Γεώργιος Βιζυηνός

viziinosim2.jpg

Γεννημένος το 1849 με το επώνυμο Γιώργος Σύρμας ή Μιχαηλίδης, υιοθέτησε το Γεώργιος Βιζυηνός, εξαιτίας της καταγωγής του από τη Βιζύη της Ανατ. Θράκης, όπου και μεγάλωσε ως μέλος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας.

Από πολύ μικρός δούλευε ως ραφτάκι, στην Κωνσταντινούπολη, κοντά σ’ έναν συγγενή του προκειμένου να μάθει τη δουλειά. Όταν το ραφτάδικο έκλεισε τον Γεώργιο υποστήριξαν πλούσιοι γνωστοί της οικογένειας, ώστε να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Εκεί γνώρισε τον ποιητή Ηλία Τανταλίδη που τον βοήθησε με τα Ποιητικά του Πρωτόλεια, και που τον σύστησε στον Γεώργιο Ζαρίφη. Ο Ζαρίφης ήταν πλούσιος ομογενής και με τη βοήθειά του ο Βιζυηνός συνέχισε με σπουδές στην ψυχολογία και την αισθητική στη Γοτίγγη, στο Βερολίνο και στη Λειψία όπου και εκπόνησε διδακτορική διατριβή, με θέμα Το παιχνίδι από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις, που ακολουθούσε το ρεύμα της ρομαντικής Φαναριώτικης ποίησης, βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο διαγωνισμό το 1876. Η συλλογή αργότερα μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι.

Ο Βιζυηνός όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι λογοτέχνες αντιμετώπισε τη δυσπιστία των φιλολογικών κύκλων της Αθήνας. Και κατά το είθισται της εποχής, η δυσπιστία αυτή, κυκλοφόρησε ακόμη και υπό μορφήν γελοιογραφίας σε περιοδικά σατιρίζοντάς τον για το ποιητικό του στόμφο.

Ο λογοτεχνικός δρόμος του Βιζυηνού, τελικά, τον οδήγησε στη δημιουργική πεζογραφία η οποία αποτελείται από δεκατρία πεζά, εκ των οποίων γνωστότερα είναι τα έξι διηγήματά του που όλα σχεδόν όλα δημοσιεύτηκαν μέσα σε ενάμιση χρόνο στο περιοδικό Εστία, εκτός από το διήγημα Μοσκώβ Σελήμ του οποίου η δημοσίευση έγινε αρκετά χρόνια αργότερα.

Βασισμένος σε αινιγματικές αφηγήσεις, ακόμα και οι τίτλοι που χρησιμοποιεί, δημιουργούν σασπένς:Το αμάρτημα της μητρός μου, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Ποιός ήτο ο φονεύς του αδελφού μου.

Τα διηγήματά του καταλήγουν σε ανατροπές στις οποίες παγιδεύεται ο αναγνώστης καθώς έχει αναπτύξει διαφορετικές προσδοκίες για το τέλος του έργου.

Αινιγματικός και ο τίτλος του διηγήματος Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, που διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σχετικά με το περιεχόμενό του. Ο Βιζυηνός εδώ συγκεντρώνει ηθογραφικά στοιχεία σχεδόν όλων των περιόδων, σχηματίζοντας κρίκους στην αλυσίδα σύνδεσης της ελληνικής πολιτισμικής συνέχειας, με την αρχαιότητα.

Κινούμενος στο φυσικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης και της Βιζύης, ξεκινά με ένα παραμύθι, το οποίο ο ήρωας προσαρμόζει στις φαντασιώσεις του για την πορεία της ζωής του, συνδυάζοντας στοιχεία της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λαϊκής παράδοσης (νεαροί ράφτες που διασκεδάζουν ολονυχτίς και το πρωί ως δια μαγείας οι θαυμαστές φορεσιές είναι πανέτοιμες), αλλά και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού (νύφη έπαθλο της αρχαιότητας).

erhgs.jpg

Στη συνέχεια γίνεται αναδρομή στα χρόνια του Βυζαντίου, και ταυτόχρονα στην αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μέσω της έμμεσης αναφοράς στο δημοτικό τραγούδι «Ο Διγενής κι ο Χάροντας», (θα παλαίσω με τον άγγελον{.…}στο μαρμαρόστρωτο τ’ αλώνι), και στην εποχή της τουρκοκρατίας, με την περιγραφή του φόβου για το παιδομάζωμα, που εξηγεί την άβουλη συμπεριφορά και τη στάση ζωής του παππού (πες πως ήμουνα κορίτσι/ μ’ επήρεν η γιαγιά σου).

Παρούσες στο διήγημα και οι επικρατούσες δοξασίες, που επιδρούν στην ψυχολογία του ήρωα προκαλώντας του αγωνία και ευθύνη (εάν ο ποθούμενος δεν προφθάση {…}οφθαλμοί του νεκρού ημίκλειστοι), καθώς και παροιμιακές φράσεις λαϊκής σοφίας και δεισιδαιμονιών (η τέχνη είναι χρυσούν βραχιόλιον, πέτρα που κυλά, καυγάς για το πάπλωμα, μπουμπουνίζει μα δεν βρέχει, σήκωσε τ’ ογούρι κ.ά), ενώ η αρχαιότητα επανέρχεται συνδεδεμένη με τη λαϊκή παράδοση μέσω των διηγήσεων του παππού με αναφορές μεταξύ άλλων στη μάνα του Μεγαλέξανδρου και στους κυνοκέφαλους της αρχαιότητας (Φώκια, Σκυλοκέφαλοι κ.λπ.).

Ο συγγραφέας με χρήση ενεστώτα, και σε σκηνικά γεμάτα εικόνες, ήχους και μυρωδιές κάνει λεπτομερείς περιγραφές (χαρέμι, μετάβαση στο χωριό, τούμβας), που προσλαμβάνουν χαρακτήρα  εφιαλτικό-εξωπραγματικό, καθώς συμπλέκονται με τα στοιχεία της φύσης, ενώ περιγράφει τα έθιμα της κηδείας (σάβανον, κηρία, θυμιατά, μυροφόροι, προσκέφαλο, μοιρολόγια κ.ά), καθιστώντας τον αναγνώστη σχεδόν συμμέτοχο στα τεκταινόμενα.

“Το μόνον της ζωής του ταξείδιον” (ταινία 2001. Διάρκεια: 87' Επτά Κρατικά Βραβεία Ποιότητας).

Χρησιμοποιώντας την επικρατούσα για την πεζογραφία καθαρεύουσα, ο Βιζυηνός, ζωντανεύει την αφήγηση  με διαλόγους  στη δημοτική, και αποτυπώνει παιδικές αναμνήσεις,  κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν, μέσω διηγήσεων που περιγράφουν γεγονότα τριών γενεών (προγιαγιάς-παππού-εγγονού).

Ο Βιζυηνός σε ολόκληρο το διήγημα (ιδιαιτέρως: υποδοχή γιαγιάς, υποτίμηση  διηγήσεων εγγονού, ματαιωμένα ταξίδια, και αποκάλυψη πραγματικότητας), με ηθογραφικές αναφορές μεταστρέφει την πλοκή, καταλήγοντας στην ανατροπή των προσδοκιών, ηρώων και αναγνωστών, ενώ μέσω χρήσης λαογραφικών στοιχείων, εξωτερικεύει την ψυχολογία των ηρώων, τις αδυναμίες τους, και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη μοίρα τους.

Ανιχνεύοντας τη φύση του προσωπικού του ιθαγενούς πολιτισμού, καταγράφει τις πτυχές της ελληνικής ζωής, αξιοποιώντας παράλληλα τους ευρωπαϊκούς νεωτερισμούς, όπως οι ηθογράφοι συγγραφείς της Γενιάς του 1880, χωρίς να αναπαριστά απλά την πραγματικότητα, αλλά διερευνώντας πέρα από τα στενά όρια της λαογραφίας και του ρεαλισμού. Ο Βιζυηνός διαφοροποιείται από τους διηγηματογράφους της γενιάς του, καθώς προτεραιότητά του αποτελεί ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων του, των οποίων οι σκέψεις και οι επιθυμίες, έρχονται σε αντίθεση με την εξωτερική πραγματικότητα. 

Την ηθογραφική κατεύθυνση των διηγημάτων του με έμφαση στην ψυχολογική και ιστορική τους διάσταση, διευκρινίζει άλλωστε ο ίδιος με την δήλωσή του: (διήνοιξα το νέον δρόμον της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κατορθώσας {…} να υποδείξω {…} τι εστί διήγημα {…} μελέτη και αναγραφή του εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων{...} εν καθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει).

Ο Βιζυηνός ίσως και λόγω των σπουδών του, ασχολείται ιδιαίτερα με την ψυχολογία των ηρώων του, με τους χειρισμούς τους, τα διλήμματά τους και με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους.

Σε κάποια στιγμή της ζωής του, εκδηλώθηκε μία μοιραία δική του ανθρώπινη αδυναμία, η οποία και τον οδήγησε στην τρέλα. Ο Βιζυηνός ερωτεύτηκε βαθιά, κι έχασε το μυαλό του για μια μικρή μαθήτριά του, την οποία αποπειράθηκε να απαγάγει.

Δύο φορές δε, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κι έτσι κατέληξε έγκλειστος στο Δρομοκαϊτειο για 4 περίπου χρόνια. Ακόμα και μέσα στο ίδρυμα, συνέχισε να γράφει ποιήματα, που τα περισσότερα εκ των οποίων εκδήλωναν το πάθος του για τον άτυχο έρωτά του.

m.jpg

Πέθανε στις15 Απριλίου του 1896, από προϊούσα παραλυσία στα 47 του χρόνια, ενώ την ίδια χρονιά πέθανε και η κοπέλα που αγαπούσε, μόλις τέσσερις μέρες μετά τον γάμο της!

Η ταφή του έγινε σε χώρο που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, και ο Κωστής Παλαμάς επέλεξε έναν στίχο του Βιζυηνού, για να χαραχτεί στον τάφο του:

«Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια»....

Εκείνο που ξεχωρίζει τον Βιζυηνό από τους άλλους διηγηματογράφους της γενιάς του είναι η ενασχόλησή του με τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, στην αποτύπωση του οποίου δίνεται προτεραιότητα έναντι της εξωτερικής πραγματικότητας, η οποία μοιάζει να είναι απατηλή. Η πραγματικότητα επομένως δεν συμβαδίζει με τις σκέψεις τις επιθυμίες ή τις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες των διηγημάτων του.

Ο Βιζυηνός ανήκε στη λεγόμενη Γενιά του 1880 και όπως και οι άλλοι της γενιάς αυτής είχε στραφεί προς τις εξελίξεις της εποχής απ’ τις οποίες είχε δεχτεί αισθητικό προσανατολισμό. Τα εθνικά ζητήματα, οι προσπάθειες ανάπτυξης και οι εδαφικές βλέψεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, είχαν σηματοδοτήσει την πορεία της γενιάς αυτής.

Ο Βιζυηνός όπως και ο Παπαδιαμάντης ασχολούνται ιδιαιτέρως με το διήγημα, ξεφεύγοντας όμως από το στενό πλαίσιο της ηθογραφίας χωρίς να συμβιβάζονται απολύτως με το ρεαλισμό. Φέρνουν στην επιφάνεια όλες τις πτυχές τις κοινωνίας, με τα σφάλματά της χωρίς να την εξιδανικεύουν.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

αγαλ.jpg
  • Πολίτης Λίνος, Iστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, MΙET, Aθήνα 2017

  • Πολίτης Νικόλαος, Δημοτικά τραγούδια. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, εκδόσεις Πελεκάνος Αθήνα 2010

  • Στεργιόπουλος Κώστας, Περιδιαβάζοντας στο χώρο της παλαιάς πεζογραφίας μας, Κέδρος 1996.

  • Beaton Roderick, Eισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. E. Zουργού - M. Σπανάκη, Nεφέλη, Aθήνα 1996

  • Βασιλειάδης Νικόλαος, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, Εκδότης Κ. Σκόκος, Τυπογραφείο Εστία, Αθήνα 1910

  • Δανιήλ Χρήστος (επιμέλεια), Ανθολόγιο νεοελληνικών λογοτεχνικών κειμένων, EAΠ, Πάτρα 2008

  • Πατερίδου Γεωργία, Η γενιά του 1880. Πεζογραφία-Ποίηση, στο Nεότερη Eλληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας),EAΠ, Πάτρα 2008.

  • Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Οι μύθοι της ζωής και το έργο του Γιώργου Βιζυηνού, Καρδαμίτσα 1996.





Ομήρεια