Δεκέμβριος του 1922: Τα δακρυσμένα Χριστούγεννα και τα πικρά κάλαντα των προσφύγων
Το ημερολόγιο γράφει: 25 Δεκεμβρίου 1922 και είναι τα πρώτα Χριστούγεννα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το κύριο άρθρο της εφημερίδας Ελεύθερο Βήμα, έχει τίτλο: Δακρυσμένα Χριστούγεννα.
Το άρθρο υπογράφει ο Κώστας Αθάνατος, που το πραγματικό του ονοματεπώνυμο είναι Κωνσταντίνος Καραμούζης, και ο οποίος, γεμάτος πίκρα και οδύνη για τη μικρασιατική συμφορά, έγραψε ένα από τα μνημειώδη κείμενα της νεοελληνικής εορταστικής λογοτεχνίας:
Πρόσφυξ εφέτος ο Υιός του Ανθρώπου, δεν ευρίσκει απόψε Φάτνην να γεννηθή. Και των Αγγέλων η φωνή για την ερχομένην Ειρήνην, δεν ευρίσκει απήχησιν, ούτε εις την Γην ούτε εις τους Ουρανούς.
Βαθιά επηρεασμένος από την εθνική ήττα, και έχοντας μπρος τα μάτια του τον πόνο των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, συνεχίζει:
Η Θεομήτωρ δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει αλλόφρων και έντρομος επί υποζυγίου τας εκτάσεις των ερήμων και εις την αγκάλη της σφίγγει με λαχτάρα το νεογνόν.
Προχωρεί σε διαπιστώσεις λέγοντας πως ο κακούργος, βάναυσος και ανηλεής εχθρός είχε εισβάλει στη Βηθλεέμ του Γένους κατά την Άγια Νύκτα. Πυρπόλησε τη φάτνη, έπνιξε τη φωνή των ποιμένων και ανάγκασε τους μάγους να λοξοδρομήσουν κλείνοντας δια παντός τους ουρανούς.
Ανάγκασε τη Μητέρα να διαβεί ποταμούς αιμάτων και να τραπεί σε φυγή προς άλλους τόπους για να σώσει το παιδί της. Οι άγγελοι δεν πρόφτασαν ν’ ανέβουν στα υπέργεια δώματα για να ανακράξουν με τη γλυκιά μουσική τους το επί «Γης Ειρήνη». Κάθισαν με κομμένα τα φτερά και θρήνησαν όσους σφάδαζαν εγκαταλελειμμένοι από τον Καλό Θεό…
Παρότι επρόκειτο για ημέρες αγάπης η κατάφωρη αδικία, τον ωθεί να υποσχεθεί εκδίκηση, έτσι στην τελευταία παράγραφο, κλείνει το άρθρο του με τον μικρό Χριστό, που καμία σχέση δεν έχει με το χαρμόσυνο Θείο Βρέφος των εκκλησιαστικών εικόνων.
Ο μικρός Χριστός ζαρώνει εις την μητρικήν αγκάλην,θηλάζει το γάλα της οδύνης,και με τα δάκρυα του πόνου του,ε νώπιον των αγίων εικόνων,που τον περιστοιχίζουν,υπόσχεται Εκδίκησιν! .
Ενδεικτικό των διεργασιών που μετά από λίγους μήνες οδήγησαν στη Συνθήκη της Λωζάνης, είναι πρωτοσέλιδο τηλεγράφημα από το Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο, οι Τούρκοι θεωρούν την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη, sine qua non (εκ των ων ουκ άνευ) όρο, για να δεχτούν την παραμονή των Ελλήνων της Πόλης.
Στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη Στο όνομα της προσφυγιάς - Aπό τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922, στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924, διαβάζουμε:
Για την Ελλάδα και τους Έλληνες τα Χριστούγεννα του 1922, είναι θλιβερά. Απελπισμένοι και με δάκρυα στα μάτια, οι πρόσφυγες τριγυρίζουν στους δρόμους της Αθήνας, σέρνοντας τα πόδια τους άλλοτε έξω από τα υπουργεία και τις κρατικές υπηρεσίες που στήθηκαν γρήγορα-γρήγορα ώστε να βοηθήσουν κάπως την κατάσταση, κι άλλοτε έξω από τα πλουσιόσπιτα που, ενώ υποσχέθηκαν, στη συνέχεια τους έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα.
Είναι δάκρυα του απόλυτου πόνου και βήματα μοναχικά, απελπισμένα, που πάνε κι έρχονται μέσα σε πρωινά τυλιγμένα με ομίχλη, σαν σε άσηπτη γάζα χειρουργείου.
Δάκρυα που δεν λένε να στερέψουν, βήματα αργά, αβέβαια, και ατέλειωτες σειρές ανυπόδητων μικρών και μεγάλων που στριμώχνονται μπροστά από τα καζάνια που αχνίζουν με τη σούπα από μπλιγούρι ή τη φασουλάδα, αγνοώντας το ξεροβόρι που τους περονιάζει τη σάρκα καθώς προχωρούν κλαίγοντας και αναστενάζοντας, έτσι όπως μόνο η προσφυγιά ξέρει να κλαίει και να αναστενάζει…
Ένα πλήθος από αδύνατους ανθρώπους, κουρελιάρηδες, που σε πιάνει λύπηση κι απελπισία να τους βλέπεις. Με τα ντρίλινα, μονόχρωμα φορέματα, που μέσα τους πλέουν οι περισσότεροι – τα παιδιά σίγουρα χωρίς παπούτσια –, με τα πόδια τους παγωμένα, ματωμένα, βρόμικα.
Τέτοια καζάνια, ή καλύτερα τέτοια συσσίτια, με τις ιδρωμένες κυρίες των διάφορων επιτροπών και τα ανασηκωμένα μανίκια τους, έχουν στηθεί σε πολλά κεντρικά κι απόκεντρα σημεία της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να γευτούν ένα ζεστό πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι γάλα τα παιδιά, να στυλωθούν στα πόδια τους, να βρουν τη δύναμη ν’ αντέξουν τον αβάσταχτο πόνο.
Παιδιά, γέροντες, γυναίκες περνάνε τώρα ατέλειωτες μέρες υπομονής και εγκαρτέρησης. Δακρυσμένοι. Ανέστιοι. Απογοητευμένοι. Με κυρίαρχη εικόνα, όπου κι αν γυρίσεις τα μάτια σου, εκείνη της φτώχειας και της θλίψης. Και επίδεσμοι, πολλοί επίδεσμοι, που μ’ αυτούς οι άνθρωποι τυλίγουν άλλοτε με φροντίδα και άλλοτε όπως όπως τα τραυματισμένα χέρια και πόδια τους.
Ένας ολόκληρος λαός στο αποκορύφωμα της μετοικεσίας του, καθώς προσπαθεί να καταλάβει πώς έγινε και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε ριγμένος από την εδώ μεριά του Αρχιπελάγους.
Βαθιές και χαίνουσες είναι οι από μέσα τους πληγές, και θ’ αργήσει να τις κλείσει ο χρόνος, καθώς δεν είναι εύκολο να δαμαστεί ο μεγάλος φόβος του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο της αυριανής μέρας. Για τις άλλες, τις απέξω, είναι γεμάτα τα νοσοκομεία και οι κλινικές της Αθήνας από ανθρώπους που προσπαθούν να τις γιατροπορέψουν.”
Μέσα σε λίγες εβδομάδες την Ελλάδα πλημμύρισε ένα ποτάμι αθλιότητας και πόνου. Τα πάντα κατακλύστηκαν από ανθρώπινα ράκη: Πλατείες, παράγκες, θέατρα, εκκλησιές….
Άνθρωποι ξεριζωμένοι από τα χώματα που τους ανάθρεψαν. Άνθρωποι που έχασαν παιδιά, γονείς, συζύγους, φίλους, το βιος τους ολάκερο!
Πλημμύρισε η Ελλάδα, απ’ την προσφυγιά της Ιωνίας, της Θράκης και του Πόντου. Πρόσφυγες που για καιρό ακόμα θα καταφθάνουν οδοιπορώντας μέσα από θάλασσες, από βουνά και χιόνια.
Η εφημερίδα “Πατρίς” γράφει ανήμερα τα Χριστούγεννα:
«Όχι. Δεν έχει την δύναμιν να εορτάση εφέτος τα Χριστούγεννα η Ελλάς. Όταν η Μ. Ασία δεν είναι πλέον ελληνική. Όταν η Σμύρνη δεν υπάρχη. Όταν τους τάφους των ελλήνων μαχητών – τόσων μυριάδων ελλήνων μαχητών – μιαίνη το πέλμα του Τούρκου. Όταν εξήκοντα χιλιάδες αιχμαλώτων σήπωνται εις τα στρατόπεδα του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας και Ικονίου. Όταν δύο εκατομμύρια προσφυγικών οφθαλμών ατενίζουν με δάκρυα προς την Θράκην και την Μ. Ασίαν, θα ήτο πολύ ν’ αξιώσωμεν από την εθνικήν ψυχήν να εορτάση την εορτήν των Χριστουγέννων. Θα της εζητούμεν τα αδύνατα…»
Οι πρόσφυγες σε αναμονή της νέας μαύρης χρονιάς, παραφράζουν τους στίχους απ’ τα κάλαντα των προηγούμενων ευτυχισμένων εορτών:
Τα προσφυγικά κάλαντα αποτυπώνουν την πίκρα για τον κατατρεγμό και τον οριστικό ξεριζωμό τους, αφήνοντας αιχμές για την κακή υποδοχή τους στην “μητέρα” Ελλάδα, διατηρώντας όμως παράλληλα μια αχτίδα ελπίδας πως τα χρόνια που θα ‘ρθουν οι χαμένες πατρίδες θα ανακτηθούν:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά δεν έχομε παρηγοριά, κι αρχή καλός μας χρόνος εξορίστηκεν ο κόσμος.
κι εκεί που ήρτε ο Χριστός, ήρτε κεμαλικός στρατός μες στην Μικρά Ασία, και μας κάναν εξορία.
Και που να στήσομε φωλιά ωσάν τα έρημα πουλιά. Όλοι μας κυνηγούνε, και δε θένε να μας δούνε.
Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, θα στήσουμε καμπάνες, να βγουν τα μισοφέγγαρα, να στηριχτούν λαμπάδες
να βγουν οι Τούρκοι απ' τα τζαμιά, να φύγουν κι οι χοτζάδες, να 'ρθουν τα ελληνόπαιδα, με τους Πατριαρχάδες.
Τότες θα 'χομε ελπίδα πως θα πάμε στην πατρίδα. Και του χρόνου, εις έτη πολλά.
Επιμέλεια κειμένου: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Εφημερίδα “Το Βήμα”
Ηλεκτρονική εφημερίδα: “Τα Αθηναϊκά”
Εφημερίδα: “Το Ποντίκι”
Βασίλης Τζανακάρης, Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922, στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009.