Η "Αγγέλα" του Γιώργου Σεβαστίκογλου

Ο Σεβαστίκογλου κάνοντας την ανατομία της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1950, στρέφεται στον λαϊκό κόσμο των φτωχών κοριτσιών, τα οποία αναζητώντας την επιβίωση, εγκαταλείπουν τα χωριά τους, προκειμένου να εργαστούν ως υπηρέτριες στα σπίτια των αστών της πρωτευούσης. Η υπόθεση του θεατρικού έργου Αγγέλα, εκτυλίσσεται με φόντο την κοινωνικοπολιτική και οικονομική παρακμή της εποχής, ενώ έντονος είναι ο ιδεολογικός αλλά και ο διαχρονικός χαρακτήρας του.

Γιώργος Σεβαστίκογλου (Κων/πολη 1913-Αθήνα 1991)

Έντονη είναι η διαφορά της Αγγέλας, από τα προγενέστερα συναφή έργα, καθώς ο συγγραφέας δεν αρκείται στην απλή καταγραφή των περιστατικών, αλλά διερευνά και καταγγέλλει τις αιτίες της κοινωνικής παρακμής της μετεμφυλιακής Ελλάδας, εντοπίζοντάς τες  κυρίως στην ανισότητα, στην ανισομερή κατανομή του πλούτου, στην κοινωνική αδικία και στην ταξική καταδίκη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Στην Αγγέλα αποκαλύπτεται ένας μηχανισμός ηθικής διάβρωσης τον οποίο συντηρεί το χρήμα και ο ευνοημένος από τις ιστορικές συνθήκες, υπόκοσμος. Η δραματουργική κυριαρχία του μηχανισμού αυτού είναι εμφανής, καθώς η πλοκή της υπόθεσης στηρίζεται στην αναζήτηση των ηθικών αυτουργών της αυτοκτονίας της Τασίας, και τελικώς στην αποκάλυψη του διεφθαρμένου συστήματος.

Ξεπερνώντας τον νατουραλισμό,  ο Σεβαστίκογλου παρακολουθεί την ηθική δοκιμασία και την ψυχική καταπόνηση των ηρώων του, μέσω της διαδικασίας αποκάλυψης της αλήθειας. Εκτός από τη διαπίστωση της κοινής μοίρας των υπηρετριών, και την περιγραφή της σκληρής καθημερινότητάς τους, αλλά και του περίγυρού τους, απομονώνει και φωτίζει με λεπτομέρεια τις επιμέρους πτυχές της ζωής τους. Με σκληρό ρεαλισμό αποτυπώνει τη ζωή μέσω μιας διαδικασίας εμβάθυνσης και προβληματισμού, ενώ με διάχυτο συμβολισμό και πολλαπλά επίπεδα ανάλυσης, ανιχνεύει το ψυχολογικό υπόβαθρο και τα κίνητρα συμπεριφοράς των ηρώων. Το ασήμαντο, αδιάφορο αλλά και διαχρονικό «δουλικό», ανάγεται σε τραγική ηρωίδα που όμως αψηφά την ειμαρμένη, και παρά τις απαγορεύσεις που της επιβάλλει το φύλο και η κοινωνική της θέση, υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο, και προκαλεί ανατροπές στην καθεστηκυία τάξη. 

Αποτελώντας συνήθη μεταπολεμικό αρχιτεκτονικό βοηθητικό χώρο των πολυκατοικιών, και τόπο συνάντησης των υπηρετριών, η ταράτσα, επιλέγεται από τον συγγραφέα ως ο κύριος σκηνικός χώρος δράσης του έργου. Οι υπηρέτριες-πρωταγωνίστριες, ασφυκτιώντας στον χώρο διαμονής τους, έχουν εκεί μία βαθύτερη επικοινωνία, μοιράζονται τις ελπίδες και τα παράπονά τους, εδράζουν τα όνειρά τους και εκφράζονται ελεύθερα, απαλλαγμένες από το βλέμμα των αφεντικών. Επιπλέον, από τον ανοιχτό χώρο, φαίνεται μια κινηματογραφική οθόνη, αλλά και ο ουρανός, ως χώρος διαφυγής από το καταπιεστικό περιβάλλον τους, αποτελώντας χώρο σημαντικών αποφάσεων.

Ταυτοχρόνως, μέσω των διαλόγων αποτυπώνεται η εξαθλίωση, η απόγνωση και η απελπισία των πρωταγωνιστριών, βιώματα που αποκορυφώνονται στην έναρξη του έργου, με την Τασία να επιλέγει τον ίδιο κοινόχρηστο χώρο, ως σημείο τερματισμού της ζωής της, πράξη που δίνει το έναυσμα για την περιγραφή της τραγικής πραγματικότητάς τους. Αποτελώντας είδος ορχήστρας, η ταράτσα, μετατρέπει τις υπηρέτριες σε τραγικό χορό απ’ τον οποίο αναδύονται οι προσωπικές τους τραγωδίες, με κάτι ανάλογο να συμβαίνει και με τον χώρο της παραλίας, αφού η θάλασσα εμπεριέχει ελπίδα μαζί και φόβο (είσοδος στο άγνωστο, αλλά και έξοδος από αυτό).

Η κυριαρχία των ανοιχτών χώρων (παραλιακή ταβέρνα, ακρογιαλιά, πλατεία), ενδυναμώνει την αντίθεση της «ασφυξίας» των ηρώων, με εξαίρεση το δωμάτιο στο φθηνό ξενοδοχείο, που επίσης λειτουργεί ως διέξοδος. Οι αισθήσεις ασφάλειας και απειλής, εναλλάσσονται ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό χώρο, ενώ ο έρωτας ανθεί εντός του κλειστού χώρου της εξουσίας και της υπακοής. Η φαινομενική μονάχα ασφάλεια, καταρρέει με την αυτοκτονία της Τασίας και την ανάδειξη της υποκρισίας του κοινωνικού συστήματος, και ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων, στραγγαλίζεται από τις εξωτερικές επεμβάσεις της κατεστημένης τάξης. Ως σκηνικός χώρος, χρησιμοποιείται επίσης ο δρόμος, σε δύο σημεία του έργου, με το τοπίο να «συμπάσχει» στην πρώτη περίπτωση με την ηρωίδα, και στη δεύτερη να αποτελεί χώρο συνύπαρξης αντικρουόμενων συναισθημάτων και καταστάσεων. Επιπλέον, στο έργο συμπεριλαμβάνονται ως συμβολικά συνδεδεμένοι χώροι αναφοράς, το κρεβάτι της Αγγέλας και το νεκροκρέβατο του Λάμπρου.

Μετατρέποντας ένα παλιό παγοποιείο σε χώρο σκηνοθετικής έμπνευσης, η Ομάδα Θέαμα και ο Γιάννης Κακλέας, ανεβάζουν την παράσταση Αγγέλα σ’ έναν πρωτοποριακό σκηνικό χώρο τον οποίο διαμορφώνουν με τρόπο τέτοιο, ώστε αφενός κανένα του σημείο να μην μένει ανεκμετάλλευτο, και αφετέρου τα όριά του να είναι ακαθόριστα σε σχέση με την πλατεία. Επικεντρωμένος στον γνήσιο και σκληρό ρεαλισμό που αποπνέει το κείμενο, ο Κακλέας τον ανάγει σε κυρίαρχο μοτίβο, που γύρω του εξελίσσεται η παράσταση, ενώ αξιοποιώντας τον γρήγορο ρυθμό δράσης, και τις εναλλαγές και την αυτονομία των κειμενικών εικόνων, που θυμίζουν κινηματογραφική ταινία, τις παραθέτει με τρόπο εξπρεσιονιστικό.

Η θεατρική παράσταση από την ομάδα Θέαμα.

Ρεαλιστική είναι και η σκηνική απεικόνιση, με επίκεντρο έναν χωματότοπο, που περιβάλλεται από ένα νεοκλασικό σπίτι, ένα καφενεδάκι, και στο βάθος ένα γεφυράκι, ενώ εντυπωσιακές είναι οι δαιδαλώδεις σκάλες, που δεσπόζουν στο σκηνικό. Η σκηνική διάρθρωση ενισχύει τη ρεαλιστική ερμηνεία, και συνεπικουρεί τη σωματική αναμέτρηση των ηθοποιών με τον σκηνικό όγκο, καθώς καθορίζει σημαντικά τη δράση και την κινησιολογία τους, ενώ συνδυαστικά με την επαφή τους με το χώμα που καλύπτει τη σκηνή, υποδηλώνεται η κοινωνική θέση των ηρώων, αναδεικνύοντας τις αντιθετικές σχέσεις και τελικώς τον συμβολικο-ιδεολογικό προσανατολισμό του έργου. Τα πολλαπλά επίπεδα δράσης, διευκολύνουν την παράλληλη εξέλιξη των σκηνών, ενώ το χώμα προκαλεί τη συμμετοχή και της οσφρητικής αίσθησης των θεατών.

Ο χρόνος αναφοράς του έργου που ταυτίζεται με τον χρόνο συγγραφής του, δραματικά καλύπτει λίγους μήνες. Ακολουθώντας το είδος της «νεοηθογραφίας» που εισήγαγε ο Καμπανέλης, και χωρίς μελοδραματική ή στρατευμένη αντιμετώπιση της μετεμφυλιακής ιστορίας, ο Σεβαστίκογλου συμβάλλει στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής φυσιογνωμίας του νεοέλληνα. Χωρίς να εμφανίζει το αντιθετικό ζεύγμα «εμείς εναντίον των άλλων», παρουσιάζει μια νέα μικροαστική πραγματικότητα ως απόρροια του Εμφυλίου, με τους ήρωες να καλύπτουν την πικρή γεύση της πρόσφατης ήττας τους, μέσα στην ανωνυμία του πλήθους της πρωτεύουσας.

Οι πρωταγωνιστές καθόλου δεν παραπέμπουν στο πρότυπο του αισιόδοξου αγωνιστή της προηγούμενης περιόδου, αλλά παραχωρούν τη θέση τους σε απογοητευμένους μικροαστούς και άσημες επαρχιώτισσες που αντιμετωπίζουν τη ζωή σχεδόν παθητικά. Στο στόχαστρο του Σεβαστίκογλου μπαίνει το φαινόμενο-μάστιγα της εργασιακής εκμετάλλευσης μέσω κάθε είδους βίας, παρενόχλησης και περιφρόνησης εναντίον φτωχών, ανήλικων υπηρετριών, που χαρακτήρισε ολόκληρη την μεταεμφυλιακή εποχή. Διατηρώντας τη νοσταλγία και την ανάμνηση του αγροτικού χώρου, οι ηρωίδες συμβιβάζονται με τη «μοίρα» τους, χάριν της επιβίωσης, και παράλληλα συσπειρώνονται στις αστικές μικροκοινωνίες, εξακολουθώντας να ονειροπολούν και να ελπίζουν.

Πρόσφυγες του Εμφυλίου στον Νομό Φθιώτιδος (Περισσότερα στο: https://lamianow.gr/fthiotida-sygklonistikes-eikones-oi-prosfyges-toy-emfylioy-mesa-apo-ton-fako-ton-fotoreporter-toy-erythroy-stayroy/).

Ο συγγραφέας, αναλύοντας το σύστημα οικονομικής εξάρτησης που παράγει κοινωνική τραγωδία, και με μοχλό εξέλιξης των γεγονότων την αυτοκτονία της Τασίας, αποτυπώνει ανάγλυφα το πολυτάραχο πολιτικό σκηνικό της μετεμφυλιακής εποχής. Αντιτάσσοντας διαλεκτική ανάλυση στους καθιερωμένους θεατρικούς τύπους της αφελούς υπηρέτριας, θίγει το θέμα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης και εξάρτησης, όχι απλά ως ιστορικό φαινόμενο, αλλά ως νομοτελειακό σύνδρομο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό, καθώς πάντα υπήρχαν, και εξακολουθούν να υφίστανται «Αγγέλες» στη σημερινή μορφή των φτωχών κοριτσιών, που υποκύπτοντας στη μοίρα τους, υπηρετούν στα σπίτια πλουσίων οικογενειών. Η Αγγέλα, ως έρμαιο του πεπρωμένου της, αποκτά διαστάσεις σύγχρονης τραγικής ηρωίδας, που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα, ώστε μέσω του ιδεολογικού του βλέμματος, να καταγγελθεί η «απαγόρευση» στην ευτυχία, κάθε ταξικά καταδικασμένου ανθρώπου.

Η δραματουργικά παραδοσιακή κωμική σχέση αφεντικού-δούλου ανατρέπεται, και ο ρόλος των υπηρετών μετατρέπεται σε τραγικό, και αξιοποιείται ως πρωταγωνιστικός. Παρότι παρατηρείται θεματική ομοιότητα με προγενέστερα έργα, που επίσης απηχούν την ιδεολογία των δημιουργών τους, κανένα δεν διερευνά ή καταγγέλλει τις αιτίες της σύγκρουσης. Πρωτοπορώντας, ο Σεβαστίκογλου, με αφετηρία την καθημερινότητα των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, δραματοποιεί τις πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας (φτώχεια, εκμετάλλευση, μετανάστευση, ελπίδα), και υπονομεύει το σύστημα και τον τρόπο λειτουργίας του. Βασισμένος στην εκ μέρους των ηρώων σταδιακή συνειδητοποίηση των μηχανισμών του καθεστώτος εκμετάλλευσης, το αποκαλύπτει στους θεατές οδηγώντας τους στην καταδίκη της ταξικής σύγκρουσης και της αυθαιρεσίας της εξουσίας.

Επιπροσθέτως, η ενσωμάτωση στον μύθο του πραγματικού γεγονότος της βάναυσης κακοποίησης της Σπυριδούλας Ράπτη από τα αφεντικά της, που συντάραξε την κοινωνία της εποχής, καθώς και η αναφορά στον συνήθη διαχωρισμό των αυτοχείρων από τους υπόλοιπους χριστιανούς, δίνουν την αίσθηση πως το έργο θα μπορούσε να βασίζεται σε αληθινά περιστατικά. Στην επιφάνεια έρχεται η γκρίζα πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που διατηρώντας νωπά τα σημάδια της προηγούμενης δεκαετίας, του πολέμου, της κατοχής, του αλληλοσπαραγμού, των διώξεων και των αυθαιρεσιών, έρχεται τώρα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανεργίας και της φτώχειας, μέσω της μετανάστευσης και της δύσκολης διαδικασίας ενσωμάτωσης στις νέες συνθήκες.

Με θεατρικό περίβλημα, εγείρει τον κοινωνικό προβληματισμό, αποδίδοντας με μεγάλη εκφραστικότητα και πυκνή γλώσσα ατομικές συμπεριφορές, ζωντανεύοντας αυθεντικούς χαρακτήρες, και μεταφέροντας στη σκηνή πανανθρώπινα διαχρονικά διλήμματα και προβλήματα. Η σύνδεση του υποκόσμου με την εξουσία, γίνεται μέσω του Στράτου που κινεί τα νήματα και ελέγχει τα κυκλώματα, ενώ στο πλάι του με σχέση απόλυτης εξάρτησης, η Γεωργία, θύτης μαζί και θύμα, αποτελεί ένα άβουλο όργανο που διευκολύνει τους στόχους του. Η Νέρα και η Άννα, στον βωμό της επιβίωσής τους θυσιάζουν τις ηθικές αξίες τους, ενώ η Φανή πληρώνει την αντίθεσή της με τη σπείρα των εκμαυλιστών. Οι δραματικοί χαρακτήρες του Λάμπρου και της Αγγέλας διαμορφώνονται σταδιακά μέσω των δοκιμασιών που αντιμετωπίζουν, ώσπου να καταλήξουν να υψώσουν το ηθικό τους ανάστημα. Η αντίστασή τους ενάντια στον κόσμο της διαφθοράς αποτελεί εμπόδιο στη επίτευξη των στόχων του μηχανισμού του, και αναγκάζει τα όργανά του να αποκαλύψουν το διαπλεκόμενο με την εξουσία, αληθινό τους πρόσωπο.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου με τη σύζυγό του Άλκη Ζέη, στη Μόσχα το 1962.

Η κοινωνικο-πολιτική στόχευση του έργου, η αναπαράσταση της καθημερινότητας της λαϊκής τάξης της δεκαετίας του ‘50, η φυσική διακόσμηση καθώς και η προερχόμενη μέσω των βιωμάτων του συγγραφέα (πόλεμος, πτώση του φασισμού), ευαισθησία, παραπέμπουν στο αισθητικό κίνημα του λογοτεχνικού/κινηματογραφικού νεορεαλισμού, του ιταλικού βερισμού, αλλά και στον νατουραλισμό και τον ηθικισμό. Αφομοιώνοντας διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, συνθέτει τον δικό του ρεαλιστικό τρόπο έκφρασης ενώ με την τεχνική του επιδιώκει να καλλιεργήσει το κοινό του. Κατά δήλωσή του, ο ρεαλισμός δεν αποτελεί σχολή, αλλά ουσία εξοπλισμένη και φορτισμένη με τα νέα στοιχεία των «σχολών» που επηρέασαν την πορεία της τέχνης. Στοχεύοντας στην περαιτέρω φόρτιση της «ουσίας» αυτής, δηλώνει πως ως ρεαλιστής, επιδιώκει μέσω της τέχνης να εισχωρήσει στο βάθος των φαινομένων, να τα αποκαλύψει και να τα ερμηνεύσει, επηρεάζοντας τελικά τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου, ζωής και κοινωνίας.

Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αστυνομικό καθώς περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση και τελικώς αποκάλυψη, των ηθικών αυτουργών της απεγνωσμένης πράξης της Τασίας, αντιμετωπίζοντάς την περισσότερο ως έγκλημα παρά ως αυτοχειρία. Μέσω της αυτοκτονίας, προσδιορίζονται και οριοθετούνται οι αυθεντικοί χαρακτήρες, αποπνέοντας την ιδεολογία του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα η εξέλιξη της δράσης αποκαλύπτει τις βαθύτερες ψυχολογικές τους πτυχές, με εξαίρεση τον Στράτο ο οποίος αποτελεί τη διαφθορά και την εξουσία προσωποποιημένη. Ο Σεβαστίκογλου στρέφεται στα φτωχοκόριτσα που εγκατέλειψαν τα χωριά τους στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, ερχόμενες τελικά αντιμέτωπες με τη «ζούγκλα» της μεγαλούπολης, με διεισδυτική γραφή που περιγράφει την εικόνα, αναζητώντας παράλληλα την αιτία της ταξικής σύγκρουσης.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, με τη σύζυγό του Άλκη Ζέη και τα δυο τους παιδιά.

Παράλληλα, όπως εκτυλίσσεται η δράση, παρατηρείται συμβολική διάθεση που στηρίζεται σε διπλή νοηματική άρθρωση. Για παράδειγμα η Αγγέλα επιθυμεί την ευημερία του αγαπημένου της, αλλά πονά για τον χωρισμό τους, ενώ διπλός συμβολισμός παρατηρείται εκτός από την χρήση των σκηνικών χώρων, και στην αναφορά στο κρεβάτι της Τασίας που καταλαμβάνεται από την εξίσου «αναλώσιμη» Αγγέλα, αφού ο θάνατος της μίας το μόνο που προκαλεί, είναι ανάγκη πρόσληψης της άλλης. Σε δεύτερο επίπεδο, το κρεβάτι αποτελεί υπαινιγμό για την κοινή μοίρα Τασίας και Αγγέλας, η οποία βρίσκοντας εκεί τη φωτογραφία του Λάμπρου και έχοντας κι η ίδια βιώσει αδελφική απώλεια, ωθείται να μετατραπεί σε ερωμένη αλλά και αδελφή του Λάμπρου, ιδιότητες που σταδιακά, μόνο μερικώς διαχωρίζονται. Κατά τον ίδιο τρόπο, το νεκροκρέβατο του Λάμπρου, συμβολίζει την άθλια κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, προαναγγέλλοντας παράλληλα τον θάνατό του, και υποδηλώνοντας ταυτόχρονα το τραύμα του εξαιτίας του θανάτου της αδελφής του. Τέλος, οι μεταμφιεσμένοι Εϊβαλάδες, παρέχουν κάλυψη στον δολοφόνο να κινηθεί απαρατήρητος, ενώ η μάσκα τους συμβολίζει κάτι άγνωστο, γοητευτικό και ανοίκειο, και παράλληλα φρικιαστικό, ζοφερό και επικείμενα κακό.

Το σύστημα επιβιώνει ομαλά καθώς κανείς δεν αντιδρά από φόβο, υπολογισμό ή συμφέρον και η ζωή συνεχίζεται παθητικά μέσα σε κατάσταση νάρκωσης, έως ότου το δραματουργικό εύρημα της αυτοκτονίας, ταράζει τα βαλτωμένα νερά της καθημερινότητας. Η απελπισμένη αντίδραση μιας ως τότε αδιάφορης υπόστασης, με μοναδική «ατάκα» την τελευταία της κραυγή, προκαλεί ρωγμή στις ισορροπίες και αποτελεί την αφετηρία της πλοκής. Με το ενδιαφέρον στραμμένο στην εξιχνίαση του μυστηρίου, αλλά κυρίως στην τοποθέτηση των προσώπων απέναντι στο γεγονός, εμφανίζονται στοιχεία που οδηγούν όλο και πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ οι χαρακτήρες αναγκάζονται αυτοπροσδιοριζόμενοι να εκφράσουν σκέψεις και αισθήματα. Μέσω μίας σειράς περίπλοκων ηθικών διλημμάτων, ο θεατής διαπιστώνει την αντιφατικότητα των χαρακτήρων, που με διαφορετικές καταβολές, παρουσιάζονται άλλοτε πικραμένοι, άλλοτε φοβισμένοι και συμβιβασμένοι, άλλοτε ανένδοτοι, χωρίς απαραίτητα να έχουν χάσει την καλοσύνη τους, ενώ διάχυτη καραδοκεί η διαφθορά προκειμένου να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες και τα πάθη τους.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Αλτουβά Α, Ζηροπούλου Κ, Λακίδου Ί, Μιχαλόπουλος Π, Οδηγός Μελέτης «Γιώργος Π. Πεφάνης, Θέματα του Μεταπολεμικού και Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου», κεφ. τρίτο: Κωνσταντίνα Ζηροπούλου: «Για την Αγγέλα του Γιώργου Σεβαστίκογλου», ΕΑΠ-ΕΛΠ 44, Αθήνα 2021.

  • Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Λαϊκή τραγωδία», Τα Νέα, 6 Ιουνίου 2005.

  • Γραμματάς Θόδωρος, «Ο απόηχος των όπλων - Η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου στο νεοελληνικό θέατρο της δεκαετίας του ‘50», στον συλλογικό τόμο  Αναγνώριση. Τιμητικό Αφιέρωμα στον καθηγητή Θεόδωρο Εξαρχάκο, Αθήνα, χ.ε.οι, 2006.

  • Δημητρακάκη Άντζελα, άρθρο στο: https://popaganda.gr/art/sunday-women/, 5/11/2021.

  • Παναγόπουλος Γεώργιος, Υπηρέτριες, βία και εργασία στην μεταπολεμική Αθήνα: Η περίπτωση της Σπυριδούλας Ράπτη, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, επιβλ. Καθηγητής Κ. Κατσάπης, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα 2017.

  • Πεφάνης Γιώργος, Θέματα του Μεταπολεμικού και Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2021.

  • Σεβαστίκογλου Γιώργος, «Ρεαλισμός, πρωτοπορία, στράτευση», στο Γιώργος Σεβαστίκογλου Πράξις, Καστανιώτης, Αθήνα 1992.

  • Σπάθης Δημήτρης, «Δάσκαλος του σκηνικού λόγου», στο Γιώργος Σεβαστίκογλου Θέατρο, Κέδρος, Αθήνα 1992.

  • Τσατσούλης Δημήτρης, «Προς μια σωματοποίηση της θεατρικότητας με αφορμή της Αγγέλα του Γ. Σεβαστίκογλου από την Ομάδα Θέαμα», στο Σημειολογικές προσεγγίσεις του θεατρικού φαινομένου. Θεωρία και κριτική ανάλυση της σύγχρονης θεατρικής πραγματικότητας, Αθήνα, Δελφίνι, 1997, Ελληνικά Γράμματα, 1999.

  • Φωτογραφίες από:

  • Ιστοσελίδα All 4 fun: https://www.all4fun.gr/

  • Ηλεκτρονική Εφημερίδα HuffPost: https://www.huffingtonpost.gr

  • Ιστοσελίδα: https://www.stoart.gr

  • Ηλεκτρονικό περιοδικό: https://www.klik.gr/

  • Εφημερίδα https://www.efsyn.gr

Ομήρεια