Οι ελληνικές Κοινότητες κατά την τουρκοκρατία

Διαμορφωμένες υπό την επίδραση κοινών οικονομικο-κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων, οι κοινότητες (και οι συντεχνίες), απετέλεσαν τους βασικότερους θεσμούς του κοινωνικού ιστού της νεότερης Ελλάδας με συγκεκριμένη οργάνωση και λειτουργίες προς εξυπηρέτηση διαφόρων αναγκών, ενώ σημαντικότατος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισαν κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης.

Η αδιάλειπτη επιβίωση των συλλογικών θεσμών από την αρχαιότητα ως το νεοελληνικό κράτος, αναδεικνύει την ανάγκη των ανθρώπων για ένταξη σε ένα ενιαίο κοινωνικό-επαγγελματικό σύνολο, προς ενίσχυση της ενεργής συμμετοχής τους του στον δημόσιο βίο, και διευκόλυνσης στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας.

(Πληροφορίες για τις συντεχνίες μπορούν να ανακτηθούν από: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/syntexnies-tourkokratia)

Κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, ο θεσμός των κοινοτήτων, έφτασε στο ζενίθ της ανάπτυξής του συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάπτυξη μίας ενιαίας συλλογικής ταυτότητας, καθώς αφενός οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των μελών βασίζονταν στην αλληλεγγύη, στη συνοχή και στις κοινές αξίες και προσδοκίες και αφετέρου εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των Οθωμανών κατακτητών.

Ο κοινός πολιτισμικός χώρος ακόμα και στις περιπτώσεις που η συνοχή δεν επετεύχθη πλήρως, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του αισθήματος του «ανήκειν» στην κοινότητα, καθώς τα μέλη της μέσω της αίσθησης της κοινής καταγωγής αλλά και μοίρας, απέκτησαν κοινοτικό πνεύμα. Παράλληλα όμως οι τοπικές συμβιωτικές ομάδες αν και τυπικά δεν επιβλήθηκαν από τον κατακτητή, ουσιαστικά αποτελούσαν μέθοδο προστασίας των συμφερόντων του, και διευκόλυνσή του στην άσκηση ελέγχου της οικονομικής ζωής των τοπικών κοινωνιών.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη της επιβίωσης και αποτελεσματικής προστασίας των μελών τους, από τους φυσικούς καταναγκασμούς, οι κοινότητες ως πολυσύνθετοι οργανισμοί, από αρχαιοτάτων χρόνων, ενσωμάτωναν στο φυσικό τοπίο τις οικονομικο-πολιτικές και κοινωνικο-πολιτισμικές ανθρώπινες λειτουργίες. Η διττή σημασία του όρου, αποτυπώνει ένα ανθρώπινο σύνολο που συμβιώνει στην ίδια (στενή ή ευρύτερη) περιοχή, αλλά και ένα ιστορικό μόρφωμα που εξελικτικά διαμορφωμένο στην ιστορία του ελληνισμού, αναδείχθηκε ιδιαιτέρως στην εποχή της τουρκοκρατίας, αποτελώντας τη βασικότερη μορφή οργάνωσης του παραδοσιακού κοινωνικού βίου των Ελλήνων.

Τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκε μία νομικογενής γενεαλογική θεωρία περί κοινοτισμού που υποστήριζε την αδιάσπαστη επιβίωσή του από την αρχαιότητα ως την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι ιστορικοί αμφισβητώντας την, ανέδειξαν την κατά τόπους και κατά εποχές διαφοροποίηση του θεσμού, με ευρέως αποδεκτή άποψη, αυτή του Διονυσίου Ζακυνθηνού, ο οποίος υποστήριξε πως οι ελληνικές κοινότητες προέκυψαν εξαιτίας της διοικητικής ανεπάρκειας και της ραθυμίας των Οθωμανών.

Οι κατακτητές ακολουθώντας την κορανική παράδοση, παραχώρησαν δικαίωμα αυτοδιοίκησης στους υπόδουλους, «κατόχους» των ιερών βιβλίων, όμως παρότι ο θεσμός των κοινοτήτων αναπτύχθηκε ως αναγνωρισμένο σύστημα, δεν αποτελούσε νομικό πρόσωπο. Η ελεγχόμενη και περιορισμένη τοπική αυτοδιοίκηση, εξυπηρετούσε την κεντρική εξουσία σε ό,τι αφορούσε στην φοροείσπραξη και στη γενικότερη διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας. 

Παράλληλα διευκόλυνε την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της κοινότητας, ουσιαστικά αποτελώντας συλλογικό όργανο με κοινωνικο-πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις, το οποίο ευνόησε στη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου δικτύου λαϊκών θεσμών που συνέτεινε στην προστασία των ευπαθών ομάδων και στη δημιουργία κοινωφελών έργων υποδομής.

Οι κοινότητες δημιουργούνταν σε προϋπάρχοντες οικιστικούς πυρήνες, καλλιεργήσιμους, και με επάρκεια ύδατος τέτοια, ώστε να καλύπτει τις βιωτικές ανάγκες των κατοίκων αλλά και τις φορολογικές υποχρεώσεις τους προς την Υψηλή Πύλη.

Βασισμένες στις οικογένειες που κατοικούσαν στα διοικητικά και γεωγραφικά τους όρια, οι κοινότητες οριοθετούνταν τελετουργικά, και παρουσίαζαν πολυμορφία και ευελιξία στον τρόπο και στις συνθήκες λειτουργίας τους. Η αντιμετώπισή τους από τις οθωμανικές αρχές, αποτελούσε απόρροια παραγόντων όπως η γεωγραφική θέση, ο χρόνος και ο τρόπος κατάκτησης της περιοχής, το μέγεθος του πληθυσμού κ.ά., και επηρεαζόταν κατά καιρούς από την πολιτική σταθερότητα και από τη στάση που τηρούσαν οι υπόδουλοι σε εποχές αναβρασμού.

Η Αθήνα στην Τουρκοκρατία: οδός Πανδρόσου (Πηγή: paliaathina.com/gr)

Σε κάποιες περιοχές ο θεσμός διατήρησε υποτυπώδη λειτουργία, ενώ αλλού (πχ Μελένικο, Ζαγοροχώρια, Μαντεμοχώρια), αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως τόσο καθεστωτικά όσο και οργανωτικά. Αρκετές φορές οι κοινότητες διευρύνονταν από συνενώσεις πληθυσμών, και σπανιότερα υποδιαιρούνταν κατόπιν διαχωρισμών των οικισμών (κυρίως στα νησιά). Σε κάποια μέρη του Μοριά και της Βόρειας Ελλάδας μάλιστα, στην ίδια ή στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούσαν παράλληλα τρεις κοινότητες, διαχωρισμένες αναλόγως θρησκεύματος (χριστιανική, εβραϊκή, μουσουλμανική).

Η κοινοτική οικονομία κατά κανόνα βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή, διατηρώντας περιορισμένο τον ρόλο του χρήματος, και ευνοώντας την ανάπτυξη παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των μελών, που στη συνέχεια εξελίσσονταν σε κοινωνικο-πολιτικές. Κατά το ελληνικό είθισται, κάθε μέλος αυτοπροσδιοριζόταν σε συνάρτηση με την καταγωγή του και χαρακτηριζόταν από τις συλλογικές αξίες της κοινότητας, η οποία όριζε το αποδεκτό ήθος και τους κανόνες συμπεριφοράς του. Επιπλέον, γαλουχημένα στον οριοθετημένο πολιτισμικό τους χώρο με τη συμβολή των ιδιαίτερων εθίμων του, τα μέλη της κοινότητας, διατηρούσαν την ενότητά τους, ενώ εξαιτίας των κοινών στόχων, ιδιαιτέρως ανεπτυγμένοι ήταν οι μεταξύ τους δεσμοί αλληλεγγύης.

Οι δοσοληψίες των Οθωμανών δεν γίνονταν απευθείας με το κοινό, αλλά με τους, ευμετάβλητου αριθμού, τοπικούς εκλεγμένους άρχοντες, που ήταν γνωστοί ως δημογέροντες, σύνδικοι, προεστοί, κοτζαμπάσηδες, επιστάτες κ.ά. Παρότι ο τρόπος των κοινοτικών αρχαιρεσιών διαφοροποιούνταν κατά τόπους και κατά περιόδους, η ψηφοφορία για την εκλογή των αρχόντων κατά κανόνα, γίνονταν διά βοής, μία φορά ετησίως (ενίοτε δύο), σε κάποιο δημόσιο κεντρικό σημείο της περιοχής, με συμμετοχή όλων των αυτόχθονων μονίμων κατοίκων που είχαν καταβάλει τον κεφαλικό φόρο.

Στα βασικά κριτήρια εκλογής, συμπεριλαμβάνονταν η τιμιότητα, η ηλικία, η φρόνηση και η ικανότητα, ενώ στις περιοχές όπου εκλογικό σώμα και εκλόγιμοι περιορίζονταν σε κληρικούς, πλοιοκτήτες, εμπόρους, μεγαλοϊδιοκτήτες κ.λπ., μεγάλη βαρύτητα στην εκλογή αποκτούσε η κοινωνικο-οικονομική θέση.

Τα κοινοτικά μορφώματα επιτελούσαν διευρυμένο έργο, με αρμοδιότητές που αφορούσαν σε θέματα οικονομικά, δικαστικά και εκτελεστικά,  ακολουθώντας το πρότυπο, και κυρίως εξυπηρετώντας τα συμφέροντα, της οθωμανικής διοίκησης. Στα βασικά καθήκοντα των αρχόντων εντάσσονταν η οικονομική διαχείριση του κοινοτικού ταμείου, η κατανομή και η συγκέντρωση  των φόρων, αλλά και η ενδοκοινοτική διατήρηση ή/και η αποκατάσταση της τάξης, ενώ στις υποχρεώσεις τους ενέπιπτε η επιμέλεια για οτιδήποτε αφορούσε στις διοικητικές υποθέσεις της περιφέρειάς τους.

Σκηνή από την καθημερινή ζωή στο Εμπόριο της Σαντορίνης. Από το βιβλίο του περιηγητή Choiseul-Gouffier (M.G.A.F.), Voyage pittoresque de la Grece Παρίσι 1782

Δεδομένες θεωρούνταν και οι παρεμβάσεις εκ μέρους τους, σε ό,τι αφορούσε στη λειτουργία της αγοράς, και γενικότερα στη διατήρηση της οικονομικο-κοινωνικής ισορροπίας των κοινοτήτων, ενώ οι αποφάσεις του συμβουλίου των προεστών, υπό την απειλή αφορισμού από τους αρχιερείς, ήταν απολύτως δεσμευτικές για τα μέλη της τοπικής κοινωνίας.

Η θέση των αρχόντων ήταν ιδιαιτέρως επίζηλη, αφενός εξαιτίας του μεγάλου εισοδήματός τους, από ποικίλες πηγές, όπως συμμετοχή στην ενοικίαση ή επενοικίαση φορολογικών προσόδων, ποσοστά από πρόστιμα, δικαιώματα στις αγροζημιές, «ρεγάλια» αγορανομικών διατιμήσεων, αλλά και από τους διάφορους επαγγελματίες της περιοχής τους, μερτικό από τελωνειακούς δασμούς και από ναυάγια, έσοδα από υγειονομικούς ελέγχους πλοίων κ.ά., αλλά και λόγω των διαφόρων άλλων προνομίων τους, όπως φορολογικές ατέλειες, απαλλαγή από αγγαρείες, μειωμένοι τελωνειακοί δασμοί κ.ά.

Παρά ταύτα, ζούσαν σε καθεστώς ανασφάλειας, διακινδυνεύοντας διαρκώς όχι μόνο την οικονομική, αλλά και βιολογική τους εξόντωση, αφού ο εξισορροπητικός ρόλος που όφειλαν να παίζουν, όταν τα συμφέροντα της κοινότητας έρχονταν σε σύγκρουση με αυτά της οθωμανικής διοίκησης, τους έριχνε συχνά στη δυσμένεια και των δύο πλευρών.

Εκτός από τον κεφαλικό φόρο, η οθωμανική διοίκηση απαιτούσε την καταβολή των φόρων συνολικά από την κοινότητα, με τρόπο κατανομής που άπτονταν στη διακριτική ευχέρεια της κοινοτικής ηγεσίας, η οποία ενίοτε κατέφευγε σε δανεισμό (εσωτερικό ή εξωτερικό), ή/και επιβολή έκτακτων φόρων, οδηγώντας τα μέλη της κοινότητας σε υπερχρέωση ή/και απώλεια των περιουσιών τους.

Σε περιπτώσεις κακοδιοίκησης και άδικης κατανομής φόρων, τα μέλη μπορούσαν να εγκαλέσουν τους προεστούς σε απολογία, ή/και να προσφύγουν στις οθωμανικές αρχές προκειμένου να επανέλθει η ευνομία στην περιοχή. Κατά κανόνα οι προεστοί στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων, και αρκετοί επιτύγχαναν τον στόχο μέσω φορολογικής αλληλεγγυότητας και συλλογικής ευθύνης, εκπληρώνοντας έτσι τον βασικό λόγο ύπαρξης του θεσμού. Συχνά όμως η συγκέντρωση των απαιτούμενων, από την Υψηλή Πύλη, φόρων, συνεπάγονταν σκληρή μεταχείριση των μελών της κοινότητας, ενώ δεν έλειψαν και τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και εκτροπής από τον στόχο, η χρήση των οποίων από μερίδα πολιτικο-ιδεολογικώς προδιατεθειμένων ιστορικών, αδίκησε τη γενική εικόνα του θεσμού και οδήγησε στην αμαύρωσή της.

Κατέχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε ό,τι αφορούσε στην κοινωνικο-πολιτική και οικονομική ζωή των κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι κοινότητες υπήρξαν σημείο αναφοράς του ελληνικού στοιχείου αλλά και συσπείρωσης των υποδούλων σε όλη την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Η ζωή των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Παρά ταύτα, δεδομένου ότι η κοινωνική συνοχή ουσιαστικά απετέλεσε συνέπεια καταναγκασμού από τους κατακτητές, σε κάθε περίσταση χαλάρωσης ή διατάραξης της δεδομένης κατάστασης, οι ευαίσθητες κοινοτικές δομές αποδιαρθρώνονταν.

Οι θεσμοί των συμβιωτικών ομάδων αποδείχτηκαν εύθραυστοι, γεγονός που αναδείχθηκε ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν οι διάφοροι  γεωγραφικοί, πολιτικοί κ.ά. περιορισμοί, οι νεωτεριστικές ιδέες και η εκβιομηχάνιση οδήγησαν στη σταδιακή αυτονόμησή τους.

Με την έκρηξη της Επανάστασης και τη συνακόλουθη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, διαμορφώθηκαν νέες οικονομικές σχέσεις που μαζί με τον επερχόμενο εξαστισμό, οδήγησαν στην αποδόμηση των παραδοσιακών κοινοτικών δομών και στην αντικατάσταση της κοινοτικής αλληλεγγύης από τις πελατειακές σχέσεις και την προσωπική ανάδειξη, που απετέλεσαν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Ζαϊμάκης,Γ, Κοινοτική εργασία και τοπικές κοινωνίες. Ανάπτυξη, Συλλογική δράση, Πολυπολιτισμικότητα. Αθήνα 2011: Πλέθρον.

  • Ζερλέντη Π., «Παρεμβάσεις της κοινοτικής ηγεσίας στη λειτουργία της αγοράς», στο: Κ. Γκότσης-Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ός αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ. 2008.

  • Καμπούρογλου Δημήτριος Χοτζέτιον Αναγνωρίσεως Εκλογής Δημογερόντων, στο: Κ. Γκότσης-Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ός αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ 2008.

  • Λιάτα, Ε., «Οι κοινότητες. Ένας θεσμός με πολλές όψεις». Στο: Κ. Γκότσης-Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ός αιώνας), Πάτρα: ΕΑΠ 2008.

  • Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε.,«Οικισμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης-Ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας», στο: Αικατερινίδης κ.ά, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, Πάτρα: ΕΑΠ 2002.

    Φωτογραφίες από: https://www.postmodern.gr, https://digitalzoot.weebly.com, http://ebooks.edu.gr

Ομήρεια