Θόδωρος Αγγελόπουλος: Μια αιωνιότητα και μία μέρα
Το 1998, στο Φεστιβάλ των Καννών απονεμήθηκε στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο Χρυσός Φοίνικας, για την ταινία του Μια αιωνιότητα και μια μέρα.
Το πλέον δύσκολο πλάνο σεκάνς της βραβευμένης ταινίας.
Η ιστορία αφορά σε ένα συγγραφέα που προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να δώσει στη ζωή του ουσιαστικό νόημα, έχοντας στη διάθεσή του μόνο μία μέρα πριν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο και την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης προς τον θάνατό του.
Μεταφέροντας την ποίηση στο πανί, ο Αγγελόπουλος, καθιστά την έβδομη τέχνη έναν ακόμη τρόπο ύπαρξης και έκφρασης, που ωθεί τον θεατή να διεισδύσει στο βάθος της πραγματικότητας, ακόμα κι αν αυτή είναι ασαφής και θολή. Μέσω των λέξεων επικαλείται και αναζητά την ουτοπία, «ενσαρκώνοντάς» την με εικόνες, σε μια ταινία γεμάτη από αναπάντητα, υποβλητικά ερωτήματα. Χρησιμοποιώντας εργαλεία υψηλής κουλτούρας κάνει τέχνη, σε μέρη μη καλλιτεχνικά, που απεικονίζουν την παρακμή και την ασκήμια των πόλεων, ενώ προσθέτοντας ποιοτική μουσική, λιτούς διαλόγους, μεγάλες σιωπές, μακρινά πλάνα και αργή εξέλιξη, καταλήγει σ’ ένα αποτέλεσμα απτό αλλά και μετέωρο, ποιητικό και μαζί πολιτικό.
Ο σκηνοθέτης με αυτοβιογραφική αλλά και συμβολιστική διάθεση αποκαλύπτει τα προσωπικά του συναισθήματα, μεταφέροντας στην οθόνη την ανθρώπινη ανικανότητα σε ό,τι αφορά στις απαντήσεις των υπαρξιακών ερωτημάτων για τον χρόνο, το αύριο, την μετά θάνατον ζωή, την ανθρώπινη ιδιοσυστασία.
Αποτελώντας δίλημμα μεταξύ ζωής και τέχνης, η ταινία, δεν διατρέχει αλλά παρακολουθεί τη ζωή, αποτελώντας ουσιαστικά μήνυμα ελπίδας για το παρελθόν που δεν χάνεται, αλλά συναντιέται και συμπορεύεται με το παρόν της ζωής που προχωρά διαρκώς.
Η ταινία, όπως η ποίηση και τα έργα τέχνης, έχοντας πολλά επίπεδα ανάγνωσης εμπεριέχει το όλον στο εν μέρει, και το εν μέρει στο όλον, έτσι ώστε οι προβληματισμοί να συνδέονται και να διασταυρώνονται μεταξύ τους.
Με τον θαλασσινό ορίζοντα να χάνεται στη θολερή γαλήνη, ο Αγγελόπουλος, φέρνει στο προσκήνιο μια εύθραυστη και παράλληλα άφθαρτη κινηματογραφική παρουσία.
Αφήνοντας τον θεατή στην όχθη-μεταίχμιο του απείρου της θάλασσας και του πεπερασμένου της στεριάς, και αναστατώνοντας την οικονομία της διάρκειας, προσθέτει, όχι ως παράταση αλλά ως οδυνηρή συνειδητοποίηση, μία ακόμα μέρα στην αιωνιότητα, που αποτελεί δικλίδα ασφαλείας και παγίδα ταυτοχρόνως.
Ο πρωταγωνιστής του επιλέγει να εξαντλήσει αυτή την αμφίσημη πρόσθετη μέρα ξεγελώντας το όριο του χρόνου. Έχοντας εισπράξει αδιαφορία από την κόρη και τον γαμπρό του, ενδεχομένως ως μία σκληρή ανταπόδοση της δικής του έως τώρα χαμηλής προτεραιότητας στην οικογένεια, ο Αλέξανδρος, κάνει τον απολογισμό του, και αποφασίζει να αντισταθμίσει την ανθρώπινη σκληρότητα με καλοσύνη.
Make it stand out
Whatever it is, the way you tell your story online can make all the difference.
Αποσπά από το κύκλωμα δουλεμπόρων, ένα προσφυγάκι, προσπαθώντας να του εξασφαλίσει την επιστροφή στην αγκαλιά της (τελικά ανύπαρκτης) γιαγιάς του.
Στη σεκάνς του λεωφορείου, ο Αγγελόπουλος περικλείει τους τρεις θεματικούς άξονες που κατά τα λεγόμενά του, απασχολούν πάντα το έργο του: «την ποίηση, τη μουσική και την επανάσταση». Ο πρωταγωνιστής του ακροβατώντας με τρόπο υπερρεαλιστικό σε δύο διαστάσεις, αποχαιρετά τον κόσμο του οδεύοντας στον «επόμενο», μέσα σε ένα λεωφορείο με ασυνήθιστα ενδιαφέροντες επιβάτες: Ένα μουσικό τρίο που δίνει μία σύντομη παράσταση, ο Σολωμός που διακόπτει την απαγγελία του πριν φτάσει στους σχετικούς με τον θάνατο στίχους του, ένα διαπληκτιζόμενο για την Τέχνη ζευγάρι, κι ένας ταλαιπωρημένος διαδηλωτής που συμβολικά χάνει την αποβίβαση καθώς αποκοιμιέται κρατώντας την κόκκινη σημαία.
Με διάχυτο συμβολισμό ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τη συνέχεια της ζωής και τον θάνατο, στα πρόσωπα του μικρού μετανάστη και του ηλικιωμένου άρρωστου συγγραφέα αντίστοιχα, ο οποίος με την κραυγή «Μείνε μαζί μου!» στη σκηνή του λιμανιού, προσπαθεί να παρατείνει την ύπαρξή του. Οι χαμένες-ξεχασμένες λέξεις εξαγοράζονται προκειμένου να ανασυρθούν από τη σιωπή και να διασωθούν από τη λήθη, σε μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του ημιτελούς έργου αφενός, και ανάκτησης της ιστορικής-πολιτιστικής αλλά και προσωπικής ταυτότητας αφετέρου.
Η «κορφούλα», ο «ξενήτης» και η «αργαδινή», ενώνουν διαχρονικά τους μεγάλους ποιητές και γίνονται κλειδιά εισαγωγής στην διάσταση της αλήθειας. Η αναβίωση της εξαγοράς λέξεων από έναν ποιητή της διασποράς στις απαρχές της Ελληνικής Επανάστασης, μεταφέρει ένα ορφικό μήνυμα, ενώ ορφικός είναι και ο χαμηλός τόνος των μονολόγων της ταινίας, αλλά και σε μια μορφή ορφικού ποιήματος, τα παιδιά θρηνούν μπροστά στην πυρά όπου καίγονται τα ρούχα του νεκρού Σελίμ, μοιάζοντας με χορό τραγωδίας.
Στις τελευταίες εικόνες της ταινίας η ποίηση αντιστρατεύεται τον θάνατο, με την εισβολή των περί υστεροφημίας ομηρικών ιδεωδών, την ελπίδα για διατήρηση της μνήμης αλλά και για επανασύνδεση σε ένα παράλληλο σύμπαν, σκέψεις που κάνουν τον θάνατο ευκολότερα αποδεκτό.
Η ποίηση είναι παρούσα και στη σκηνή των συνόρων, όπου οι ακίνητες φιγούρες παρατηρούν τα κινούμενα «βαριά και φοβερά βήματα» του συνοριοφύλακα «στη μαυρίλα της νεκρικής κοιλάδας» (Σολωμός: «Ο θάνατος»).
Η αλληλοδιαδοχή του παρόντος με το παρελθόν, της φαντασίας με την πραγματικότητα, του προσωπικού με το συλλογικό πένθος, θυμίζει τους στίχους του Paul Celan, οι οποίοι μάλιστα ακούγονται στην ταινία, ενώ η λέξη «αργαδινή» και η εξήγησή της από τον Αλέξανδρο ως «πολύ αργά μέσα στη νύχτα» παραπέμπει στη σχετική ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου.
Εισάγοντας τον θεατή σε έναν απροσδιόριστο τόπο, ο Αγγελόπουλος αναπαριστά την ψυχική κατάσταση του πρωταγωνιστή του. Η ακολουθία των γεγονότων διακόπτεται με την είσοδο την εσωτερικότητα, ενώ η αφήγηση δίνοντας χωροχρονική αυτονομία ενισχύει την είσοδο στην διάσταση της συνείδησης.
Μέσω σεκάνς και καδραρισμάτων, στη σκηνή του δωματίου, ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ρουτίνα της καθημερινότητας προκειμένου να αποδώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Αλέξανδρου: τα βήματά του διασχίζοντας το δωμάτιο (της ύπαρξής του;), η μουσική που ακούγεται πίσω από το υφασμάτινο φράγμα της κουρτίνας που ανεμίζει, «αποτελώντας τη μόνη επαφή του με τον έξω κόσμο».
Το καδράρισμα της Άννας να κοιτάζει τη θάλασσα με τα μαλλιά της να ανεμίζουν, αποτυπώνει την περισυλλογή και την απογοήτευσή της για μιαν αγάπη που ξεθωριάζει δίχως ανταπόκριση.
Η σεκάνς με τον περίπατο στην παραλία, αναδεικνύει τον ποιητικό στοχασμό και την πικρία του Αλέξανδρου για την ζωή του που αναλώθηκε στο κυνήγι των ανεκπλήρωτων σχεδίων του, ενώ η στάση της κάμερας στη φιγούρα του, τονίζει την εξάντληση που αποπνέει η μορφή του.
Αναζητώντας όπως ο Σολωμός τη γλωσσική και παράλληλα την υπαρξιακή του ταυτότητα, ο Αλέξανδρος περνά σε μιαν άλλη διάσταση όπου και τον συναντά. Στην «άλλη πλευρά» συναντά και τη γυναίκα του, που το παράπονό της συνοψίζεται στην κραυγή «Προδότη», και στην παράκλησή της για «μια μέρα σαν να είναι η τελευταία» και στην οποία απευθύνει το αγωνιώδες του ερώτημα: «Πόσο κρατάει το αύριο».
Ο Αλέξανδρος ταξιδεύει σ’ ένα πραγματικό ταξίδι (από τη Θεσσαλονίκη ως τα αλβανικά σύνορα) και παράλληλα σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο παρέα με τις αναμνήσεις, τις ενοχές και τη φαντασία του. Αναπόφευκτα ομολογεί την απώλειά του προκειμένου να επαναφέρει τις αναμνήσεις του, στον δισυπόστατο τόπο παρουσίας και συνάμα εξαφάνισης, της Άννας, που δημιουργεί ο Αγγελόπουλος.
Με τον τρόπο αυτό, το πένθος εν μέρει αντικαθίσταται από την μελαγχολία καθώς η μορφή της νεκρής συζύγου διατηρείται ζωντανή στη μνήμη του ήρωα.
Τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, όπως και ανάμεσα στην υπαρξιακή προβληματική της ταινίας και στη θεματική επικαιρότητα, διαρκώς παραβιάζονται, καθώς ο συγγραφέας ζει παράλληλα στον εσωτερικό του, εκτός χρόνου, κόσμο. Φορώντας τα ίδια ρούχα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρουσιάζεται αμετάβλητος επισκέπτης της πραγματικότητας σε καταστάσεις και εποχές μεταβλητές.
Η έννοια του χρόνου απασχολεί τον πρωταγωνιστή από την έναρξη ακόμα, όπου ανακαλεί τις παιδικές του σκέψεις, και εξακολουθεί να τον προβληματίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Έχοντας πλήρη συνείδηση του χρόνου και της διαδρομής του σ’ αυτόν, εστιάζει στην ανάμνηση «μιας ευτυχισμένης μέρας» του παρελθόντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την «σκοτεινή μέρα» που βιώνει στο παρόν.
Συναντώντας το «παιδί των φαναριών» συνειδητοποιεί τον ελάχιστο χρόνο που του απομένει πριν την οριστική του αναχώρηση από τα εγκόσμια, αλλά και αποκτά την αίσθηση του απείρου χρόνου, που κλείνει μέσα της μία μόλις μέρα.
Η αδυναμία του να αποδώσει την αίσθηση αυτή, μέσω της γλωσσικής του έκφρασης, τον κάνει να ταυτιστεί με τον Διονύσιο Σολωμό που άφησε ημιτελές το έργο του, καθώς ελλείψει λέξεων, αδυνατούσε να βρει δίαυλο επικοινωνίας με τον λαό ώστε να τραγουδήσει, να θρηνήσει και να αναζητήσει την ελευθερία.
Όπως και ο Σολωμός, πληρώνει για να αποκτήσει το «άνθος της καρδιάς» (κορφούλα), το οποίο δεν κατείχε εν καιρώ, ώστε να το μοιραστεί με τη γυναίκα, την κόρη και τους γονείς του. Πληρώνει για να καταλάβει πως «ξενήτης» δεν είναι μόνο το αλβανάκι λόγω καταγωγής και συνθηκών, αλλά και ο ίδιος αφού τελικά αποδεικνύεται ξένος ακόμα και για τους οικείους του. Πληρώνει για να συνειδητοποιήσει πως έφτασε η «αργαδινή» καθώς ο αμείλικτος χρόνος που εξαντλήθηκε, του υπενθυμίζει πως πλέον είναι πολύ αργά για οτιδήποτε.
Με βασικά του εργαλεία την ποίηση, τη μνήμη και τον χρόνο, ο Αγγελόπουλος ουσιαστικά σκηνοθετεί ένα ταξίδι στο παρελθόν, με τον χρόνο να βρίσκεται σε συνάρτηση με την κίνηση και την ακινησία. Τα παιδιά ως η ίδια η ζωή, κινούνται για να συναντήσουν την ιστορική μνήμη της νεκρής υποθαλάσσιας πόλης, ενώ η κίνηση του συγγραφέα προς τη γνώση της ασθένειάς του, καταλήγει στην επίγνωση του επικείμενου θανάτου του και επομένως στην ακινησία.
Στα σύνορα, οι ακίνητες φιγούρες σαν εγκαταλελειμμένες από τον χρόνο παρατηρούν την κίνηση του συνοριοφύλακα και τις βιαστικές κινήσεις των δύο πρωταγωνιστών προς το αυτοκίνητο. Τα ακίνητα παιδιά καίνε τα ρούχα του Σελίμ με την κίνηση να δίνεται μέσω του μοιρολογιού για τα απραγματοποίητα ταξίδια του νεκρού.
Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, το τέλος ξαναγίνεται αρχή με την «ημέρα του θανάτου» του παρόντος, να συναντά την «ημέρα ευτυχίας» του παρελθόντος. Με ιστορικο-πολιτική τάση, ο Αγγελόπουλος, αναζητά την ουτοπία μέσω της αναβίωσης, της αναπτερωμένης ελπίδας και της διάψευσης του ονείρου. Η από 30ετίας επιστολή της νεκρής συζύγου του Αλέξανδρου αλλά και οι μονόλογοι του ιδίου, προκαλούν την εισβολή του παρελθόντος στο παρόν, το οποίο μέσω του Σολωμού, συναντιέται και με το ιστορικό παρελθόν οδηγώντας τον θεατή σε μια φανταστική σχεδόν μεταφυσική διάσταση.
Οι νοσταλγικές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, των οικογενειακών συγκεντρώσεων και των ιδιωτικών στιγμών με την Άννα, μετατρέπουν την γενική απαισιόδοξη στάση του Αγγελόπουλου σε απαισιοδοξία του ανακτημένου από τη μνήμη χρόνου. Γυρισμένη στις παραμονές των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ, η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους, ακριβώς την ημέρα έναρξής τους. Το δράμα των περιπλανώμενων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, συνοψίζεται στο πρόσωπο του μικρού πρόσφυγα της ταινίας, ο οποίος όντας πιο επίκαιρος από ποτέ, παλεύει να επιβιώσει απροστάτευτος σ’ ένα αφιλόξενο και επικίνδυνο περιβάλλον.
Ο Αγγελόπουλος επιμένοντας στο δίλημμα μεταξύ τέχνης και ζωής, παρατηρεί και παράλληλα συμμετέχει, αναλαμβάνοντας το μέρος της «ευθύνης του διανοούμενου» που του αναλογεί, στην προσπάθειά του να ξυπνήσει την κοινή γνώμη.
Η ταινία του Μία αιωνιότητα και μία μέρα, παρότι διαφέρει από κάθε προηγούμενή του, ταυτοχρόνως εμπεριέχει σχεδόν ολόκληρο το έργο του. Αποτυπώνοντας τις διεθνικές ιεραρχήσεις, μετατοπίζει την πλοκή της ταινίας του, από τις αυτόνομες κωμοπόλεις της πρώτης δημιουργικής του φάσης, στις πόλεις της μεθορίου που αποτελούν χώρους εξορίας και προσφυγιάς, αλλά και χώρους αναμονής και λαχτάρας.
Συλλαμβάνοντας τα βαθύτερα ρεύματα και τους στροβιλισμούς της Ιστορίας, ο Αγγελόπουλος μετά τον μεταμοντερνισμό, ενσωματώνει στην ταινία μία διαφορετική έκδοση του ήρωα χωρίς πατρίδα (Ταξίδι στα Κύθηρα), και αποτυπώνει τις συνέπειες των ταραχών στα Βαλκάνια (Το βλέμμα του Οδυσσέα), εξακολουθώντας να κατευθύνεται προς μία υπερεθνική πραγματικότητα.
Ο Αλέξανδρος συνειδητοποιεί πως υπήρξε ένας «εξόριστος της ζωής» («έζησα τη ζωή μου σ’ εξορία [….] λέξεις από τη σιωπή») καυτηριάζοντας ουσιαστικά τη φύση του σύγχρονου ανθρώπου. Όπως στο Τοπίο στην ομίχλη και στον Θίασο, οι δύο κεντρικοί ήρωες της Αιωνιότητας αναζητούν την ταυτότητα ή/και την πατρίδα τους, ξεκινώντας από τη διαπίστωση της άγνοιάς τους που αποτελεί κίνητρο και βάση της γνώσης (Το ταξίδι).
Η φιλμογραφία του αποτελώντας αλληλουχία αφίξεων και αναχωρήσεων από και προς την Ιθάκη, διατηρεί μια δομή επιστροφής και αναγέννησης. Από την Αναπαράσταση ακόμα, το τελευταίο πλάνο οδηγεί στην αρχή της Ιστορίας, ουσιαστικά καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως το μόνο που υπάρχει πριν τον θάνατο, είναι το ταξίδι ως ο δρόμος προς την ανακάλυψη της συλλογικής-ιστορικής αλλά και της προσωπικής ταυτότητας.
Ως αυτοεξόριστος ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά ταυτότητα, πατρίδα και γλώσσα (όπως στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, και στο Βλέμμα του Οδυσσέα), καταλήγοντας αναχωρητής καθώς διαπιστώνει πως η διαδρομή της Ιστορίας αλλά και τα πολιτικά συστήματα της Δύσης, δεν δημιούργησαν τον ιδεατό κόσμο που υποσχέθηκαν.
Παρότι νοσταλγός της Ιστορίας, ο Αλέξανδρος καταλήγει τελικά αποκομμένος και απ’ αυτήν, αλλά και από τη γλώσσα του και την ίδια τη ζωή του, και αφήνοντας ανοιχτούς τους λογαριασμούς του μαζί τους, παραδίνεται στον ελλειπτικό ποιητικό λόγο.
Τα προγενέστερα μοντερνιστικά μοτίβα, που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης, παραδόξως συνυπάρχουν με την αμερικανική αντίληψη περί εθνικών συνόρων, και ταυτοχρόνως με την εθνική επιμιξία και πολλαπλή ταυτότητα, ενώ η εκβαλλόμενη από τα σύνορα μελαγχολία και απογοήτευση, αφού περάσει στη σφαίρα του μεταφυσικού, χρησιμοποιείται ως «σύμβολο» της ανθρώπινης μοίρας.
Οι ιστορικές αναφορές υποτάσσονται στην ανθρώπινη συνείδηση και στην αντίληψη του χρόνου. Την ταινία διαπερνά η επιθυμία για επανάσταση προς αναζήτηση της ελευθερίας, η μουσική αλλά και ο θρήνος, με άξονες που συγκλίνουν προκειμένου να δομήσουν μέσα από τη γλωσσική έκφραση την έννοια του άπειρου χρόνου της μίας μέρας.
Με κεντρικούς άξονες της πλοκής, τον χρόνο, τη μνήμη και την ποίηση, η ταινία εστιάζει στις ενοχές και τις ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, στην ανθρώπινη αλλά και κοινωνική παρακμή, διατηρώντας όμως την αισιόδοξη νότα που εκφράζεται μέσα από την τέχνη και τις λέξεις. Με ρεαλιστική αναπαράσταση, το χθες συγχρονίζεται με το σήμερα ενώ μια τυχαία συνάντηση αποτελεί το κίνητρο για την παράταση της «αιωνιότητας» κατά μία ημέρα.
Στην ταινία Μία Αιωνιότητα και μία μέρα συνυπάρχουν η ποίηση, ο μύθος, η ουτοπία, αλλά και ο μαρξισμός, ενώ οι αναγωγές του στα αρχέτυπα της τραγωδίας παραπέμπουν στην ψυχανάλυση. Πραγματοποιώντας ένα ταξίδι πολλαπλών προορισμών, ο κεντρικός ήρωας με αφετηρία το πρόσφατο παρελθόν του, προσγειώνεται στην σκληρή πραγματικότητα, ενώ κάνοντας παραλληλισμούς και αναδρομές στην Ιστορία, προσεγγίζει τον κόσμο των νεκρών, με όχημα τη συνείδηση και την φαντασία του.
Εξατομικεύοντας το καλλιτεχνικό προϊόν και με κίνητρο την προσέγγιση της αλήθειας και της ουσίας, αλλά και με την προβολή του «εγώ» του, ο Αγγελόπουλος, εστιάζει στη συνείδηση του πρωταγωνιστή του, και παράλληλα εμβαθύνει στις κοινωνικές εξελίξεις, στα αδιέξοδα και στις αλλαγές που αυτές επιφέρουν στην ψυχοσύνθεση του ατόμου.
Στην πολιτικο-οικονομική, κοινωνικο-πολιτιστική και κυρίως μοντερνιστική του προσέγγιση, ο ηθοποιός «υποχωρεί» αντικαθιστάμενος από τη σκηνοθετική ματιά, που επισημαίνει πως η δύναμη της ανθρώπινης επαφής είναι ισχυρότερη από οποιοδήποτε εθνικό, φυλετικό ή/και θρησκευτικό χαρακτηριστικό.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Afferante Michel Francesco: «Κινηματογράφος της εσωτερικότητας», Arte, Vita e Rappresentazione Cinematografica, Ente dello Spettacolo, Pontificio della Cultura, Ρώμη, 1999 (μετάφραση Δ.Καραπαναγιωτίδου), http://theoangelopoulos.gr (προσπέλαση 20/4/2022).
Alber Pere, Οι δρόμοι για την εξορία, Το πνεύμα της τραγωδίας στο έργο του Θ. Αγγελόπουλου, http://theoangelopoulos.gr (προσπέλαση 23/4/2022).
Berg Mattias: «Πότε τελειώνει η αιωνιότητα», Filmcritic, Filmkunst Publication, 1999, 2000, Γκέτεμποργκ, (μετάφραση Μ. Κιτρόεφ), http://theoangelopoulos.gr (προσπέλαση 22/4/2022).
Ciment Michel: «Η μελαγχολία του τέλους τού αιώνα», στο Ειρήνη Στάθη (επιμ.): Βλέμματα στον κόσμο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2000.
Jameson Frederic: «Το παρελθόν ως ιστορία, το μέλλον ως φόρμα», στον τόμο Ειρήνη Στάθη (επιμ.): Θόδωρος Αγγελόπουλος, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
Κάραλη Αιμιλία: «Πόσο διαρκεί το αύριο ; Μια αιωνιότητα και μία μέρα», Πριν, φύλλο 23.8.1984, https://prin.gr/23.8.1984/Κάραλη Αιμιλία/Πέτρος Μάρκαρης (προσπέλαση 17/4/2022).
Κολοβός Νίκος: «Η αναζήτηση της ουτοπίας στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου», στο Ειρήνη Στάθη (επιμ.), Βλέμματα στον κόσμο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2000.
Letoublon Francoise: «H Οδύσσεια του Αγγελόπουλου», (μετάφραση Αντώνης Ιωάννου),στο Ειρήνη Στάθη (επιμ.): Βλέμματα στον κόσμο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2000.
Minucci Paola: «Η μόνη δυνατή επανάσταση», Ελευθεροτυπία, 20 Νοεμβρίου 1998, στο http://theoangelopoulos.gr, (προσπέλαση 20/4/2022)
Seguin Louis: «Οι απαρχές της γεωγραφίας», La Quinzaine Litteraire, τχ. 751, Δεκέμβριος 1998 (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια), http://theoangelopoulos.gr (προσπέλαση 18/4/2022).
Στάθη Ειρήνη, «Θόδωρος Αγγελόπουλος: Ταξίδι στα όρια της Ιστορίας», στο http://theoangelopoulos.gr. (προσπέλαση 25/5/2022).