Οι Συντεχνίες κατά την τουρκοκρατία

Η αδιάλειπτη επιβίωση των θεσμών των κοινοτήτων και των συντεχνιών από την αρχαιότητα ως το νεοελληνικό κράτος, αναδεικνύει την ανάγκη των ανθρώπων για ένταξη σε ένα ενιαίο κοινωνικό-επαγγελματικό σύνολο, προς ενίσχυση της ενεργής συμμετοχής τους του στον δημόσιο βίο, και διευκόλυνσης στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας.

Κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, οι θεσμοί των κοινοτήτων και των συντεχνιών, έφτασαν στο ζενίθ της ανάπτυξής τους συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάπτυξη μίας ενιαίας συλλογικής ταυτότητας, καθώς οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των μελών βασίζονταν στην αλληλεγγύη, στη συνοχή και στις κοινές αξίες και προσδοκίες.

Οι τοπικές συμβιωτικές ομάδες αν και τυπικά δεν επιβλήθηκαν από τον κατακτητή, ουσιαστικά αποτελούσαν μέθοδο προστασίας των συμφερόντων του, και διευκόλυνσή του στην άσκηση ελέγχου της οικονομικής ζωής των τοπικών κοινωνιών.

Οι θεσμοί των συμβιωτικών ομάδων αποδείχτηκαν εύθραυστοι, γεγονός που αναδείχθηκε ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν, οι διάφοροι γεωγραφικοί, πολιτικοί κ.ά. περιορισμοί, οι νεωτεριστικές ιδέες και η εκβιομηχάνιση οδήγησαν στη σταδιακή αυτονόμηση ή/και αποδόμησή τους.

(Περισσότερα για τις κοινότητες στο: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/koinotites-tourkokratia)

Πολυσήμαντη μορφή οργάνωσης του κοινωνικού βίου της εποχής, εκτός από τις κοινότητες, υπήρξαν και οι ομοιοεπαγγελματικές οργανώσεις (συντεχνίες, σινάφια, ισνάφια, ρουφέτια κ.ά), με στοιχεία ανάλογα προς αυτά των κοινοτικών συστημάτων.

Ο θεσμός των συντεχνιών, οργανωμένος στη βάση της τοπικότητας και της θρησκευτικής ομοιογένειας, αφορούσε στη συλλογική συμμετοχή τεχνιτών μιας περιοχής, σε έναν φορέα σχετικού κλάδου ο οποίος διαχειρίζονταν και ήλεγχε την παραγωγή και τα προϊόντα.

Οι συντεχνίες κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επαγγελματική, οικονομικο-κοινωνική και πολιτική ζωή του ελλαδικού χώρου μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, και διαμορφώθηκαν βασισμένες στο οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής, αν και ουσιαστικά αποτελούσαν τη συνέχεια των συντεχνιών της υστεροβυζαντινής εποχής.

Λειτουργούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα, υπό την εποπτεία της οθωμανικής διοίκησης και συγκροτούνταν από σύνολα επαγγελματιών που συνεργάζονταν για την παραγωγή και τη διακίνηση τοπικών κυρίως, προϊόντων.

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συντεχνίες ασχολούμενες και με τη μεταπώληση βιοτεχνικών προϊόντων, διεύρυναν τον παραγωγικό τους χαρακτήρα και ανέπτυξαν έντονη εμπορική δραστηριότητα, αποτελώντας βασική οικονομική συνιστώσα για τις πόλεις στις οποίες έδρευαν (π.χ Κωνσταντινούπολη, Γιάννενα, Φιλιππούπολη), προετοιμάζοντας παράλληλα την μετάβαση στην βιομηχανική εποχή.

Βασικός συντελεστής της δομικής διάρθρωσης των συντεχνιών, ήταν ο μάστορας, ο οποίος ως επικεφαλής του εργαστηρίου, συντόνιζε και ήλεγχε την παραγωγική διαδικασία και τη διάθεση των προϊόντων.

Μόνο αυτός από τα μέλη της συντεχνίας είχε δικαίωμα συμμετοχής και εκλογής στο συμβούλιο το οποίο ήταν το αρμόδιο διοικητικό όργανο της συντεχνίας, με βασικές αρμοδιότητες σχετικές με τις προσλήψεις, τις προαγωγές, τις εσωτερικές μετακινήσεις του προσωπικού κλπ.

Το συμβούλιο επιπλέον ασκούσε έλεγχο και αξιολογούσε τις δραστηριότητες του εργαστηρίου, ενώ ήταν επιφορτισμένο και με κοινωνικο-φιλανθρωπικό έργο (δημόσια έργα, παρελάσεις, δάνεια σε οικονομικά ευπαθείς ομάδες, αγαθοεργίες, ενίσχυση ορθοδόξων πρωτοβουλιών κ.ά).

Σημαντικό ρόλο κατείχε ο κάλφας (έμμισθος τεχνίτης-βοηθός και μελλοντικός εν δυνάμει μάστορας), στον οποίο ανατίθεντο υποδεέστερες και πιο κοπιαστικές εργασίες, ενώ οι μαθητευόμενοι ονομάζονταν τσιράκια.

.

Ο έλεγχος της κάθετης κινητικότητας κινούνταν βασισμένος στην εξέλιξη αφενός της παραγωγής των προϊόντων, καθοριζόμενων από τις τοπικές ανάγκες, και αφετέρου της εσωτερικής συντεχνιακής δομής. Συνήθως υποστηρίζοντας τον οικογενειοκρατικό θεσμό, οι συντεχνίες, επιτύγχαναν τη  διατήρηση των ισορροπιών είτε αναστέλλοντας τις προαγωγές, είτε προάγοντας τον γιο του μάστορα.

Συνιστώντας ενιαίο διαχειριστικό και ελεγκτικό φορέα παραγωγής και διάθεσης των τοπικών αγαθών, οι συντεχνίες, υπόκειτο σε κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο του οθωμανικού καθεστώτος, προς διευκόλυνση της φοροείσπραξης και του οικονομικού ελέγχου των απομακρυσμένων από την κεντρική εξουσία, αστικών κοινωνιών.

Βασικό στόχο του θεσμού αποτελούσε η διασφάλιση της σταθερής ποιότητας και τιμής των προϊόντων προς αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού και της κερδοσκοπίας, αλλά και η εξασφάλιση ηθικο-κοινωνικής και επαγγελματικής αλληλεγγύης και ευνοϊκών όρων εργασίας και διαβίωσης των συμμετεχόντων μελών αλλά και της κοινότητας εν γένει.

Το θεσμικό μέρος της εσωτερικής οργάνωσης των σιναφιών της προβιομηχανικής περιόδου, καθώς και το σχετικό επικρατούν οθωμανικό πλαίσιο, αντικατοπτρίζεται στα καταστατικά τους, όπου περιγράφεται η λειτουργική σχέση μεταξύ μαστόρων και καλφάδων, και δίνεται έμφαση στον σεβασμό στην ιεραρχία και στην ηθική συμπεριφορά των μελών.

Προκειμένου να αποτραπεί η υπονόμευση των επαγγελματικών συμφερόντων, προβλέπονταν διάφορες συνέπειες και ποινές στην περίπτωση που παραβιαζόταν κάποια από τις διατάξεις της συντεχνίας, ενώ καθορίζονταν οι εργασιακές τους υποχρεώσεις προς τα εργαστήρια στα οποία απασχολούνταν.

Τα καταστατικά κατείχαν κατοχύρωση της οθωμανικής νομοθεσίας, και όφειλαν να διασφαλίζουν τον υγιή ανταγωνισμό κατά τα πρότυπα των όρων της προβιομηχανικής οικονομίας.

Δεδομένου ότι η Εκκλησία αποτελούσε την ανώτατη θεσμική, εξουσιαστική και κυρωτική αρχή, και κατείχε ευρύτατες αρμοδιότητες, μέσω του καταστατικού της συντεχνίας, διασφαλίζονταν επιπλέον η εφαρμογή των εκκλησιαστικών κανόνων και η διατήρηση των χριστιανικών ηθών.

Η παρέκκλιση από τους κανόνες συνεπάγονταν τιμωρίες και πρόστιμα, αφενός διαφυλάττοντας τη συνοχή της συντεχνίας και αφετέρου ενισχύοντας τόσο το συντεχνιακό όσο και το εκκλησιαστικό ταμείο.

Στις επιδιώξεις των οθωμανικών αρχών συμπεριλαμβάνονταν η πάταξη του ανταγωνισμού και διατήρηση των παραδοσιακών δομών των συντεχνιών, καθώς η υιοθέτηση νεωτεριστικών ιδεών και προσαρμογής τους στις νέες κεφαλαιοκρατικές επιταγές, πιθανότατα θα μετέτρεπε τους μεμονωμένους μάστορες σε κεφαλαιούχους.

Το 1773 μάλιστα στο φιρμάνι του σουλτάνου Μουσταφά Γ’, καθορίζεται το πλαίσιο δράσης των σιναφιών το οποίο επικεντρώνεται στη διατήρηση του κλειστού χαρακτήρα τους.

Ωστόσο η εμμονή στη διατήρηση των παραδοσιακών δομών των συντεχνιών συνδυαστικά με τον παραγωγικό και εμπορικό συντηρητισμό, καθώς και η υπακοή στα φιρμάνια και τα κατάστιχα, λειτουργούσαν ανασταλτικά ως προς την εισαγωγή καινοτομιών και  την ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς.

Η εμφάνιση της βιομηχανικής παραγωγής οδήγησε στον μαρασμό των βιοτεχνιών και σταδιακή αποδόμηση των συντεχνιών.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Ασδραχάς, Σ. «Οι συντεχνίες στην Τουρκοκρατία: οι οικονομικές λειτουργίες», στο: Κ. Γκότσης - Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ός αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ 2008.

  • Μύρτιλος-Αποστολίδης Κ.,  στο: Κ. Γκότσης - Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ός αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ 2008.

  • Ντάτση Ε., Τα ισνάφια μας τα βασιλεμένα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2006.

  • Σπαθάρη – Μπεγλίτη Ε., «Συντεχνίες: μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης των παραδοσιακών τεχνιτών – Επαγγελματική συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη». Στο: Α. Ι. Γουήλ–Μπαδιεριτάκη, Ε., Ολυμπίτου &

  • Σπαθάρη –Μπεγλίτη Ε., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Τόμος Β’. Πάτρα: ΕΑΠ 2002.

Ομήρεια