Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι: από τον μύθο, στον λόγο.

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, η ανθρωπότητα έχει πολλάκις δοκιμαστεί από μεταδιδόμενες επιδημικές νόσους, που εξελισσόμενες σε πανδημίες, προκάλεσαν ανυπολόγιστες ανθρώπινες απώλειες. Το παραδοσιακό πλαίσιο αντίληψης του αρχαιοελληνικού κόσμου, απέδιδε κάθε φυσική καταστροφή σε υπερφυσικά αίτια, και τις εκδηλώσεις επιδημιών σε θεϊκές ποινές, εξαιτίας ηθικών παραβιάσεων.

Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι θεμελίωσαν την επιστημονική σκέψη, μέσω πίστης στην πρώτη αρχή, που αργότερα ονομάστηκε Θεός, ουσιαστικά δημιουργώντας τις βάσεις του δυτικού πολιτισμού, καθώς οι απόψεις τους «παραδόθηκαν» ως βασικές αλήθειες στη σύγχρονη επιστήμη, για θεωρητική και πειραματική απόδειξη.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας, η ισχύς της λογικής σκέψης σε αντιδιαστολή με τις θεοκρατικές αντιλήψεις, συχνά απετέλεσε αιτία σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων φιλοσοφικο-επιστημονικών ρευμάτων, ενώ εξακολουθεί να προκαλεί έριδες έως σήμερα. Παρόλα αυτά, ο επιστημονικός ορθολογισμός, κατάφερε να διαμορφώσει καθοριστικά την αντίληψη για την αίσθηση της πραγματικότητας, έτσι οι διάφορες «θεομηνίες» που κατά καιρούς πλήττουν την ανθρωπότητα, όπως η σύγχρονη πανδημία, αντιμετωπίζονται με τρόπο απαλλαγμένο από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες.

Το ενδιαφέρον των φιλοσόφων του 6ου αιώνα π.Χ, για το σύμπαν και τον φυσικό κόσμο, «αγκαλιάζοντας» και δικαιολογώντας την ευρύτερη έρευνα, απάντησε σε μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Σταδιακά εισήγαγε μια επαναστατική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, που ακολούθησε τις πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές αλλαγές της εποχής και οδήγησε στη μετάβαση από την θεοκρατική, στην επιστημονική αντίληψη, όσον αφορά στη λειτουργία της φύσης.

Οι θεοκρατικές αντιλήψεις για τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και για την εκδήλωση λοιμών, συχνά συναντώνται στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Ο Ησίοδος στην Θεογονία, με ακραίο ανθρωπομορφισμό, χωρίς να αναφέρει την πράξη δημιουργίας, ταυτίζει την κοσμογονία, με τη θεογονία. Ο  Όμηρος στην Ἰλιάδα, περιγράφει την οργή του θεού Απόλλωνα, εξαιτίας της ατίμωσης του ιερέα του, από τον Αγαμέμνονα, και τα αόρατα θεϊκά βέλη, που αποδεκάτισαν τα έμψυχα όντα του στρατοπέδου των Αχαιών. Ομοίως στην τραγωδία του Σοφοκλή, Οἰδίπους τύραννος, θανατηφόρα επιδημία έπληξε τη Θήβα, την οποία ο Απόλλων μέσω χρησμού του μαντείου των Δελφών, απέδωσε σε μίασμα της πόλης εξαιτίας ανοσιουργημάτων, και ζήτησε την τιμωρία των ενόχων προκειμένου να επέλθει  κάθαρση.

Στα χρόνια του Σοφοκλή, σοβαρότατη λοιμώδης νόσος έπληξε τους Αθηναίους. Απ’ τον λοιμό δεν ξέφυγε ούτε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος  καταγράφει λεπτομερώς τα συμπτώματα της νόσου, και των ηθικοκοινωνικών συνεπειών της. Ανεπηρέαστος από τον μύθο, αναφέρει τις επικρατούσες δοξασίες περί προφητειών για την επιδημία, κάποτε υπαινισσόμενος πως τροποποιούνταν κατά το δοκούν, κι άλλοτε παραδεχόμενος πως κάποιοι χρησμοί αποδείχθηκαν αληθείς. Ο Θουκυδίδης τηρώντας ίσες αποστάσεις από τις ορθολογικές ερμηνείες, επισημαίνει την ανθρώπινη αδυναμία αντιμετώπισης της επιδημίας λόγω άγνοιας, και προσπαθεί με την καταγραφή του ιστορικού της, να αφήσει παρακαταθήκη στους επιστήμονες του μέλλοντος.

Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι

Οι μύθοι για τις λειτουργίες της φύσης, είχαν ήδη αρχίσει να χλομιάζουν από τον 6ο π.Χ. αιώνα, εξαιτίας της νέας πολιτισμικής αντίληψης, που διαμορφώθηκε στην περιφέρεια του ελλαδικού χώρου. Την εποχή που η επικρατούσα άποψη, ήταν πως όλα εξαρτώνται απ’ τις θεϊκές επεμβάσεις, γεννήθηκε από τους Μιλήσιους Φιλοσόφους, και με πρωτεργάτη τον Θαλή, η ιδέα ενός σύμπαντος, στου οποίου τους κανόνες υποτάσσεται η φύση. Στη συνέχεια πολλοί φιλόσοφοι, αρνούμενοι κάθε μυθολογική εξήγηση της δημιουργίας του κόσμου, αναζήτησαν την πρωταρχική του ουσία, διατυπώνοντας θεωρίες με επιχειρήματα, ενίοτε στη γλώσσα της ποιητικής παράδοσης, οικοδομώντας όμως την επιστημονική ορολογία, με κριτικό λόγο.

Ο Θαλής εισήγαγε την έννοια της αρχής του κόσμου, λέγοντας πως η ενότητα της πολυμορφίας και των φαινομένων του, και η αρχή της κίνησης που εξαιτίας της δημιουργήθηκε η ζωή, είναι το αρχέγονο ύδωρ. Παρότι επηρεασμένος από μυθολογικά αρχέτυπα, ο Θαλής, αντιμετώπισε την έννοια της ύλης φιλοσοφικά, ανάγοντάς την στην καθολική ουσία που δημιουργεί και απαρτίζει το σύμπαν, και διατυπώνοντας μια ριζοσπαστική άποψη, που για πρώτη φορά παραμέριζε τον μύθο και απομάκρυνε τους θεούς από την γενεσιουργό αιτία του κόσμου.

Πυθαγόρας ο Σάμιος

Ο μαθητής του Αναξίμανδρος, αναζήτησε την πρωταρχική κοσμική ύλη, στο «αιώνιο, άφθαρτο και θείον» άπειρο, πιστεύοντας πως ο φυσικός κόσμος διέπεται από κανόνες βασισμένους στη δικαιοσύνη, και στην ισορροπία των στοιχείων. Αποθεοποιώντας τα φυσικά φαινόμενα, αντιμετώπισε ορθολογικά τα ζητήματα, και επικαλούμενος τη σημασία της ισορροπίας στην εναρμόνιση του σύμπαντος, υπονόησε την αρχή της αιτιότητας. Η ορθολογική περιγραφή του για το κοσμικό σύστημα, απετέλεσε σταθμό στην ιστορία της επιστημονικής σκέψης, καθώς για πρώτη φορά η γέννηση, λειτουργία, και ισορροπία του σύμπαντος, ερμηνεύτηκε βάσει συγκεκριμένων φυσικών φαινομένων, χωρίς θεϊκές αυθαιρεσίες κι επεμβάσεις.

Το ορθολογικό ερμηνευτικό σχήμα του Αναξίμανδρου, διαφύλαξε ο μαθητής του, Αναξιμένης, ως ένας ακόμα πρόδρομος της φυσικής επιστήμης. Επεκτείνοντας την κοσμογονική προσέγγιση περί αρχής των πάντων, υπέδειξε τον αέρα ως ουσία της ανθρώπινης ψυχής, και τις διαδικασίες πύκνωσης και αραίωσής του, ως αιτία δημιουργίας των ουσιών και των φαινομένων του φυσικού κόσμου. Ο Αναξιμένης ήταν ενδεχομένως ο πρώτος που τοποθέτησε τον Ήλιο σε θέση κυρίαρχη στο κοσμικό σύστημα, αποδίδοντάς του το σεληνιακό φως,  και πληθώρα γήινων φαινομένων.

Την ίδια περίπου εποχή, ο Πυθαγόρας, έδινε κοσμική σημασία στους αριθμούς και στην αρμονία, ενώ υποστήριζε πως όσα συμβαίνουν, περιοδικά επαναλαμβάνονται. Για τους πρώτους Πυθαγόρειους, τον φυσικό κόσμο διαπερνούσαν κρυφές ακατανόητες δυνάμεις, που υποδεικνύονταν μέσω συμβολισμών. Οι Πυθαγόρειοι του 5ου αιώνα, διεύρυναν τις θεωρίες αυτές, ορίζοντας το πέρας και το άπειρον ως ρίζα των στοιχείων του κόσμου, ενώ απέρριψαν το γεωκεντρικό κοσμοείδωλο των Ιώνων φιλοσόφων, υποστηρίζοντας πως τα ουράνια σώματα περιστρέφονται γύρω από μια φωτιά, στο κέντρο του σύμπαντος. Το φιλοσοφικό αλλά και ηθικοθρησκευτικό ρεύμα του Πυθαγορισμού, παρέμεινε στην επικαιρότητα για πολλούς αιώνες, αποτελώντας πόλο έλξης και στήριξης έως και τον 3ο αι. μ.Χ.

Παρμενίδης, ο Ελεάτης.

Η φιλοσοφική θεώρηση του Ηράκλειτου του Εφέσιου, αποσυνδέοντας τον λόγο από τις μυθολογικές καταβολές του, συνοψίζεται στην αιώνια, διαρκή ροή και κίνηση του σύμπαντος, με μέτρα και αναλογίες που διατηρούν την ταυτότητά του. Ξεπερνώντας τον υλιστικό μονισμό των Μιλησίων, υποστηρίζει πως τα φαινόμενα, απορρέουν απ’ τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αιώνια ουσία, του πυρός, το οποίο με την αρμονία, τον λόγο, και τον κόσμο, διαμορφώνουν μια κοσμική σταθερά που εκμεταλλευόμενη τις αντιθέσεις, ενοποιεί την πολλαπλότητα όντων, και φαινομένων.

Η φιλοσοφική σκέψη του Ξενοφάνη, ακολουθεί την φυσιοκρατική φιλοσοφία των Αναξίμανδρου και Αναξιμένη, τοποθετώντας τη γη στο κέντρο του κόσμου, απεριόριστη και ακίνητη, με ρίζες στο άπειρο. Λόγω των απολιθωμάτων στην ξηρά, ο Ξενοφάνης συμπεραίνει πως εκεί κάποτε υπήρχε θάλασσα, η οποία περιοδικά υπερισχύει, καταστρέφοντας αλλά και ανανεώνοντας διάφορες μορφές ζωής. Το νερό και το χώμα δημιουργούν τα πάντα, ενώ ακόμα και τα ουράνια σώματα σχηματίστηκαν από τις εξατμίσεις του νερού. Ο Ξενοφάνης εξοικειωμένος με την ιωνική φιλοσοφία, άσκησε έντονη κριτική στις ηθικοθρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής του, και στην παραδοσιακή εικόνα του θείου, όπως αυτή προκύπτει απ’ τους επικούς ποιητές. Έθεσε υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα και το εύρος της ανθρώπινης γνώσης, και εισήγαγε μια νέα φιλοσοφική εικόνα, ενάντια στις επικρατούσες δεισιδαιμονίες περί ανθρωπομορφισμού των θεών. Υποστήριξε την ύπαρξη ενός ασώματου θεού, ο οποίος ταυτίζεται με μία ανώτερη κοσμική τάξη, και εξήγησε τα φυσικά φαινόμενα αιτιοκρατικά. Με συγκριτική μέθοδο προσπάθησε να αποδείξει την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης αντίληψης, ενώ απέδωσε τον πολιτισμό και την πνευματική πρόοδο, στην ανθρώπινη προσπάθεια, και όχι στη θεϊκή πρόνοια. Ένα από τα επιχειρήματά του, ήταν πως οι άνθρωποι φαντάζονται τους θεούς τους όμοιους με τους ίδιους, και πως το ίδιο ίσως να έκανε κάθε ον, εφόσον μπορούσε. Ο Ξενοφάνης με γόνιμο και κριτικό πνεύμα, στήριξε τις θεωρίες του σε στέρεες βάσεις, οδηγώντας σε νέα κατεύθυνση τον ελληνικό στοχασμό, ο οποίος αργότερα κατέληξε πως οι μεταβολές του φυσικού σύμπαντος, εξηγούνται απ’ την επενέργεια νοητικών δυνάμεων, που οι ίδιες δεν υπόκεινται σε μεταβολές.

Περιποίηση ασθενών κατά την αρχαιότητα

Αρκετά χρόνια αργότερα, η επικρατούσα ανθρωπομορφιστική αντίληψη, παρουσιάζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο οποίος αντιτίθεται έντονα στην απόδοση των συμφορών στους θεούς. Ομοίως στα Ιπποκρατικά συγγράμματα, η ιατρική της εποχής, διαχωρίζει την επιστήμη από την μυθολογία, προσεγγίζοντας ορθολογικά τις ασθένειες. Αναζητούνται τα φυσικά αίτια νόσων με υποτιθέμενη θεϊκή προέλευση, ο εγκέφαλος θεωρείται το κεντρικό όργανο της ψυχικής και της σωματικής λειτουργίας, και η άποψη πως η «ιερά νόσος» στέλνονταν απ’ τους θεούς, αντικρούεται με το επιχείρημα πως απ’ τους θεούς αναμένεται ευεργεσία και όχι συμφορές. Παρόλα αυτά, η πεποίθηση σχετικά με τον ανθρωπομορφισμό των θεών, αποδείχθηκε ισχυρότατη, καθώς η κριτική συνεχίστηκε σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, ενώ απασχολεί ακόμα τη σύγχρονη σκέψη. 

Κριτική στον ανθρωπομορφισμό ασκήθηκε και μέσω της φιλοσοφικής σκέψης του Παρμενίδη, ιδρυτή της Ελεατικής Σχολής, και μαθητή του Ξενοφάνη, η οποία επικεντρώνονταν στην έννοια της αλήθειας. Ο Παρμενίδης, εισάγει τον όρο «είναι» για το μοναδικό, αδιάσπαστο και προαιωνίως υπάρχον, το οποίο ταυτίζει με την έννοια της αλήθειας του σύμπαντος, ενώ τον υλικό αισθητό και συχνά απατηλό κόσμο, ο Παρμενίδης, ονομάζει «γίγνεσθαι». Όπως η αλήθεια δεν αυξομειώνεται, φθείρεται, ή κατακερματίζεται, έτσι και το «είναι» δεν επιδέχεται προσδιορισμούς, αλλαγές και διαμοιρασμό σε επιμέρους είδη, από τον κόσμο των αισθήσεων. Τη διάκριση ανάμεσα σε αληθές και ψευδές, και σε ον και μη ον, κατά τον φιλόσοφο, μπορεί να κάνει η νόηση, εφόσον εξελιχθεί και ταυτιστεί με την πρώτη αρχή του σύμπαντος, το «είναι-ον». Με έμμεση αποδεικτική διαδικασία, και επισημαίνοντας την υποκειμενική ανθρώπινη οπτική, και την αντίθεση νόησης-επιστήμης, ο Παρμενίδης και οι μαθητές του (κυρίως ο Ζήνων), ώθησαν τη φιλοσοφία προς τον ορθολογισμό, επηρεάζοντας τα μεταγενέστερα κοσμολογικά συστήματα, καθώς τόσο ο Εμπεδοκλής, όσο και ο Αναξαγόρας, αποδέχτηκαν την άποψη πως το ανύπαρκτο δεν μπορεί να δημιουργήσει το οτιδήποτε, ενώ και οι ατομικοί φιλόσοφοι κατέληξαν πως τα άτομα δεν υπόκεινται σε καμία μεταβολή.

Δημόκριτος

Ο Εμπεδοκλής υποστήριξε πως το σύμπαν αποτελείται από τέσσερα αμετάβλητα ριζώματα (νερό, γη, αέρας, φωτιά), που προερχόμενα από διάσπαση του ενός, διαχωρίστηκαν, και κατόπιν «δινών» σχημάτισαν όλα τα σώματα. Η αντίληψή του για τα στοιχεία (όπως και των προγενέστερων), έρχεται σε αντίθεση με την σύγχρονη αντίληψη, καθώς δεν αποτελούν χημικώς καθαρές ουσίες, αν και πιθανώς ο Εμπεδοκλής να περιέγραψε την στερεή, αέρια και υγρή μορφή της ύλης, και η φωτιά να εισήχθη ως ουσία, και όχι ως διαδικασία.

Ο Αναξαγόρας, διαχωρίζοντας τη δυναμική από την ύλη, ανατρέπει την άποψη του Αναξίμανδρου πως το άπειρο αποτελεί την κοσμολογική αρχή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η ύλη αποτελείται από μόρια διαφόρων μορφών, τα σπέρματα, και κάθε σώμα διαφοροποιείται αναλόγως των ομοειδών μορίων που το αποτελούν. Όσον αφορά τη γενεσιουργό δύναμη του κόσμου, ο Αναξαγόρας υπέδειξε τον αυθύπαρκτο άπειρο νου, που καθορίζει την αρμονία και τις εξελίξεις του σύμπαντος.  Παρότι οι ορθολογικές ερμηνείες του για τα φαινόμενα,  απετέλεσαν τη βάση για ωριμότερες θεωρίες τον επόμενο αιώνα, ο Σωκράτης εξέφρασε δυσαρέσκεια για τον σκοτεινό ρόλο που έδωσε ο Αναξαγόρας στον νου, τον οποίο «φώτισαν» αργότερα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.

Οι ατομικοί φιλόσοφοι Λεύκιππος και Δημόκριτος, υποστήριξαν πως το σύμπαν αποτελείται από μικροσκοπικά αόρατα σωμάτια, που δεν διασπώνται περαιτέρω, τα άτομα. Δεν δημιουργούνται, δεν μεταβάλλονται, ούτε φθείρονται, και στην ποικιλία σχημάτων, θέσεων και διάταξής τους, οφείλεται η ποικιλομορφία των σωμάτων. Ο Δημόκριτος συμφωνώντας με προγενέστερους φιλοσόφους, δεν θεωρεί ικανές τις ανθρώπινες αισθήσεις να εισχωρήσουν στην ουσία, όπως η γνώση που βασίζεται στη νόηση. Η ιδιότυπη ορθολογική θεώρηση του κόσμου των ατομικών φιλοσόφων, μονιστική αλλά πλουραλιστικά εμπλουτισμένη, «κλείνει» την προσωκρατική περίοδο της φιλοσοφίας και της επιστήμης. 

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

Ομήρεια