Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Α', ο κρυφός γάμος, και ο πίθηκος που άλλαξε τον ρου της ιστορίας!

Οικογενειακή φωτογραφία της βασιλικής οικογένειας.

Πηγή: https://www.greekroyalfamily.gr

Ο Αλέξανδρος Α’, δευτερότοκος γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της βασίλισσας Σοφίας, γεννήθηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1893. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1912, και αμέσως μετά συμμετείχε ως αξιωματικός στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Ο πρίγκιπας (και μετέπειτα βασιλιάς) Αλέξανδρος, υπήρξε ιδιαιτέρως δημοφιλής από παιδί. Αγαπούσε τον αθλητισμό, ενώ συχνά έφευγε κρυφά από το παράθυρο του παλατιού, προκειμένου να συναντήσει τους φίλους του και να ξενυχτήσει μαζί τους διασκεδάζοντας. Το μεγάλο του πάθος που συχνά τον είχε φέρει κοντά στον θάνατο, ήταν η ταχύτητα και η ριψοκίνδυνη οδήγηση.

Παρότι είχε τραυματιστεί πολλές φορές και είχε καταστρέψει περισσότερα από δέκα αυτοκίνητα, ένιωθε μεγάλη αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές του ως οδηγός, ενώ χαρακτηριστικά (και μάλλον προφητικά) έλεγε: «Ακόμα κι ένα αγκάθι μπορεί να με σκοτώσει, η ρόδα όμως ποτέ».

Το 1915, ο πρίγκιπας ερωτεύτηκε μια “κοινή θνητή” και όχι “γαλαζοαίματη” ως “όφειλε”. Η Ασπασία Μάνου που του έκλεψε την καρδιά παρότι είχε φαναριώτικες ρίζες και τίτλους που την κατέτασσαν στην αριστοκρατία της εποχής, δεν θεωρούνταν η κατάλληλη νύφη για τον πρίγκηπα.

Έως τότε κανείς δεν φανταζόταν πως ο Αλέξανδρος μπορεί να αποτελούσε τον επόμενο βασιλιά της Ελλάδος, όμως στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, και κατόπιν του αυστηρού αποκλεισμού του Πειραιά, επήλθε η οριστική ρήξη μεταξύ του βασιλέως Κων/νου και των δυνάμεων της Αντάντ.

Ο Αλέξανδρος Α’ με τον πατέρα του Κωνσταντίνο Α’

φωτογραφία από: https://commons.wikimedia.org

Οι σύμμαχοι επέβαλαν την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και του διαδόχου του Γεωργίου Β’ από την Ελλάδα, προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό, κι έτσι η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ελβετία.

Με παράκαμψη των περί διαδοχής διατάξεων του συντάγματος, ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, στις 30 Μαίου του 1917, μένοντας όμως πιστός στον έκπτωτο πατέρα του, και διατηρώντας την πεποίθηση πως ουσιαστικά αποτελούσε προσωρινό τοποτηρητή ως τη λήξη του πολέμου και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Α’.

Στο διάγγελμά του την ίδια ημέρα ο Αλέξανδρος χαρακτηριστικά αναφέρει: Εν τη θλίψη Μου ότι αποχωρίζομαι εις τόσον δεινάς περιστάσεις του αγαπητού Μου Πατρός, μιαν έχω παρηγορίαν, ότι εκτελώ εντολήν Αυτού ιεράν, ην πάση δυνάμει θα προσπαθήσω να εκπληρώσω, ακολουθών τα ίχνη, άτινα τόσον λαμπρώς εχάραξεν η Βασιλεία Του.

Οι σχέσεις του νεαρού βασιλιά με τον Βενιζέλο αρχικά ήταν εχθρικές, όμως στην πορεία εξομαλύνθηκαν σε σημείο που ο Αλέξανδρος να στηρίξει όλες τις κοινοβουλευτικές αποφάσεις, ενώ συναίνεσε στην πολιτική Βενιζέλου σχετικά με την σύνταξη της χώρας στο πλευρό της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιτρέποντας μετά από αρκετά χρόνια διαμάχης, την ομαλή συνύπαρξη μονάρχη και εκλεγμένου πρωθυπουργού.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ με τον Ελευθέριο Βενιζέλο παρακολουθούν εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.

πηγή φωτογραφίας: https://archive.ert.gr/

Η λήξη του πολέμου βρήκε την Ελλάδα μεγαλύτερη κατόπιν της παραχώρησης της Ανατ. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης (Συνθήκη Νεϊγύ), και προσάρτησης μέρους της Ανατ. Θράκης και της Σμύρνης (Συνθήκη Σεβρών).

Η στάση συναίνεσης του Αλέξανδρου όμως, διατάραξε τις σχέσεις του με τον έκπτωτο πατέρα του καθώς ο Βενιζέλος ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του, ενώ και οι επιλογές του γιου του σε προσωπικό επίπεδο, έφεραν μεγάλη απογοήτευση στην πατρική του οικογένεια.

Τον Νοέμβριο του 1919, ο Αλέξανδρος αποφασισμένος να τηρήσει την υπόσχεση γάμου, που είχε δώσει στην Ασπασία Μάνου, παρέκαμψε τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, αλλά και του Βενιζέλου (που ήθελε να τον παντρέψει με την πριγκίπισσα της Αγγλίας), και παντρεύτηκε κρυφά την αγαπημένη του, με μοργανατικό γάμο αφού η νύφη δεν είχε βασιλική καταγωγή.

Προκειμένου να μην διαρρεύσει το μυστικό τους και διακινδυνεύσουν την ματαίωση του γάμου, για την πρόθεσή του αυτή γνώριζε μονάχα ο κουμπάρος συγγραφέας Χρήστος Ζαλοκώστας (στενός φίλος του Αλέξανδρου και σύζυγος της αδελφής της Ασπασίας), ενώ ο ιερέας που τέλεσε το μυστήριο και οι μόλις τρεις προσκεκλημένοι στο γάμο, ειδοποιήθηκαν την τελευταία στιγμή. Με την πράξη του αυτή, ο Αλέξανδρος (συνεπώς και οι απόγονοί του), διακινδύνευε να χάσει κάθε τίτλο και δικαίωμα που είχε, ή επρόκειτο να κληρονομήσει.

Η Ασπασία, κόρη του συνταγματάρχη Πέτρου Μάνου.

φωτογραφία από: https://www.klik.gr

Όταν το γεγονός ανακοινώθηκε από τον Αλέξανδρο, η κυβέρνηση αρνήθηκε τον τίτλο της βασίλισσας στη νέα του σύζυγο. Το ζευγάρι τότε πικραμένο αναχώρησε για το Παρίσι και επέστρεψε λίγο καιρό αργότερα για να εγκατασταθεί στα ανάκτορα της οικογένειας στο Τατόι.

Παρά ταύτα, ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στους Έλληνες, και την επόμενη χρονιά μάλιστα, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη Θράκη αποφασίστηκε η μετονομασία της σημερινής Αλεξανδρούπολης προς τιμήν του. Η πόλη έως τότε ονομάζονταν Δεδέαγατς (δηλ.“δέντρο του παππού”, καθώς ο θρύλος μιλάει για έναν ηλικιωμένο δερβίση που πέρασε τη ζωή του κάτω από ένα δέντρο της περιοχής και τάφηκε κάτω απ’ αυτό).

Ο γάμος του βασιλιά εξακολουθούσε να μην έχει αναγνωριστεί, όμως σε λιγότερο από έναν χρόνο από την τέλεσή του η Ασπασία, έμεινε έγκυος, και το ζευγάρι περίμενε με λαχτάρα τη γέννηση του πρώτου του παιδιού, χωρίς να γνωρίζει τα διαφορετικά σχέδια της μοίρας.

Στις 17 Σεπτεμβρίου το 1920, ενώ ο βασιλιάς Αλέξανδρος ήταν 27 ετών, βγήκε για έναν περίπατο στα κτήματα των ανακτόρων του Τατοΐου. Ξαφνικά ένας πίθηκος, επιτέθηκε στον σκύλο του βασιλιά, τον Φριτς, και ο Αλέξανδρος μπήκε στη μέση, προσπαθώντας να χωρίσει τα δύο ζώα. Τότε ένας δεύτερος πίθηκος, προσπαθώντας να προφυλάξει το ταίρι του, όρμηξε και δάγκωσε τον βασιλιά σε διάφορα σημεία του σώματός του αλλά κυρίως στο πόδι.

Για την εξέταση των τραυμάτων του βασιλιά, κλήθηκε αμέσως ο Καθηγητής της Χειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και αργότερα μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας, πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών αλλά και διορισμένος δήμαρχος Αθηναίων κατά την κατοχή), Κων/νος Μέρμηγκας, ο οποίος έφτασε στα ανάκτορα μέσα στην ίδια μέρα.

Ο Αλέξανδρος Α' στο αυτοκίνητό του, με τον σκύλο του Φριτς,

Πηγή φωτογραφίας: https://www.freeinquiry.gr

Ο γιατρός περιποιήθηκε τα τραύματα με τα διαθέσιμα για την εποχή μέσα, θεωρώντας πως δεν επρόκειτο για τόσο σοβαρά τραύματα ώστε να χρήζουν καυτηριασμό, και καθησύχασε τους οικείους του.

Όμως οι πληγές υπέστησαν σοβαρή μόλυνση, ο Αλέξανδρος είχε αφόρητους πόνους και υψηλό πυρετό, ενώ με την πάροδο των ημερών η υγεία του σημείωνε διαρκή επιδείνωση.

Τότε κλήθηκαν επτά από τους σπουδαιότερους καθηγητές ιατρικής της χώρας, διαφόρων ειδικοτήτων (Κ. Σάββας, Γ. Φωκάς, Κ. Αναγνωστόπουλος, Π. Λιβιεράτος, Μ. Σακόρραφος, Β. Μπένσης, Μ. Γερουλάνος), ενώ στο ιατρικό συμβούλιο συμμετείχε και ο Κ. Μέρμηγκας που είχε κάνει την αρχική διάγνωση.

Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου διαπιστώθηκε πως τα τραύματα του βασιλιά είχαν μολυνθεί από στρεπτόκοκκο και κάποιοι απ’ τους γιατρούς πρότειναν τον ακρωτηριασμό του βασιλιά προκειμένου να σωθεί η ζωή του. Οι περισσότεροι γιατροί όμως (καθώς και η σύζυγός του) απέρριψαν την πρόταση αυτή, καθώς όπως ανέφεραν «ένας χωλός βασιλιάς δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη».

πηγή φωτογραφίας: https://www.royalchronicles.gr

Μετά από λίγες ημέρες, και καθώς η υγεία του βασιλιά εξακολουθούσε να επιδεινώνεται, ο Βενιζέλος κάλεσε στην Ελλάδα δύο διακεκριμένους Γάλλους γιατρούς (Φ. Βιντάλ και Π. Ντελμπέ), οι οποίοι διαπίστωσαν πως πλέον η μόλυνση είχε επεκταθεί τόσο, που ακόμα κι ο ακρωτηριασμός θα ήταν ανώφελος. Ο Αλέξανδρος υποβλήθηκε συνολικά σε επτά χειρουργικές επεμβάσεις που όμως δεν στάθηκαν ικανές να τον σώσουν.

Σε λιγότερο από έναν μήνα (στις 12 Οκτωβρίου του 1920), το τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν ενημέρωσε τον ελληνικό λαό για τον θάνατο του βασιλιά μέσω της αδέξιας φράσης: «Μετά βραχείαν αγωνία, καθ΄ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν».

πηγή φωτογραφίας: https://www.royalchronicles.gr

Ο θάνατος του 27χρονου βασιλιά, βύθισε στο πένθος τους οικείους του αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα, που είχε στηρίξει πάνω του πολλές απ’ τις ελπίδες της. Ο πιστός οδηγός του, Μ. Φουγαλάς συντετριμμένος χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο του παλατιού, μουρμουρίζοντας την τελευταία φράση που είχε ακούσει από το στόμα του Αλέξανδρου: «Θα πάμε, μακρινό ταξίδι Μήτσο».

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, ο Μήτσος μη μπορώντας να αντέξει την απώλεια, αυτοκτόνησε! Από τύψεις, κατέφυγε στην αυτοκτονία και ο ο γεωπόνος του κτήματος, Στουρμ, καθώς όντας ιδιοκτήτης του μοιραίου πιθήκου, θεώρησε πως αυτός ήταν υπαίτιος για το δυστύχημα του βασιλιά, ενώ όλοι οι πίθηκοι που ως τότε κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στα κτήματα των ανακτόρων, θανατώθηκαν.

Το κυβερνητικό «διάγγελμα επί τω θανάτω του Βασιλέως Αλεξάνδρου» αναφέρει:
«…Μετά βαθυτάτης οδύνης το Υπουργικόν Συμβούλιον αγγέλλει εις τον λαόν τον θάνατον της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως Αλεξάνδρου, επελθόντα σήμερον, ώραν 4ην και 10′ μ.μ. Την οδύνην καθιστά οξυτέραν όχι μόνον τον νεαρόν της ηλικίας του αγαθού Βασιλέως, αλλά και το ότι δεν επέζησε να βασιλεύση Ελλάδος, ήτις τοσούτον εμεγαλύνθη επί των ημερών αυτού…».

Σκηνές από την κηδεία του βασιλιά Αλέξανδρου.

Ο Βενιζέλος πλέκοντας το εγκώμιο του Αλέξανδρου, επεσήμανε πως αποτελώντας άξιο απόγονο του παππού του Γεωργίου Α’, υπήρξε υπόδειγμα βασιλιά, και πως δρώντας δημοκρατικά, σεβάστηκε το πολίτευμα της χώρας. Παρά ταύτα σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, η αντιβενιζελική εφημερίδα «Νέα Ημέρα» έγραψε στο πρωτοσέλιδό της, πως ο Βενιζέλος είχε δηλητηριάσει τον πίθηκο και τον ώθησε να δαγκώσει τον βασιλιά με στόχο την δολοφονία του.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Τατοΐου. Στην οικογένειά του, δεν δόθηκε άδεια από την κυβέρνηση να παρευρεθεί ούτε στις τελευταίες του στιγμές αλλά ούτε και στην κηδεία, με εξαίρεση τη γιαγιά του Όλγα (σύζυγο του Γεωργίου Α΄) η οποία κατέφθασε εν μέσω τρικυμίας με ένα πλοιάριο.

Δεδομένου ότι ο πατέρας του Κωνσταντίνος, ποτέ δεν είχε παραιτηθεί επισήμως από τον θρόνο του, αλλά και ποτέ δεν αποδέχτηκε ως βασιλιά τον γιο του, στο μνήμα του ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως βασιλόπαις και όχι ως βασιλιάς, ενώ η σύντομη περίοδος της βασιλείας του, δικαιολογείται και παράλληλα υποβαθμίζεται με τη φράση: “εβασίλευσεν αντί του πατρός αυτού”

Περίπου πέντε μήνες αργότερα (25 Μαρτίου το 1921) γεννήθηκε και η κόρη του βασιλιά, η οποία ονομάστηκε Αλεξάνδρα εις μνήμην του πατρός της. Ο γάμος των γονιών της αναγνωρίστηκε με επέμβαση της μητέρας του Αλέξανδρου, βασίλισσας Σοφίας, την επόμενη χρονιά (παρότι νομικά ο γάμος κατοχυρώθηκε 14 χρόνια αργότερα, το 1936), και η Ασπασία και η κόρη της έλαβαν τον τίτλο της πριγκίπισσας. Η Αλεξάνδρα παντρεύτηκε το 1944 τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας και μαζί απέκτησαν τον Αλέξανδρο Β΄ Καραγεώργεβιτς, πρίγκιπα της Σερβίας.

φωτογραφία από: https://axarnea.gr

Μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967, οι δύο γυναίκες εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα. Η Ασπασία πέθανε στη Βενετία το 1972 και η Αλεξάνδρα, στην Αγγλία το 1993. Ο εγγονός του βασιλιά Αλέξανδρου, μετέφερε τη μητέρα του και τα οστά της γιαγιάς του προκειμένου να ενταφιαστούν στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου. Το 2013 όμως η οικογένειά της Αλεξάνδρας αποφάσισε να μεταφέρει τα δικά της οστά στο Βελιγράδι, στον εκεί βασιλικό οικογενειακό τάφο.

Ο ξαφνικός θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου, καθώς και η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, οδήγησαν στην διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το αποτέλεσμα του οποίου επανέφερε τον Κωνσταντίνο στον θρόνο. Οι έως τότε σύμμαχοι, ανακοινώνουν πως δεν τον αναγνωρίζουν ως αρχηγό του κράτους, και πως παύουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα σε στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο.

Παρά ταύτα ο Κωνσταντίνος και η νέα κυβέρνηση αποφάσισαν τη συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία, που έληξε με τον τραγικό απολογισμό της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

Η κόρη του Αλέξανδρου Α’, και βασιλική σύζυγος της Γιουγκοσλαβίας, Αλεξάνδρα, με τον γιο της, τελευταίο διάδοχο του θρόνου, Αλέξανδρο Β΄ Καραγεώργεβιτς.

πηγή φωτογραφίας: https://el.wikipedia.org

  • Μποχώτης Θ, «Εσωτερική πολιτική, 1900-1922», στο: Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας, 1900-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.

  • Μελετόπουλος μ., «Αλέξανδρος»,Η βασιλεία στη Νεώτερη Ελληνική Ιστορία. Από τον Όθωνα στον Κωνσταντίνο Β΄, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1994

  • Οικονόμου Ν, «Εσωτερικές, πολιτικές εξελίξεις από τον Νοέμβριο του 1918 ως τον Οκτώβριο του 1920», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977.

  • Αλιβιζάτος ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, Πόλις, Αθήνα, 2011.

  • Dakin d., Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2012.

  • Λεονταρίτης Γ., «Η Ελλάς και ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΕ΄. Εκδοτική Αθηνών, 1978.

  • Μαργαρίτης Γ., κ.ά, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.

  •  Μαυρογορδάτος Γ., «Οι πολιτικές εξελίξεις. Από το Γουδί ως τη Μικρασιατική Καταστροφή» στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. τ.6, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004.

  • Ιστοσελίδα: The Royal Chronicles, https://www.royalchronicles.gr

  • Φωτογραφία εξωφύλλου από: https://www.protothema.gr

Ομήρεια