Επικά είδη του δημοτικού τραγουδιού (ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά)

Η ζωντανή παράδοση ως δυναμική έκφραση του λαϊκού πολιτισμού, συνέβαλλε στη διατήρηση της συλλογικής ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής του ελληνισμού συμπυκνώνοντας αιώνες εμπειρίας των διάφορων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ούσα ιδιαιτέρως ευπροσάρμοστη σε κάθε νέα συνθήκη, η ελληνική παράδοση αφομοίωσε νέα στοιχεία, εξελίχθηκε, και τροποποιήθηκε πολλαπλώς, ενώ η μουσική της έκφραση αντανακλώντας τις αντιλήψεις και τις αξίες του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε, διαφοροποιήθηκε κατά τόπους και κατά εποχές.

Ο ελληνικός πολιτισμός εν γένει, διέπεται από συνέχειες και παράλληλα από ρήξεις, οι οποίες συνήθως λειτουργούν συμπληρωματικά, ενώ το δημοτικό τραγούδι δημιουργημένο αρχικά από έναν, στη συνέχεια έγινε κτήμα των πολλών.

Αποτελώντας μουσικο-ποιητική έκφραση, τα δημοτικά τραγούδια σε έμμετρα ή αφηγηματικά κείμενα, περιγράφουν γεγονότα, καταστάσεις, ηρωικές πράξεις και αντανακλούν τα ανάλογα συναισθήματα.

Στα επικά τραγούδια ανήκουν τα «ακριτικά», παλαι­ότερα ποιητικά δημιουργήματα του Πόντου και της Καππαδοκίας που αφηγούνται τις δοκιμασίες των ακριτών της βυζαντινής περιόδου, τα «κλέφτικα», που τραγουδούν την αγωνία του σκλαβωμένου ελληνισμού και τα «ιστορικά», που παραθέτουν γεγονότα όπως πολιορκίες, αλώσεις πόλεων, μάχες, και γενναίες πράξεις αγωνιστών. Κάποια από τα ιστορικά τραγούδια αναφέρονται στην νεότερη ιστορία (1881-1913), στη Μικρασιατική Καταστροφή, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στον Εμφύλιο.

Για το κλέφτικο τραγούδι, αναλυτικές πληροφορίες υπάρχουν στο: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/kleftiko-tragoudi

Η χρονολόγησή του δημοτικού τραγουδιού καθίσταται αδύνατη, καθώς αφενός τα πρωτογενή στοιχεία καταγωγής του ανάγονται στην παλαιολιθική εποχή, κι αφετέρου έχει πολλαπλώς διαφοροποιηθεί. Τα χρονολογημένα είδη, αφορούν κυρίως σε κείμενα παγιωμένα κατά τους Μέσους Χρόνους, τα οποία συγκροτούν το ιστορικό είδος των δημοτικών τραγουδιών.

Παρότι διαχρονικά λειτουργούν ως «πανελλήνια», τα είδη τραγουδιού που εντοπίζονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αντιμετωπίζονται ως «τοπική» μουσική παράδοση, ενώ ιστορικά είδη αποτελούν τα χρονολογημένα άνευ γεωγραφικού προσδιορισμού τραγούδια, με κριτήριο ταυτοτικής υπόστασης (μουσικολογικά, χρονολογικά, φιλολογικά και μεικτά), αλλά και αυτά  που στην πορεία τους εξελίσσονται χωρίς να μεταλλάσσονται. Τα στοιχειώδη σύντονα διάτονα που προέρχονται από μετεξελίξεις και διασταυρώσεις, με έναρξη κατά την κλασική αρχαιότητα, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο δημοτικό τραγούδι χωρίς ειδολογική διάκριση από τα σπονδειακά/αυλητικά.

Τα ηπειρώτικα πολυφωνικά ανημίτονα πεντάτονα, παρότι δεν χρονολογούνται, εντάσσονται στα ιστορικά τραγούδια, αφενός επειδή αφορούν σε πολυφωνικές κλίμακες που προέκυψαν στην πορεία, κι αφετέρου διότι συνήθως τα πεντάτονα είναι μονοφωνικά. Η ηπειρώτικη άγνωστης ηλικίας πολυφωνία ως εξαίρεση στην ελληνική μονοφωνικότητα αφορά σε 3φωνα ή 4φωνα τραγούδια που αναπτύσσονται σε 5τονικές χωρίς ημιτόνια κλίμακες.

Βασισμένα σε απλές μελωδίες συνοδευόμενες από βοηθητικές, και ανεπηρέαστα από τον δυτικισμό και την τριαδικότητα, ενδεχομένως να έχουν διασταυρωθεί με την αρχαία πεντατονία, αποτελώντας την μόνη αυτόχθονη ελληνική παραδοσιακή πολυφωνία.

Αντιθέτως η Θράκη, αποτελώντας από τους πανάρχαιους χρόνους σταυροδρόμι πολιτισμών, συνταίριαξε τρόπους, δρόμους, μακάμ αλλά και σπονδειακές και σύντονες κλίμακες, αφομοιώνοντας τα ποικίλα πολιτισμικά ερεθίσματα που δέχθηκε, ενώ η μουσική παράδοση της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας παρουσιάζει πολυμορφία, αλλά και διαφοροποίηση ανάμεσα σε παραθαλάσσιες και ορεινές περιοχές.

Στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, συνήθης είναι η χρήση επτατονικών, διατονικών και χρωματικών κλιμάκων, πιθανότατα λόγω εγγύτητας με τα μικρασιατικά παράλια και μεγαλύτερης αλληλεπίδρασης με την Ανατολή (ιδιαιτέρως από τον 18ο αιώνα), αλλά και εξαιτίας της φράγκικης παρουσίας στην περιοχή.

Έντονες υπήρξαν οι μουσικές αλληλεπιδράσεις και στη Μακεδονία, στην οποία παρατηρείται συνύπαρξη των προγενέστερων ετερόγλωσσων ρεπερτορίων με τα νεότερα προσφυγικά.

Τα επικά είδη, λόγω της κειμενικότητάς τους ταξινομούνται με φιλολογικό κριτήριο και αποτελούν συνέχεια της ραψωδιακής παράδοσης της αρχαιότητας. Σ’ αυτά εντάσσονται οι παραλογές, τα κρητικά ριζίτικα, τα ακριτικά, και όσα συνδέονται με την εποχή της ενετοκρατίας/φραγκοκρατίας (π.χ. διασταυρώσεις κρητικών και κυπριακών αναγεννησιακών επών, με τα δυτικοευρωπαϊκά που υπογράφονται επωνύμως).

Συγκεκριμένα οι παραλογές, συνοδεύονταν από 9χορδη κλεψίαμβο και αποτελούν έμμετρες παραστατικές αφηγήσεις σε απλή γλώσσα, φανταστικού επικολυρικού, μυθικού κ.ά. περιεχομένου, στων οποίων τις περιγραφές το υπερφυσικό αναμιγνύεται με το λογικό. Σύντομες ή μακροσκελείς (π.χ. το Γεφύρι της Άρτας, το Τραγούδι του νεκρού αδερφού κ.ά. ), οι παραλογές υπήρξαν δημοφιλείς κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ως είδος μελωδικής διάδοσης ειδήσεων και φαινομένων, αλλά και κατά τους βυζαντινούς, όπου ο χαρακτήρας τους έγινε θεατρικός.

Κατά τον 10ο και 11ο αι., με μελωδίες επηρεασμένες από τοπικά μουσικά ιδιώματα, αναπτύσσονται τα μακροσκελή ακριτικά έπη που μυθοποιούν τα κατορθώματα του σώματος των Ακριτών. Αυτοτελώς τραγουδιούνται πλέον μόνο μικρά αποσπάσματα των ακριτικών επών, με ένα από τα γνωστότερα, το μέρος της αναμέτρησης του Διγενή Ακρίτα με τον Χάρο.

Το ίδιο διάστημα, οι Άραβες κατακτητές εκδιώκονται από την Κρήτη που εποικίζεται με Ακρίτες, Πόντιους και Καππαδόκες στρατιώτες. Η μεταφύτευση μέρους του πολιτισμού τους, οδήγησε στη δημιουργία των «ριζίτικων» τραγουδιών που υφολογικά και υλικοτεχνικά προσομοιάζουν με την καππαδοκική μουσική παράδοση, και τα οποία υπό την επίδραση άλλων μουσικών ειδών, σταδιακά απέκτησαν ενόργανη συνοδεία.

Ο Λαμπρός Λιάβας απαγγέλει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος τραγουδάει (ηχογράφηση του 1932).

Η λατινική άλωση της Κωνσταντινούπολης και η εγκατάσταση «βαρωνιών» σε διάφορες περιοχές, οδήγησαν στην ενσωμάτωση δυτικών μεσαιωνικών στοιχείων, που συνέβαλλαν στη δημιουργία των κρητικών και των κυπριακών αναγεννησιακών επών και δραμάτων.

Τα έπη αυτά γράφονταν σε ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο που ομοιοκαταληκτούσε ανά ζεύγη, με γνωστότερα τον Ερωτόκριτο του Βιτσένζου Κορνάρου και την κυπριακή Αροδαφνούσα. Στην Κρήτη και στα Επτάνησα, οι δυτικές επιρροές επεκτάθηκαν στην γενικότερη τοπική μουσική φυσιογνωμία, με παράλληλη υιοθέτηση ευρωπαϊκών ιδιωμάτων.

Με βασικό χαρακτηριστικό την υπερηφάνεια και τη θαρραλέα στάση απέναντι στον θάνατο, στη θεματολογία των ιστορικών τραγουδιών, εντάσσονται συνήθως ιστορικά γεγονότα (αλώσεις, πολιορκίες, μάχες), οδυνηρές στιγμές του ελληνισμού κατά την τουρκοκρατία (παιδομάζωμα, ζωή αιχμαλώτων και σκλάβων κ.ά.), η ζωή των ηρώων του απελευθερωτικού αγώνα κ.ά.

Στα ιστορικά είδη, εντάσσονται και οι αμανέδες (από τη λέξη αμάν=έλεος) που αποτελούν αχρονολόγητο εισαγόμενο μουσικό είδος, ισλαμικής προέλευσης και μιλούν για τον ανθρώπινο πόνο. Με δίστιχο ιαμβικό 15σύλλαβο κείμενο και επιγραμματικό χαρακτήρα, αρχικά εξαπλώθηκαν μάλλον στη Μ.Ασία και τη Θράκη.

Στην περίοδο της τουρκοκρατίας υπήρξαν δημοφιλείς στις ταβέρνες και τα καφέ-αμάν, ενώ κατά τον 20ο αιώνα, εντάχθηκαν στα σμυρναίικα/πολίτικα τραγούδια.

Αυτά αποτελούσαν μία ανάμειξη των εγχώριων μουσικών ιδιωμάτων και ανατολίτικου μουσικού υλικού, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μεταφέρθηκαν μέσω των προσφύγων, αρχικά στις ελληνικές πόλεις-λιμάνια (Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλος, Σύρος κ.ά).

Κατόπιν τροποποίησης των υλικοτεχνικών τους χαρακτηριστικών, απετέλεσαν ένα νέο αστικό μουσικό είδος, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ημιπαραδοσιακό, καθώς το ιδιωματικό λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι (ιδίως το πειραιώτικο), χρησιμοποιεί και διατηρεί συγκεκριμένους σχεδόν αναλλοίωτους παραδοσιακούς ρυθμούς.

Η κύρια, κατευθυνόμενη από τον Κοραή νεοελληνική ιδεολογία βασιζόταν στις αρχές του Διαφωτισμού που προέτασσε τη γνώση, την πρόοδο και τον ορθολογισμό. Παράλληλα ο Ρομαντισμός αναδείκνυε την ιδέα του έθνους ως στοιχείο κάλυψης των αναγκών της «λαϊκής ψυχής» και σύνδεσης του συλλογικού παρελθόντος με το παρόν. Κατά συνέπεια η κινούμενη μεταξύ Διαφωτισμού και Ρομαντισμού οπτική, καθιστά καθήκον των διανοούμενων την ενσωμάτωση της εθνικής παιδείας των πολλών, σε αυτή των λίγων μορφωμένων. 

Claude Fauriel (21 Οκτ 1772-15 Ιουλ 1844)

Από το 1770 στα περιηγητικά κείμενα διαπιστώνεται ενδιαφέρον για την ελληνική λαϊκή ποίηση, που στα πλησιέστερα προς την Επανάσταση χρόνια γίνεται εντονότερο, καθώς αντανακλούσε τα ιδανικά και τις αξίες του λαού και θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο διαπαιδαγώγησης, καλλιτεχνικής έμπνευσης, αλλά και σύμβολο εθνικής ταυτότητας.

Η σύνδεση του κλέφτικου τραγουδιού, με την επανάσταση, το έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ιστορικών και λαογράφων του 19ου αιώνα, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ποικιλοτρόπως προκειμένου να αποδείξουν την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού. Η λαογραφική έρευνα στράφηκε μεταξύ άλλων στη συλλογή δημωδών τραγουδιών, αρχικά εξετάζοντάς τα μόνο ως προς το κείμενο, με πρόκριση των  «ηρωικών δημοτικών τραγουδιών» (κλέφτικων), που εξαιτίας του ιδεολογηματικού τους χαρακτήρα συνδέθηκαν με την Εθνική Παλιγγενεσία.

Το 1824-25 ο Claude Fauriel τυπώνει μία από τις αξιολογότερες συλλογές δημοτικών τραγουδιών, με διαχρονικό ιστορικό-φιλολογικό και αισθητικό κριτήριο, επεμβαίνοντας μεν με προσθήκη στίχων άλλων παραλλαγών στα ελλιπή τραγούδια, και τροποποίηση του φραστικού προς το «ελληνικότερον», αλλά χωρίς να προβεί σε συστηματική «διόρθωση» των κειμένων. Μεταξύ αυτών που ακολούθησαν το παράδειγμά του, ήταν ο Kind, ο Tommaseo, ο Χασιώτης, ο Μανούσης κ.ά  που επίσης προέβησαν σε εύκολα αποκαταστάσιμες «βελτιώσεις», σχετικές κυρίως με τον εξοστρακισμό ιδιωματισμών, επιφωνημάτων, τσακισμάτων κ.λπ.

Μεταγενέστερα όμως υπήρξαν ιστορικοί και λόγιοι που παρεμβαίνοντας ριζικά, συμπλήρωσαν τα εννοιολογικά κενά των τραγουδιών, ενώ διάφοροι καθαρευουσιάνοι αρχαΐζοντες, παραχαράζοντας τα τραγούδια, άλλαξαν τους δημοτικούς γλωσσικούς τύπους δημιουργώντας συλλογές νόθων παραλλαγών. Στις περιπτώσεις δε, που κάποιοι στίχοι θεωρούνταν πως εναντιώνονταν στο εθνικό αίσθημα, ή έθιγαν την θρησκευτικότητα, απαλείφονταν ή αντικαθίσταντο με πλασματικούς (π.χ Ζαμπέλιος, Λελέκος, Αραβαντινός).

Από το 1865, ξεκινά η σύνθεση νέων τραγουδιών με χρήση δημοτικών μοτίβων (π.χ. Σάθας), ή/και η προσαρμογή των παλαιότερων με αλλαγή προσώπων και συχνά με κατάργηση της ντοπιολαλιάς.

Στην πρακτική αυτή αντιτάχθηκε ο Νικόλαος Πολίτης καθώς θεωρούσε πως τα τραγούδια χρησιμοποιώντας λογοτεχνικές τεχνικές, επαναφέρουν στη μνήμη τις εθνικές περιπέτειες, αντικατοπτρίζοντας παράλληλα με ακρίβεια το πνεύμα, το συναίσθημα, τα ήθη και γενικότερα τον βίο του ελληνικού λαού, αποτελώντας θεμέλιο της ελληνικής δημιουργίας. Το 1914 δημοσιεύει μία συλλογή δημωδών τραγουδιών, αποκαθιστώντας αρκετούς από τους ελλιπείς στίχους, μέσω των διαφόρων παραλλαγών τους, θεωρώντας πως με τη νέα τους μορφή ανακτούν την αρτιότητα και την ομορφιά τους.

Παρά ταύτα, η ενέργειά του αυτή επέφερε την κατάκριση του Γιάννη Αποστολάκη ο οποίος χαρακτήρισε απαράδεκτη την επέμβαση στη λαϊκή δημιουργία, ακόμα κι αν αυτή δεν αφορά σε διόρθωση αλλά σε συγκόλληση.

Μεταξύ των αξιόλογων συλλογών δημοτικών τραγουδιών συμπεριλαμβάνονται επίσης η Βασική Βιβλιοθήκη του Ά.Θέρου και του Δ.Πετρόπουλου, η συλλογή της Ακαδημίας Αθηνών, η Κυπριακή Λογοτεχνία καθώς και αυτή της Ε.Λύντεκε.

Αν και η νόθευσή του κατέστησε σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη την αποκατάσταση των πρωτοτύπων, το δημοτικό τραγούδι σε όποια μορφή κι αν έφτασε στις μέρες μας, απετέλεσε την πρόδρομη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά στην έμπνευση και στη δημιουργική πρόσληψη των μεταγενέστερων καλλιτεχνών.

Θεόφιλος,Ο Χορός των Μεγάρων, 1933.

Περισσότερα για το κλέφτικο τραγούδι και τη νοθεία του στο: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/kleftiko-tragoudi

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Βιρβιδάκης, Σ., Γράψας, Ν., Γρηγορίου, Μ., Ζωγράφου, M., Λέκκας, Δ., Παπαοικονόμου- Κηπουργού, Κ. Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού: Διαλεκτικοί Συσχετισμοί–Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.

  • Γράψας Ν., Γρηγορίου Ν., Δραγούμης Μ., Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Λούντζης Ν., Μανωλιδάκης Γ., Μωραϊτης Θ., Ρωμανού Κ., Σαρρής Χ., Τζάκης Δ., Τσάμπρας Γ., Τυροβολά Β., Ελληνική Μουσική Πράξη: Λαϊκή Παράδοση - Νεότεροι Χρόνοι, ΕΑΠ, Πάτρα 2003.

  • Μιράσγεζη Μ.Δ. «Οι συλλογές», στο Δ. Δαμιανού κ.ά, Δημόσιος & Ιδιωτικός Βίος στην Ελλαδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Λαϊκή Φιλολογία, EAΠ, Πάτρα 2002.

  • Πολίτης, Α., «Για μια ιστορία της νοθείας των δημοτικών τραγουδιών», στο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2011.

  • Τζάκης Διονύσης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας». Στο: Αικατερινίδης Γ, Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε, Θανόπουλος Γ, Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. ΕΑΠ Πάτρα 2002.

  • Χαψούλας, Αν., «Ελληνική μουσική παράδοση: Η προβληματική της συνέχειας», στο: Συμβολή στη Μνήμη Γεωργίου Στυλ. Αμαργιαννάκη (1936-2003). Μελέτες και κείμενα συναδέλφων και μαθητών του, (Συλλογικός Τόμος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών), ΕΚΠΑ, Αθήνα 2013.

Ομήρεια