Το κοσμοείδωλο του Μ. Βασιλείου και ο Αριστοτέλης
Ο Μέγας Βασίλειος Καισαρείας στις Ομιλίες του εις την εξαήμερον, υπομνηματίζοντας τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, εκθέτει παράλληλα τις κεκτημένες γνώσεις του χωρίς όμως να δέχεται την ανάγνωση των Γραφών ως μέσο άντλησης επιστημονικής γνώσης, καθώς στη Γένεση δεν εμπεριέχονται πληροφορίες για τη δομή του σύμπαντος.
Επιδοκιμάζει τη μελέτη της φύσης από τους πιστούς, αποδοκιμάζοντας βέβαια την ενασχόλησή τους με δεισιδαιμονικές προβλέψεις, και δέχεται ορισμένες από τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές θεωρίες (κυρίως αυτές που βασίζονταν στα δεδομένα της παρατήρησης και της ανθρώπινης εμπειρίας).
Παρότι αρχικά η στάση της χριστιανικής εκκλησίας ήταν αρνητική ως προς τις επιστήμες που θεωρούνταν προϊόντα της ειδωλολατρικής σκέψης, στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν κατ’ ανάγκη σε κάποιους τομείς, όπως η αστρονομία για την καταμέτρηση του χρόνου, για ημερολογιακούς υπολογισμούς, για πρόβλεψη καιρικών φαινομένων κ.ά.
Η χριστιανική λατρεία, αντιτιθέμενη στις έως τότε διατυπωμένες απόψεις στράφηκε προς την κοσμολογία της Π. Διαθήκης, ενώ ο Μ. Βασίλειος έχοντας ασχοληθεί με φιλοσοφικές σπουδές, προσπάθησε να συγκεράσει τις ελληνικές επιστημονικές απόψεις με τις Γραφές.
Η επικρατούσα κοσμολογική εικόνα της εποχής ήταν ιδιαιτέρως επηρεασμένη απ’ τον Αριστοτέλη: τα δύο μέρη του κόσμου χωρίζονταν στον υποσελήνιο κόσμο (αποτελούμενο από γη, ύδωρ, αέρα και φωτιά) και στον άφθαρτο και αιώνιο υπερσελήνιο κόσμο (αποτελούμενο από την πεμπτουσία-αιθέρα) και κινούμενο ομαλά, κυκλικά.
Βασισμένος στις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές θεωρίες ο Αγ. Βασίλειος, διατύπωσε στις Ομιλίες του εις την εξαήμερον, ερμηνεία της Γένεσης που απετέλεσε ύμνο στον κόσμο ως θεϊκό δημιούργημα αλλά και πηγή έμπνευσης για πολλά μεταγενέστερα ερμηνευτικά χριστιανικά κείμενα.
Βασικός στόχος του, ήταν να καταστήσει σαφή στα μάτια των πιστών, τη σύνδεση του κόσμου με τον Δημιουργό του, τονίζοντας την Σοφία και την Παντοδυναμία του Θεού και προσπαθώντας να αποδείξει πως το σύμπαν δεν αποτελεί αποκύημα σύμπτωσης, αλλά δικό Του έργο.
Παρότι γενικότερα πλατωνιστής, ο Μ. Βασίλειος, θεωρεί πως η τάξη είναι αυτή που διέπει τη φύση. Έτσι όπως και ο Αριστοτέλης, δείχνει εμπιστοσύνη στα φαινόμενα που ο πλατωνισμός θεώρησε απατηλά και ύποπτα, προϋποτιθέμενης όμως της ένταξής τους σε φυσικές αρχές ανώτερης τάξης.
Παρά την προσαρμογή των κεκτημένων του γνώσεων ώστε να ταιριάζουν με την βιβλική παράδοση, ο συγκερασμός των διαφορετικών κοσμοθεωριών (συμπεριλαμβανομένου του αριστοτελικού σύμπαντος), εκτός από την ενίσχυση του χριστιανικού δόγματος, συνετέλεσε στη διάσωση των αρχαιοελληνικών θεωριών αλλά και στη διάδοσή τους σε μια εποχή που η επιστημονική γνώση ήταν αμφιλεγόμενη και από πολλούς διωκόμενη.
Ο Μ. Βασίλειος συνάγοντας από την Γένεση, το ακαριαίο και άχρονο της δημιουργίας, θεωρεί πως η αρχή δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί σε αρχή μέση και τέλος, όμως διακρίνοντας τον χρόνο, διαπιστώνει όπως και ο Αριστοτέλης πως το παρελθόν έχει χαθεί, πως το μέλλον δεν έχει φτάσει και πως το παρόν παρότι οδηγεί τον άνθρωπο στην αιωνιότητα, είναι στιγμιαίο και φευγαλέο, άρα δεν μπορεί να ενταχθεί στον χρόνο.
Τονίζοντας το «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ο Θεός», επισημαίνει πως κάτι που έχει αρχή, δεν μπορεί να είναι αιώνιο ή συναΐδιο με το Θεό που είναι άναρχος, αναλλοίωτος, αΐδιος και που υπέρκειται του χρόνου, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με την αριστοτελική άποψη περί αιωνιότητας του κόσμου.
Στόχος του άλλωστε, δεν είναι να καταδείξει στους πιστούς τον τρόπο δημιουργίας του κόσμου, αλλά την τάξη και την αρμονία η οποία διέπει το σύμπαν, και κυρίως τον ίδιο τον Δημιουργό του που απετέλεσε την αρχή των πάντων. Παρατηρώντας τα δημιουργήματα του Θεού, ο άνθρωπος θα διαπιστώσει πως τίποτα δεν έγινε τυχαία ή μάταια, αλλά προς εξυπηρέτηση ενός σκοπού ωφελείας προς τους ανθρώπους.
Η παρατήρηση αποτελεί τρόπο εκπαίδευσης των έλλογων όντων ώστε να μπορούν να αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις, τα ορατά, διαισθανόμενα έτσι τη βούληση του Θεού. Εφόσον τα ορατά δημιουργήματα είναι τόσο αξιοθαύμαστα, ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται πόσο συγκλονιστικά θα είναι τα αόρατα, των οποίων η κατανόηση υπερβαίνει την ανθρώπινη διάνοια.
Ο άνθρωπος συλλογιζόμενος πως όπως κάποιος τυφλός στερείται το μεγαλείο των θαυμαστών του ορατού κόσμου, αντιστοίχως κι ο ίδιος θα στερηθεί το μεγαλείο των αοράτων, εάν δεν καταφέρει να προσεγγίσει τη θέωση.
Ο Μ. Βασίλειος, δέχεται την αριστοτελική ερμηνεία πως το άπτωτο της γης δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός, αλλά συμβαίνει λόγω της φυσικής της θέσης στο κέντρο του σύμπαντος. Επομένως οτιδήποτε πέφτει από ψηλά καταλήγει στο μέσο του σύμπαντος, δηλαδή στη γη, καθώς τα σώματα έχουν την τάση να ταυτίσουν το κέντρο τους με το κέντρο του κόσμου. Η γη είναι άπειρη σε μέγεθος και βάρος και δε στηρίζεται πουθενά.
Ο Μ. Βασίλειος, βασίζεται στην αριστοτελική διδασκαλία περί τεσσάρων αιτιών των πραγμάτων (υπάρχον συστατικό, είδος, μεταβολή, σκοπόν), και συμφωνεί ως προς το σφαιρικό σχήμα της γης, καθώς και για το ότι βρίσκεται ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος.
Πιστεύει όμως πως υπάρχει μία επιπλέον σφαίρα, ουράνιων υδάτων, που διαχωρίζει τους δύο κόσμους (του Θεού και της Κτίσης), και φυσικά συμφωνεί πως υπάρχει μία οντότητα (που ο Αριστοτέλης ονομάζει κινούν ακίνητο ή θεό), που ούσα ακίνητη, άυλη, και έξω απ’ τον κύκλο των μεταβολών, αποτελεί την αιτία της κίνησης του κόσμου.
Ελέγχοντας όσους υποστηρίζουν πως ο κόσμος είναι αιώνιος ή/και ταυτίζεται με τον Θεό, και πως οι φυσικοί νόμοι δεν υφίστανται μεταβολές (Αριστοτέλης, Ωριγένης κ.ά.), ο Αγ. Βασίλειος διδάσκει πως ο Θεός προϋπήρχε του κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε, και πως οι νόμοι της φύσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν θαυματουργικά από το θέλημά Του.
Παρότι ο Μ. Βασίλειος θεωρεί χρησιμότατη την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων για την βελτίωση της ανθρώπινης καθημερινότητας, διαχωρίζει την σημασία των φαινομένων, από την επίδρασή τους στην ζωή. Έτσι ενώ η πρόβλεψη των καιρικών φαινομένων, αλλά και οι αστρονομικοί και ημερολογιακοί υπολογισμοί είναι απολύτως αποδεκτές ενέργειες προς διευκόλυνση της ανθρωπότητας, η αστρολογία (γενεθλιαλογία) στο πλαίσιο του ζωδιακού κύκλου, που υποστηρίζει πως οι πλανήτες επιδρούν στην ανθρώπινη υπόσταση, θεωρείται απαράδεκτη.
Το γεγονός ότι δίνει μεγάλη έκταση στο φαινόμενο της αστρομαντείας, φανερώνει πως η επιρροή των αστρολόγων και των ισχυρισμών τους, στους συγχρόνους του, ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή. Για τον Ιεράρχη, ο ισχυρισμός πως τα άστρα μπορούν να ορίσουν την εξέλιξη και γενικότερα τη ζωή του ανθρώπου, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τις αρχές του χριστιανισμού.
Σύμφωνα με τις Γραφές, ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο το αυτεξούσιο, και την ελεύθερη βούληση, που συνεπάγεται πλήρη ανάληψη ευθύνης για τις σκέψεις και τις πράξεις του.
Εάν η βούληση και η προαίρεση του ανθρώπου αποδίδονταν στις κινήσεις των πλανητών, κατά συνέπεια στη μοίρα και στην ειμαρμένη, τότε η δικαιοκρισία, η αξιοκρατική ανταπόδοση αλλά και η ανθρώπινη ελπίδα θα αφανίζονταν.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου άπαντα τα έργα. Τόμος. 4: Εξαήμερος. Εισαγωγή, κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Σ.Ν. Σάκκος, Θεσσαλονίκη 1973.
Vegetti Μ., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφ. Ι.Α. Δημητρακόπουλος, Εκδ.Τραυλός, Αθήνα17, 2000.
Κάλφας Β. και Ζωγραφίδης Γ., Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη 2006, ενότητα 8.8 ( https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/filosofia/index.html).
Κάλφας Β., Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, Αθήνα 2015, (https://repository.kallipos.gr/handle/11419/683).
Κατσιαμπούρα Γ., «Διάλογος δύο κόσμων: η πτολεμαϊκή σκέψη στο Βυζάντιο», στο: Γ. Βλαχάκης και Π. Φιλντίσης (επιμ.), Οι απόψεις των φιλοσόφων της Αρχαιότητας για τις φυσικές επιστήμες και οι επιδράσεις τους στη σύγχρονη σκέψη, Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Ξάνθη 2005.
Νικολαΐδης Ε., Επιστήμες και Ορθοδοξία: από τους Έλληνες Πατέρες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Εκδ. Προπομπός, Αθήνα 2017.
Χριστιανίδης Γ. (επιμ.), Οι επιστήμες στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον νεότερο ελληνισμό, Πάτρα 2000.