Οι Τέχνες κατά τη Βυζαντινή περίοδο

Συνδυάζοντας ρωμαϊκά, ελληνικά και χριστιανικά στοιχεία, το Βυζάντιο εξελίχθηκε σε μια τεράστια και παντοδύναμη Αυτοκρατορία. Η βυζαντινή τέχνη, στενά συνυφασμένη με τον Χριστιανισμό, αντλεί έμπνευση από τη θρησκεία, και αποτελεί πηγή διδαχής και λατρείας για ολόκληρη τη χριστιανική κοινότητα, ενώ το σημαντικότερο κέντρο της έως και τον 15ο αιώνα υπήρξε η Κωνσταντινούπολη.

Και στις τρεις περιόδους (πρωτοβυζαντινή-μεσοβυζαντινή-υστεροβυζαντινή), η τέχνη άκμασε κληροδοτώντας μας με έργα ιδιαίτερης θεματολογίας και τεχνικής, αλλά και απαράμιλλης αισθητικής, περνώντας σταδιακά από τον νατουραλισμό, στην αφαίρεση, που απετέλεσε και το βασικό χαρακτηριστικό της, καθώς ο κόσμος που απεικονίζει είναι πνευματικός, αόρατος, πέρα από τις ανθρώπινες αισθήσεις, θείος και υπερβατικός.

Πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος– 7ος αι.)

Παιδιά που ιππεύουν καμήλα, 564-578 μ.Χ, Μέγα Παλάτιον Κωνσταντινούπολης

(φωτογραφία από: https://www.archaiologia.gr)

Ευρισκόμενη σε μεταβατικό στάδιο κατά την περίοδο αυτή, η τέχνη, αποτελεί συνονθύλευμα χαρακτηριστικών της ύστερης αρχαιότητας και της ρωμαϊκής παράδοσης, με εμφανείς όμως επιδράσεις του χριστιανισμού.

Τόσο στην θρησκευτική όσο και στην κοσμική τέχνη, ο νατουραλισμός σταδιακά παραγκωνίζεται, ενώ εισάγονται αφαιρετικά πρότυπα προκειμένου να απεικονιστεί ο αόρατος κόσμος του θείου, που δεν μπορούν να συλλάβουν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Η τρίτη διάσταση εξαφανίζεται, οι ανθρώπινες μορφές απεικονίζονται μετωπικά και με άκαμπτο ύφος, ενώ έντονη είναι η παρουσία του διακοσμητικού στοιχείου.

Διατηρώντας συνήθως συμβολικό χαρακτήρα, διάφορα κτήρια και ναοί συχνά διακοσμούνταν με ψηφιδωτές παραστάσεις οι οποίες συνήθως αποτελούσαν συνδυασμό χριστιανικών και ειδωλολατρικών συμβόλων και θεμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το επιδαπέδιο ψηφιδωτό που βρίσκεται στο εσωτερικό του Ιερού ή Μέγα Παλάτιου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα, και που ανακαλύφθηκε το 1930.

Η δισδιάσταση σύνθεση αυτή, αποδίδεται απλά και με φυσικότητα ώστε να είναι ευανάγνωστη, με εμφανείς επιρροές από την κλασική αρχαιότητα και την αισθητική της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Δεδομένου ότι επρόκειτο για επιδαπέδιο ψηφιδωτό που φυσικά επρόκειτο να πατηθεί, δεν εμπεριέχει βιβλικές μορφές, αλλά διατηρεί συμβολικό χαρακτήρα το θέμα την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων με τη φύση.

Λεπτομέρεια του έργου

Στο συγκεκριμένο έργο πάνω σε λευκό φόντο αποτυπώνεται ένα στιγμιότυπο της καθημερινότητας της εποχής με έναν νεαρό άνδρα να κρατά τα γκέμια μιας καμήλας που πάνω της βρίσκονται δύο παιδιά, το ένα εκ των οποίων κρατά ένα πουλί. Η ενδυμασία του άνδρα αποτελείται από έναν λευκό, κοντό χιτώνα, ζωνάρι και σανδάλια ενώ ο ακάλυπτος ώμος του επιτέπει να φανεί η στιβαρή σωματική του διάπλαση. Στο ένα χέρι του κρατά ραβδί και με το άλλο κρατά την καμήλα απ’ το σχοινί, ενώ η προσοχή του είναι στραμμένη στα δύο ξυπόλυτα παιδιά που βρίσκονται πάνω της. Στο έργο επίσης απεικονίζεται ένα δέντρο με πλούσια φυλλωσιά.

Μεσοβυζαντινή περίοδος (8ος– 12ος αι.)

Η πολιτικοθρησκευτική διαμάχη της περιόδου της εικονομαχίας (726-842 μ.Χ), που συντάραξε την αυτοκρατορία του Βυζαντίου, και απείλησε τη συνοχή της, περιόρισε έως και κατήργησε τη λατρεία, τη δημιουργία, και τη διατήρηση των χριστιανικών εικόνων.

Πολλές αγιογραφικές παραστάσεις καταστράφηκαν και αντικαταστάθηκαν από το σύμβολο του σταυρού και παραστάσεις του φυτικού και ζωικού κόσμου, ενώ η εποχή της Εικονομαχίας καθόρισε την πορεία της μεταγενέστερης βυζαντινής τέχνης.

Με τη λήξη της διαμάχης, και την αναστήλωση των εικόνων, επήλθε καλλιτεχνική άνθηση, στην απεικονιστική βυζαντινή τέχνη, η οποία εκφράστηκε σε σκαλιστά ελεφαντόδοντα, αγιογραφίες, ψηφιδωτά, ιστορημένα χειρόγραφα, και τοιχογραφίες. Οι καλλιτέχνες, ξεκίνησαν ξανά να αποτυπώνουν την προσήλωσή τους στις ιερές εικόνες, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό περιβάλλον.

Περισσότερα για την εικονομαχική κρίση και την αναστήλωση των εικόνων στο: https://mnimesellinismou.com/byzantini-istoria/anastilosieikonon

Η αναστήλωση των εικόνων στη βυζαντινή εικονογραφία

Η καλλιτεχνική έκφραση της εποχής απηχούσε το δόγμα ιεραρχημένα, από τον ουρανό (πάνω) προς τη γη (κάτω), παγιώνοντας δύο εικονογραφικούς κύκλους, με δημοφιλή θέματα, τον Παντοκράτορα, την Παναγία και σκηνές από τη ζωή τους, την αποστολική κοινωνία, το δωδεκάορτο, τους αγγέλους, την Π. Διαθήκη, τους Ιεράρχες κ.ά.

Οι παραστάσεις είναι δισδιάστατες, και οι αναλογίες σε σχέση με την πραγματικότητα, δευτερεύουσας σημασίας, οι μορφές σοβαρές και επιβλητικές με τη στάση του σώματός τους να διακατέχεται από ιερατικότητα, αλλά και ρυθμικότητα. Η φύση αποδίδεται σχηματικά χωρίς ζωντάνια, ενώ διακρίνεται η ρωμαϊκή αυτοκρατορική επίδραση, των πλούσιων ενδυμάτων και χρωμάτων (χρυσό, λευκό, πορφυρό, κυανό, πράσινο).

Η εικονογραφία εγκαταλείπει την φαινομενική πραγματικότητα και στρέφεται στην εσωτερικότητα. Προσπαθώντας να υποτάξει τον υλικό κόσμο στον πνευματικό, και εστιάζοντας στις Γραφές και στις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων επιλέγει τη συμβολική δυσαναλογία, τονίζοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και “υποτιμώντας” άλλα. Τονίζοντας την ασημαντότητα των ανθρώπινων αισθήσεων, τα πρόσωπα είναι ανέκφραστα, κυριαρχούν του σώματος και απεικονίζονται λεπτά και άυλα, με μεγάλα μάτια, άσαρκα χείλη και ανεπαίσθητη σχεδόν μύτη, ενώ οι άγιοι “στεφανώνονται” με το θείο φως που απεικονίζεται με φωτοστέφανο.

Ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα στην αψίδα της Αγίας Σοφιάς Κων/πολης. Φωτογραφία από: https://eclass.uoa.gr/

Ήταν η εποχή που στην Αγία Σοφιά της Βασιλεύουσας, φιλοτεχνήθηκε το ψηφιδωτό έργο με την ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα το οποίο θεωρείται πως απετέλεσε αφιέρωμα του Βασιλείου Α΄ και του Μιχαήλ Γ΄ με στόχο την καλλιτεχνική αποτύπωση της ενανθρώπισης του Ιησού Χριστού.

Κατά μια εκδοχή, το έργο είναι αυτό που αναφέρεται στην ομιλία του Πατριάρχη Φωτίου το 867 μ.Χ., ως πολύ προσφάτως κατασκευασμένο. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, το ψηφιδωτό αυτό κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 787-815, καλύφθηκε από τους εικονομάχους, και αποκαλύφθηκε ξανά στους μεγάλους σεισμούς το 1343 ή το 1348, επιζωγραφίστηκε και έμεινε ορατό έως τουλάχιστον το 1750, όπου και καλύφθηκε ξανά μέχρι τις εργασίες στον ναό στη δεκαετία του 1930.

Στο κέντρο η επιβλητική μορφή της Παναγίας, καλυμμένη από σκουρόχρωμο μαφόριο, και καθισμένη σε θρόνο κρατά στοργικά το θείο βρέφος που κάθεται στα πόδια της. Τα ενδύματα και των δύο απεικονίζονται με πολλές πτυχές, ενώ γύρω από τα πρόσωπά τους υπάρχουν φωτοστέφανα. Η στάση τους είναι μετωπική, και οι όψεις τους ευγενικές, με τα μάτια τους να είναι μεγάλα σε σχέση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους.

Η αφαιρετική τάση που είχε ήδη ξεκινήσει στην προηγούμενη περίοδο, κυριάρχησε και κατά τη μεσοβυζαντινή.

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η στροφή στα πρότυπα και τις καλλιτεχνικές εκφράσεις της αρχαιότητας, κατά την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, η οποία στόχευε στην κατανόηση και την ερμηνεία τους μέσω της αντιγραφής, με τους καλλιτέχνες της “Μακεδονικής Αναγέννησης” (τέλη 9ου έως αρχές 11ου αι.), να προσπαθούν και μέσω της τέχνης τους, να ζωντανέψουν το ένδοξο παρελθόν των Βυζαντινών.

Χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης της εποχής, αποτελεί το Ψαλτήρι του Δαυίδ, που σήμερα φυλάσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας με το όνομα “Παρισινό Ψαλτήρι”, και το οποίο είναι μία μικρογραφία που δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των ετών 950 και 970.

Το Ψαλτήρι του Δαυίδ (Codex Parisinianus).

Φωτογραφία από: http://byzantium.raftis.org

Το Ψαλτήρι αυτό περιλαμβάνει 449 σελίδες, και 14 ολοσέλιδες μικρογραφίες, οι περισσότερες εκ των οποίων περιέχουν σκηνές από τη ζωή του Δαυίδ, ενώ συμπεριλαμβάνουν μορφές αρχαιότερων προτύπων, όπως η Νύχτα, η Μελωδία και η Ηχώ με επιρροές από την ελληνιστική ζωγραφική και από ελληνορωμαϊκά μοτίβα (π.χ παραστάσεις του Ορφέα).

Το ειδυλλιακό βουκολικό τοπίο θυμίζει περισσότερο εικονογράφηση αρχαιοελληνικού μύθου, παρά βιβλικού κειμένου και πιθανότατα να βασίστηκε σε έργο της ύστερης αρχαιότητας.

Στη συγκεκριμένη σύνθεση με τα βαθιά χρώματα και την έντονη πλαστικότητα των μορφών, απεικονίζεται ο Δαβίδ να παίζει τη λύρα του με τη συντροφιά της προσωποποίησης της Μελωδίας η οποία καθισμένη πίσω του, τον ακουμπά στον ώμο. Στο μπροστινό μέρος υπάρχουν διάφορα ζώα που δείχνουν να απολαμβάνουν τους ήχους της λύρας του Δαυίδ, στοιχείο που παραμπέμπει σε αρχαιότερη ελληνορωμαϊκή σύνθεση που απεικόνιζε τον Ορφέα να μαγεύει τα ζώα με τη μουσική του. Η ανδρική μορφή με έντονη μυϊκή διάπλαση κάτω αριστερά, πιθανότατα αποτελεί την προσωποποίηση του όρους της Βηθλεέμ, το οποίο αποδίδεται με την ελληνορωμαϊκή αντίληψη για το υγιές σώμα. Η γυναικεία μορφή που προβάλλει πίσω από το αγγείο δεξιά στο βάθος της σύνθεσης, παραπέμπει σε πομπηιανές τοιχογραφίες που απεικόνιζαν την Ηχώ, ενώ και η Μελωδία έχει ταυτιστεί με την Ιώ που απεικονίζεται σε ανάλογη τοιχογραφία.

Υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος– 15ος αι.)

Η Δέησις, εντοίχιο ψηφιδωτο της Αγιάς Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη.

Φωτογραφία από: https://www.nextdeal.gr

Η υστεροβυζαντινή περίοδος (Παλαιολόγεια Αναγέννηση), ουσιαστικά απετέλεσε τη μετεξέλιξη της προηγούμενης περιόδου. Από το 1204 (κατάκτηση των Φράγκων) και μετά, αυξάνεται σημαντικά η πολιτισμική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται και στην τέχνη. Η ζωγραφική, δεν έχει μεν το βάρος της προηγούμενης εποχής, όμως αναγεννάται αποκτώντας νέο ύφος, γνωστό ως παλαιολόγειο.

Με τη λήξη της Λατινοκρατίας, το 1261, όταν οι Βυζαντινοί επανακτούν την Κωνσταντινούπολη οικονομικά αποδυναμωμένη και υπό διαρκή απειλή από τους εχθρούς της, η τέχνη αναζητά ασφαλή πρότυπα του παρελθόντος και ανατρέχει στα έργα της αρχαιότητας αλλά και της Μακεδονικής Αναγέννησης.

Οι μορφές, αποκτούν κίνηση, εκφραστικότητα, κομψότητα και χάρη, και γίνονται πιο οικείες καθώς τους επιτρέπεται πλέον η φανέρωση ανθρώπινων συναισθημάτων. Παρότι σε αντίθεση με τους δυτικούς καλλιτέχνες, οι αγιογράφοι του Βυζαντίου εξακολουθούν να εστιάζουν στην υπερβατικότητα, αδιαφορώντας για την ακριβή ανατομία, οι εικόνες είναι πιο λεπτομερείς και τεχνικά αρτιότερες, ενώ επανέρχεται η τρίτη διάσταση και η ρεαλιστικότητα στην απεικόνιση της φύσης.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιόδου αυτής αποτελεί το σωζόμενο μέρος της ψηφιδωτής παράστασης της Δέησης η οποία βρίσκεται στον ναό της Αγιάς Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη και χρονολογείται στα τέλη του 11ου - αρχές του 12ου αι.

Στο κέντρο διακρίνεται ο ένθρονος Χριστός που ευλογεί, ενώ το βλέμμα του αποπνέει εσωτερική γαλήνη. Στα δεξιά του βρίσκεται η Παναγία με ελαφρώς γερμένο κεφάλι προς τον γιο της, και στα αριστερά του ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής του οποίου το συνοφρυωμένο βλέμμα τού προσδίδει αυστηρότητα, συναισθηματική φόρτιση, ή/και ανησυχία. Το φόντο της σύνθεσης είναι έντονο χρυσό, φωτίζοντας τις μορφές και αποδίδοντάς τους το θείο, υπερβατικό φως ενώ πάνω από τα πρόσωπα υπάρχουν τα ελληνικά γράμματα ΜΡ-ΘΥ, ΙC-ΧC, Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩ. Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ.

Το χρυσό χρώμα στον χιτώνα του Χριστού καθώς και η μεγαλύτερη φωτεινότητα στο πρόσωπό του σε σχέση με τις άλλες δύο μορφές, τον φέρνουν στο επίκεντρο της σύνθεσης. Οι μύες κάτω από το δέρμα, στα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας τονίζονται με μικρές φωτεινές πινελιές, ενώ του Αγ. Ιωάννη με βαθύχρωμες ψηφίδες, τεχνικές που παρατηρούνται και σε πορτραίτα αυτοκρατόρων στην Αγιά Σοφιά.

Το αρχικό ύψος των μορφών υπολογίζεται σε περίπου 4 μέτρα ενώ η μορφή αυτή της Δέησης, ήταν γνωστή στην βυζαντινή τέχνη από τον 10ο αι., ενίοτε συνδυαστικά με αγγέλους. Η θέση, η υψηλή τέχνη του έργου, η άψογη χρήση του φωτός, και η λάμψη των χρωμάτων, κατατάσσει το συγκεκριμένο ψηφιδωτό σε ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία.


Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

πηγεσ

  • Τ. Αλμπάνη, Τέχνες Ι, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

  • Παπαγιαννοπούλου Α,Πλάντζος Δ,Σουέρεφ Κ, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας: Προϊστορική και Κλασική Τέχνη. ΕΑΠ Πάτρα 1999

  • Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

  • Hans Georg Beck, H βυζαντινή χιλιετία, μετάφραση Δ. Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990.

  • Ι. Γιαννόπουλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Αλ. Κουκουζέλη, Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

  • Ιδρυμα Μειζονος Ελληνισμου: http://www.fhw.gr/projects/agiasofia/psifidotes-parastaseis.php

  • Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική τέχνη, Βυζαντινά ψηφιδωτά, Εκδοτική Αθηνών, 1994

  • Λόουντεν Τζ., Πρώιμη Χριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη 1999

Ομήρεια