Εκλογή, διαδοχή και προβολή βυζαντινών αυτοκρατόρων
Ο θεσμός του Ρωμαίου αυτοκράτορα, εξασθένισε κατόπιν των αναταραχών του 3ου αι. μ.Χ, και σταδιακά παρήκμασε μέχρι την εμφάνισή του Διοκλητιανού (284-305), ο οποίος εισήγαγε σειρά μεταρρυθμίσεων, αποκαθιστώντας σταδιακά το κύρος και την αίγλη του αξιώματος.
Επιβάλλοντας συγκεντρωτική μοναρχία ο αυτοκράτορας θεοποιείται, και προσφωνείται με προσωνύμια που υποδηλώνουν θεϊκή καταγωγή, ενώ αποκαλείται Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, μέχρι και την οριστική κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το 1453.
Παρά ταύτα, οι ισχυρότατες επιδράσεις που δέχτηκε η νέα αυτοκρατορία, από τον χριστιανισμό και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, και ο συγκερασμός τους με το ρωμαϊκό κράτος από τον Μ. Κωνσταντίνο (306-337), της επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας εντελώς διαφορετικής φυσιογνωμίας, σε κάθε επίπεδο.
Η προσέγγιση του Μ. Κωνσταντίνου στη νέα θρησκεία, μετατρέπει τον θεό-αυτοκράτωρ, σε αυτοκράτορα «ελέω Θεού», ώστε να συνάδει με τη χριστιανική ηθική. Έκτοτε η θεία θέληση, υπερβατικά αποκάλυπτε τον εκλεκτό, ο οποίος όμως σύμφωνα με τις επιζώσες ρωμαϊκές αντιλήψεις, όφειλε να είναι ο «άριστος», και η εξουσία του να πηγάζει εξίσου μέσα από το λαό.
Η έκφραση αυτής της δυαρχίας αποτυπώνεται μέσω της προσκύνησης του αυτοκράτορα και των εικόνων του, ως εκδήλωση υποταγής των υπηκόων στον ηγεμόνα, αλλά και αντανακλώντας την υποταγή όλων προς τον Θεό, αφού ο αυτοκράτορας απεικονίζονταν να φέρει χριστιανικά σύμβολα.
Εκλογική διαδικασία και εθιμοτυπία
Ο συνδυασμός των δύο αντιλήψεων, εκφράζεται και μέσω της εκλογικής διαδικασίας του αυτοκράτορα, κατά την οποία κατόπιν αποκάλυψης του θείου πνεύματος, ο Βασιλεύς του Βυζαντίου εκλέγονταν από τη Σύγκλητο, τους δήμους και το στρατό, που αποτελούσαν τους εκπροσώπους της λαϊκής βούλησης, και αναγορεύονταν σε θεϊκό αυτοκράτορα, εν μέσω ρυθμικών επευφημιών από τους καθεστωτικούς παράγοντες.
Η αυτοκρατορική στέψη ως η σημαντικότερη παλατινή τελετουργία, υπέστη αρκετές τροποποιήσεις με την πάροδο των χρόνων.
Αρχικά, επρόκειτο για ενιαία τελετή στέψης και αναγόρευσης, με στρατιωτικούς συμβολισμούς-κατάλοιπα της ρωμαϊκής παράδοσης, όπως η ύψωση του αυτοκράτορα στην ασπίδα (συμβολισμός στρατιωτικής προέλευσης και αποστολής), προσφορά χρυσού περιδέραιου στον αναγορευόμενο από λογχοφόρο αξιωματικό, και περιβολή του με διάδημα και πορφύρα, υπό τους ήχους των επευφημιών του στρατεύματος.
Από τα μέσα του 5ου αι, στην τελετή αναγόρευσης, παρίστανται η Σύγκλητος, οι δήμοι και ο Πατριάρχης. Υιοθετούνται δε, εθιμοτυπικές καινοτομίες, με έμφαση στην πατριαρχική ευλογία κατά τη διαδικασία της τελετουργικής αναγόρευσης, και επίδοση του στέμματος ως έμβλημα της εξουσίας στον νεοεκλεγέντα αυτοκράτορα, από τον Πατριάρχη, γεγονός που ενίσχυε τον συμβολισμό του δεσμού του με τον Θεό.
Μεταξύ των ετών 602-610, η τελετή της στέψης, διαχωρίστηκε από αυτήν της αναγόρευσης, κάνοντας ουσιαστικότερη την πατριαρχική συμμετοχή, και πλέον λάμβανε χώρα όχι στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Εβδόμου, όπως γίνονταν στην πρώιμη βυζαντινή εποχή, αλλά στον Ιππόδρομο ή στην Αγία Σοφία, γεγονός που σταδιακά προσέδωσε περαιτέρω θρησκευτικό χαρακτήρα στην τελετή.
Διαδοχή
Παρότι ο θρόνος συχνά κληροδοτούνταν στους διαδόχους του αυτοκράτορα, νομικά δεν υφίστατο η κληρονομική διαδοχή, καθώς το πολιτικό σύστημα επέτρεπε την αναρρίχηση στον θρόνο, ακόμα και ταπεινής καταγωγής υπηκόων της αυτοκρατορίας.
Στις περιπτώσεις χηρείας του θρόνου, χωρίς να έχει προηγηθεί υπόδειξη διαδόχου από τον αυτοκράτορα, και μέχρι το 450, η εκλογή νέου ηγέτη γίνονταν από τον στρατό. Υπό τον φόβο όμως της εξάρτησης της εκλογής του αυτοκράτορα, από ξένους, αφού ο στρατός ήταν σε μεγάλο του μέρος μισθοφορικός, από το 450 κι έπειτα, η εκλογή γίνονταν από τη Σύγκλητο και δεν σήμαινε άμεση ανάληψη εξουσίας, καθώς έπρεπε να επικυρωθεί με τελετουργική ανακήρυξη του εκλεγέντος σε Αύγουστο.
Από τον 7ο αιώνα και μετά, για την νομιμοποίηση του αυτοκράτορα, απαιτούνταν τελετή στέψης που συμπεριελάμβανε την περιβολή του με επίσημη χλαμύδα και διάδημα. Η τελετή αυτή νομιμοποιούσε ακόμα και αυτοκράτορες που έλαβαν την εξουσία κατόπιν επαναστατικών ενεργειών.
Για τον λόγο αυτόν, συνήθως ορίζονταν από τον αυτοκράτορα και κάποιος συμβασιλέας (συνήθως ο πρωτότοκος γιος του), ο οποίος επίσης στέφονταν, ενώ σε περιπτώσεις ανήλικου διαδόχου ορίζονταν ενήλικος επίτροπος, που συχνά ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης.
Από τον 11ο αιώνα και μετά, η δυναστική συνέχεια των αυτοκρατόρων ήταν γενικά αποδεκτή, καθώς ο λαός την αντιλαμβάνονταν ως στοιχείο νομιμότητας.
Προβολή και κύρος αυτοκρατορικού θεσμού
Έδρα των βασιλικών δραστηριοτήτων και παράλληλα, διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας, αποτελούσε το Μέγα ή Ιερόν Παλάτιον της Βασιλεύουσας. Εκτός από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του αυτοκράτορα και της οικογένειάς του, στο Ιερό Παλάτιο, στεγάζονταν αίθουσες αυτοκρατορικών τελετών, παρεκκλήσια, χώροι εστίασης, υποδοχής και ακρόασης των ξένων πρεσβευτών, καθώς και μεγάλος αριθμός βοηθητικών κτηρίων.
Στις ψηφιδωτές διακοσμήσεις προβάλλονταν οι στρατιωτικές και οι πολιτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα, που άλλοτε τον εξομοίωναν με ημίθεους της αρχαιότητας, κι άλλοτε προέβαλλαν την επιβράβευση των κατορθωμάτων του απ’ τον ίδιο τον Θεό.
Η απεικόνιση της προσφοράς προπλασμάτων πόλεων από τους στρατηγούς, δήλωνε την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του, αλλά και την υποταγή τους στον παντοδύναμο αυτοκράτορα.
Το Παλάτι είχε συνδεθεί με τις κάθε είδους αυτοκρατορικές τελετές, οι οποίες συνοδεύονταν από πολυάριθμες εθιμοτυπικές διαδικασίες, και η αυτοκρατορική πολιτική όφειλε να τηρεί την τάξη λεπτομερώς σε κάθε είδους δραστηριότητα. τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο.
Η πολυτέλεια στη διακόσμηση του ανακτόρου, εξυπηρετούσε τις κατά καιρούς πολιτικές σκοπιμότητες και αντανακλούσε την αίγλη του αυτοκρατορικού θεσμού, ενώ στην αίθουσα του θρόνου του Ιερού Παλατίου, ο ένθρονος Χριστός, συμβόλιζε την θεϊκή προέλευση του αυτοκράτορα και προέβαλε τον οικουμενικό χαρακτήρα της εξουσίας του.
Στο πλαίσιο της οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας, στη συνείδηση των βυζαντινών, είχε καλλιεργηθεί η πεποίθηση πως οι άλλοι ηγεμόνες είχαν θέση κατώτερη απ’ τον βυζαντινό αυτοκράτορα, η ηγεμονία του οποίου παραλληλίζονταν με εκείνη του Παντοκράτορα και εκφράζονταν ποικιλοτρόπως (κείμενα, τέχνες, τελετουργικά, εθιμοτυπία).
Ιδανικό μέσο προβολής του θεσμού, σε ολόκληρη την αυτοκρατορία αλλά και έξω από τα όριά της (αφού το σόλιδο του Βυζαντίου θεωρείται νόμισμα ανάλογο του σημερινού δολαρίου) ήταν και ο νομισματικός συμβολισμός, που αποτελούσε βασικό μέλημα κάθε αυτοκράτορα, ο οποίος απεικονίζονταν στα νομίσματα ως προστάτης της επίγειας χριστιανικής ειρήνης, συνήθως κρατώντας σφαίρα είτε σταυροφόρο, ή με τη λέξη pax.
Η επιδίωξη ενιαίας θρησκείας καθώς και ο υπερτονισμός της θεϊκής παρέμβασης στην προέλευση της αυτοκρατορικής εξουσίας, λειτούργησε ως ένα είδος εγγύησης για την συνοχή, την ασφάλεια και την ευημερία του βυζαντινού κράτους.
Ο αυτοκράτορας αποτελούσε τον απόλυτο μονάρχη, όμως ως εκλεκτός του Θεού, ενσάρκωνε τη βούλησή του, και η διακυβέρνησή του όφειλε να διακατέχεται από ευσέβεια, ευνομία, δικαιοσύνη και φιλανθρωπία ενώ η παντοδυναμία του προσέκρουε κυρίως σε δεοντολογικούς περιορισμούς.
Περισσότερα για τη σχέση αυτοκράτορα-Εκκλησίας και την αυτοκρατορική εξουσία εδώ: https://mnimesellinismou.com/byzantini-istoria/kratos-ekklisia
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
Ελευθερία Παπαγιάννη, Ιστορία Δικαίου, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα (kallipos.gr), Αθήνα 2015.
Βασιλική Πέννα, Νίκος Νικολούδης, Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Βασιλική Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Ιστοσελίδα GreekArtNews (https://greekartnews.wordpress.com)
Ιστοσελίδα Ελληνικός Πολιτισμός (https://greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com)
Ιστοσελίδα Βυζαντινών Ιστορικά (http://vizantinaistorika.blogspot.com)