Προφορική Λογοτεχνία

Η συγκρότηση, κωδικοποίηση, σύνθεση, αναπαραγωγή και μεταβίβαση των διαφόρων ειδών του προφορικού πολιτισμού, μέσω της άμεσης επικοινωνίας ενίσχυε το συλλογικό ήθος της κοινότητας και των κοινοβιακών αξιών, καθιστώντας τον ένα από τα βασικότερα διακριτικά γνωρίσματα της παράδοσης.

Αποκριά στην Αθήνα, έργο Νικ. Γύζη ( 1842-1901), φωτογραφία από: http://texni-zoi.blogspot.com/2016/11/blog-post.html

Με συστατικά χαρακτηριστικά τον αυτοσχεδιασμό, την ευρηματικότητα, την ανανέωση και την προσωπική ανασύνθεση των έργων από τον εκάστοτε αφηγητή, η προφορική παράδοση εντασσόμενη στο πλαίσιο της πραγματικότητας, διαμορφώνεται και αλλάζει μαζί της.

Η έλευση του γραπτού και του τυπογραφικού πολιτισμού, αποτελώντας ουσιαστικά τεχνολογική εξέλιξη, προήγαγε την ατομικότητα, την αποσυλλογικοποίηση και την εμπορευματοποίηση, επιφέροντας εξασθένηση και σταδιακή κατάργηση αρκετών ειδών της προφορικής  λογοτεχνίας, αλλά και επιβίωση άλλων, αυτούσιων ή προσαρμοσμένων στις ανάγκες της σύγχρονης αστικής ζωής. Παρά ταύτα, η καταγραφή και η μελέτη τους, συνεισέφερε τόσο στην διάσωση και στην αισθητική ανάλυσή τους, όσο και στην κατανόηση του πλαισίου μέσα στο οποίο παρήχθησαν και μεταφέρθηκαν.

Ως «προφορική λογοτεχνία» ορίζεται κάθε εκφραζόμενη χωρίς τη χρήση του γραπτού λόγου δημιουργία, η οποία μέχρι και την καταγραφή της, μεταβιβαζόταν από τη μία γενιά στην άλλη, μέσω ομιλίας, απαγγελίας, τραγουδίσματος κ.λπ., αποτελώντας ουσιαστικά υποδιαίρεση της αενάως διαμορφούμενης προφορικής παράδοσης.

Κατέχοντας καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού συνόλου και στη διατήρηση της συνοχής του, ο προφορικός λόγος χρησιμοποιούνταν με στόχο την ενημέρωση, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, αλλά και την εμφύσηση της ιστορικής συνείδησης στα μέλη της κοινότητας.

Τραγούδι του Μ. Χατζημιχαήλ, αποτελούμενο από παροιμίες στην κυπριακή διάλεκτο.

Στα είδη του, εντάσσονται παραμύθια, δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, ξόρκια, ευχές/κατάρες, αινίγματα, μύθοι κ.ά. Είδος του αποτελούν και οι εκφραστικές κινήσεις που συνήθως συνοδεύουν τον λόγο συνθέτοντας το ύφος του, και εκφράζοντας την σχέση του κειμένου με τον αφηγητή, ο οποίος επιστρατεύει τη φωνή αλλά και το σώμα του, με χειρονομίες, γκριμάτσες, παύσεις κ.λπ., ή/και με χορευτικές κινήσεις στις περιπτώσεις των τραγουδιών.

Για τα δημοτικά τραγούδια αναλυτικές πληροφορίες υπάρχουν στο: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/epiko-dimotiko-tragoudi

Με ερείσματα τη συλλογικότητα, την αυτοελεγχόμενη έκφραση και την ενεργή κοινοτική συμμετοχή, και με βασικό εργαλείο αναμετάδοσης τη γλώσσα, η προφορική λογοτεχνία εκπλήρωνε την ανάγκη έκφρασης των πόθων, των αναγκών και της αντίληψης, για τη φύση και την κοινωνική θέση, των ανθρώπων των αγροτικών κοινωνιών.

Εκτός από μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κοινοτικών μελών, η προφορική λογοτεχνία αποτελούσε κοινό εκφραστικό κώδικα μεταβίβασης μηνυμάτων (ακόμα κι αν αυτός είναι σύνθετος με δάνεια από αλλοεθνή ή λόγια γλώσσα, ιδιώματα, εκφράσεις υποομάδων κ.ά.). Τα κείμενα αναμεταδίδονταν στο κοινό του πολιτισμού που τα παρήγαγε, ελαχίστως και βραδέως διαφοροποιούμενα, αλλά καθώς τα αναλλοίωτα μηνύματά τους αφορούσαν σε οικουμενικά ζητήματα, μεταφέρονταν και προσαρμόζονταν στα δεδομένα και «ξένων» κοινοτήτων, ενώ οι θεματικοί πυρήνες συχνά «μετακινούνταν» από το ένα είδος της προφορικής λογοτεχνίας, στο άλλο, ανταλλάσσοντας μοτίβα.

Την μεταφορά των μηνυμάτων και της γνώσης ακολουθούσαν συγκεκριμένες ειδολογικές αρχές που αφορούσαν στον χρόνο και στον χώρο της αφήγησης, στον αναλόγως περίστασης και περιεχομένου διαχωρισμό σε ομάδες των αποδεκτών, και στον καταμερισμό του ρεπερτορίου κατά φύλο, επάγγελμα κ.ά. Οι αποδέκτες αναδημιουργούσαν τα ακούσματά τους, πλαισιώνοντάς τα με ερεθίσματα και επιρροές του περιβάλλοντός τους, και ταυτοχρόνως το ίδιο το κείμενο μεταφέροντας τις αποτυπωμένες αντιλήψεις και τα πρότυπα, επηρέαζε το κοινωνικό περιβάλλον.

Ως κοιτίδα μεταφοράς της γνώσης, η προφορική παράδοση, απαιτούσε αφομοίωση του κοινωνικο-ηθικού ή/και πρακτικού περιεχομένου, επομένως ανάπτυξη της μαθησιακής ικανότητας, αφηγητών και αποδεκτών, προκειμένου να συγκρατήσουν τα ουσιαστικά σημεία του εκάστοτε κειμένου. Μέσω της προφορικότητας προσδιορίζονταν εκτός από τη φύση του του λόγου και του έργου, η ίδια η δυναμική, διαπλαστική ανθρώπινη μνήμη.

Για παράδειγμα ένας καραγκιοζοπαίχτης δεν αποστηθίζει το κείμενο, παρά μόνο το θέμα, την πλοκή και κάποιους λεκτικούς συνδυασμούς των παραστάσεών του, τα οποία χρησιμοποιεί για να αυτοσχεδιάσει όπως θα έκανε ένας ομηρικός ραψωδός.

Αποτελώντας εφήμερη κοινοτική δραστηριότητα, τα προφορικά λογοτεχνικά κείμενα, ενθάρρυναν την αναδημιουργία, την ασυνείδητη δομή και τις συλλογικές αναπαραστάσεις, με δεδομένες την κοινοκτημοσύνη, την ενθύμηση, την παραλλαγή, τη διάδοση, και την εμμονή στην παράδοση.

Τα προφορικά κείμενα, κινούμενα σε ευρύ πεδίο σύνθετων και «επεξεργασμένων» μορφών του λόγου, παρέμειναν ίδια, παρότι διαρκώς παραλλάσσονταν κατά την αναπαραγωγή τους, «χάνοντας» τον αρχικό δημιουργό τους, ενώ δεν βασιζόταν στην επινόηση νέων ιστοριών, αλλά στον εμπλουτισμό των παλαιότερων.

Ο αφηγητής, αντλώντας από την παράδοση σταθερά αλλά ευλύγιστα σχήματα, ανέπτυσσε νέες ιδέες, έτσι ώστε ο κάθε μύθος να υπόκειται σε αναρίθμητες παραλλαγές και εμφανιζόμενος σε διάφορες εκδοχές, να καταλήγει σε διάφορες εκβάσεις. Αναλόγως δε των αντιδράσεων του εκάστοτε κοινού, οι παραλλαγές μπορούσαν να γίνουν τόσο εκτενείς ώστε να αλληλλεπιδράσουν με άλλον, ή ακόμα και να «γεννήσουν» έναν νέο μύθο.

Παρότι κάθε «παράσταση» του ίδιου έργου διέφερε από τις προγενέστερες, ακόμα κι αν παρουσιαζόταν από το ίδιο άτομο, η πολυμορφία και οι ατομικοί νεωτερισμοί ενσωματώνονταν, εναρμονίζονταν, και αφομοιώνονταν στην ταυτότητα, στους κώδικες και στη σταθερή ουσία της παράδοσης, χωρίς να διασπούν την ενότητα και τη συνέχειά της.

Κατά συνέπεια η αναζήτηση του πρωτοτύπου με το σκεπτικό του γραπτού πολιτισμού, και η αποκατάσταση της «αλυσίδας» της προφορικής δημιουργίας, είναι μάταιη, καθώς η εξέλιξη και ο εμπλουτισμός των δημιουργημάτων καθιστά χαλαρή τη σχέση τους με το «πρωτότυπο», ενώ η έλλειψη πρωτογενούς γραπτού κειμένου και οι διαρκείς «αλλοιώσεις» του, θα μπορούσαν να θεωρηθούν «γνησιότερος» λόγος από τον αρχικό.

Το παραμύθι της γιαγιάς, έργο Νικ. Γύζη ( 1842-1901), φωτογραφία από: http://texni-zoi.blogspot.com/2016/11/blog-post.html

Ο φαινομενικός ατομισμός του προφορικού πολιτισμού, και η μοναδικότητα του κάθε τεχνίτη, «ομαδοποιείται» στο πλαίσιο της κοινής παράδοσης, αποτελώντας ουσιαστικά μιαν άλλη όψη κωδικοποίησης του νέου, εξαλείφοντας κάθε ατομική υπογραφή και καθιστώντας την προφορικότητα πυρήνα της ομαδικής δημιουργίας, και κατ’ επέκταση της παράδοσης.

Μέσω των «ταπεινών» τεχνιτών της, η προφορική παράδοση, απευθύνεται σε μια ομάδα ανθρώπων σωματικά παρόντων, που προσλαμβάνουν τον λόγο τη στιγμή της δημιουργίας του, και στο πλαίσιο της κοινοκτημοσύνης και της έλλειψης πάγιου υλικού αντικρύσματος, τον οικειοποιούνται και τον αναπαράγουν.

Η γραπτή/έντυπη δημιουργία αντιθέτως, μέσω της σιωπηλής ανάγνωσης οδηγεί στην περισυλλογή και στην ατομική αυτάρκεια ενώ ελλείψει, της απαραίτητης για τον προφορικό λόγο, σύναξης, στερεί από τον άνθρωπο την άμεση επικοινωνία, καθώς συνεπάγεται έναν λογοτέχνη που νοερώς απευθύνεται σε μεμονωμένα άτομα, μόνον σε ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο έργο και μάλιστα σε χρόνο άλλον απ’ αυτόν της δημιουργίας του.

Παράλληλα, διαφοροποιούμενα σε ό,τι αφορά στο προϊόν, τα γραπτά/έντυπα έργα, προκρίνουν την αμετάβλητη ατομική δραστηριότητα δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην πρωτοτυπία και στην ιδιοκτησία των κειμένων, που συνήθως διανέμονται μέσω του εμπορίου και επανεκδίδονται. Επιπλέον, η οργάνωση της γνώσης στον γραπτό πολιτισμό γίνεται με επεξεργασμένες, αποστασιοποιημένες από τη βιωματική εμπειρία αναλυτικές κατηγορίες, ενώ στον προφορικό, η γνώση εκφράζεται αναφορικά με τη βιωμένη εμπειρία, και με την παραλλαγή, των απογοητευτικών για το κοινό, πεποιθήσεων.

Παρά τις υφολογικές διαφορές τους με τα γραπτά κείμενα, και τα προφορικά αναζητούσαν την έντεχνη διαφοροποίηση από τον καθημερινό λόγο μέσω χρήσης συμβόλων, έμμετρων σχημάτων, εικόνων, μεταφορών και παρομοιώσεων. Οι βασικές τους διαφορές εντοπίζονται κυρίως στην παραγωγή, τη μεταβίβαση και τη λειτουργία του λαϊκού αλλά και του έντεχνου παραμυθιακού λόγου, του οποίου το υλικό αντλείται από την ελληνική παράδοση, αλλά και από τις μεταφράσεις των λόγιων ευρωπαϊκών παραμυθιών.

Με τη μεταφορά του παραμυθιού στους αστικούς κύκλους, και την άμεση μετάβασή του στο έντεχνο, ο στόχος του αλλάζει, και από μέσο ψυχαγωγίας των λαϊκών στρωμάτων, καθίσταται μέσο διαπαιδαγώγησης του παιδικού κοινού. Στην πορεία, το λαϊκό πρωτότυπο αλλάζει ύφος, ενώ το παραμύθι δεχόμενο προσθήκες και επιρροές, ενσωματώνεται στις κατά καιρούς επικρατούσες, λογοτεχνικές τάσεις, και τροποποιείται διαμορφούμενο από τις ανάγκες, τις αντιλήψεις και τα πρότυπα της κάθε κοινωνίας.

Για αισθητικο-εκπαιδευτικούς λόγους εξωραΐζεται, με την εξάλειψη στοιχείων βιαιότητας και ωμότητας, και σταδιακά διαστρεβλώνεται προκειμένου να αποτελέσει προϊόν της πολιτισμικής βιομηχανίας, καθώς η μεταβίβασή του από τη συλλογική αγροτική κοινωνία, στην εξατομικευμένη αστική, και η έντυπη/λογοτεχνική μορφοποίησή του, διαφοροποιεί την λειτουργία του.

Ελλείψει κειμένου, οι προφορικές κοινωνίες διατηρούσαν τη γνώση με συχνή επανάληψη, καθιερώνοντας αναπόφευκτα μία συντηρητική νοοτροπία που απέκλειε τους διανοητικούς πειραματισμούς. Όσοι κατάφερναν να αποκτήσουν και να αναπαράγουν τη γνώση, εισέπρατταν την εκτίμηση της κοινότητας, ώσπου η «αποθηκευμένη» γνώση της γραφής και της τυπογραφίας υποβάθμισε τον ρόλο τους, καταργώντας την ανάγκη απομνημόνευσης και ενισχύοντας τη στοχαστική νοητική λειτουργία.

Σε αντίθεση με τη γραφή που προκρίνοντας την αντικειμενικότητα, την αποστασιοποίηση και την προσωπική αποδέσμευση, διαχωρίζει τη γνώση από τον γνώστη, η προφορικότητα, την τοποθετούσε σε αγωνιστικό πλαίσιο εμπλέκοντάς την σε λεκτικές/πνευματικές διαμάχες, ριζωμένες στην αντίδραση της κοινοτικής «ψυχής».

Τη δυναμική αυτή της εκφραστικής διαδικασίας σκέψης και έκφρασης, εκμεταλλεύτηκε ο δυτικός πολιτισμός για να θεσμοθετήσει τη ρητορική τέχνη και την σωκρατική/πλατωνική διαλεκτική, ώστε με τη βοήθεια της γραφής να συγκροτηθεί η επιστημονική του βάση.

Έτσι, παρότι η καταγραφή της προφορικής λογοτεχνίας συνεπάγεται κατάργηση της χαρακτηριστικής υφής της, η παράλληλη ένταξή της στον γραπτό πολιτισμό παρέχει την δυνατότητα της μελέτης, και ως ένα βαθμό, της κατανόησής της.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Δαμιανού Δ. & Παπαχριστοφόρου Μ. «Προφορική λογοτεχνία», στο Δ.Δαμιανού, Δημόσιος & Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Λαϊκή Φιλολογία, Πάτρα: EAΠ 2002.

  • Νικόλαος Πολίτης, «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού: Πρόλογος», στο Κ.Γκότσης & Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη(επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο & Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

  • Αλέξης Πολίτης, «Η δεύτερη ζωή των δημοτικών τραγουδιών», στο: Κ.Γκότσης & Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) ό.π.

  • Κιουρτσάκης Γ. Προφορική Παράδοση & Ομαδική Δημιουργία: Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Κέδρος, Αθήνα 1983.

  • Ong W. Προφορικότητα & Εγγραμματοσύνη: Η εκτεχνολόγηση του λόγου. Επιμ. Θ.Παραδέλλης (μτφρ. Κ.Χατζηκυριάκου). Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.

Ομήρεια