Η ύβρις των Περσών κατά Αισχύλο και Ηρόδοτο

Αισχύλος

(Ελευσίνα 525 - Γέλα 456 π.Χ.)

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η διαφορά μεταξύ ποιητών και ιστορικών, συνίσταται στο γεγονός, ότι οι πρώτοι παρουσιάζουν αυτά που είναι πιθανόν να συμβούν, ενώ οι δεύτεροι, αυτά που πραγματικά συνέβησαν.Τα έργα των ιστορικών, παραμένουν ιστορικά, ακόμα κι αν ο λόγος που θα χρησιμοποιήσουν είναι έμμετρος. Η ποίηση παρουσιάζει το συνολικό αντί του επιμέρους της ιστοριογραφίας, κι αυτό είναι που την καθιστά σπουδαιότερη, και πιο φιλοσοφική. Τα θέματα της τραγωδίας προέρχονται από τη μυθική παράδοση, και όσα συμπεριλαμβάνονται θεωρούνται γεγονότα του απώτερου παρελθόντος, τα οποία ο θεατής είναι έτοιμος να δεχτεί ως αληθινά.

Στους Πέρσες, το πρώτο σωζόμενο έργο του, ο Αισχύλος, ορμώμενος από ιστορικά γεγονότα, αλλά προσδίδοντας ποιητικά στοιχεία στην τραγωδία του, επινοεί έναν δραματικό μύθο, που ανάγει ένα εθνικό ζήτημα, σε πανανθρώπινο. Η Ιστορία, συνυφαίνεται με θέματα ηθικής, μεταφυσικής, και κοσμικής τάξης, και παρουσιάζεται κατά το αριστοτελικό «εἰκός καί ἀναγκαῖον», ενώ ο Ηρόδοτος, επεξεργάζεται το ιστορικό γεγονός, και το αποδίδει με τον δικό του τρόπο.

Η τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσες, ταυτιζόμενη με τις πανάρχαιες αντιλήψεις, σχετικά με την παραβίαση της φυσικής τάξης από την ανθρώπινη επενέργεια, αποτελεί ένα διαχρονικό ιστορικό δράμα. Απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, διδάσκοντας πως η υπερβολή και η ύβρις, που προκύπτει από την υπέρβαση του μέτρου, διαταράσσει την ηθική τάξη και τους νόμους της φύσης, και επιφέρει σκληρή τιμωρία.

Όντας ποιητής και όχι ιστορικός, ο Αισχύλος, δεν δεσμεύεται όπως ο Ηρόδοτος, απ’ την ακρίβεια, αλλά από την τέχνη του, που του επιτρέπει να αγνοήσει επιμέρους στοιχεία, ή/και να επινοήσει άλλα, προκειμένου να δώσει στο σύνολο της ιστορίας του, το νόημα και τη συνοχή που ο ίδιος επιθυμεί. Παρόλα αυτά, η συμμετοχή του συγγραφέα στην ναυμαχία, καθώς και τα αφηγηματικά στοιχεία που περιέχει το έργο, το καθιστούν εκτός από λογοτεχνικό, και ιστορικό ντοκουμέντο.

Αισχυλική πραγμάτευση

Ήδη απ’ την εισαγωγή του, ο Αισχύλος, μέσω των εναλλασσόμενων διαθέσεων του Χορού, τονίζει το αναρίθμητο πλήθος, και την υπεροχή του περσικού εκστρατευτικού στρατεύματος, αναδεικνύοντας σε θρίαμβο την ελληνική νίκη, κάνοντας όμως νύξεις για την τύφλωση του Ξέρξη, που προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια του βασιλείου του, μετατρέποντας τη θάλασσα σε στεριά, και διαπράττει ύβρη.

Ανατρέχοντας σε πανάρχαιες αντιλήψεις, ο Αισχύλος, επικαλείται το δόγμα περί θεϊκών και ανθρωπίνων θέσεων, επισημαίνοντας ότι η συνεχόμενη ευτυχία και ευημερία (όλβος), αποτελεί αποκλειστικά θεϊκό προνόμιο. Για τους θνητούς, όταν παύει να είναι προσωρινός, ο όλβος, γίνεται επικίνδυνος, διότι επιφέρει αυθάδεια και αλαζονεία (ὕβρι), και αν δεν περιοριστεί, αναπόφευκτα καταλήγει στη θόλωση του νου και στην απώλεια της κρίσης (ἄτη), με ολέθρια αποτελέσματα.

Το δόγμα αυτό «αποδεικνύεται» στους Πέρσες, με την απεικόνιση της πορείας, και του αποτελέσματος της περσικής εκστρατείας, κυρίως λόγω της υπέρβασης των ορίων εκ μέρους του Ξέρξη, και της στόχευσής του σε μεγαλεία, που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα. Η ήττα των Περσών αποτελεί μεν επίτευγμα των Ελλήνων, αλλά συνάμα και των θεών-τιμωρών της πλεονεξίας, της αλαζονείας, και της ασέβειας. Ο Αισχύλος αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και χωρίς χλευασμό, την δύναμη και την πτώση των Περσών, ενώ υψώνει τη μορφή του Δαρείου, σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να του επιτρέπεται να αποκαλύψει το νόημα των γεγονότων.

Στους Πέρσες, η «εξωτερική» δράση είναι ανύπαρκτη, καθώς ουσιαστικά αποτελεί απολογισμό των συνεπειών της περσικής ήττας και ενδοσκόπησης ως προς τις αιτίες της. Η μοιραία πορεία του εχθρικού προς τη φύση, περσικού στρατεύματος, παρασύρεται από θεϊκές δυνάμεις, παραμονεύοντας τον «ισόθεο ανήρ», να εκδηλώσει την αλαζονεία του, διολισθαίνοντας στην άτη και στην ύβρη, και να επιβάλλει «ζυγό στον αυχένα του πόντου», ώστε να αρχίσει για τους Πέρσες η αντίστροφη μέτρηση.

Η δικαιολογημένη ανησυχία των Περσών, σχετικά με τη θεϊκή στάση, και η αυξανόμενη αμφιβολία για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας, υπό τας διαταγάς του νεαρού, απερίσκεπτου ανδρός, όπως προσημαίνεται στη συνέχεια ο Ξέρξης, εντείνεται με την είσοδο της βασίλισσας στη σκηνή, και την αφήγηση του δυσοίωνου ονείρου της: η Ελληνίδα που έζεψε στο άρμα ο Ξέρξης, έσπασε τον ζυγό και γκρέμισε τον βασιλιά.

Ο Ξέρξης, επειδή τα νερά του Ελλησπόντου ανέβηκαν και κατέστρεψαν τις γέφυρες που έχτιζαν οι μηχανικοί του, διέταξε να ρίξουν αλυσίδες στη θάλασσα για να τη δέσουν, να τη μαστιγώσουν και να τη σημαδέψουν με καυτό σίδερο, αφού δεν υπάκουσε στις διαταγές του.

Οι προφανείς συμβολισμοί του ονείρου, κλόνισαν την πίστη των Περσών στην παλιά θεϊκή εγγύηση της ασφάλειας του στρατεύματος, ενώ η τεταμένη ατμόσφαιρα επιβαρύνεται, όταν η βασίλισσα βλέπει σε όραμα ένα μικρό γεράκι, να σπαράζει έναν μεγαλόπρεπο αετό. Οι Πέρσες ανακαλούν στη μνήμη τους προγενέστερες ήττες, από τους Αθηναίους, οι οποίοι αντλούν δύναμή απ’ την ελευθερία τους, ενώ η άφιξη του αγγελιαφόρου επιβεβαιώνει τους φόβους τους.

Παρέχοντας πολλαπλά ιστορικά στοιχεία για την πορεία της εκστρατείας (ονομαστική απαρίθμηση πλήθους εκλεκτών πολεμιστών που χάθηκαν, περιγραφή της υποχώρηση των υπολοίπων κ.ά.), ο αγγελιαφόρος, περιγράφει λεπτομερώς την συντριβή και τα συνεπακόλουθα δεινά του περσικού στρατεύματος. Αποδίδει την ήττα σε πλήθος θεϊκών και ανθρώπινων παραγόντων, εξαίροντας την στρατιωτική ευφυΐα και την ηθικοπολιτική υπεροχή των Ελλήνων, αλλά και την προστασία τους από τους θεούς.

Το μνημείο του Ξέρξη (518 ή 519–465 π.Χ.) στην Περσέπολη (αρχαία πρωτεύουσα της δυναστείας των Αχαιμενιδών)

Τα τρικυμιώδη νερά του Ελλησπόντου, και οι γέφυρες διακομιδής του περσικού στρατεύματος, απετέλεσαν την αφορμή για τον Πέρση βασιλιά, Ξέρξη, όντας θνητός, να αξιώσει την υποταγή των στοιχείων της φύσης, και δη του «θεϊκού ρέματος» του Βοσπόρου. «Αλυσοδένοντας» τον «ιερό Ελλήσποντο», ο Ξέρξης διαπράττει ύβρη προς τον θεό της θάλασσας, Ποσειδώνα, αλλά και προς τη θεϊκή εξουσία εν γένει, προκαλώντας την εκδίκηση του σύμπαντος, που χρησιμοποιεί το υδάτινο στοιχείο, και τιμωρεί σκληρά τους Πέρσες, στα νερά μιας άλλης θάλασσας.

Η θεϊκή οργή, που δεν εκτονώθηκε επαρκώς από την πανωλεθρία των Περσών στην Σαλαμίνα, τους ακολουθεί κατά την υποχώρησή τους, καθιστώντας το ελληνικό έδαφος, εχθρικό προς τους εισβολείς. Μάταια αποζητείται θεϊκή εύνοια, με υποκλίσεις σε Γη και Ουρανό, αφού υπό την αρχηγία του Δία, ορατός και αόρατος κόσμος ενώνεται, για να επιβληθεί ο πανάρχαιος νόμος. Οι ακτίνες του θεού Ήλιου, λιώνουν τα παγωμένα νερά του «ιερού ποταμού» Στρυμόνα, που καταπίνουν πλήθος διερχόμενων Περσών.

Η περηφάνια των Περσών για τη μεγαλοπρέπεια του στόλου, μετατρέπεται σε θρήνο για τις συμφορές που υπέστησαν, και αποδοκιμασία για τον Ξέρξη, που προκάλεσε τον χαμό τόσων εκλεκτών πολεμιστών, ενώ η καταστροφή αποδίδεται στον δαίμονα που τον παραπλάνησε, πέμποντάς του φρόνηση κακή. Βυθισμένοι στο πένθος, στρέφονται προς τις χθόνιες δυνάμεις επικαλούμενοι τον νεκρό βασιλιά Δαρείο, του οποίου η εμφάνιση είχε προετοιμαστεί με πολλαπλές μνείες απ’ την αρχή του έργου. Περιγράφοντάς του την πανωλεθρία του Ξέρξη, τον εγκωμιάζουν, ενώ τελικώς όλοι καταλήγουν, πως ό,τι συνέβη ήταν θεότρεπτο, και η ανατροπή των περσικών προσδοκιών, θεόσταλτη.

Η Μάχη τῶν Πλαταιῶν διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ, μεταξύ Ελλήνων και Περσών, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.

Το φάντασμα του Δαρείου, αποτιμώντας την πανωλεθρία του Ξέρξη, αποφαίνεται πως επρόκειτο για θεϊκή τιμωρία εις βάρος της αλαζονικής του συμπεριφοράς, ενώ αποδέχεται, εμβαθύνει, και ενισχύει την μομφή των Περσών, για τον «εκδικητικό δαίμονα κατάρας», που συνθλίβει τους δυνατούς. Η επέμβαση στο ιερό βασίλειο της φύσης, προξένησε την επαλήθευση ενός παλιού χρησμού, που προέβλεπε την ήττα στη Σαλαμίνα αλλά και στις Πλαταιές, όπου οι Πέρσες θα προκαλέσουν ξανά την θεϊκή αγανάκτηση, βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια των Ελλήνων στο πέρασμά τους.  

Ο Αισχύλος διά στόματος του «μέγα βασιλέα», συνοψίζει το νόημα της καταστροφής, στον αιχμηρό στίχο: αλλ’ όταν σπεύδη τις αυτός χω θεός συνάπτεται, και όπως σε άλλα σημεία του έργου, προειδοποιεί εμμέσως το αθηναϊκό κοινό, για την ύπαρξη ορίων στην δύναμη και την εξουσία.

Η σοφία ενός απ’ τους ενδοξότερους Πέρσες βασιλείς, αλλά και θεού του νεκρικού βασιλείου, με γνώση που αντλείται και από το υπερκόσμιο θεϊκό βασίλειο, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα λόγια του Δαρείου, ενώ η εγκωμιαστική και λαμπερή παρουσίασή του, δημιουργεί τεράστια αντίθεση σε σχέση με την εικόνα που παρουσιάζει ο Ξέρξης, που εμφανίζεται καταρρακωμένος και με ρούχα σκισμένα. Η διάρρηξη των ιματίων, σε αρκετά σημεία του έργου, εκτός από συνήθη θρηνητική διαδικασία, αποτελεί συμβολική αναπαράσταση της πανωλεθρίας, αλλά και ατιμωτική απέκδυση του Ξέρξη από τη βασιλική μεγαλοπρέπεια του.

Ο Δαρείος (550-485 π.Χ., εγκαινίασε μια ιδιαιτέρως μεταρρυθμιστική, για την εποχή και τον τόπο του, πολιτική. Πέθανε αιφνιδίως το 485 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης. Ο τάφος του. λαξευμένος σε βράχο της Περσέπολης, σώζεται έως σήμερα.

Ο «Δαρειογενής» Ξέρξης, παρουσιάζεται ως εσωτερική απειλή κατά των περσικών δυνάμεων, καθώς η κατωτερότητά του, και έλλειψη σύνεσης εκ μέρους του, διακινδυνεύει την ευτυχία που εξασφάλισε ο Δαρείος για τον λαό του. Αποτελεί εκπρόσωπο της παρακμής, που με ηθικοθεολογικά επιχειρήματα κρίνεται με αποδοκιμασία, σε αντίθεση με τον Δαρείο, που παρά την προγενέστερη αντίστοιχη ήττα του, παρουσιάζεται ως ο ιδανικός ηγέτης, που απέφυγε την ύβρη, και διατήρησε την ανώτερη θέση του ακόμα και στο παρόν. Στον «ατυχή» Ξέρξη, τελικώς αναγνωρίζονται κάποια ελαφρυντικά, που του επιτρέπουν παρηγορία και συγχώρεση, ενώ ο θρήνος του προκαλεί τη συμπάθεια του Χορού.  

Πραγμάτευση Ηροδότου

Ο Ηρόδοτος, εστιάζοντας σε διαφορετικές πτυχές της ιστορίας, παρουσιάζει με μεγαλύτερη ακρίβεια από τον Αισχύλο, τα γεγονότα, παρότι κι αυτός αποδίδει μεγάλο μέρος των συμβάντων σε μεταφυσικά αίτια. Σε αντίθεση με τον ποιητή, ο ιστορικός μεταξύ άλλων, αναφέρει την βεβήλωση ιερών χώρων, και από την ελληνική πλευρά, ενώ ο Δαρείος κάθε άλλο παρά σοφότερος του Ξέρξη παρουσιάζεται.

Στην αφήγησή του, όπως και στου Αισχύλου, επιρρίπτονται ευθύνες στους κακούς συμβούλους, όμως ανάμεσά τους, συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος ο Δαρείος, που για τρία ολόκληρα χρόνια προετοίμαζε εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, με κύριο επιχείρημα την εκδίκησή του για την ήττα των Περσών, στον Μαραθώνα. Η πρόθεσή του δε, να εκστρατεύσει ταυτοχρόνως και εναντίων των Αιγυπτίων, αποδεικνύει πως η αλαζονεία δεν ήταν γνώρισμα μόνο του γιου του, όπως δηλώνεται στους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης πως νεαρός βασιλιάς, θα ακολουθούσε τη συνήθη τακτική των προκατόχων του και όχι κάποιον νεοτερισμό.

Ηρόδοτος (Αλικαρνασσός 484 ή 488- Θούριοι 425 ή 428 π.Χ.)

Η αλαζονεία των Περσών «πρωταγωνιστεί» και στο έργο του Ηροδότου, παρότι εστιάζεται περισσότερο στην υπερβολή και την πλεονεξία τους. Ο Ξέρξης ενώ αρχικά αποδίδει την αναγκαιότητα της εκστρατείας στην απόδοση δικαιοσύνης και στην εκδίκηση, στη συνέχεια παραδέχεται, πως προτίθεται να υποδουλώσει αδιακρίτως όλους τους λαούς-«εμπόδια», στην οικουμενική κυριαρχία της Περσίας που σύντομα θα συνορεύει μονάχα με τον ουρανό του Δία. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται κι ο Μαρδόνιος που μιλά με υπέρμετρη αλαζονεία για την υπεροχή των Περσών, και τα αθέμιτα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν, προκειμένου να επιτευχθεί η επεκτατική περσική πολιτική, υποτιμώντας κατάφορα την δύναμη των αντιπάλων.

Αντίθετα απ’ τον Αισχύλο, που παρουσιάζει τους Πέρσες σοκαρισμένους από το επεισόδιο στο Βόσπορο, ο Ηρόδοτος ενημερώνει, πως οι αξιωματούχοι, ήταν εκ των προτέρων ενήμεροι για την πρόθεση του Ξέρξη να γεφυρώσει τον Ελλήσποντο για να διασχίσει την Ευρώπη, ενώ επρόκειτο και για προειλημμένη απόφαση του πατέρα του.

Ο μόνος που εξέφρασε διαφωνία στο σχέδιο, ήταν ο Αρτάβανος  που με σθένος προειδοποίησε τον Ξέρξη για την επικείμενη ύβρη και την θεϊκή τιμωρία που θα επιφέρει, αλλά και για τον θεϊκό φθόνο προς τους επηρμένους ισχυρούς, καθώς η περηφάνια αποτελεί αποκλειστικό τους προνόμιο. Ο Αρτάβανος μάλιστα, μίλησε ενώπιον όλων, προειδοποιώντας πως ανεξαρτήτως μεγέθους, κανένας στρατός δεν μπορεί να ανατρέψει τον παράγοντα τύχη, και τη θεϊκή επέμβαση, ενώ κατηγόρησε ευθέως τον Μαρδόνιο, ως ηθικό αυτουργό της καταστροφής των Περσών.

Στιγμιότυπο της ιστορικής παράστασης του 1965, σε μετάφραση Π. Μουλλά, σκηνοθεσία Κ. Κουν, σκηνικά-κοστούμια Γ. Τσαρούχη, και μουσική Γ. Χρήστου.

Η εικόνα του «άμυαλου νέου» όπως παρουσιάζεται ο Ξέρξης στον Αισχύλο, στον Ηρόδοτο δείχνει προσωρινή, αφού με υπευθυνότητα παραδέχεται ενώπιον του λαού του, πως οι βιαστικές αποφάσεις του ήταν αποτέλεσμα της νεανικής του παραφοράς. Ηρόδοτος και Αισχύλος συμπίπτουν πως η οριστική απόφαση για την επιχείρηση εναντίον των Ελλήνων, πάρθηκε κατόπιν της «δολερής παγίδας του θεού», που ο ιστορικός τοποθετεί στα επαναλαμβανόμενα θεόσταλτα όνειρα. Στην ώθηση της θεϊκής δύναμης  που μιλούσε για πεπρωμένο και παρείχε εγγύηση της καταστροφής των Ελλήνων, αναγκάστηκε να υπακούσει και ο Αρτάβανος, που σε μια ύστατη προσπάθεια, προειδοποίησε τον Ξέρξη να μην υποπέσει σε παραλήψεις.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

 Πηγές

Ο Κάρολος Κουν, δίνοντας οδηγίες στους ηθοποιούς της παράστασης

  • Αισχύλου Πέρσες, Μτφρ. Π. Μουλλάς, Εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2018.

  • Ανδριανού Ε.- Ξιφαρά, Π, Αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

  • Αριστοτέλη Ποιητική, 9.1451a31-b11, μτφρ. Σ. Τσιτσιρίδης.

  • Herington, J, Αισχύλος, μτφρ. Μ. Γιούνη, Θεσσαλονίκη (Βάνιας) 1988.

  • Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Η’ (Πολύμνια) μτρφ. Η.Σπυρόπουλος, Εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1993.

  • Ιακώβ, Δ., «Ισορροπώντας μεταξύ καθολικού και ατομικού. Το status της λογοτεχνίας κατά τον Αριστοτέλη», στου ίδιου, Ζητήματα λογοτεχνικής θεωρίας στην Ποιητική του Αριστοτέλη, Αθήνα 2004.

  • Lesky, Α., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Α´, μτφρ. Ν. Χουρμουζιάδης, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1987.

  • Lossau, M.-J., Αισχύλος, μτφρ. Ν. Π. Μπεζαντάκος, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2009.

  • Murrey, G, Αισχύλος, ο δημιουργός της τραγωδίας, μτφρ: Β. Γ. Μανδηλαράς Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.

  • https://www.timesnews.gr

Ομήρεια