Νίκος Νικολάου

Ο Νίκος Νικολάου ανήκει στους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Γεννημένος στην Ύδρα το 1909, περνά εκεί τα παιδικά του χρόνια, ενώ στην εφηβεία του (μετά τη λήξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου) εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αθήνα.

Οι σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) ξεκινούν το 1929, με καθηγητές, τον Ουμβέρτο Αργυρό, και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Εκεί πρωτογνωρίζει ως συμφοιτητή τον μετέπειτα στενό του φίλο, Γιάννη Μόραλη, αλλά και την πρώτη του σύζυγο.

Το 1932, παρουσιάζει τα έργα του σε έκθεση της ΑΣΚΤ, ενώ το 1935, γίνεται μέλος των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών», και συμμετέχει σε έκθεση στον Παρνασσό. Το 1937 μοιράζεται με τον Μόραλη όπως είχαν συμφωνήσει, την υποτροφία του 2ου και έτσι φοιτούν και οι δύο στη σχολή καλών τεχνών στη Ρώμη και μετέπειτα στο Παρίσι. Το 1940 επιστρέφει στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα ο Νικολάου παρέμεινε αυτοδίδακτος, προτιμώντας τις δικές του αναζητήσεις και ακολουθώντας την κλίση του. Αφοσιώνεται στη ζωγραφική με το τέλος του πολέμου, και ως ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Αρμός», συμμετέχει στις εκθέσεις της. Το 1947, πραγματοποιεί  ατομική  έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης «Ρόμβος», και από το 1949, αναλαμβάνει τη φιλοτέχνηση τοιχογραφιών με νωπογραφία, σε δημόσια κτήρια, μεταξύ των οποίων κι η Πάντειος.

Ο Ν. Νικολάου με τον φίλο του Γιάννη Μόραλη το 1935 (πηγή www.insidestory.gr)

Ο Ν. Νικολάου με τον φίλο του Γιάννη Μόραλη το 1935 (πηγή www.insidestory.gr)

Η δεκαετία ’38 -’48 αποδεικνύεται καταστροφική όπως υποστηρίζει ο ίδιος. Τα βιοποριστικά προβλήματα, το διαζύγιό του, ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, τον απομακρύνουν από την τέχνη του.

Το 1948 έρχεται η μεγάλη αλλαγή στο έργο του Νικολάου. Φεύγει από την απλή αποτύπωση των όσων βλέπει και στρέφεται περισσότερο προς το σχέδιο ενώ στο καλλιτεχνικό προσκήνιο τον καθιερώνει η ανθρώπινη φιγούρα και ειδικά η γυναικεία.

Το 1954, ξεκινά σκηνογραφική συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης Κ.Κουν, και το 1964 εγκαθίσταται στην Αίγινα, ενώ παράλληλα αποκτά θέση καθηγητή σχεδίου, στην ΑΣΚΤ, την οποία διατήρησε για 10 χρόνια, ένα διάστημα και ως διευθυντής της Σχολής.

Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του, τα έζησε στην Αίγινα. Το σπίτι του έγινε σημείο αναφοράς και συνάντησης της αθηναϊκής διανόησης. Πέθανε στις 27 Ιουλίου του 1986.

49.jpg

Ύδρα, 1953

Η “Ύδρα" του 1953”, απεικονίζεται από το Νικολάου με τη γνώριμη μορφή της. Κατά τη δεκαετία του ‘50, ο ζωγράφος, δείχνει ενδιαφέρον για τον κυβισμό, με επιλογή ογκομετρικών μορφών, ενώ προσεγγίζει την αφαίρεση αλλά και τη γραμμική σχηματοποίηση. Αποτυπώνοντας την αγάπη του για τη φύση, τα χρώματα και την αρχιτεκτονική του ελληνικού τοπίου, διατηρεί παράλληλα λακωνικότητα, και πειθαρχία στην τεχνική του σχεδίου της Γεωμετρικής Εποχής, όπου κάθε περιττό αποβάλλονταν. Πρόκειται για μια λιτή, εκφραστική τοπιογραφία, με μοναδικότητα στο σχεδιασμό και στο χρώμα, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης του τοπίου, αλλά με απόδοση της αλήθειας, σύμφωνα με την δική του αισθητική.

Στην “Ύδρα του 1986”, το χρώμα είναι απλωμένο σε μεγάλες ενότητες της ζωγραφικής επιφάνειας, οδηγώντας στην άμεση αντίληψη ενός επίπεδου χώρου. Οι καθαρές γραμμές, και τα γήινα χρώματα, παραπέμπουν σε σχέδιο αττικής αγγειογραφίας, και πορτραίτων φαγιούμ.

κατάλογος.jpg

Ύδρα, 1986

Ο Νικολάου, έχοντας πλέον ξεφύγει από τις συγκρατημένες εμφανίσεις των πορτραίτων, εμφανίζει την ανθρώπινη μορφή- ένα από τα προσφιλή θέματα του Νικολάου- που δεσπόζει στον πίνακα, ανεξάρτητη, και παραμορφωμένη. Η γυναικεία μορφή, καθώς και ο γενέθλιος τόπος του, πρωταγωνιστούν στα έργα των τελευταίων χρόνων της ζωής του, που η Ύδρα παρουσιάζεται σαν αιώνια γυναίκα. Λακωνικός, με γεωμετρικές και αγγειογραφικές επιρροές αποδίδει το τοπίο σύμφωνα με τη δική του αισθητική.

Ο ζωγράφος Νίκος Νικολάου στη σειρά αυτή των έργων του αποδίδει το φυσικό τοπίο του νησιού δίχως να επιθυμεί να αποτυπώσει λεπτομερώς τον οικιστικό χώρο. Συνέθεσε τα σχέδιά του με λιτές γραμμές, με αντιθέσεις, καμπύλες και ευθείες, και αυξομειώσεις του πάχους τους και απέδωσε στο νησί υπερμεγέθεις γυναικείες μορφές (με στοιχεία παιδικής ζωγραφικής), που αναδύονταιαπό τη θάλασσα και καταλαμβάνουν το βουνό, σαν θεότητες της ελληνικής μυθολογίας. Με χρώματα λαμπερά, αλλά λιτά εστίασε στο ηλιακό φως που αντανακλάται στο βουνό. χρώματος. Διαχειρίστηκε στα έργα του την αντίθεση του ηλιακού φωτός και της σκιάς και την απόδοση της εικόνας των σπιτιών της Ύδρας με την εκφραστικότητα των χρωμάτων.

Το τελευταίο έργου του Νικολάου με θέμα την Ύδρα

Το τελευταίο έργου του Νικολάου με θέμα την Ύδρα

Το κύκνειο άσμα του ζωγράφου, η τελευταία του «Ύδρα», είναι ελαιογραφία σε χαρτί και αποτελεί μέρος μια μεγάλης ενότητας έργων (σχέδια, ακουαρέλες και ελαιογραφίες). Το πρόσωπό της αναδύεται πάνω από τον οικισμό, το λιμάνι και τα πλοιάρια, συμβολίζοντας ίσως τη μεγάλη ναυτική παράδοση του νησιού, εξιδανικευμένο στα μάτια του Νικολάου, ως προστάτιδα θεά.Το κεφάλι της διαμορφώνει την κορυφή του όρους Έρε (ή Έρως, το μεγαλύτερο βουνό της Ύδρας με υψόμετρο 595 μ). Η απόχρωση του καφέ αναδεικνύει περισσότερο τα μαλλιά της γυναίκας και λιγότερο διαμορφώνει το σκληρό και άνυδρο τοπίο. Το πρόσωπό της είναι λιτό, αινιγματικό σαν αιγυπτιακή σφίγγα και αποδίδεται με απλές αφαιρετικές γραμμές. Το βλέμμα της είναι ευθυτενές, δημιουργεί συναισθήματα ασφάλειας και προστασίας, κοιτάζει απευθείας το θεατή που τώρα τοποθετείται στη θάλασσα.

Η ναυτιλία είχε πάντοτε τον πρώτο λόγο ως πηγή αισιοδοξίας για τους Υδραίους. Είναι ένα συναίσθημα που προκαλείται με την πρώτη ματιά. Η θάλασσα είναι μονόχρωμη, συμπαγής, άκαμπτη, απειλητική ίσως, και δημιουργεί μια αντίθεση με το ζεστό καφετί χρώμα του βουνού και το εξπρεσιονιστικό βλέμμα της θεάς. Μέσω του Εξπρεσιονισμού αναζητά την εκφραστικότητα μέσα από την υπερβολή και την παραμόρφωση των γραμμών και των χρωμάτων, επιχειρώντας να αναδείξει τα συναισθήματα.

Ο Γιάννης Μόραλης με τον Νίκο Νικολάου, 1937 Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη, φωτογραφία έργου (του Μόραλη) από: https://www.nationalgallery.gr

Η συναισθηματική συμμετοχή του καλλιτέχνη είναι έκδηλη, ειδικότερα όταν ο κύκλος της ζωής φτάνει στην ολοκλήρωσή του, και η ζωγραφική του αναζήτηση στοχεύει πρωτίστως, στην αποτύπωση των δικών συναισθημάτων για την ιδιαίτερή του πατρίδα. Σε αυτό το έργο υπάρχει ένας γόνιμος διάλογος της νεωτερικότητας με την αρχαία, τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη.

Ο Ν. Νικολάου στο μεταπολεμικό έργο του θύμισε με την ένταση της γραμμής του, την τεχνοτροπία των Γερμανών εξπρεσιονιστών, προσέγγισε την αφαίρεση, ωστόσο στο τέλος της καλλιτεχνικής του πορείας κράτησε το απλό και λιτό χρώμα της ελληνικής νησιώτικης αρχιτεκτονικής παράδοσης, μέσα από μία κυβιστική προσέγγιση.

πηγεσ;

  • Παπανικολάου Μ, Η Ελληνική Τέχνη του 20ού Αιώνα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006

  • Timenews 2017: Νίκος Νικολάου, «Τη φύση την είδα μέσα από μια ιδέα που σχημάτισα βλέποντας τους Έλληνες…»

  • Κ. Ρουμπέκα, Αύγουστος 2009, Artmagazine,

  • Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Νίκος Νικολάου, σχέδια 1929-1986, Αθήνα 2017

  • Α.Μ. Αρβανιτίδου, Νίκος Νικολάου, «Η εποχή μας είναι εποχή αισθητικής», Νόστιμον ήμαρ 2017

  • Χ. Κιοσσέ, Ένα νησί όμορφο σαν γυναίκα, εφημερίδα «Το Βήμα» 2008

  • Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης, Δήμος Ροδίων

  • Zoumboulakis Galleries, zoumboulakis.gr

  • Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, https://www.miet.gr

  • Academia.Edu, https://www.academia.edu

  • Εφημερίδα “Το Βήμα”, https://www.tovima.gr

  • Ιστοσελίδα Inside Story, Https://www.insidestory.gr