Το Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι Ηγεμονίες
Το οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας, στηρίζονταν σε αυστηρή κοινωνική ιεράρχηση, στην οποία οι θέσεις των Ελλήνων ήταν προνομιούχες, αλλά βέβαια όχι κυρίαρχες.
Η οθωμανική εξουσία, θέλοντας να ενισχύσει τον υποτυπώδη κρατικό μηχανισμό της, έδωσε ελεγχόμενη δύναμη και θέσεις σημαντικές, σε διάφορες κοινωνικές ομάδες αποτελούμενες από Ρωμιούς. Οι ηγετικές ομάδες αυτές, δρούσαν ανεξαρτήτως η μία από την άλλη, αλλά και συνεργάζονταν όταν έπρεπε να υπηρετήσουν κοινά συμφέροντα.
Ο ελληνικός πληθυσμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν ανομοιογενής και εμπεριείχε ομάδες διαφορετικού κοινωνικού, οικονομικού, και μορφωτικού επιπέδου. Οι βασικότερες διαφορές τους ήταν η ιδεολογία, και τα συγκρουόμενα συμφέροντα ανάμεσά τους, τα οποία οι ισχυρότεροι υπερασπίστηκαν εκμεταλλευόμενοι τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό χώρο.
Στα προεπαναστατικά χρόνια, η βασική επιδίωξη της πλειοψηφίας των ορθόδοξων πληθυσμιακών ομάδων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, με την υποστήριξη της χριστιανικής Ευρώπης.
Για τη στάση της Ευρώπης πληροφορίες εδώ: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/-elliniki-epanastasi-europi
Το Πατριαρχείο
Με βάση το ιερό δίκαιο του Ισλάμ, οι Οθωμανοί κατέτασσαν τους υπηκόους κατά θρησκεία και όχι κατά εθνικότητα. Η ιεράρχηση λοιπόν, των πολιτικοκοινωνικών τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθορίζονταν κατόπιν διαχωρισμού, των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, σε κατηγορίες (μιλέτια), αναλόγως θρησκεύματος, ενώ οι Ελληνοορθόδοξοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν περισσότερα προνόμια σε σχέση με τους άλλους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Κεφαλή του ορθόδοξου μιλετίου, -μιλέτι των Ρουμ (Ρωμιών)-. ήταν ο παραδοσιακός θρησκευτικός ηγέτης, των βυζαντινών Ελλήνων, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Επρόκειτο για μία «παρά τω Σουλτάνω» εξουσία, η οποία αποκατέστησε μεγάλο μέρος της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου.
Η διοίκηση που εξασκούσε, ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, είχε οργανωτική αυτονομία, δικαστικές και φορολογικές αρμοδιότητες, ενώ ολόκληρος ο εκκλησιαστικός οργανισμός στηρίχτηκε στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας την με αυτόν τον τρόπο ζωντανή και λειτουργική.
Στις υποχρεώσεις του Πατριαρχείου, ενέπιπτε η παρεμπόδιση των δυτικών πνευματικών επιρροών στον οθωμανικό χώρο, και η εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης των Ορθοδόξων έναντι του Σουλτάνου.
Η ανάγκη συνδιαλλαγής των Οθωμανών με την ορθόδοξη Ρωσία όταν αυτή άρχισε να ασκεί αντιοθωμανική πολιτική, έδωσε στο Πατριαρχείο ρόλο και στην εξωτερική πολιτική, καθώς παρότι συνολικά το Πατριαρχείο τήρησε νομιμόφρονα στάση, πολλοί ιεράρχες, (σε μια περίπτωση και ο ίδιος ο Πατριάρχης), έβλεπαν τη Ρωσία ως απελευθερωτική δύναμη.
Η ανάδειξη του Πατριάρχη ήταν είτε εξαγοράσιμη όπως τα περισσότερα αξιώματα στην αυτοκρατορία, είτε γινόταν κατόπιν πλειστηριασμού της θέσης, κάτι που για τους διεκδικητές της σήμαινε αγωνιώδεις προσπάθειες συγκέντρωσης των χρημάτων που απαιτούνταν.
Το Πατριαρχείο, στήριξε την ελληνική αστική τάξη της συνοικίας του Φαναρίου, η οποία αποτελούσε μία διοικητική αριστοκρατία και γρήγορα ανέλαβε εκτός από θρησκευτικές, και σημαντικότατες θέσεις της κρατικής μηχανής.
Οι Φαναριώτες και οι ηγεμονίες.
Πέρα από τη συγκροτημένη Εκκλησία, διοικητική ισχύ διατηρούσαν και οι Φαναριώτες που αποτελούσαν την ελληνορθόδοξη αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης.
Με την οριστική κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί, επεδίωξαν την ενσωμάτωση του κύρους και των θεσμών της στη δική τους αυτοκρατορία. Έτσι παραχώρησαν αρχικά, διάφορα μη στρατιωτικά αξιώματα στους Φαναριώτες, και στη συνέχεια εξέχουσες θέσεις, προκειμένου να μιμηθούν ως ένα βαθμό τη βυζαντινή διοικητική μηχανή.
Οι Φαναριώτες, ως αλλόθρησκοι, δεν απειλούσαν τους σουλτάνους με τη διεκδίκηση του θρόνου και της εξουσίας τους, όπως οι ομόθρησκοί τους, ενώ διέθεταν ευρωπαϊκή καλλιέργεια, και ήταν γλωσσομαθείς, κάτι στο οποίο υστερούσαν οι Οθωμανοί.
Σταδιακά οι Φαναριώτες εξελίχθηκαν σε αναπόσπαστο κομμάτι της οθωμανικής ιστορίας, ενώ από τα τέλη του 17ου αιώνα, πλέον ως σημαίνων παράγοντας της οθωμανικής διπλωματίας, παραδοσιακά αναλάμβαναν το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, αλλά και του Δραγουμάνου του Στόλου (θέσεις ανάλογες με αυτές των σημερινών Υπουργών Εξωτερικών και Ναυτιλίας).
Μετά από τη σύγκρουση της Πύλης με τις δυνάμεις της Ευρώπης, στις αρχές του 18ου αιώνα, και ειδικά κατά τις διαπραγματεύσεις προκειμένου να υπογραφεί η συνθήκη του Κάρλοβιτς, ο ρόλος του Δραγουμάνου, αποδείχθηκε πολύ σημαντικός. Μάλιστα οι Φαναριώτες διορίζονταν και ως Οσποδάροι της Βλαχίας και της Μολδαβίας, αφού το 1711 οι ηγεμόνες τους συνεργάστηκαν με τη Ρωσία και θεωρήθηκαν από την Υψηλή Πύλη, αφερέγγυοι.
Έτσι στις εξουσίες των Φαναριωτών, προστέθηκε η σχεδόν αυτόνομη η διακυβέρνηση, των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Στο Ιάσιο και στο Βουκουρέστι, δημιουργήθηκαν αυλές, και μηχανισμοί εξουσίας στελεχωμένοι από Έλληνες διοικητές (οι επονομαζόμενοι Πρίγκιπες, Οσποδάροι ή Βοεβόδες), οι οποίοι καλλιεργούσαν τα γράμματα και τις τέχνες, όπως συνέβαινε στις αυλές, των ηγεμόνων της Ευρώπης.
Οι θέσεις των ηγεμόνων εξαγοράζονταν με πλειστηριασμό από την οθωμανική εξουσία, έναντι υπέρογκων ποσών που συνήθως συγκεντρώνονταν μέσω δανεισμού από εύπορους Κωνσταντινουπολίτες. Τα δάνεια, αποπληρώνονταν με έσοδα των ηγεμονιών τους, τα οποία τους απέφεραν μεγάλο προσωπικό πλούτο, μετατρέποντάς τους σε οικονομικούς παράγοντες της εποχής.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Ι. Πετρόπουλος, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985
Γ.Μαργαρίτης, Σ.Μαρκέτος, Κ.Μαυρέας, Ν.Ροτζώκος, Νεότερη & Σύγχρονη Ελλην. Ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Δ. Παπασταματίου – Φ. Κοτζαγεώργης, Ιστορία του νέου ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, Κάλλιππος, Αθήνα, 2015.
: Κ. Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, Πόλις, Αθήνα, 2013
Αρχείον Πολιτισμού, http://www.arxeion-politismou.gr/2017/11/Fanariotes-stin-Vlaxia-Moldavia.html
εξωφυλλο: η συνοικια του φαναριου σε καρτ ποσταλ του 1900