Εθνο-γλωσσο-θρησκευτικές ομάδες και μουσικοχορευτικές παραδόσεις

Πομπή βλάχικου γάμου προς Σιδηρόκαστρο, με συνοδεία γκάιντας το 1925. (φωτο από http://vlahoi.net/)

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ταυτότητα των πληθυσμιακών ομάδων (μιλιέτ) ήταν θρησκευτική, ανεξαρτήτως των γλωσσικών τους υποδιαιρέσεων. Συνεπώς το σύστημα περιελάμβανε ομόδοξους, ετερόδοξους και αλλόθρησκους, ομόγλωσσους ή ετερόγλωσσους. Το κυρίαρχο τουρκικό μιλιέτ ενσωμάτωνε εκτουρκισμένους γλωσσικά ή/και εθνικά ντόπιους πληθυσμούς διαφόρων αναλογιών. Η γλώσσα και η πολιτισμική παράδοση όμως απέκτησε μεγάλη σημασία όταν δημιουργήθηκαν τα «έθνη-κράτη» καθώς πλέον οι λαοί εντάσσονταν σε ομάδες που αντιδιαστέλονταν με άλλες, χωρίς να ιεραρχούνται με σαφήνεια οι παράγοντες που διέπουν τις ταυτότητες και τις ετερότητες.

Αρκετές από τις μουσικές παραδόσεις των ομάδων του ευρύτερου βαλκανικού χώρου είναι συνθέσεις και συνδυασμοί διαφόρων στοιχείων, ενώ σημαντικότατος παράγοντας υπήρξε ο θρησκευτικός, λόγω της συγκεκριμένης γλώσσας και μουσικής που χρησιμοποιούνται στις τελετές. Τα βαλκανικά κράτη στην προσπάθειά τους να αφομοιώσουν τις συνυπάρχουσες διαφορετικές ομάδες, στόχευσαν κυρίως στους ομόδοξους και ομόγλωσσους και αφού η θρησκευτική αφομοίωση αποδείχτηκε δυσχερής, επικεντρώθηκαν στη γλωσσικο-πολιτιστική.

Η πολιτική αυτή όμως οδήγησε τις διάφορες γλωσσικές ομάδες των Βαλκανίων να παγιδευτούν σε θρησκευτικά όρια με συνέπεια την διάσπασή τους σε υποομάδες. Έτσι τα πολιτισμικά τους στοιχεία αναλόγως των μνημών και των αναφορών τους, άλλοτε συμπίπτουν κι άλλοτε είναι εντελώς ασύμβατα. Συνεπώς προσεγγίζονται αναλόγως των στοιχείων και των μοτίβων που συνθέτουν τις παραδόσεις τους καθώς αυτές δεν οριοθετούνται από ενιαία κρατικά σύνορα αλλά:

- Συμπίπτουν με ενιαία γλωσσικά/διαλεκτικά ή θρησκευτικά όρια.
- Μοιράζονται ανάμεσα σε γειτονικές ομάδες ενταγμένες σε γεωγραφικές ενότητες. 
- Συγκροτούνται από ανθρώπους που έχουν αναφορές σε διαφορετικά πολιτισμικά κέντρα σε γλωσσικό, θρησκευτικό κρατικό ή άλλο επίπεδο (π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες, νομάδες κ.ά).
- Οι επί μέρους «νησίδες» διαφορετικών περιβαλλόντων είναι διάσπαρτες χωρίς κεντρική αναφορά. 
- Αποτελούν  μικρές, μεμονωμένες ομάδες, γεωγραφικά συμπαγείς. 
- Προσαρμόζονται ή συγχωνεύονται προς αντίστοιχα στοιχεία άλλων ομάδων γειτονικών και μη, με τις οποίες τις συνδέουν ισχυροί δεσμοί (θρησκευτικοί, γλωσσικοί ή ακόμα και ανοχής). 
- Αναμειγνύονται και αλληλεπιδρούν μέσω πλανόδιων επαγγελματικών μουσικών. 

Οι ετερόγλωσσες ομάδες υπό την ιδεολογική κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας, είτε συμμετείχαν στις ανταλλαγές πληθυσμών (κ.ά. μετακινήσεων), είτε συρρικνώθηκαν γεωγραφικά, με αποτέλεσμα την χαλάρωση του γλωσσικού τους ιδιώματος και της αύξησης της διγλωσσίας.

Τα πολιτισμικά στοιχεία αυτών των ομάδων υπήρξαν αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης με το κράτος, ενώ σε ό,τι αφορά στη μουσική, η γλωσσική συρρίκνωση επέφερε μείωση του ρεπερτορίου των οικείων γλωσσών και αντικατάστασή του, από τα γεωγραφικά κοντινά ελληνόφωνα ρεπερτόρια με διατήρηση μόνο ενός συμβολικού μικρού μέρους τους (με εξαίρεση τους μουσουλμάνους της Θράκης, και τους Τουρκοκύπριους).

Αρβανίτες

Αρβανίτες ονομάζονται οι ομάδες που μιλούν σε διάλεκτο ή μορφή της αλβανικής γλώσσας. Οι Αρβανίτες της Ελλάδας είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, και χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: 
- Εκείνοι που κατοικούν στα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους πριν το 1830 και η γλώσσα τους προέρχεται από μεσαιωνικές νοτιοδυτικές αλβανικές διαλέκτους αποκομμένες από την κυρίως αλβανική γλώσσα πριν αυτή ονομαστεί «Σκιπ», και οι ομιλώντες της «Σκιπτάρ».
- Όλες οι ομάδες Αρβανιτών των «Νέων ελληνικών Χωρών» ( Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη).

  • Οι Αρβανίτες της «Παλαιάς Ελλάδας» είναι η πολυπληθέστερη ελληνική ομάδα Αρβανιτών και κατοικούν στη νοτιοανατολική Στερεά Ελλάδα (Βοιωτία, Λοκρίδα, Αττική (εκτός Μεγάρων και Αθήνας), στον Αργοσαρωνικό (εκτός Αίγινας), στη νότια Εύβοια, στην Άνδρο και στην Πελοπόννησο (Αργολιδοκορινθία, Παναχαϊκό, Άραξο, Τριφυλία, Λακωνία). Μετανάστευαν στη νότια Ελλάδα, κατά τον 14ο-15ο αι. (ή και νωρίτερα), ως αποτέλεσμα εποικισμού των αραιοκατοικημένων περιοχών, κατόπιν αποφάσεων των Φλωρεντινών ηγεμόνων των Αθηνών, των Βενετσιάνων της Εύβοιας, των Καταλανών, των Φράγκων της Πελοποννήσου, των Οθωμανών κ.ά, και συμπεριλήφθηκαν στο πρώτο ελληνικό κράτος, κατά την ίδρυσή του.

Τα τραγούδια τους εντάσσονται στο ευρύτερο παραδοσιακό ιδίωμα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, χωρίς να έχουν στεγανά όρια, με ύφος ανάλογο με την περιοχή. Π.χ. Για τους Αρβανίτες των Κυκλάδων, το ύφος είναι νησιώτικο, της Αττικής έχουν το τοπικό ύφος της περιοχής που βαθμιαία αλλάζει σε ρουμελιώτικο όσο ανεβαίνουμε βορειότερα κ.ο.κ. Ειδικό μουσικό γνώρισμα των αρβανίτικων τραγουδιών αποτελεί το λιτό, δωρικό τους ύφος, χωρίς μοιρολατρική διάθεση ακόμα και στη λύπη, ενώ οι τραγουδιστές δεν καταφεύγουν σε «τσαλκάντζες» (διαρκή μελίσματα), ούτε έχουν «έρπουσα διάθεση». Οι ρυθμοί είναι σκληροί, αυστηροί, με στεριανή διάθεση. Ο καλαματιανός τους τείνει προς ένα διαφορετικό ρυθμικό σχήμα από της Ν. Ελλάδας, ενώ απουσιάζει τελείως το τσιφτετέλι και οι ανατολίτικοι ρυθμοί (π.χ. καρσιλαμάς), όπως άλλωστε και από τη ρουμελιώτικη και μοραΐτικη μουσική παράδοση γενικότερα.

Τα περισσότερα αρβανίτικα τραγούδια (στα οποία έχουν εντοπιστεί και αρχαϊκά στοιχεία), είναι ερωτικά και γαμήλια, όμως υπάρχουν και σκωπτικά, εργασιακά, αποκριάτικα και μοιρολόγια (κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου), ενώ εντοπίστηκαν ένα κλέφτικο και δύο ιστορικά. Παλαιότερα συνοδεύονταν με πίπιζα ή φλογέρα και νταούλι, ενώ μετά το 1830, προστέθηκε κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι, και στη Σαλαμίνα (ενδεχομένως επηρεασμένα από τα πειραιώτικα ρεμπέτικα) με λύρα, λαούτο και ταμπουρά.
Από την εποχή του Όθωνα τα αρβανίτικα τραγούδια, ξεκίνησαν να μεταγλωττίζονται στα ελληνικά (ενδεχομένως και αντιστρόφως σε κάποιες περιπτώσεις), ενώ από το 1974 Αρβανίτες επαγγελματίες τραγουδιστές δισκογράφησαν δημοτικά τραγούδια στη γλώσσα τους (κάποια σε ελληνικές μελωδίες).

  • Οι Αρβανίτες της Ηπείρου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αρβανίτικη ομάδα. Εκτείνεται στα δυτικά (Τσαμουριά), περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των δυτικών του νομού Θεσπρωτίας, το βόρειο του νομού Πρέβεζας, λίγα χωριά της ΝΔ περιοχής του νομού Ιωαννίνων. Η περιοχή τους συνορεύει με την Αλβανία και η διάλεκτός τους είναι η τσάμικη (νοτιότερη διάλεκτος της κυρίως αλβανικής γλώσσας που όμως έμεινε εκτός της επίσημης αλβανικής), που στα ελληνικά αποκαλείται «αρβανίτικη» και στα αρβανίτικα, «Σκιπ».
    Η μουσική τους εμποτισμένη με τα χαρακτηριστικά του τόπου κατοικίας τους, συγγενεύει με αυτή της νότιας Αλβανίας. Άλλωστε πρόκειται για πολιτισμικά ενιαία περιοχή, με από χιλιετίες κυρίαρχη την πεντατονική πολυφωνία. Όμως η σύγχρονη μορφή των τραγουδιών δέχτηκε ισχυρές επιδράσεις από την ελληνόφωνη μουσική της νότιας Ηπείρου (Άρτας και Πρέβεζας). 

Παρότι υπήρχαν πολλά αρβανίτικα τραγούδια, που εξακολουθούν να ακούγονται στα πανηγύρια και στους εορτασμούς, μόνο τρία εκδόθηκαν στο εμπόριο. Σύμφωνα με μαρτυρίες το μεγάλο ρεπερτόριο των δύο συνυπαρχουσών θρησκευτικών ομάδων συρρικνώθηκε συνειδητά από τους ίδιους, ιδίως μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων, προφανώς ως συνακόλουθο της γενικότερης συρρίκνωσης της γλωσσικής ομάδας.

  • Οι Αρβανίτες της Φλώρινας και του Πληκατιού Κόνιτσας είναι μετανάστες του 19ου αι. από την κοιλάδα της αλβανικής Κολόνιας και του χωριού Πληκάτι της Κόνιτσας που μετεγκαταστάθηκαν στο Φλάμπουρο, στη Δροσοπηγή και παλαιότερα στο Λέχοβο. Η ευρύτερη περιοχή είναι σλαβόφωνη όμως στα τρία χωριά επικρατεί η αλβανόφωνη τοσκική διάλεκτος της Κορυτσάς με την οποία έχουν κοινό μουσικό ιδίωμα.

Υπάρχουν αρκετά τραγούδια της ξενιτιάς και ιστορικά, ενώ κάποια από τα αρβανίτικα, τραγουδιούνται και στη βλάχικη γλώσσα με την ίδια μελωδία. Πολλά γαμήλια τραγούδια εκτελούνται από μονοφωνική χορωδία, αλλά υπάρχουν και μονωδίες. Αρκετά από τα ιστορικά και ερωτικά τραγούδια έχουν πολυφωνική μορφή που υφολογικά μοιάζει με αυτή της Κορυτσάς, της Λάκκας Πωγωνίου και της Κολόνιας και συνήθως έχουν ιερατικό ύφος χωρίς συνοδεία οργάνων.

Τα γαμήλια χορευτικά τραγούδια με κυρίαρχο μουσικό όργανο το κλαρίνο και έχοντας ως υπόστρωμα μπάντα από χάλκινα, περιλαμβάνουν: Τον τσάμικο, τον καλαματιανό, το χασάπικο, τον μπεράτικο που χορεύεται μόνο στη Δροσοπηγή και στο Φλάμπουρο, και παρότι πιο αργός, μελωδικά μοιάζει με τον «πουστσένο» (ζωηρός χορός των σλαβόφωνων περιοχών της Φλώρινας), το «μετρίς» που είναι είδος χορού τριών βημάτων, δετού απ’ τους καρπούς και αγαπητού στους γέροντες.

  • Αρβανίτες της Θράκης ήρθαν ως πρόσφυγες στον Έβρο από την Αδριανούπολη της Ανατ. Θράκης, το 1923. Εγκαταστάθηκαν στην Παραδημή (χωριό της Κομοτηνής) και σε κάποια χωριά των Σερρών, ενώ στις Μάντρες του Κιλκίς υπάρχει συγγενικό χωριό προερχόμενο από τη Μαντρίτσα της Βουλγαρίας. Οι Αρβανίτες της Θράκης, με αρχική προέλευση την νοτιοανατολική Αλβανία, μετανάστευσαν πολύ αργότερα απ’ αυτούς της Ν. Ελλάδας.

Η μουσική και οι χοροί τους (παϊντούσκα, ζωναράδικος, μαντηλάτος) έχουν τον θρακιώτικο χαρακτήρα ιδιαιτέρως στα αργά καθιστικά τραγούδια. Παλαιότερα κυρίαρχο όργανο ήταν η γκάιντα, ενώ πλέον οι ορχήστρες αποτελούνται από νταούλι ή τουμπερλέκι, κλαρίνο, και μπουζούκι. Τα τραγούδια δεν μεταγλωττίζονται στα ελληνικά, και πολλά απ’ αυτά τραγουδιούνται χωρίς όργανα από γυναικείες ομάδες σε φωνητικό χρώμα που παραπέμπει στις βουλγάρικες.

Η μουσική και οι χοροί τους (παϊντούσκα, ζωναράδικος, μαντηλάτος) έχουν τον θρακιώτικο χαρακτήρα ιδιαιτέρως στα αργά καθιστικά τραγούδια. Παλαιότερα κυρίαρχο όργανο ήταν η γκάιντα, ενώ πλέον οι ορχήστρες αποτελούνται από νταούλι ή τουμπερλέκι, κλαρίνο, και μπουζούκι. Τα τραγούδια δεν μεταγλωττίζονται στα ελληνικά, και πολλά απ’ αυτά τραγουδιούνται χωρίς όργανα από γυναικείες ομάδες σε φωνητικό χρώμα που παραπέμπει στις βουλγάρικες.

Βλάχοι

Πρόκειται για πολυπληθή εθνοπολιτισμική βαλκανική ομάδα με νεολατινική γλώσσα (ανατολική ρωμανική). Σε μεγάλο μέρος της προέρχεται από ελληνικές περιοχές και διακρίνεται σε τρεις κύριες κατηγορίες: 

  • Βλάχοι της Πίνδου, του Γράμμου, του Ολύμπου και Μοσχοπολίτες, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται Arman και τη γλώσσα τους Armaneshti. Οι βλάχικες «μητροπολιτικές εστίες» βρίσκονται στις περιοχές της κεντρικής Πίνδου, νότια ως το Γαρδίκι Τρικάλων και Ματσούκι Ιωαννίνων, και βόρεια ως τη Φούρκα Κόνιτσας, περιλαμβάνοντας πλήθος χωριών με μερικά ακόμα που βρίσκονται σε περιοχές του Γράμμου (στην ελληνική πλευρά σήμερα), και του Ολύμπου, ενώ πέντε παλιότερα χωριά τους, βρίσκονται στα ορεινά της δυτικής Μακεδονίας. Οι οικισμοί τους, κατοικούνται από αιώνες, βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο και έχουν εξειδικευθεί στη πατροπαράδοτη μεταναστευτική κτηνοτροφία. Όλες οι νεότερες μετεγκαταστάσεις σε κάμπους και πόλεις των Βαλκανίων, ξεκίνησαν από τις παραπάνω εστίες. Οι Βλάχοι της Πίνδου (από Γαρδίκι έως τα χωριά της Σαμαρίνας), έχουν ένα μείγμα στερεοελλαδίτικης/ηπειρωτικής/θεσσαλικής/νότιας μακεδονικής/γρεβενιώτικης παράδοσης, με πεντατονία ιδίως σε κάποια απ’ τα τραγουδια τους.

Τα τραγούδια των Γραμμουστιάνων ξεχωρίζουν αισθητά, σε κάποιες περιπτώσεις και κατά τη διασπορά τους. Η παράδοση των Μοσχοπολιτών της Αλβανίας και των Βλάχων των μακεδονικών πόλεων, περιλαμβάνει πολλά τραγούδια, κυρίως αστικά.

  • Αρβανιτόβλαχοι ή Βλάχοι της Αλβανίας που αυτοαποκαλούνται Rman με γλώσσα Romanesti, ενώ αυτοί που ακόμα βρίσκονται γεωγραφικά κοντά στην Αλβανία αυτοαποκαλούνται με διάφορα ονόματα με κυρίαρχο το Φαρσερότ. Μιλούσαν βλάχικα και ως 2η γλώσσα αλβανικά, αντίθετα με όσους είχαν εγκατασταθεί παλαιότερα στην Ελλάδα (Ακαρνανία και Θεσσαλία), οι οποίοι έπαψαν να μιλούν αλβανικά πολύ νωρίς. Στην μουσική τους παράδοση έχουν διατηρήσει την πολυφωνία και την πεντατονία που πλησιάζει στο τόσκικο μέλος. 

  • Μεγλενίτες οι οποίοι αυτοαποκαλούνται Vlah με γλώσσα Vlasesti, που μοιάζει περισσότερο με τα ρουμάνικα παρά με άλλες γλώσσες. Οι Μεγλενόβλαχοι (ή Καρατζοβαλήδες Βλάχοι), δεν αποτελούσαν μεταναστευτικούς γεωργο-κτηνοτρόφους, όπως οι άλλοι και ζουν στην Καράτζόβα (ή Μογλενά), ορεινή περιοχή στις δύο πλευρές των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων. Πολιτισμικά συγγενεύουν με τις γειτονικές σλαβόφωνες περιοχές, με τις οποίες άλλωστε συμβιώνουν. Η μεγλενίτικη μουσική παράδοση διαφέρει απ’ τη σλαβόφωνη μόνο στη γλώσσα, παρότι όλα τα χωριά των Βλάχων έχουν πολλά δικά τους τραγούδια. Με τις μετεγκαταστάσεις τους, συνήθως δέχονταν επιδράσεις και τελικώς υιοθετούσαν την παράδοση και το μουσικό ύφος της νέας περιοχής.

Η βλάχικη μουσική είναι κοντά με την ελληνόφωνη ηπειρώτικη, θεσσαλική και μακεδονική μουσική παράδοση. Σε ό,τι αφορά στους Βλάχους του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου, η μουσική τους δεν ξεχωρίζει απ’ την ελληνική, όμως βορειότερα υπάρχει σαφής διαφοροποίηση, Οι Βλάχοι εγκαταστάθηκαν σε πόλεις αρκετά νωρίς και επίσης νωρίς υιοθέτησαν και ελληνικά τραγούδια σε αντίθεση με τους ελληνόγλωσσους προς το βλαχόφωνο ρεπερτόριο.

Κατά καιρούς αφομοιώνονταν από τα περιβάλλοντα που βρίσκονταν (ελληνόφωνα ή σλαβόφωνα), διαρκώς όμως ανατροφοδούνταν από τις ‘μητροπολιτικές εστίες’ των ορεινών χωριών τους. Οι νεότερες εγκαταστάσεις έγιναν τον 17ο-18ο αι. όμως η διατήρησαν αυστηρά την ενδογαμία μέχρι και δύο γενιές πριν.

Σλαβόφωνοι

Κατοικούν στη Μακεδονία, σε περιοχή με διακριτά όρια έως και σήμερα παρά την αποχώρηση των σλαβόφωνων πληθυσμών (μουσουλμάνων και χριστιανών), και την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Ανατ. Θράκης, Μ. Ασίας, Ρωσίας και Βουλγαρίας. Το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού (και μερικώς του μουσουλμανικού της ανταλλαγής του 1923) της Μακεδονίας, μιλούσε σλάβικες διαλέκτους, των δυτικών ιδιωμάτων. 

Το μουσικό τους ιδίωμα είναι ίδιο με το σλαβικό της νότιας Βαλκανικής (Σκοπίων και δυτικής Βουλγαρίας), όμως αναγκάστηκαν να απαρνηθούν τα στοιχεία της εθνοπολιτισμικής τους ομάδας προκειμένου να τους επιτραπεί η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό. Σήμερα, σπανίως ακούγονται δημοσίως τραγούδια στα σλαβικά αν και προσφάτως στα πανηγύρια παίζονται κάποια νεοδημοτικά. Πρόκειται για αυτόνομη μουσική παράδοση με εμφανείς διαφορές από την ελληνόγλωσση.

Όλη η σλαβόφωνη περιοχή συνδέεται γλωσσικά και παρά τις διαφορές μεταξύ των διαλέκτων, μπορούν να συνεννοηθούν με τους κατοίκους των άλλων χωριών. Σε κάποιες περιοχές (ειδικά Καστοριάς και Σερρών), μέσω των ελληνικών σχολείων από τον 19ο αι., υπήρξε ροπή προς υιοθέτηση εκτός της γλώσσας και ελληνικών τραγουδιών εθνικού περιεχομένου από τους ελληνόφρονες Σλαβόφωνους. Αντιστοίχως όμως και ροπή προς τα βουλγάρικα τραγούδια μέσω των βουλγάρικων σχολείων που λειτουργούσαν.

Δυτικά απ’ τον Αξιό όπου οι Σλαβόφωνοι ήταν περισσότεροι, πολλά τραγούδια εμφανίζουν και αστική προέλευση (κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας που γειτονεύει με το Μοναστήρι), και κινούνται σε διατονικό γένος με πολυσύνθετους «άλογους» ρυθμούς, ενώ τα κάλαντα ανήκουν στις «χασμωτικές» μελωδίες.

Παρότι η προφορική τους γλωσσική παράδοση υπάρχει σε ιδιωτικό επίπεδο, τα τραγούδια τους συνήθως παίζονται χωρίς τα λόγια του παρελθόντος, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες κάποια τραγούδια κυρίως στην ανατολική Μακεδονία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.

Οργανικά παίζονται με γκάιντα, φλογέρα και κρουστά (ανατολικά κυρίως νταϊρές, δυτικά νταούλι), ζουρνά (συνήθως από Γύφτους), σουπίλκα (φλογέρα), και γκλασνίτσα (διπλή φλογέρα, σήμερα μόνο στο Παγονέρι Δράμας), τρίχορδο ταμπουρά (Σιδηρόκαστρο). Η γκάιντα χρησιμοποιείται κυρίως στην ανατολική Μακεδονία, από τους Σλαβόφωνους, αλλά και από τους Ελληνόφωνους και τους Μεγλενίτες, ενώ σε κάποιες περιοχές υπάρχει η μακεδονίτικη λύρα (αχλαδόσχημη) που μοιάζει με τη θρακιώτικη λύρα αλλά και τη βουλγαρική γκαντούλκα.

Τα χάλκινα της δυτικής Μακεδονίας ίσως προέρχονται από την περιοχή Καστοριάς-Μοναστηρίου κατόπιν αντικατάστασης ή των «ιντζέ σαζ» (αστική κομπανία στην Ευρωπαϊκή Τουρκία με ούτι, κλαρίνο, νταϊρέ, βιολί, ενίοτε και κανονάκι και σαντούρι), ή της γκάιντας και του ζουρνά.

Μουσουλμάνοι Δυτ. Θράκης και Δωδεκανήσου

Από την οθωμανοκρατία και μετά, στα σημερινά ελληνικά εδάφη ζούσαν πολλοί Τούρκοι μουσουλμάνοι που μετεγκαταστάθηκαν από την Ανατολή, αλλά και εξισλαμισμένοι ντόπιοι πληθυσμοί που μιλούσαν διάφορες γλώσσες, χωρίς να αποτελούν ομοιογενή ομάδα γλωσσικά, εθνοτικά, και φυσικά ούτε «εθνικά».

Στην Ελλάδα παρέμεινε ο τουρκόφωνος μουσουλμανικός πληθυσμός της δυτικής Θράκης, στον οποίο προστέθηκε και ο μικρότερος της Ρόδου και της Κω το 1947, όταν προσαρτήθηκαν τα Δωδεκάνησα, ενώ ενσωματώθηκαν και κάποιοι ελληνόφωνοι Τουρκοκρητικοί που βρέθηκαν στα Δωδεκάνησα μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στη Ροδόπη ζουν και σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι βουλγαρικών διαλέκτων (ομάδας Ρούπσκι), οι Πομάκοι, που σταδιακά εκτός από τα βουνά, εγκαθίστανται στα πεδινά και στις πόλεις (εντός και εκτός Θράκης).

Τα τραγούδια τους, ανήκουν σε παλαιά παράδοση και είναι σχεδόν ίδια με τα τουρκικά της Βουλγαρίας και των Σκοπίων, με στίχους της δυτικοθρακικής εκδοχής τουρκικο-βαλκανικής διαλέκτου («Ρουμελιώτικης»). Πρόκειται κυρίως για καθιστικά τραγούδια, διατονικού γένους με όλα τα ανατολίτικα γνωρίσματα (έλξεις, αποκλίσεις από το κύριο μακάμ κ.α.). Οι βουλγαρόφωνοι Έλληνες μουσουλμάνοι διατηρούν δική τους σλαβική παράδοση κοινή με των κατοίκων της βουλγαρικής Ροδόπης, ενώ μεγάλες είναι οι ομοιότητες με τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική της ελληνικής Θράκης. Παρά ταύτα, η οθωμανική κουλτούρα και η τούρκικη γλώσσα, γενικώς υπερισχύουν, συνεπώς και η τουρκική μουσική παράδοση κυριαρχεί στις θρησκευτικού χαρακτήρα εκδηλώσεις, με την σλαβόφωνη να αφορά (όλο και σπανιότερα) μόνο σε ιδιωτικές εκδηλώσεις.

Όσον αφορά στα μουσικά όργανα, η γκάιντα εδώ και μερικές δεκαετίες δεν χρησιμοποιείται πια, ενώ ο τρίχορδος ταμπουράς γενικότερα έχει αντικατασταθεί από σάζι και μπουζούκια. Παρά ταύτα παίζεται σε θρησκευτικά πανηγύρια και τελετές στο νομό Έβρου, όπως και ο ζουρνάς, που στους γάμους και στις περιτομές συνοδεύεται κι από νταούλι «ζυγιά» (που συναντάται γενικώς στη βόρεια Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στην Τουρκία). Στους μουσουλμανικούς χορούς συνηθίζονται οι συρτοί, οι καρσιλαμάδες και ο ζεϊμπέκικος, και στη νεότερη παράδοση το τσιφτετέλι. Η τουρκική αστικολαϊκή μουσική δεν επιδρά ιδιαιτέρως στη Θράκη πλέον, ακολουθώντας την ελληνική εξέλιξη από το 1970. Ο ζουρνάς παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στο κλαρίνο με γενίκευση του αρμονίου, των ντραμς κ.ά, και οι μουσικές συνήθειες των μουσουλμάνων της Θράκης ακολουθούν τις τουρκικές. Στα Δωδεκάνησα, οι κατά πλειοψηφία δίγλωσσοι μουσουλμάνοι, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη μουσική παράδοση, εκτός από τα  εθιμικά τραγούδια των τελετουργιών τους.

Ρομά

Οι Ρομά αποτελούν σύνδεσμο μεταξύ μεγάλου μέρους της βαλκανικής και μικρασιατικής μουσικής, ιδίως σε ό,τι αφορά στα χορευτικά τραγούδια, και την ελλαδική οργανική μουσική. Δεν χαρακτηρίζονται βάσει της θρησκείας τους (ορθόδοξοι χριστιανοί και μερικοί μουσουλμάνοι), αλλά τους ενώνει ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα τους.

Στην Ελλάδα μιλούν και τραγουδούν κυρίως σε δυο ομάδες διαλέκτων της ινδικών καταβολών Ρομανί (μεταξύ των οποίων και οι αγροτικοί πληθυσμοί τους στην ανατ. Μακεδονία-κυρίως στο Ν.Σερρών), και ορισμένοι Ρουμάνικα ή/και Τούρκικα. Οι χριστιανοί Ρομά/Γύφτοι που ζουν σε διάφορες αγροτικές ή/και αστικές περιοχές της δυτ. Μακεδονίας, της δυτ. Στερεάς και Πελοποννήσου αλλά και οι μουσουλμάνοι της Θράκης κατέχουν την τέχνη του ζουρνά, γκίκα (λύρα σε χωριά των Σερρών), και άλλα όργανα, ενώ οι Σερραίοι εδραίοι αγρότες Γύφτοι, έχουν δική τους γλωσσική μουσική παράδοση.

Παρά ταύτα, οι επαγγελματίες μουσικοί, παίζουν στη γλώσσα ή στο ιδίωμα της περιοχής που γίνεται η εκδήλωση στην οποία τους καλούν, επενεργώντας καθοριστικά στη μουσική ζωή της ευρύτερης περιοχής, καθώς μπολιάζουν με δικά τους στοιχεία τις τοπικές παραδόσεις και εμπλουτίζουν παράλληλα τη δική τους, ενώ μεταφέρουν διαφορετικό ύφος και υλικό από τόπο σε τόπο.

Εβραίοι

Ρωμανιώτικα είναι τα τραγούδια των Εβραίων που οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα ή την πρώιμη βυζαντινή εποχή και έχουν αφομοιωθεί γλωσσικά, εδώ και αιώνες.
Σεφαραδίτικα είναι τα ισπανόγλωσσα λαϊκά και δημοτικά τραγούδια των Σεφαραδιτών Εβραίων του γενικότερου μεσογειακού χώρου. Πρόκειται για απογόνους των εκδιωγμένων (1492-1497) Εβραίων της ιβηρικής χερσονήσου οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, και ανέπτυξαν κοινότητες, με κοινή γλώσσα τα ισπανικά, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, το Σεράγεβο και σε πολλές άλλες πόλεις.

Εβραϊκές κοινότητες υπάρχουν κυρίως στη Θεσ/νίκη αλλά και στις περισσότερες πόλεις της βόρειας Ελλάδας, με βασική συνιστώσα τους Σεφαραδίτες ή Ισπανοεβραίους. Όσοι επέζησαν του Ολοκαυτώματος εξακολουθούν να μιλούν μια μεσαιωνική μορφή των Καστιλιάνικων (Ισπανικών) που οι ίδιοι αποκαλούν Τζιουντέσμο, Σπανιόλ ή Τζουντεοεσπανιόλ και η οποία αναμειγνύει στοιχεία της εβραϊκής, τουρκικής και ελληνικής γλώσσας. Η μουσική τους παράδοση είναι αστική και περιέχει τραγούδια αλά τούρκα και αλά φράγκα και παιζόταν με όργανα «ιντζέ σαζ». 
Οι Ασκεναζίμ ή Γερμανοεβραίοι σε ορισμένα τραγούδια τους χρησιμοποιούν μία γλώσσα γερμανο-πολωνο-ρωσο-ρουμανο-εβραϊκής μείξης, την Γίντις, παρότι στην Ελλάδα δεν μιλήθηκε ποτέ, και μάλλον αφορά την ευρύτερη εβραϊκή παράδοση που περιλαμβάνει τους περιπλανώμενους Εβραίους μουσικούς της κεντρικής Ευρώπης, Γκλεζμορίμ.

Σε κάθε περίπτωση η εβραϊκή μουσική παράδοση αλληλεπέδρασε με την ελληνική δημοτική και ρεμπέτικη τόσο στο ρυθμό και στις μελωδίες, όσο και στη θεματολογία κυρίως από την ελληνική προς την εβραϊκή πλευρά, αν και υπήρχαν και περιπτώσεις (κυρίως στη Θεσ/νίκη που ως το 1912 ο μισός πληθυσμός της ήταν εβραϊκός), που συνέβη και το αντίστροφο.

Για παράδειγμα Το ‘μια βοσκοπούλα αγάπησα’ που συνήθως θεωρείται ελληνικό δημοτικό, είναι ισπανο-εβραϊκό, ενώ και άλλα τραγούδια αντίστοιχης προέλευσης κατά καιρούς εμφανίζονται ως ελληνικά (ορισμένες φορές ως δημιουργίες επωνύμων συνθετών). Πολλά ρεμπέτικα και Γίντις τραγούδια μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, ή τραγουδιούνται στα ελληνικά αλλά και στα Γίντις και στα τουρκικά (π.χ. ‘Τσοπανάκος’,‘Έχε γεια Παναγιά’). Ορισμένες εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας (Κέρκυρα, Γιάννενα, Βόλος, Χαλκίδα κ.ά.), ήταν ελληνόφωνες («ρωμανιώτικες») και τραγουδούσαν ό,τι και οι Έλληνες της περιοχής τους, ενώ γιαννιώτικα τραγούδια (ελληνόγλωσσα), υπάρχουν στο Μουσείο Εβραϊκής Διασποράς του Τελ Αβίβ. Υπάρχει επίσης η μαρτυρία ενός Εβραίου της Άρτας που αναφέρει πως στους γάμους τους τόσο το ρεπερτόριο όσο και οι μουσικοί ήταν οι ίδιοι με των Χριστιανών συμπατριωτών τους.

Άλλες, μη ελληνόφωνες χριστιανικές ομάδες

Στις κατηγορίες μη ελληνόφωνων τραγουδιών ανήκει και αυτή που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, μέσω των προσφύγων (από Τουρκία, ΕΣΣΔ και Βουλγαρία). Παρότι επρόκειτο για Έλληνες που ήρθαν είτε κυνηγημένοι, είτε μέσω της ανταλλαγής πληθυσμών, ή ακόμα και από επιλογή, μαζί τους έφεραν και την μη ελληνόφωνη μουσική τους παράδοση.

Βασικότερες τουρκόφωνες ομάδες της Μ. Ασίας υπήρξαν οι οι Καραμανλήδες,οι Μπαφραλήδες και οι Προυσαλήδες, ενώ οι Ανατολικοθρακιώτες Γκαγκαβούζηδες, (Βουργαροθρακιώτες τουρκόφωνοι χριστιανοί καταγόμενοι από τη Βάρνα) μετέφεραν κυρίως αστικά τραγούδια αναλόγως της περιοχής που κατοικούσαν. Στα χωριά που εγκαταστάθηκαν εξακολουθούν να ακούγονται αγροτικά και αστικά τραγούδια στα τουρκικά. Τουρκόφωνοι ήταν επίσης οι Τσαλκαλήδες (Πόντιοι από τη Γεωργία-πρώην ΕΣΣΔ), ενώ υπάρχουν και λίγοι αραβόφωνοι που ήρθαν από τη νότια Μικρασία και μάλλον η μουσική τους παράδοση δεν έχει διασωθεί.

Με τους ανταλλάξιμους τουρκόφωνους χριστιανούς ορθοδόξους, ήρθαν από δύο χωριά και κουρδόφωνοι, οι οποίοι τώρα ζουν στην Καλογρέζα και σε κάποια μακεδονικά χωριά, και έχουν τραγούδια σε διάλεκτο Κουρμαντζί.

Υπάρχει επίσης και η κατηγορία των αρμενόφωνων ή Αρμενορωμιών ή Χάιχου-ρούμηδων (απ’ το Χάικ=Αρμένης και Ρουμ/Ρωμιός) που ζουν διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα. Ηχογραφήσεις αρμενόφωνων ορθοδόξων της Βιθυνίας, έχουν γίνει από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το 1962 στην βόρεια Εύβοια.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Μωραϊτης Θ., στο: Γράψας Ν., Γρηγορίου Ν., Δραγούμης Μ., Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Λούντζης Ν., Μανωλιδάκης Γ., Μωραϊτης Θ., Ρωμανού Κ., Σαρρής Χ., Τζάκης Δ., Τσάμπρας Γ., Τυροβολά Β. (2003), Ελληνική Μουσική Πράξη: Λαϊκή Παράδοση - Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ΄, Πάτρα: Ε.Α.Π.

  • Μπίρης Κ., Αρβανίτες-Οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού-Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, Εκδ. Μέλισσα, 2010.

  • Γούναρης Β., Κουκούδης Α., «Από την Πίνδο έως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», περ. Ίστωρ, τεύχ. 10 (1997).

  • Στούκας Μ., Εφημερίδα Πρώτο Θέμα: https://www.protothema.gr/stories/article/803227/oi-arvanitovlahoi-remenoi-vlahoi/

  • Σελλά-Μάζη Ελ., Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες, Εκδ. Λειμών, 2016.

Ομήρεια