Φώτης Κόντογλου

5 αφηγήματα του Φ. Κόντογλου με τη φωνή της Άννας Συνοδινού: Παραμονὴ Χριστούγεννα, Τὸ βλογημένο μαντρί, Ο Καπετάν-Ρογκοστο, Άστρο της Τραμουντάνας, Τὰ μπουγάζια τ' Ἀϊβαλιοῦ

Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895 και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Αποστολέλης.

Υπήρξε λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος και θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους της “γενιάς του 30” καθώς αναζήτησε την αυθεντική έκφραση μέσω της “ελληνικότητας” επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση. Μαθητές του υπήρξαν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος κ. ά.

Γονείς του ήταν ο Νικόλαος Αποστολέλης και η Δέσπω Κόντογλου, και είχε τρία ακόμη αδέλφια. Στην ηλικία του ενός έτους έχασε τον πατέρα του ο οποίος ήταν ναυτικός. και την κηδεμονία αυτού και των αδελφών του ανέλαβε ο θείος τους, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλει και το επώνυμο με το οποίο μας είναι γνωστός.

Μέχρι το 1912 έζησε στο Αϊβαλί όπου τελείωσε το Γυμνάσιο, με συμμαθητή τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα. Απετέλεσε μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδαν το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές.

Τότε ήταν που παρουσιάστηκαν και τα ερεθίσματα από τη βυζαντινή ζωγραφική, με πρώτη χρονολογημένη ζωγραφιά του, την “Αγία Παρασκευή”, το 1912, όταν ήταν 17 ετών και ενδεχομένως η παλαιότερη “Καθιστή γριά”, γύρω στα 1910, όταν ήταν 15 ετών.

Το 1913 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και συγκατοικούσε στην αρχή με τον Στρατή Δούκα και έπειτα με τον Παπαλουκά, ενώ παράλληλα εργάζονταν σε ένα φωτογραφείο. Ως φοιτητής της ΑΣΚΤ ήρθε σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου, ενώ διατηρούσε συλλογή με έργα γερμανικών καλλιτεχνικών εκδόσεων των Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στουκ, Κλίνγκεργκ. Η περίοδος εργασίας του στο φωτογραφείο επίσης επηρέασε την τεχνοτροπία των έργων του.

45710522_958021397715475_1075645396455260160_n.jpg

Στη μονή Βαρλαάμ στα Μετεώρων. Ο έτερος "καλόγερος" είναι ο Γιάννης Τσαρούχης ο οποίος κατά το διάστημα 1931–1934, μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου προκειμένου να μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία

Το 1914 έφυγε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής, και το 1916 κέρδισε το 1ο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου, στο διαγωνισμό του περιοδικού Illustration. Εργάστηκε επίσης ως τορναδόρος και ως ανθρακωρύχος και ταξίδεψε στις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου.

Στο Αϊβαλί επέστρεψε το 1919, μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και διορίστηκε ως καθηγητής σε Παρθεναγωγείο, όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Αυτή την εποχή άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες και τοπία, με τεχνοτροπία ασπρόμαυρη ενώ παράλληλα ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο “Νέοι Άνθρωποι”, του οποίου υπήρξε και πρόεδρος.

Το 1920 τυπώνει το ρομάντζο, Petro Cazas, που είχε γράψει στο Παρίσι, ενώ το 2ο έργο του Βασάντα, περιέχει και μεταφράσεις. Αρχικά στα λογοτεχνικά έργα του, ο τόνος της αφήγησής του είναι ιδιαίτερα περιγραφικός, ενώ στα επόμενα, προσεγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας.

66352120_1109116869272593_5572961280513277952_n.jpg

Το 1921 επιστρατεύτηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, και το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς μέσα σ’ ένα καΐκι.Το 1923, με σκοπό να γίνει μοναχός, πήγε στο Άγιο Όρος όπου επηρεάστηκε βαθύτατα όσον αφορά την καλλιτεχνική του έκφραση.

Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη Μυτιλήνη, από κοινού με τον Κων/νο Μαλέα, και λίγο αργότερα η έκθεση μεταφέρθηκε στην αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, όπου παρουσιάστηκε ως ζωγράφος για πρώτη φορά στο αθηναϊκό κοινό.Το 1925 εκδίδει το περιοδικό Φιλική Εταιρία και δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει. Ένα χρόνο μετά, παντρεύεται τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαθίσταται στη Ν. Ιωνία Αττικής. Την ίδια χρονιά αυξάνει τη χρήση χρωμάτων στα έργα του, και υιοθετώντας την τεχνοτροπία της βυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης, ζωγραφίζει κοσμικά θέματα.

13654350_522933281224291_282493859336857826_n.jpg

Αυτήν την περίοδο εικονογραφει τη βιογραφία του Παύλου Μελά και τα Παραμύθια-Εκλογή του Γεωργίου Μέγα, φιλοτεχνεί μέρος του περιοδικού Νέα Εστία, και αγιογραφεί τον Μητροπολιτικό ναό της Κιμώλου.

Από το 1926 και μετά, επικεντρώνεται σε μορφές λαϊκής τέχνης, ενώ η μεγάλη του συμπάθεια για τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο, τον επηρεάζουν θεματολογικά (απεικόνιση Ανδρούτσου στο Δημαρχείο Αθηνών, εικονογραφήσεις βιβλίων κ.ά)

Το 1927 αποκτά την κόρη του Δέσποινα, και κατά το ίδιο έτος ξεκινά η συνεργασία του με το περιοδικό “Ελληνικά Γράμματα” του Κωστή Μπαστιά.

66518882_1109116415939305_4237916592572203008_n.jpg

Το τοιχογραφικό Σύνταγμα του Κόντογλου στο σπίτι του

Το 1931 συνοδεύοντας τον αρχαιολόγο Αδ. Αδαμαντίου στη Σπάρτη, έρχεται σε επαφή με τη ρωμαϊκή ζωγραφική και εμπλουτίζει τη θεματολογία του, ενώ το 1932 τοιχογραφεί το σπίτι του από την οροφή μέχρι το δάπεδο, με τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών.

Την ίδια περίοδο ζωγραφίζει σύνολο εικόνων για το επιστύλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο Μοναστηράκι, σχεδιάζει παράσταση του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη, για τον ομώνυμο ναό της Αθήνας, και συνθέτει προσωπογραφίες Ελλήνων και ξένων προσωπικοτήτων.

Συνεχίζοντας τις σπουδές που είχε διακόψει, λαμβάνει το πτυχίο του από τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1933, με βαθμό Λίαν καλώς, για να του επιτραπεί να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών, ζωγραφική και ιστορία της τέχνης.

Kontoglou_1-313x400.jpg

Εργάζεται ως συντηρητής εικόνων στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών -όπου ζωγράφισε το συντριβάνι-, στο Μουσείο Κέρκυρας, στο Κοπτικό Μουσείο Καΐρου, καθώς και στον Μυστρά, καθαρίζοντας τις τοιχογραφίες των ναών.

Το 1934, το περιοδικό Ο Κύκλος τον συμπεριλαμβάνει στους καλύτερους πεζογράφους της εποχής, ενώ παράλληλα συπεριλαμβάνεται στην ανθολόγηση του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου (Ανήσυχα χρόνια).

Το 1935, ιστορεί το παρεκκλήσιο της Αγ. Λουκίας στο Ρίο Πατρών, στο κτήμα της οικογένειας Ζαϊμη, και διακοσμεί το παρεκκλήσι της Αγ. Αικατερίνης στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και το τέμπλο στο παρεκκλήσιο του Σπετσαροπούλειου Ορφανοτροφείου στην Ηλιούπολη του Καΐρου.

Το ταξίδι του αυτό στην Αίγυπτο τον φέρνει σε επαφή με τα πορταίτα Φαγιούμ και η επιρροή που του ασκούν αποτυπώνεται μορφολογικά σε σειρά γυναικείων πορτρέτων της περιόδου αυτής, αλλά και σε προσωπογραφίες αγίων σε στηθάρια.

%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82.jpg

Η δεκαετία του 40' υπήρξε η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο, με τους περισσότερους τίτλους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου και έμφαση στα θρησκευτικά κείμενα, ενώ ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του είναι ο Ελληνισμός στο τέλος της Τουρκοκρατίας.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κόντογλου προκειμένου να επιβιώσει, συνεργάστηκε με το ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό προπαγάνδας “Κουαδρίβιο”, αφού είχε ήδη αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του, για ένα σακί αλεύρι.

Θλιβερό είναι το γεγονός, ότι ο νέος ιδιοκτήτης της οικίας Κόντογλου. κάλυψε τις νωπογραφίες του με λαδομπογιά.

Τον Κόντογλου εκείνη την εποχή φιλοξενούσαν κατά διαστήματα διάφοροι φίλοι του, ώσπου κατέληξε να στεγάζεται σε ένα γκαράζ. Αυτή ήταν η εποχή που δημοσίευσε κείμενα στα περιοδικά Φιλολογική Κυριακή, Ορίζοντες και Γράμματα.

Μετά την απελευθέρωση, άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του, ενώ ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του.

45583947_958020707715544_8111947462584827904_n.jpg

Τα έργα εκκλησιαστικής, υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογραφεί ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το 1959 συνεργάστηκε για μικρό διάστημα με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, και το1963 παθαίνει σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Η ζωή του τελειώνει στον “Ευαγγελισμό” στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση, και τα οστά του μεταφέρονται στο μοναστήρι της Ν. Μάκρης.

Ο Κόντογλου είχε τιμηθεί με το β' βραβείο θρησκευτικής ζωγραφικής, στο πλαίσιο της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Ζάππειο (1948), με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος (1960), με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961), με το βραβείo “Πουρφίνα” της Ομάδας των Δώδεκα (1963) και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.

Προς τιμήν του επίσης, το 59ο Γυμνάσιο Αθηνών, ονομάστηκε "Φώτης Κόντογλου", καθώς έζησε χρόνια στην περιοχή.

Το Αρχείο Φώτη Κόντογλου, το οποίο διατήρησαν για χρόνια, η κόρη του, Δέσπω και ο σύζυγός της Ιωάννης Μαρτίνος, δωρήθηκε από τους εγγονούς του Κόντογλου, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το 2014.

Κείμενο Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Βιβιλάκης, Ιωσήφ (1995). «Χρονολόγιο Φώτη Κόντογλου». Στο: Ιωσήφ Βιβιλάκης (επιμ.). Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος. Εκατό χρόνια από την γέννηση και τριάντα από την κοίμησή του. Αθήνα: Ακρίτας.

  • Δούκας, Στρατής, Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου ("Φώτης Κόντογλου"), Έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976

  • Παπανικολάου, Μιλτιάδης (1999). Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. τ.1, Ζωγραφική και γλυπτική του 20ου αιώνα. Αδάμ.

  • Ζίας, Νίκος (1998). «Κόντογλου Φώτης». Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών 16ος-20ος αι. τ.2. Μέλισσα,

  • Χατζηφώτης Ιωάννης (1978). Φώτιος Κόντογλου. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα: Γραμμή.

  • Αρχείο Φώτη Κόντογλου (@Fotis Kontoglou)