ ἥλιος ἐδῶ, κάθε πρωί, σηκώνεται ἀνάμεσα στὰ κέρατά σου! Στὰ μάτια σου λάμπουν οἱ ἀστραπὲς τοῦ Ἰεχωβὰ καὶ ὁ ἵμερος ὁ ἄσβηστος τοῦ Δία, κάθε φορά ποὺ σπέρνεις ἐδῶ, στὰ θηλυκά σου, τὴν ἔνδοξη καὶ ἀπέθαντη γενιά σου!

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν θὰ πᾶς στοὺς κάμπους! Γειά καὶ χαρά σου, ποὺ πατᾶς τὰ νυχοπόδαρά σου στῶν ἀπορρώγων κορυφῶν τὰ πιὸ ὑψηλὰ Ὡσαννά! Εἶπα καὶ ἐλάλησα, Αἴγαγρε, καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ‘30 και εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, θεωρείται από τους πιο εμπνευσμένους και γόνιμους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, ένας από τούς κύριους εκπροσώπους του ελληνικού μοντερνισμού, πρωτοπόρος και ανανεωτής της νεότερης ποίησής μας, τολμηρός και επαναστατικός στην σκέψη και στο λόγο.

Χρησιμοποιώντας αυστηρό μετρικό σχήμα ο Σικελιανός στο «Παν» αποτίνει φόρο τιμής στις λογοτεχνικές μορφές του παρελθόντος ανακαλώντας το αρχαιοελληνικό πνεύμα μέσα όμως από την ζωντάνια ενός σύγχρονου τοπίου, ενώ ομοίως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, κατά το είθισται των υπερρεαλιστών, καταφεύγει στο έργο προγενέστερων Ελλήνων ποιητών, τους οποίους μάλιστα μνημονεύει μέσα στο ποίημά του.

Από τον καθιερωμένο ποιητικά Σικελιανό, αντλεί στοιχεία που ενσωματώνει στη δική του ποιητική δημιουργία, και αντικαθιστά τον τράγο με τον αίγαγρο, δίνοντας έτσι και μία δημοτική χροιά στο ποίημα. Το ποίημα το «Πάσχα των Ελλήνων» στο οποίο ο Εμπειρίκος επιλέγει για να αναφερθεί, δείχνει την πρόθεσή του, να ασχοληθεί με την σύνθεση του παγανισμού με τον χριστιανισμό, αλλά και με τον ρομαντικό πανθεϊσμό.

Όπως ο Σικελιανός, έτσι και ο Εμπειρίκος δοξολογεί τη φύση, όμως με τολμηρότερη ποιητική έκφραση, όπου το ερωτικό ένστικτο και η ευδαιμονία της ελευθερίας κυριαρχούν, ενώ κι αυτός συνδέει τον τίτλο του ποιήματός του με τον μύθο που εμπεριέχεται σ’ αυτό, μέσω του συμβολισμού του Πάνα, με τον αίγαγρο.  

Ο αίγαγρος του Εμπειρίκου είναι ανεξάρτητος, και κατέχει τη δύναμη να διαιωνίσει το είδος του όντας ο γεννήτορας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας ελεύθερος άνθρωπος μεταλαμπαδεύει στους γύρω του αλλά και στις επόμενες γενιές τα ιδανικά του με την προσωπική του στάση ζωής.

empirikosjpg

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος

Με σθεναρή αντίσταση απέναντι στις «σειρήνες» που τον καλούν σε μία εύκολη μεν, αλλά ελεγχόμενη ζωή, ο αίγαγρος με τη δικαίως αποκτηθείσα ελευθερία του, είναι απέθαντος όπως και ο ανεξάρτητος άνθρωπος που αντιστέκεται στον έλεγχο, και παραμένει ανυπότακτος και με ελεύθερο πνεύμα.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Beaton Roderick, Eισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. E. Zουργού - M. Σπανάκη, Nεφέλη, Aθήνα 1996.

  • Mπιργάλιας Nικόλαος, Αρχαία ελληνική θρησκεία, στο Μήλιος Α. κ.ά, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Eλλάδα I. Τόμ. A΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.

  • Πολίτης Λίνος, Iστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, MΙET, Aθήνα 2017.

  •  Βαρελάς Λάμπρος κ.ά., Nεότερη Eλληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας), EAΠ, Πάτρα 2008.

Ομήρεια