Ταξιάρχης Μανταμάδου, μια εικόνα φτιαγμένη από αίμα και χώμα!
Το νησί της Λέσβου, εξαιτίας της πλούσιας γης του και του ανεπτυγμένου εμπορίου του, εξασφάλιζε στους κατοίκους του μία πολυτελή ζωή με σπίτια αρχοντικά, γεμάτα από πολίτικα και βενετσιάνικα χρυσαφικά και ασημικά, γεγονός που το έβαλε στο στόχαστρο των Σαρακηνών πειρατών.
Όπως συνέβαινε σε όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές και κυρίως τα νησιά, οι πειρατές χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια, τους κολπίσκους και τις ακρογιαλιές της Λέσβου ως αραξοβόλια και χώρους ανεφοδιασμού, συνεπώς οι επισκέψεις τους στο νησί ήταν συχνές και τους έδιναν χρόνο για να οργανώνουν τα εγκλήματά τους.
Επιπλέον, το βυζαντινό κράτος εκείνη την εποχή, έχοντας ανοιχτά πολλά μέτωπα, αδυνατούσε να προστατέψει επαρκώς τα νησιά, τα οποία κάθε τόσο, βίωναν τη φρίκη από τις επιθέσεις των πειρατών, οι οποίοι ήδη από τον 8ο αιώνα μ.Χ. δρούσαν ανενόχλητοι, αρπάζοντας, σφάζοντας, καίγοντας και ρημάζοντας, ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους.
Με τα καράβια τους μετέφεραν και πουλούσαν σκλάβους και λάφυρα από τις λεηλατημένες περιοχές στις αγορές της Ανατολής, με την ανοχή ή/και τις ευλογίες ακόμα, του εκάστοτε Σουλτάνου με τον οποίο συχνά συνεργάζονταν.
Η προφορική παράδοση που μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και η εικόνα του Ταξιάρχη που διασώθηκε αναλλοίωτη ως τις μέρες μας, μαρτυρούν τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την περίοδο της παντοδυναμίας των πειρατών, όταν στο στόχαστρό τους μπήκε και το μοναστήρι του Μανταμάδου.
Οι δεκαοκτώ μοναχοί του που ζούσαν εκεί (μεταξύ 8ου και 10ου αιώνα), προσπαθώντας να αποκρούσουν τις επιδρομές των πειρατών, είχαν οχυρώσει τη μονή με τείχη και πύργους, που πολλές φορές τους είχαν προστατέψει στο παρελθόν, εγείροντας όμως περισσότερο το πείσμα και τη μανία των Σαρακηνών, που αναζητούσαν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν εκ νέου.
Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, που οι μοναχοί ήταν απορροφημένοι με τις διαρκείς ακολουθίες και τις προετοιμασίες εν όψει του Πάσχα, οι πειρατές με αρχηγό τον Σιρχάν, βρήκαν την ευκαιρία τους. Με πολλές προφυλάξεις, εισέβαλλαν στο μοναστήρι κατά την ώρα της λειτουργίας χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, και κατέσφαξαν τους σαστισμένους μοναχούς, τον έναν μετά τον άλλον.
Ο μόνος που πρόλαβε να αντιδράσει, ήταν ο νεαρός δόκιμος μοναχός Γαβριήλ, που προσπαθώντας να ξεφύγει, βγήκε από το στενό παράθυρο του ιερού, και ανέβηκε στη στέγη του ναού, χωρίς όμως να περάσει απαρατήρητος. Οι πειρατές τον κυνήγησαν και σύμφωνα με την παράδοση, μόλις τον έφτασαν σηκώθηκε άνεμος συνοδευόμενος από δυνατή βουή. Η στέγη μετατράπηκε σε τρικυμιώδη θάλασσα που από μέσα της ξεπρόβαλε ο Ταξιάρχης κραδαίνοντας το φλεγόμενο σπαθί του. Τρομοκρατημένοι από την αναπάντεχη εμφάνιση του Αρχαγγέλου, οι πειρατές εγκατέλειψαν τα κλοπιμαία και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, ενώ ο17χρονος Γαβριήλ, έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν συνήλθε, έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε και ευχαρίστησε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ για την θαυματουργική του επέμβαση, και αμέσως μετά κατέβηκε στο ιερό όπου βρίσκονταν οι σφαγμένοι αδελφοί του. Με ένα σφουγγάρι, μάζεψε το αίμα τους από τον χώρο, το συγκέντρωσε σε μία λεκάνη και το ανακάτεψε με ασπρόχωμα, ενώ παράλληλα προσεύχονταν ασταμάτητα για τη σωτηρία των ψυχών των νεκρών μοναχών.
Αφού έπλασε το πρόσωπο, τον λαιμό και τις φτερούγες του Ταξιάρχη, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τη μορφή που είχε πριν λίγο παρουσιαστεί μπροστά του, συνειδητοποίησε πως ο πηλός δεν ήταν αρκετός για να πλάσει στο σωστό μέγεθος και το σώμα. Προκειμένου να μην αλλοιώσει το πρόσωπο που ανταποκρινόταν πιστά σ’ αυτό που είχε δει, αλλά και επειδή ο πηλός είχε ήδη αρχίσει να κρυώνει, αποφάσισε να μην το αναπλάσει, αλλά με τον λιγοστό πηλό που είχε απομείνει να πλάσει συμβολικά, ένα μικρό, δυσανάλογο και άτεχνο, αλλά ολοκληρωμένο σώμα.
Παρότι από τότε έχουν περάσει εκατοντάδες χρόνια, και παρότι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, η εικόνα του Ταξιάρχη, ήταν εντελώς απροστάτευτη και εκτεθειμένη στη φυσική φθορά του χρόνου και των συνθηκών του περιβάλλοντος, αλλά και στον υπερβάλλοντα ζήλο των πιστών που άγγιζαν και συχνά προσπαθούσαν να αποσπάσουν ακόμα και κομμάτια του υλικού για φυλαχτά, παραμένει αναλλοίωτη έως και σήμερα, αποτελώντας ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της χώρας.
Τα θαύματα που κατά καιρούς αποδίδονται στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου είναι πάμπολλα, ενώ οι πιστοί νιώθοντας ζωντανή την παρουσία του, επί σειρά ετών σκούπιζαν τον ιδρώτα και τα δάκρυά του, ενώ μεταξύ άλλων εξακολουθούν να του προσφέρουν μικρά μεταλλικά υποδήματα, καθώς σύμφωνα με την παράδοση, όλη νύχτα διατρέχει το νησί, φθείροντάς τα.
Η μονή που φιλοξενεί την εικόνα, βρίσκεται βόρεια της κωμόπολης του Μανταμάδου στη Λέσβο, στην περιοχή που εξαιτίας του γεγονότος από τότε ονομάστηκε Μαχαιρά, και είναι αφιερωμένη στον προστάτη του νησιού, Αρχάγγελο Μιχαήλ. Η ίδρυση του μοναστηριού χάνεται στα βάθη του χρόνου, ενώ τις πρώτες ιστορικές μαρτυρίες για την ύπαρξή του, αποτελούν έγγραφο του 1661 αλλά και επιγραφή στον ναό της ίδιας εποχής.
Το παλαιό καθολικό αντικαταστάθηκε το 1879, από νέο μεγαλύτερο ναό στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, ενώ το μοναστικό συγκρότημα διατηρεί ακόμα την όψη φρουρίου, καθώς περιβάλλεται από ψηλά κτήρια και πύργο-κωδωνοστάσιο στη βορειοδυτική πλευρά.
Η ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δεσπόζει στο εσωτερικό του ναού, φυλασσόμενη σε κουβούκλιο κατασκευής του 1766, ενώ στον ναό φυλάσσονται επίσης, ο αρχιερατικός σάκος και το πετραχήλι του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, τα οποία ο ίδιος είχε εμπιστευτεί στον πρωτοσύγκελλό του Πορφύριο, που μετέπειτα διετέλεσε Μητροπολίτης Λέσβου.
Η μονή εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου κάθε έτους που τιμάται η μνήμη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, αλλά και την Κυριακή των Μυροφόρων, που είναι η επέτειος των εγκαινίων του ναού, προσελκύοντας μεγάλο αριθμό προσκυνητών απ’ όλο τον κόσμο, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το έθιμο της τελετουργικής προσφοράς ενός ταύρου.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Ιερός Προσκυνηματικός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μανταμάδου: https://www.taxiarhismantamadou.gr/
πρωτοπρεσβύτερος ευστρατιος δησσοσ, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, Μυτιλήνη 1988.
Βήμα Ορθοδοξίας: https://www.vimaorthodoxias.gr