Κοτζαμπάσηδες, οπλαρχηγοί και κεφαλαιούχοι επί τουρκοκρατίας
Παρότι η οθωμανική κυριαρχία, ήταν αδιαμφισβήτητη στον Ελλαδικό χώρο, το διοικητικό σύστημα παρείχε κατά τόπους, θρησκευτική αυτονομία. Την ελληνορθόδοξη κοινότητα, διαφέντευαν διάφορες ηγετικές ομάδες Ελλήνων.
Η κοινωνική διάκριση ανάμεσα στους «ραγιάδες», καθορίζονταν πρωτίστως από την οθωμανική διοίκηση, αναλόγως της αναγνώρισης, και της αποδοχής που απολάμβανε, σε πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο.
Στην κεντρική διοίκηση, διακρίνονταν οι εκκλησιαστικοί, και οι κοσμικοί αρχηγοί (Επίσκοποι και Φαναριώτες), ενώ στην επαρχιακή, οι προεστοί (κυρίαρχοι στην Πελοπόννησο), οι αρματολοί (χαρακτηριστικό της Ρούμελης), οι κεφαλαιούχοι και οι καραβοκύρηδες (κυρίως στα νησιά).
πληροφοριες για το Πατριαρχειο, τους φαναριωτες και τις ηγεμονιες, εδω: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/patriarxeio-fanariotes-hgemonies
Σε ανεπίσημη ηγετική ομάδα αναδείχτηκαν και οι Κλέφτες, οι οποίοι κέρδισαν το σεβασμό του λαού, λόγω της αντίστασής τους, στην τουρκική αλλά και στην ελληνική εξουσία.
Δημογέροντες και κοτζαμπάσηδες
Ο Σουλτάνος διόριζε πασάδες, ως διοικητές των περιοχών της περιφέρειας, και αυτοί, όριζαν τους βοεβόδες, για τη διοίκηση των επαρχιών. Στις περιοχές που οι Έλληνες κάτοικοι, πλειοψηφούσαν έναντι των άλλων, όπως στα νησιά, στη Ρούμελη, στο Μοριά κ.α., δημιουργούνταν κοινότητες αποτελούμενες από πόλεις ή ομάδες χωριών, οι οποίες διοικούνταν από εκλεγμένους Έλληνες αντιπροσώπους, γνωστούς ως άρχοντες, δημογέροντες ή γέροντες.
Η κοινότητα από τον 18ο αιώνα, αποτελούσε μηχανισμό ενταγμένο στη φοροεισπρακτική πολιτική του κράτους, καθώς δεν φορολογούνταν κάθε νοικοκυριό χωριστά, αλλά η κοινότητα ως σύνολο.
Εξέχοντα μέλη που διέθεταν οικονομική άνεση αναλάμβαναν την ενοικίαση των φόρων που τους προκατέβαλαν στο κράτος και κατόπιν τους εισέπρατταν από τα μέλη της κοινότητας. Έτσι αναδείχτηκαν οι προυχοντικές ομάδες.
Η εκλογή γίνονταν δια βοής, και πάντα εκλέγονταν εύποροι και έμπειροι εκπρόσωποι. Το αξίωμα αυτό, έτεινε να γίνει κληρονομικό, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εξέπιπταν οι επικρατούσες οικογένειες. Εκτός από τη διαχείριση των κοινοτικών ζητημάτων, οι δημογέροντες, συμμετείχαν σε συνελεύσεις, προεδρεύοντος του βοεβόδα, ενώ αυτοί που υπηρετούσαν στο συμβούλιό του, γίνονταν οι ηγέτες της κοινότητας. Αναλόγως της περιοχής, ονομάζονταν προεστοί, κοτζαμπάσηδες, ή προύχοντες.
Προεστοί, δημογέροντες, και Εκκλησία, είχαν κάποια δικαστικά καθήκοντα, καθαρά τοπικής εμβέλειας, ενώ έπαιζαν μεσολαβητικό ρόλο, ανάμεσα σε εξουσία και λαό. Η ανάθεση της συλλογής και καταβολής των φόρων στην οθωμανική εξουσία, καθώς και η δημόσια τάξη, στο Μιλέτι των Ρωμιών (χριστιανών ραγιάδων), γίνονταν με ενοικίαση στους κοτζαμπάσηδες.
Πληροφοριες για την απονομη δικαιοσυνης στην τουρκοκρατια, εδω: https://mnimesellinismou.com/byzantini-istoria/tourkokratia-dikaiosyni
Οι φόροι συλλέγονταν σε χρήμα ή σε είδος, και προκειμένου να τους συγκεντρώσουν, ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν τη μέθοδο της αρεσκείας τους. Η αστάθεια της αγροτικής παραγωγής όμως, δυσχέραινε τη συγκέντρωση των απαιτούμενων ποσών και συχνά η ζωή των προεστών κινδύνευε, ειδικά όταν συνέβαιναν εσωτερικές εξεγέρσεις.
Την εξουσία των κοτζαμπάσηδων ενίσχυε ο πλούτος τους, το δίκτυο γνωριμιών, σχέσεων και πρακτόρων που διατηρούσαν, η άσκηση εμπορίου και τοκογλυφίας, και ο μηχανισμός στήριξης των δραστηριοτήτων τους που αποτελούνταν από αποθήκες, ζώα για μεταφορές, σωματοφύλακες κλπ.
Παρότι η θέση τους, τους εξασφάλιζε δύναμη και μεγάλα οικονομικά οφέλη, όφειλαν τυφλή υποταγή στον πασά, την οποία δεν παρέλειπε να τους υπενθυμίζει. Στη συνείδηση δε, των συμπατριωτών τους, οι κοτζαμπάσηδες, αποτελούσαν τους «απερίτμητους», «τουρκοπροσκυνημένους», που μικρές διαφορές είχαν από τον κατακτητή.
Οπλαρχηγοί
Στα βουνά, έβρισκαν καταφύγιο διάφορες ομάδες ενόπλων που ουσιαστικά αποτελούσαν στρατιωτικούς σχηματισμούς, με επικρατέστερους τους κλέφτες, τους αρματολούς και τους κάπους.
Κατά την παρακμή της Αυτοκρατορίας τον 18ο αιώνα, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς τους σχηματισμούς, δεν ήταν πάντα σαφής, αφού συχνά άλλαζε ο ρόλος τους, και υιοθετούσαν η μία, τις συνήθειες και τις πρακτικές, της άλλης ομάδας. Επικεφαλής των σχηματισμών, ήταν οι οπλαρχηγοί ή καπετάνιοι.
Οι κλέφτες αποτελούνταν συνήθως από συμμορίες φυγόδικων, που επιβίωναν λεηλατώντας. Οι επιδρομές τους, έπλητταν κυρίως τους Τούρκους, αλλά και τους εύπορους Έλληνες, ενώ είχαν την υποστήριξη των φτωχών ραγιάδων, που τους αντιμετώπιζαν ως εξεγερμένους, εναντίον της εξουσίας που τους καταπίεζε.
Οι κλέφτες, αποτελούσαν απειλή για το εύθραυστο σύστημα, και για τις περιουσίες των κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι τους εχθρεύονταν και τους φοβούνταν, αλλά και χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες τους όποτε χρειαζόταν βοήθεια για την επιβολή της εξουσίας τους. Άλλοτε τους είχαν στη δούλεψή τους και άλλοτε τους κατεδίωκαν με μένος πχ, οι Δεληγιανναίοι, τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και τον Νικηταρά, οι οποίοι αν και ανήκαν στην κατηγορία των κλεφτών, ακολουθούσαν συχνά τις τακτικές των κάπων.
Οι δύο ομάδες συνέπλευσαν μετά τα Ορλωφικά, αντιμέτωπες με το πρόβλημα των Αλβανών στον Μοριά, όμως αργότερα, οι κοτζαμπάσηδες συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, προκειμένου να αφανιστεί η ομάδα των Κλεφτών («Χαλασμός» των κλεφτών).
Σε άλλες περιοχές (όπως στη Ρούμελη) υπήρξε σύμπνοια των κλεφτών με τους προεστούς, και δεδομένης της κυριαρχίας του νόμιμου θεσμού του αρματολικίου, οι ιδιότητές τους ταυτίζονταν.
Οι αρματολοί, ήταν αρχικά παράνομοι, άτακτοι ληστές, που στην πορεία, ανέλαβαν αρμοδιότητες από την οθωμανική εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, είχαν τη μέριμνα για την ευταξία των περιοχών τους, την είσπραξη φόρων, και τη φύλαξη δρόμων και περασμάτων (Δερβενίων).
Σε αντάλλαγμα, είχαν μία σχετική ανεξαρτησία αλλά και οικονομικές απολαβές. Οι δραστηριότητές τους αυτές, οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων περιουσιών, και την ανάλογη αύξηση της εξουσίας τους. Ο Στουρνάρης της Ρούμελης για παράδειγμα, ήλεγχε 120 χωριά, και είχε υπό τις διαταγές του μόνιμο στρατό 400 ανδρών.
Παρότι στη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία είχε εδραιωθεί το αρματολίκι, στην Πελοπόννησο, λόγω της ισχυρής αντίδρασης των κοτζαμπάσηδων η δράση ανταγωνιστικών εξουσιαστικών θεσμών είχε αποτραπεί.
Οι Κάποι, ήταν ο μόνος ανάλογος θεσμός που δρούσε στην περιοχή της Πελοποννήσου, και αφορούσε σε ένοπλα σώματα χριστιανών που αντίθετα από τους αρματολούς, δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του τοπικού Πασά.
Αποτελώντας συνήθως την προσωπική φρουρά των προεστών, άλλοτε περιφρουρούσαν για λόγους βιοπορισμού, τη γη και το κύρος τους, κι άλλοτε ήταν οι “σωματοφύλακες” των κλεφτών.
Από το 1806 και μετά, όπως όλοι οι οπλαρχηγοί, αυτοεξορίστηκαν, για να γλυτώσουν από την εκστρατεία των Τούρκων, εναντίον τους, ενώ έγιναν σημαντική ηγετική τάξη κατά τα χρόνια της επανάστασης.
Παρότι ένοπλοι, οι κάποι είχαν μικρότερη δύναμη από τους αρματολούς, καθώς αυτοί όντες κρατικοί αξιωματούχοι, είχαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία.
Έμποροι, καραβοκύρηδες και κεφαλαιούχοι
Με τη σύναψη της συνθήκης του Πασσάροβιτς, το 1718, διαμορφώθηκαν ευνοϊκές συνθήκες, για τους μη μουσουλμάνους εμπόρους, αφού άνοιξαν νέοι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι. Αυτοί, επέτρεψαν πληθυσμιακές συγκεντρώσεις ορθοδόξων εμπόρων, στην Κεντρική Ευρώπη, που σταδιακά διαμόρφωσαν το βαλκανικό εμπόριο.
Αρχικά δημιουργήθηκε το καθεστώς του μπερατλή (ή προστατευόμενου), το οποίο απαιτούσε χρηματικό αντάλλαγμα για να αποκτηθεί.
Σταδιακά δημιουργήθηκε μία εμπορική ανώτερη τάξη, η οποία δραστηριοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να επηρεάζει σημαντικά τις καλλιέργειες, τις μεταφορές, τους προορισμούς, και τη διάθεση των προϊόντων.
Παράλληλα, αναπτύχθηκε και ο τομέας της αγροτικής βιοτεχνίας, ο οποίος στηρίζονταν στους εμπόρους (που συχνά ήταν οι προεστοί), για τη διακίνηση των προϊόντων τόσο διαπεριφερειακά όσο και διεθνώς, ενώ διάφορες ελληνικές κοινότητες διατηρούσαν δίκτυα εμπορίου με τις ελληνικές παροικίες της κεντρικής Ευρώπης.
Η επαφή των Ελλήνων με τον ευρωπαϊκό κόσμο, ευνοήθηκε από την ανάπτυξη του εμπορίου, και από την ανάγκη για από θαλάσσης επικοινωνία με τη Δύση, ενώ διευκολύνθηκε λόγω της εύκολης πρόσβασης από θαλάσσης.
Το εμπορικό ναυτικό των Ελλήνων, αναπτύχθηκε, ευνοούμενο από τους ρωσοτουρκικούς πολέμους, την πρόσβαση της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο, και τη δυνατότητα των Ελλήνων εμπόρων να ταξιδεύουν με ρωσική σημαία, κατόπιν της υπογραφής της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.
Η παρακμή του γαλλικού εμπορίου κατά τους Ναπολεόντιους Πολέμους καθώς και ο ναυτικός αποκλεισμός των γαλλικών ακτών από τον αγγλικό στόλο, κατέστησε τους Έλληνες πλοιοκτήτες, κυρίαρχους στην περιοχή, αποφέροντάς τους σημαντικά κέρδη.
Οι καπετάνιοι των σκαφών, σταδιακά αναδείχτηκαν στην ανώτερη τάξη των νησιών του Αιγαίου (κυρίως σε Ύδρα, Σπέτσες,Ψαρά και Μύκονο), ενώ η οικονομικο-κοινωνική τους θέση θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί με αυτήν των ηγετικών ομάδων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Παράλληλα κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, σημειώθηκε στους Έλληνες των παροικιακών κοινοτήτων του εξωτερικού, που σταδιακά οδήγησε στην ωρίμανση των συνθηκών και στη δημιουργία προϋποθέσεων για την δημιουργία, μέσω επανάστασης, ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Κ. Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013
Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
Γ. Πετρόπουλος, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Μορφωτικό Ίδρυμα ΕθνικήςΤραπέζης, Αθήνα 1985
Δ. Παπασταματίου, Φ. Κοτζαγεώργης, Ιστορία του νέου ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, Αθήνα [Κάλλιππος] 2015