Σχέσεις κράτους-Εκκλησίας στο Βυζάντιο και αυτοκρατορική εξουσία
Η θεμελίωση της Νέας Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε σημαντική βαρύτητα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ενώ η ελληνική γλώσσα άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του βυζαντινού πολιτισμού, και στην επίσημη αυτοκρατορική ιδεολογία.
Η πολιτική θεωρία του Βυζαντίου, επηρεάστηκε σημαντικά από τα χριστιανικά ιδεώδη, και από τα αρχαιοελληνικά διδάγματα, ενώ ο συνδυασμός των παραπάνω, διαμόρφωσε το βυζαντινό πολίτευμα, έτσι ώστε οι βασικές του αρχές να είναι η φιλανθρωπία, και η προστασία του ελεύθερου πολίτη.
Αποτελώντας συνέχεια της ρωμαϊκής, η κρατική οργάνωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν βαθιά επηρεασμένη από αυτήν, από την ίδρυση έως και την κατάλυσή της, ενώ ο ηγεμόνας της μέχρι και το 1453, αποκαλούνταν Αυτοκράτωρ Ρωμαίων.
Παρά ταύτα, ο πολιτικός οργανισμός της νέας πρωτεύουσας, απέκτησε σταδιακά νέα φυσιογνωμία, η οποία διαμορφώθηκε ακολουθώντας τα ιδεώδη του χριστιανισμού, και του ελληνικού πολιτισμού.
Συνεχίζοντας την παράδοση των ελληνιστικών χρόνων, ο αυτοκράτορας αποτελούσε τον «έμψυχο νόμο», στον οποίο ακόμα και ο ίδιος όφειλε πλήρη υποταγή, καθώς η αναγόρευσή του αυτόματα σήμαινε και την ανάληψη ηθικής υποχρέωσης, απέναντι σε Θεό και υπηκόους. Ως εκπρόσωπος του Θεού ήταν υπεράνω των νόμων, όμως δεσμεύονταν ηθικά να κυβερνήσει την τεράστια αυτοκρατορία με συνέπεια στις επιταγές της χριστιανικής πίστης, και στο ιδεώδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, διασφαλίζοντας έτσι το κύρος του, και διατηρώντας τον σεβασμό των υπηκόων του.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, είχε την απόλυτη πολιτική εξουσία, και ως επίγειος τοποτηρητής του Θεού, όφειλε, να ενεργεί σύμφωνα με τα όσα πρέσβευε η χριστιανική σκέψη. Το ενδεχόμενο της υπέρβασης εξουσίας από τον «παντοδύναμο» αυτοκράτορα, περιορίζονταν κυρίως από τη δεοντολογία, τους ηθικούς φραγμούς, αλλά και από τις αντιδράσεις των αντίρροπων πολιτικών δυνάμεων, και τις ατομικές πρωτοβουλίες κοσμικών και εκκλησιαστικών παραγόντων.
Αυτές επηρέαζαν κατά καιρούς τις πολιτικές εξελίξεις, με σθεναρή άσκηση πίεσης στην αυτοκρατορική εξουσία, και ανατροπή των σχεδίων του μονάρχη, που κινδύνευε να καταστεί ακόμα και έκπτωτος. Οι επευφημίες του λαού, επικεντρώνονταν στις έννοιες της ευνομίας, φιλανθρωπίας, δικαιοσύνης, και διασφάλισης της προστασίας των ελεύθερων πολιτών, που αποτελούσαν τις απαιτούμενες ηθικές αρετές του ιδανικού ηγεμόνα. Η χρηστή διοίκηση χωρίς βασικό της γνώμονα την προσωπική βούληση, νομιμοποιούσε τον βυζαντινό μονάρχη, και τον διαφοροποιούσε από τον τύραννο της ελληνικής αρχαιότητας.
Η συνείδηση ολόκληρου του βυζαντινού κόσμου, ήταν εμποτισμένη με τη διαφύλαξη αυτής της αντιφατικής ισορρόπησης δυνάμεων, ενώ και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες, αντιλαμβάνονταν ως ιερό καθήκον τους την ακάματη μέριμνα, προκειμένου να απαλλαγούν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας, από οποιοδήποτε βάρος ή ζημία. Ο Μ. Κωνσταντίνος είχε δηλώσει, πως η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να δρα ως δούλος του Θεού, και όχι ως αυτοκράτορας-Θεός, ενώ ο Ιουστινιανός, εξέφραζε συχνά την αγωνία του για το ευ ζην των υπηκόων του, για το οποίο θεωρούσε πως όφειλε να αγωνίζεται αγόγγυστα, νυχθημερόν.
Ο βυζαντινός κόσμος, αποτελούνταν από ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, διαφορετικής προέλευσης και κοινωνικο-θρησκευτικών πεποιθήσεων, που όμως είχαν τις βασικές προϋποθέσεις, συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας, αφού τους ένωνε η από αιώνες γνωστή σε όλους, επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, και αποδέχονταν την επικράτηση του χριστιανισμού, ως τη νέα κοινή θρησκεία.
Σημαντική επιρροή στην πολιτική θεωρία του Βυζαντίου, είχαν επίσης τα διδάγματα του αρχαιοελληνικού κόσμου, με έμφαση στην προστασία του ελεύθερου πολίτη. Το πολίτευμα, ήταν μεν μοναρχικό, όμως η χριστιανική πίστη το εμπόδιζε να μετατραπεί σε τυραννικό, αφού οι βασικές αρχές του, ήταν η συνετή άσκηση της εξουσίας και η φιλανθρωπία. Η διακυβέρνηση, πραγματοποιούνταν από τον εκπρόσωπο του Θεού στη γη, ο οποίος ήταν ο οικουμενικός μονάρχης, αλλά παράλληλα, ήταν πιστός στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και στις αξίες του χριστιανισμού.
Κατόπιν αποκάλυψης της θείας θέλησης, ένας από τους βυζαντινούς πολίτες, ορίζονταν ως ο εκλεκτός του Θεού, ο οποίος όμως, προκειμένου να γίνει βασιλεύς του Βυζαντίου, έπρεπε να εκλεγεί από τους αντιπροσώπους της λαϊκής βούλησης δηλαδή τη Σύγκλητο (συλλογικό πολιτειακό όργανο, κατά τα πρότυπα της Ρώμης), τους δήμους (σωματεία με μεγάλη απήχηση στον ευρύ πληθυσμό) και τον στρατό, και να αναγορευτεί ή να στεφθεί τελετουργικά σε αυτοκράτορα, προκειμένου λάβει την ευλογία του Πατριάρχη και να αναλάβει την εξουσία.
Στο πλαίσιο του πολυδιάστατου ρόλου του, ο αυτοκράτορας, ασκούσε αποφασιστική επιρροή στα εκκλησιαστικά ζητήματα, μεσολαβώντας για την επίλυση των δογματικών διαφορών, προάγοντας ή υποβιβάζοντας τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, και ελέγχοντας την ενθρόνιση των πατριαρχών, όπως και την ανέλιξη κατώτερων εκκλησιαστικών αξιωματούχων.
Συνεχίζοντας την παράδοση των ηγεμόνων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η σύγκληση των οικουμενικών συνόδων γινόταν από τον αυτοκράτορα ο οποίος υπέγραφε και τις αποφάσεις τους, ενώ ως τον 8ο αι. επενέβαινε στην εκλογή των παπών της Ρώμης, συχνά ευνοώντας αυτούς που συντάσσονταν με την πολιτική του
Ο αυτοκράτορας, παρότι δεν συμμετείχε στις λειτουργικές πράξεις, αναγνωριζόταν ως θείο πρόσωπο, και ως αρχιερέας ενώ η Εκκλησία ως ενιαίος οργανισμός δεν επενέβαινε στις πολιτικές εξελίξεις. Συχνά όμως, με πρωτοβουλία κάποιων δυναμικών εκκλησιαστικών μορφών, περιοριζόταν ο απολυταρχικός χαρακτήρας της εξουσίας του αυτοκράτορα.
Η ενότητα του χριστιανισμού και η επικράτησή του, ενισχύθηκε με την προστασία του από το κράτος, ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Α’. Εκκλησία και αυτοκράτορας, αποτελούσαν τους δύο ισότιμους παράγοντες, που στο πλαίσιο της διασφάλισης του χριστιανικού πνεύματος, από κοινού, διευθετούσαν τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Οι βυζαντινές εξουσίες, στηριζόμενες στην πνευματική, και στην συνεκτική δύναμη της χριστιανικής θρησκείας, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα ομόδοξο περιβάλλον, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στη συνοχή της νέας αυτοκρατορίας.
Η επιβολή και η αποσαφήνιση του ορθόδοξου δόγματος κατόπιν σφοδρών πνευματικών αγώνων, ενίσχυσε την ενότητα του χριστιανισμού στην οποία απέβλεπαν τόσο η Εκκλησία όσο και το κράτος, καθώς η ενότητα του δόγματος αποτελούσε το έρεισμα της πολιτικής ενότητας της αυτοκρατορίας.
Το κράτος παρενέβαινε στα εσωτερικά της Εκκλησίας επηρεάζοντας τις αποφάσεις της, και η Εκκλησία μέσω επίκλησης της εξ αποκαλύψεων αλήθειας, καθώς και μέσω των ιερών κανόνων που είχαν την ισχύ νόμων, ήλεγχε την κοινωνία, προσδιορίζοντας την ελευθερία της σκέψης, τη στάση και τη συμπεριφορά της.
Πέραν της ορθόδοξης αντίληψης, κανένας στοχασμός δεν ήταν αποδεκτός, ενώ επιτρέπονταν η λήψη μέτρων, όπως ο αφορισμός από την Εκκλησία και η εξορία από το κράτος, εναντίον οποιουδήποτε απέκλινε από το πνεύμα της ορθοδοξίας.
Όμως παρά τον περιορισμό του χαρακτήρα της σκέψης από την εκκλησία, το κράτος, είχε εξασφαλίσει την ανοχή ακόμα και των επιφυλακτικότερων ορθοδόξων, σχετικά με την απόκτηση αρχαιοελληνικής παιδείας από τους υπηκόους της αυτοκρατορίας.
Η ευρυμάθεια, η ευχέρεια στη χρήση του γραπτού και του προφορικού λόγου, και η πειθαρχημένη συλλογιστική, αποτελούσαν μέσα κοινωνικής ανόδου σε όλα τα επίπεδα.
Παρά τα εμπόδια που συναντήθηκαν, εξαιτίας των αιρέσεων, το Βυζάντιο, κατάφερε με τους παραπάνω τρόπους, να διαμορφώσει μια ορθόδοξη στάση ζωής, που συνετέλεσε στην αντιμετώπιση των κρίσεων της υστεροβυζαντινής εποχής.
Επιπλέον η ορθόδοξη κοινότητα οφείλει σε μεγάλο βαθμό την επιβίωσή της, κατά την οθωμανική περίοδο, στη διατήρηση της ομοψυχίας των βυζαντινών χρόνων, αφού ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς, ακόμα και στις βενετοκρατούμενες περιοχές.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Ι. Γιαννόπουλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Αλ. Κουκουζέλη, Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού, Πάτρα 2000
Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και ελληνισμός Πάτρα 1999
Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
Ελευθερία Παπαγιάννη, Ιστορία Δικαίου, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα (kallipos.gr), Αθήνα 2015.
Βασιλική Πέννα, Νίκος Νικολούδης, Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Βασιλική Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Ιστοσελίδα GreekArtNews (https://greekartnews.wordpress.com)
Ιστοσελίδα Ελληνικός Πολιτισμός (https://greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com)