Ο φιλόπατρις του Ανδρέα Κάλβου

Ὦ φιλτάτη πατρίς, ὦ θαυμασία νῆσος, Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τὰ χρυσὰ δῶρα!

Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου· ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀχαρίστων.

Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα, ποτέ· - Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος εἰς ξένα ἔθνη.

a1.seferis.360.jpg

Φανταστικό σχέδιο του προσώπου Κάλβου από τον Γιώργο Σεφέρη: «Δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη. Καμιά φορά όταν ο στίχος του επιμένει μέσα στο μυαλό μου, τον αισθάνομαι σαν ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται, με τις απελπισμένες χειρονομίες τυφλού, να παραμερίσει ένα ψηλό παραπέτασμα που τον σκεπάζει. Δεν κατορθώνει ποτέ να φανερωθεί. Μόνο η φωνή του, πιο μακριά ή πιο κοντά. Μόνο οι κινήσεις ενός σώματος που υποπτεύει και λογαριάζει κανείς απ' το κυμάτισμα του πανιού.» Γ. Σεφέρης, «Πρόλογος για μια έκδοση των "Ωδών"», Δοκιμές, Αθήνα, Ίκαρος, 1974, 179-181

Ο φιλόπατρις του Ανδρέα Κάλβου, με διάχυτη την αγάπη για την πατρίδα, εκφράζει το συλλογικό βίωμα, παρότι το κεντρικό του θέμα, δεν είναι ελληνική επανάσταση.

Οι θεματικοί κύκλοι της Επτανησιακής Σχολής, εδώ αναμειγνύονται, καθώς στους στίχους της ωδής αυτής, συναντώνται και ιδιότυπα λυρικά στοιχεία, της θεματικής του ιδιωτικού βίου.

Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,

σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου πάντοτες εἶχον.

Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια ρόδα

μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,

σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου ἡ χαρὰ μόνη.

Η χαρά της ζωής βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, με πολλαπλές φυσιολατρικές και νοσταλγικές περιγραφές, πληθώρα αναφορών σε γυναικεία μυθικά πρόσωπα, με ενδεχόμενη σύνδεση με την αγάπη προς τη γυναίκα (αγαπημένο θέμα της επτανησιακής ποίησης), ενώ μνεία γίνεται στην αγνότητα, αλλά και συγκαλυμμένα, στο φόβο του θανάτου στην τελευταία στροφή της ωδής.

a5.Kapodistrias.360.jpg

Φανταστικό πορτρέτο του Κάλβου: Π. Καποδίστριας 2009

Τὰ βήματά μου ἐφώτισε ποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,

γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος· κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας πάντα γελάει.

Ἐκεῖ ὁ λαὸς ηὐτύχησεν· ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι

χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν κεῖ στεφανώνει.

Οι αναφορές στην αρχαιοελληνική μυθολογία, σε συνδυασμό με τη διαχρονική ομορφιά του τοπίου, φαινομενικά ακολουθούν την αυστηρότητα του ρεύματος του κλασικισμού, υποκρύπτοντας όμως, τη συναισθηματική έξαρση του ρομαντισμού, μέσω του οποίου πλάθονται νοσταλγικές εικόνες.

Ακολουθώντας το πνεύμα του επτανησιακού νεοκλασικισμού, που συνδυάζει ισορροπία, και αρμονία, αλλά παράλληλα αποδέχεται το ρηξικέλευθο ρομαντικό πνεύμα, ο Κάλβος κάνει χρήση του ποιητικού «εγώ», προς εξυπηρέτηση ρητορικών αναγκών, και αναδεικνύοντας τα βιωματικά ίχνη του, εκδηλώνει την αγάπη του προς την ιδιαίτερη πατρίδα του.

a2.elytis.360.jpg

Φανταστικό σχέδιο του προσώπου του Κάλβου από τον Οδυσσέα Ελύτη (1991)

Στις πρώτες πέντε στροφές, διακρίνονται στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν την ιδεολογία και την λογοτεχνική του τάση, όπως η ευγνωμοσύνη του ποιητή, για τον τόπο που του προσέφερε «την πνοήν», καθώς και η υμνητική, νοσταλγική του διάθεση προς την πατρίδα,  που «ποτέ δεν  ελησμόνησε», και που η εικόνα της φώτιζε τη ζωή του, παρότι τον «βρήκε το πέμπτο του αιώνος εις ξένα έθνη». 

Ἄγρια, μεγάλα τρέχουσι τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,

καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους ἀλβιονείους.

Ἀδειάζει ἐπὶ τὰς ὄχθας τοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,

καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν, καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον τὸ ἀμαλθεῖον.

Ἐκεῖ τὸ αἰόλιον φύσημα μ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν τῆς ὑπεργλυκυτάτης ἐλευθερίας.

Καὶ τοὺς ναούς σου ἐθαύμασα τῶν Κελτῶν ἱερὰ πόλις· τοῦ λόγου ποία, ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος λείπει ἀφροδίτη;

Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν τὰ ἔνδοξα Παρίσια· ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος μὲ κυριεύει.

a4.Gravallos.360.jpg

Φανταστικό πορτρέτο του Κάλβου από τον Παναγιώτη Γράββαλο (1992)

Συνεχίζει περιγράφοντας με αρχαιοπρεπείς όρους, τις χώρες που τον φιλοξένησαν, και μιλώντας για την «Αυσονία», κάνει μνεία στην αρχαία λύρα, στα δαφνοστόλιστα στεφάνια, και στον χορό των «Παρνάσσιων κορών».

Μιλά για το τοπίο, τον Ταμησσό, και την ευμάρεια του λαού της «Αλβιόνας» στην οποία γεύτηκε την ελευθερία, αλλά και για τα «ένδοξα Παρίσια», των τεχνών.

Στη συνέχεια, υποβαθμίζοντας τον όποιο συναισθηματικό δεσμό τον ενώνει, με όσα προανέφερε, τα αποχαιρετά, και συνεχίζει την εξύμνηση  της νήσου, που «κυριεύει» την ύπαρξή του, εξαίροντας τις φυσικές ομορφιές, και την ατμόσφαιρα της Ζακύνθου, σε συνάρτηση με αρχαία στοιχεία και θεότητες.

Τῆς Ζακύνθου τὰ δάση, καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη, ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος ἀργυρᾶ τόξα.

Καὶ σήμερον τὰ δένδρα, καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται δροσερὰς οἱ ποιμένες· αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα ἡ Νηρηΐδες.

Τὸ κῦμα ἰώνιον πρῶτον ἐφίλησε τὸ σῶμα· πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος τῆς Κυθερείας.

Το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμα του Κάλβου, αποτελείται από αρχαιοελληνικά, λόγια, εκκλησιαστικά, αλλά και δημώδη ιδιωματικά στοιχεία.

Με βάση του, την εμπλουτισμένη με αρχαιοπρεπείς λέξεις και καταλήξεις, ομιλούμενη, ενίοτε «ιταλίζει» αποκλίνοντας συντακτικά (πχ «κύμα ιώνιον»), υπό την επίδραση της γλωσσικής θεωρίας του Φόσκολο, πλησιάζοντας όμως και την πρόταση Κοραή, περί διόρθωσης και εμπλουτισμού της γλώσσας.

K᾿ ὅταν τὸ ἐσπέριον ἄστρον ὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,

καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος καὶ φωνῶν μουσικῶν θαλάσσια ξύλα·

Φιλεῖ τὸ ἴδιον κῦμα, οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι

τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων ἄνθος παρθένων.

Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου, ὦ φιλτάτη πατρίς μου, καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος ἀπὸ τὴν μυρωδίαν τῶν χρυσῶν κήτρων.

Σταφυλοφόρους ρίζας, ἐλαφρά, καθαρά, διαφανῆ τὰ σύννεφα ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε τῶν Ἀθανάτων.

Εμφανής είναι και η ιδιαιτερότητα των καλβικών ανομοιοκατάληκτων στροφών, που θυμίζουν την αρχαία λυρική ποίηση, αλλά με ιταλικές επιρροές στροφικών μορφών.  Η ασυνήθιστη μετρική του, ποικίλει, τόσο στον αριθμό των συλλαβών, όσο και στον τονισμό τους, κι ενώ το γενικό σχήμα είναι κλασικότροπο, τη βάση του αποτελεί, το ήμισυ του δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου.

Ἡ λαμπὰς ἡ αἰώνιος σοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν

τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα γίνονται τῆς νυκτὸς εἰς ἐσὲ κρίνοι.

Δὲν ἔμεινεν ἔαν ἔπεσε ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου ἡ χιῶν·

δὲν ἐμάρανε ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων, τὰ σμάραγδά σου.

Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέον σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,

ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα ἐχθρῶν, τυράννων.

Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος μόνον ὅταν κοιμώμεθα εἰς τὴν πατρίδα.

Στην προτελευταία στροφή, κάνει εμμέσως μνεία, στον ελληνικό αγώνα, για μια πατρίδα ελεύθερη, μακαρίζοντας τη Ζάκυνθο που δεν γνώρισε «την σκληρά μάστιγα», του τουρκικού ζυγού. Κλείνοντας απεύχεται ενδεχόμενο ενταφιασμό στην ξενιτιά, καθώς «είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον εις την πατρίδαν».

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Λογοτεχνικό Περιοδικό Κεφαλονιάς “ΚΕΦΑΛΟΣ” (kefalosperiodiko.blogspot.com)

  • Κέντρο Ελληνικής γλώσσας (greek-language.gr)

  • Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Nεότερη Eλληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας), EAΠ, Πάτρα 2008, 

  • Λίνος Πολίτης, Iστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, MΙET, Aθήνα 2017.

  • Roderick Beaton, Eισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992

    μτφρ. E.Zουργού-M.Σπανάκη, Nεφέλη, Aθήνα 1996.

Ομήρεια