Οικογένεια, συγγενειακά δίκτυα και οικονομικοκοινωνικές προεκτάσεις

Ο θεσμός της οικογένειας δομημένος με βιολογικά και κοινωνικά κριτήρια, αφορά κατ’αρχήν δύο μη συγγενικά εξ αίματος άτομα, τα οποία με τα κατιόντα μέλη τους συγκροτούν τη μορφή της «πυρηνικής οικογένειας».

Στην πάροδο των αιώνων, διαμορφώθηκαν οικογένειες/οικιακές ομάδες διαφόρων τύπων και μορφών, αναλόγως του κύκλου ανάπτυξης της καθεμιάς, οι οποίες συνυπήρχαν στις τοπικές κοινωνίες, και ως ζωντανοί οργανισμοί  αυξομειώνονταν, εξελίσσονταν και προσαρμόζονταν εξαιτίας βιολογικών ή/και κοινωνικών λόγων κινούμενες σε έναν αέναο «κύκλο ανάπτυξης».

Οι μορφές των οικογενειών δομούνταν αναλόγως της απασχόλησης και των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, ενώ η προσήλωση στη συγγένεια και στις αξίες της, συνιστούσε σταθερό σημείο αναφοράς.

Η τήρηση της παραδοσιακής γαμήλιας τελετουργίας, αφορά στη μύηση και στην κοινωνικοποίησή του ατόμου σε ένα νέο περιβάλλον. Μεταξύ των απαραίτητων λειτουργιών των οικογενειών, είναι η ανατροφή των τέκνων και η κοινωνικο-πολιτιστική ενσωμάτωση όλων των μελών τους, στην κοινότητα που ανήκουν.

Για την τελετουργία του γάμου και τη λειτουργία του ως θεσμός στο: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/-paradosiakos-gamos

Η δομική διάρθρωση κάθε οικογένειας εξαρτάται από τους δεσμούς συγγένειας ή/και ιδιοκτησίας, και αναλόγως των συνθηκών εξελίσσεται ή/και τροποποιείται, ενώ υπάρχει μεγάλη πολυμορφία και διάφοροι τύποι οικογενειών.

Στην Ελλάδα, η συγγένεια συνήθως ισχύει ως τα δεύτερα ξαδέρφια των γυναικών, και τα τρίτα των ανδρών (λόγω διατήρησης του επωνύμου και βαρύτητας της ανδρικής/πατρικής πλευράς).

Στα ευρύτερα συγγενειακά δίκτυα, συμπεριλαμβάνονται και άτομα με συγγένεια θεσμική (και όχι γενετική), ενώ όσον αφορά τις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος «οικιακή ομάδα» περιγράφει ακριβέστερα μία οικογένεια, καθώς μπορεί να συμπεριλάβει και άτομα χωρίς συγγενικούς δεσμούς (π.χ. υπηρέτες).

Σε κάθε περίπτωση ως οικογένεια νοείται ένα σύνολο συγγενών που συστεγάζονται (στο ίδιο ή σε διάφορα οικήματα ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου), ανταλλάσσουν οικιακές υπηρεσίες, μοιράζονται την ιδιοκτησία, συνεργάζονται σε ευρύτερο πλαίσιο, και καταναλώνουν από κοινού.

Στην ηπειρωτική Ελλάδα, διαδεδομένη μορφή οικογένειας ήταν η πολυπυρηνική, η οποία ενίοτε συναντάται και στα Επτάνησα (ενδεχομένως λόγω εσωτερικής μετανάστευσης από τα ηπειρωτικά), ενώ απουσιάζει από τα νησιά του Αιγαίου.

Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια (γνωστή και ως μεγάλη πατριαρχική), στηρίζεται στην αρχή της πατροτοπικότητας (οι νύφες εγκαθίστανται στο σπίτι του πεθερού τους), και συναντάται συχνότερα στην Πίνδο και στον θεσσαλικό κάμπο, ενώ συνδυαστικά με γενιές (ή γένη), συνυπήρχε με ένα είδος «εξαγοράς της νύφης», κυριολεκτικά ή συμβολικά (η οικογένεια του γαμπρού, έδινε στους συμπεθέρους χρήματα ή ζώα).

Ανάλογη μορφή κοινωνικής οργάνωσης (τυπική των μικρών ελληνικών οικισμών προς το τέλος της τουρκοκρατίας), επικρατούσε και στο Ρουμλούκι, όπου οι οικογένειες αποτελούσαν αυτόνομες και αυτοδύναμες κοινωνικο-οικονομικές, παραγωγικές μονάδες, ενώ η διαδοχή και τα κληρονομικά δικαιώματα ήταν πατρογραμμικά προς τους άρρενες, με κάθετη σύνδεση των γενεαλογικών ομάδων.

Εάν μετά τον θάνατο των γονέων, τα αδέρφια εξακολουθούσαν να συμβιώνουν, τότε η οικογένεια μετατρέπονταν σε «αδελφική» ενώ σε κάποιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, συναντάται και η μορφή της πολυσύνθετης πολυπυρηνικής οικογένειας, που συμπεριελάμβανε μέλη από τέσσερις γενιές (έγγαμα ανίψια, εγγόνια κ.λπ.).

Αυτές οι μορφές οικογενείας κυριαρχούσαν σε περιοχές με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, καθώς τα μεγάλα κοπάδια ζώων και ο τρόπος οργάνωσής τους (διαχωρισμός των ειδών των ζώων), απαιτούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών (κυρίως αντρικών), ενώ οι παράλληλες καλλιέργειες δημητριακών  συνεπάγονταν αγρανάπαυση και αποφυγή του πολυτεμαχισμού της έγγειας ιδιοκτησίας. Επιπλέον η πολύωρη εξωτερική απασχόληση των περισσότερων, δημιουργούσε την ανάγκη παραμονής κάποιων μελών στο σπίτι, για τις εσωτερικές εργασίες και τη φροντίδα της οικογένειας.

Η εκτατική και εντατική καλλιέργεια προϊόντων (δημητριακών, αμπελιών, ελαιόδεντρων κ.ά), καθώς και η εμπορευματοποίησή τους, συνέβαλλαν στη διάδοση της αμφιπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας, ιδιαιτέρως σε κάποιες περιοχές της Βοιωτίας, της Αττικής, και της Ηπείρου, καθώς οι περισσότερο εξελιγμένες μορφές οικονομίας, επίσης συνεπάγονται αυξημένες ανάγκες σε εργατικά χέρια.

Εάν δε, στην οικογένεια προηγούνταν τα κορίτσια, ο γάμος επέφερε στην οικογένεια μεγάλη ζημία, και ενδεικνυόταν η λύση του «σώγαμπρου» (πατρο-γυναικοτοπικός γάμος, συνήθως με μικρότερο κύκλο ανάπτυξης καθώς ο γαμπρός συχνά αποχωρεί από την οικογένεια της συζύγου), τουλάχιστον έως ότου ενηλικιώνονταν τα αγόρια της οικογενείας.

Επιπλέον, οι εξελιγμένες μορφές οικονομίας συνήθως καταλήγουν σε διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων και του πλούτου, κατά συνέπεια σε μεγαλύτερη κοινωνική διαστρωμάτωση και πολυμορφία των οικογενειών και του αναπτυξιακού κύκλου τους. Οι διευρυμένες οικογένειες ακολουθούσαν την πορεία της κοινότητας, καθώς αυτή αποτελούσε τον συνδετήριο κρίκο ανάμεσα σ’ αυτές, και την κοινωνία.

Σε αρκετά αιγαιοπελαγίτικα νησιά (και σπανιότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα), κυρίως εξαιτίας της μακροχρόνιας απουσίας που επέβαλε η επαγγελματική απασχόληση των ανδρών με τη θάλασσα, συναντάται η μορφή της μητροπλευρικής οικογένειας-κορμού, που στηριζόταν στον μητρο-γυναικοτοπικό γάμο (ο γαμπρός εγκαθίσταται στο σπίτι της πεθεράς).

Με το θάνατο της μητέρας, το σπίτι κληρονομούσε συνήθως η πρωτότοκη κόρη (κανακαρά), η οποία είχε αυξημένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις (φροντίδα γονιών). Ειδικότερα στην Κάρπαθο, με οικονομία βασισμένη κυρίως στην αγροτική παραγωγή, οι περίπου 40 οικογένειες «κανακάρηδων» αποτελούσαν μια ελίτ γαιοκτημόνων, με μισακάρηδες αγρότες στη δούλεψή τους.

Δεδομένου ότι το κληρονομικό δίκαιο της περιοχής προέβλεπε την μεταβίβαση της περιουσίας στα πρωτότοκα τέκνα (της πατρικής στους γιους και της μητρικής στις κόρες, και συνδυασμένο με την αυστηρή ταξική ενδογαμία, η μόνη επιλογή των υπολοίπων ήταν η μετανάστευση, κατά συνέπεια η μείωση της εργατικής δύναμης του νησιού, ο μαρασμός της αγροτικής οικονομίας του, και τελικώς οι επιγαμίες λόγω και της παρεμβολής της μεσαίας τάξης των εμπόρων.

Στο Σπαρτοχώρι Μεγανησίου, το σύνολο των αξιών που υπαγορεύονταν από τις οικογενειακές ή/και ευρύτερες συγγενικές σχέσεις, αποτελούσε τη βάση αξιολόγησης των ανθρωπίνων πράξεων και διαμόρφωσης των γενικότερων κοινωνικών σχέσεων, ενώ η συνεργασία των αμφιπλευρικών συγγενών, αποτελούσε κοινό γνώρισμα των κατοίκων της Μεσογείου.

Οι οικογενειακές και συγγενειακές αξίες διαπερνούσαν σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, είτε αυτές αφορούσαν ήσσονος σημασίας θέματα (αλληλουποστήριξη συγγενών σε ενδεχόμενη επιχειρηματική, πολιτευτική κ.ά δραστηριότητα), είτε σοβαρότερα ζητήματα (οικονομικές συνεργασίες, μετανάστευση, θέματα πολιτικο-οικονομικής και κοινωνικής τάξης κ.ά).

Σταθερό σημείο αναφοράς και σύνδεσης των διαφόρων όψεων της ζωής στο χωριό, ήταν η προσήλωση των κατοίκων του στην οικογένεια, και στους ευρύτερους συγγενικούς δεσμούς τους, οι οποίοι στον οικιακό χώρο επέβαλλαν στα μέλη της οικογένειας, ρητά δικαιώματα, υποχρεώσεις, και καθήκοντα. Εκτός νοικοκυριού όμως, παρότι γινόταν επίκληση των συγγενικών/οικογενειακών σχέσεων για την εξήγηση σχεδόν όλων των κοινωνικών φαινομένων, στην πραγματικότητα ελάχιστα ήταν αυτά που καθορίζονταν από αυτές.

Σύμφωνα με τον Roger Just, που διεξήγαγε την έρευνα στο Σπαρτοχώρι, παρότι η «οικιακή ομάδα» αποτελεί σημαντικότατη οικονομικο-κοινωνική και ηθική ενότητα, η «οικογένεια» πάντα θα υπερβαίνει τα όριά της, καθότι ουσιαστικά πρόκειται για μια συγγενική συσπείρωση για πρακτικούς λόγους, και παρά την ενότητα που διασφαλίζει η συγγένεια, αυτή ουσιαστικά προκύπτει από την συγκατοίκηση.

Οι συνήθεις κατά το παρελθόν, τύποι της διευρυμένης οικογένειας, στις μέρες μας τείνουν να εκλείψουν, δίνοντας τη σκυτάλη στην πυρηνική, καθώς η αστικοποίηση και η ελεύθερη οικονομία, αποδυνάμωσε την κοινότητα, σταδιακά μείωσε την ανάγκη καταμερισμού εργασιών και από κοινού διαχείριση περιουσίας, και οδήγησε γενικότερα στην τροποποίηση των παραδοσιακών δομών της οικογένειας.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Αλεξάκης, E. (2002). «Οικογένεια», στο Γ. Αικατερινίδης κ.ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Α΄ κεφ. 2, Πάτρα: ΕΑΠ.

  • Θανόπουλος Γ. (2002) «Γάμος» στο Γ. Αικατερινίδης κ.ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Α΄ κεφ. 4, Πάτρα: ΕΑΠ.

  • Just, R. (1998). «Τα όρια της συγγένειας. Συγγένεια και κοινωνικό φύλο σε ένα νησί του Ιονίου». Στο: Ε. Παπαταξιάρχης –Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια (2η έκδοση).

  • Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. (1980). «Για την ιδεολογική αναπαραγωγή των κατά φύλα κοινωνικών διακρίσεων. Η σημειοδοτική λειτουργία της ‘τελετουργίας του γάμου’». Στο: K. Boklund-Λαγοπούλου (εισαγωγή και επιμέλεια), Σημειωτική και Κοινωνία, σσ.159-196. Οδυσσέας: Ελληνική Σημειωτική Εταιρία.

    Φωτογραφίες από:

    Οικογενειακό αρχείο, https://slideplayer.gr, https://www.etsimagazin.com, https://www.arcadiaportal.gr, https://www.daynight.gr, https://atcorfu.com

Ομήρεια