Η δικαιοσύνη κατά την τουρκοκρατία
Η κατάλυση της βυζαντινής εξουσίας δεν σηματοδότησε και το τέλος του βυζαντινού δικαίου. Εξακολούθησε να εφαρμόζεται στους κατακτημένους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λειτουργούσε με γνώμονα τη θρησκευτική ταυτότητα των υπηκόων.
πληροφορίες για τη απονομή δικαιοσύνης και τις ποινές στο Βυζάντιο εδώ: https://mnimesellinismou.com/byzantini-istoria/-dikaiosyni-poines
Η ένταξη της Εκκλησίας στο οθωμανικό δικαστικό σύστημα, ο θεσμός των κοινοτήτων και η άσκηση του βυζαντινού και του τοπικού εθιμικού δικαίου, παρείχε αίσθημα ασφάλειας, και συσπείρωσε τον υπόδουλο Ελληνισμό, που διαφορετικά θα ήταν έρμαιο της αυθαιρεσίας της οθωμανικής εξουσίας.
Πληροφοριες για τον θεσμο των κοινοτητων εδω: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/koinotites-tourkokratia
Το Οθωμανικό δικαιικό σύστημα, χωρίς να αποποιηθεί τον ρόλο του, ως εκτελεστή του δικαίου, ενσωμάτωσε στις διαδικασίες του μία ποικιλία εθιμικών παραδόσεων, και επέτρεψε εν μέρει, να αποδίδεται δικαιοσύνη στους χριστιανούς από ομόθρησκούς τους.
Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βρήκε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια τόσο καλά οργανωμένα, ώστε να τους ανατεθεί η εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων των χριστιανών, και ο τελευταίος γενικός κριτής των Βυζαντινών, Γεννάδιος Σχολάριος, να διοριστεί απ’ τον Μωάμεθ τον Πορθητή, ως ο σχετικός υπεύθυνος δικαστικός λειτουργός.
Η απονομή δικαιοσύνης από ομόθρησκους, ήταν απολύτως συμβατή με την φιλοσοφία της οθωμανικής διοίκησης περί θρησκευτικοπολιτικής εξουσίας, κατά συνέπεια η δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αναγνωριζόταν από την οθωμανική διοίκηση. Εκτός από την Εκκλησία βέβαια, δικαστικές δικαιοδοσίες στους Έλληνες διατηρούσαν και οι οθωμανικές αρχές, αλλά και οι κοινοτικοί άρχοντες, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Οθωμανικές αρχές
Στην επαρχιακή διοίκηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αυτόνομους αλλά και αλληλοεξαρτώμενους εξουσιαστικούς άξονες, αποτελούσαν οι κοσμικοί αξιωματούχοι και ένας μουσουλμάνος ιεροδικαστής, ο λεγόμενος καδής.
Η θρησκευτικοπολιτική νομοθεσία του οθωμανικού δικαίου, στηρίζονταν στο Κοράνι και στις μετέπειτα προσθήκες του, στους πολιτικούς νόμους του κράτους, και κυρίως στην βούληση του ηγεμόνα. Στους Έλληνες εφαρμόζονταν μονάχα οι αστικές και οι ποινικές διατάξεις (και όχι οι θρησκευτικές), ενώ αρμόδιος αξιωματούχος ήταν ο καδής με αναπληρωτή του τον ναΐπη.
Ο κάθε καδής επόπτευε ολόκληρο το φάσμα της διοίκησης του καζά (επαρχίας) του, και μεταβίβαζε αρμοδίως τις καταγγελίες των υπηκόων του, ασχέτως θρησκεύματος. Παράλληλα εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου, ενώ τα δημόσια έγγραφα ίσχυαν μόνο κατόπιν της δικής του επικύρωσης. Επιπλέον εκδίκαζε τις πολιτικές και εμπορικές υποθέσεις, και κατόπιν εντολής του πασά, τις ποινικές, εφόσον όμως παρίστατο αρμόδιος προεστός με δικαίωμα έφεσης και έγκλησης των διοικητικών αρχών για παρατυπίες.
Στη συνείδηση των ραγιάδων, ο καδής, είχε αποτυπωθεί ως ο άμεσα προσβάσιμος διαμεσολαβητής τους, στον σουλτάνο, έως και τον 18ο αι. που κατόπιν της γενικότερης διαφθοράς των κρατικών αξιωματούχων, έχασε το κύρος του.
Έκτοτε, η οθωμανική απονομή δικαιοσύνης ήταν εκτός από ιδιαιτέρως δαπανηρή, ουσιαστικά ανύπαρκτη, καθώς πολλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι απαιτούσαν υψηλά χρηματικά πρόστιμα, και καρπώνονταν αμοιβές, πέραν των νομίμων, ενώ το ρόλο του δικαστή έπαιζαν και κάποιοι πασάδες ασκώντας συγκεντρωτική πολιτική.
Εκκλησία και Κοινοτικοί άρχοντες
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατείχε από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας δικαστική δικαιοδοσία, στους ορθόδοξους υπηκόους της αυτοκρατορίας, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορούσε το οικογενειακό δίκαιο. Στις επαρχίες συγκροτούνταν δικαστήρια από τον τοπικό επίσκοπο, που συχνά συνεργαζόταν με τους προύχοντες, ενώ οι ενδεχόμενες επανεξετάσεις των υποθέσεων, δεν γίνονταν από τους Οθωμανούς, αλλά από το πατριαρχικό δικαστήριο.
Οι κοσμικές υποθέσεις εκδικάζονταν βάσει της Εξαβίβλου του Αρμενοπούλου, που παρότι επιβλήθηκε ως εθιμικό δίκαιο, αποτελούσε γραπτή κωδικοποίηση της βυζαντινής νομοθεσίας του 14ου αι, ενώ οι απρόβλεπτες περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν με εμβόλιμα νομοθετήματα της Εκκλησίας.
Συμπληρωματικά προς την Εκκλησία, δικαστικές αρμοδιότητες, με έμφαση όμως στο κοσμικό στοιχείο, είχαν και οι κοινοτικοί άρχοντες, που αποτελούσαν μάλλον μηχανισμούς διαιτησίας, παρά δικαστήρια, καθώς οι αποφάσεις τους μπορούσαν να ανατραπούν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.
Οι αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων επεκτείνονταν στο αστικό, ενοχικό, και κληρονομικό δίκαιο, ενώ κατείχαν το πλεονέκτημα της νομικής πηγής του ρευστού μεν, αλλά οικείου προς τους διαδίκους, εθιμικού δικαίου.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της κοινοτικής δικαιοδοτικής αρμοδιότητας, επετεύχθη κυρίως τον 18ο αι, και υποστηρίχθηκε από εύπορα λαϊκά στοιχεία που εισέρρευσαν στην προυχοντική ηγεσία, ενώ η δικαιοδοτική τους έκταση συνδεόταν με το μέγεθος της πολιτικής δύναμης της εκάστοτε κοινότητας.
Οι κυρώσεις επιβάλλονταν μέσω της Εκκλησίας και για τα κοινοτικά δικαστήρια, και η κλίμακα των ποινών κυμαίνονταν από πρόστιμα έως αφορισμό.
Οι σωματικές τιμωρίες συνήθως ήταν φυλάκιση, καταναγκαστικά έργα, ραβδισμός κλπ, όμως οι πνευματικές ποινές (αφορισμοί, επιτίμια κλπ), ήταν συχνότερες και ισχυρότερες, εξαιτίας της σημαντικότητας που είχε για τους ραγιάδες, η συμμετοχή τους στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας.
Συνηθισμένη ποινή αποτελούσε το εξωεκκλησίασμα, και η γενικότερη απαγόρευση στους ιερείς να πραγματοποιήσουν ιεροπραξίες για τον τιμωρημένο, ενώ οι συνέπειες ενός αφορισμού ήταν βαρύτατες, αφού ουσιαστικά ο τιμωρημένος έχανε τη θέση του στην τοπική κοινωνία.
Οι Έλληνες απέφευγαν την προσφυγή σε οθωμανικά δικαστήρια καθώς ήταν ιδιαιτέρως δαπανηρά αλλά και εντελώς αναξιόπιστα, ειδικώς αν επρόκειτο για αντιδικία με μουσουλμάνο.
Η θρησκευτική συνείδηση των χριστιανών αλλά και ο θεσμός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ενίσχυσε τη συσπείρωση των χριστιανών και συνετέλεσε στην ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, σταδιακά οδηγώντας στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη