«Εξευρωπαϊσμός» του νεοελληνικού κράτους και «εθνική μουσική»

Η εκτεταμένη διασπορά των Ελλήνων προκάλεσε έντονες αλληλεπιδράσεις με διάφορους πολιτισμούς ανά την Υφήλιο. Οι ομογενείς των ελληνικών κοινοτήτων, σπούδαζαν στις μουσικές σχολές της Δύσης και αρκετοί συνεργάζονταν με επιφανείς μουσικούς κινητοποιώντας, παράλληλα με την ανεξαρτησία, τη νέα ελληνική μουσική. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, είχε εκδηλωθεί πολιτισμική ανανέωση στα Επτάνησα, χωρίς όμως αυτή να αποτελέσει λόγο διχασμού μεταξύ των παραδόσεων. Τα δυτικά στοιχεία ενσωματώθηκαν αβίαστα, και τα ελληνικά διατηρήθηκαν χωρίς αίσθηση κατωτερότητας απέναντι στους «Ευρωπαίους».

Αντιθέτως, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του ακόμα, επικρατεί διαμάχη μεταξύ λόγιας και λαϊκής παράδοσης, ενώ η αθηναϊκή μουσική ζωή στο πλαίσιο της πολιτισμικής μεταμόρφωσής της, κατευθύνεται από το επίσημο κράτος προς τα δυτικά πρότυπα προκειμένου να αποτιναχθούν οι  ανατολίτικες επιρροές που συντηρούν τις «μνήμες σκλαβιάς».

Τα ιστορικά γεγονότα και οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, ασκούν πολλαπλές επιρροές στην μουσικοχορευτική ζωή της χώρας, ως μέρος της πολιτιστικής της ανάπτυξης, η οποία σταδιακά «εξευρωπαΐζεται». Στο πλαίσιο του εκδυτικισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στην πρώτη στρατιωτική μπάντα του, συμμετείχαν μόνο ξένοι μουσικοί με ευρωπαϊκό ρεπερτόριο, ενώ στην Αθήνα το βαυαρικό συγκρότημα πνευστών επηρεάζει τη μουσική πραγματικότητα της χώρας.

Τα «εθνικά» εμβατήρια διαμορφώνονται με ελληνικό στίχο, αλλά σε γερμανική μουσική, ενώ θεμελιώνονται τα πρώτα θέατρα για να καλύψουν τις ανάγκες των θιάσων ιταλικού μελοδράματος που ξεκινούν τις εμφανίσεις τους στην Αθήνα, επηρεάζοντας το μέλλον της ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης.

Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Νικόλαος Μάντζαρος σε γραμματόσημο του 1957

Παράλληλα στα Επτάνησα, η διδασκαλία «εθνικού παλμού ελληνικών δραμάτων», εντάθηκε, καθώς πλησίαζε η Ένωσή τους με την Ελλάδα, ενώ ο πρόεδρος της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, Νικόλαος Μάντζαρος, διδάσκοντας με πατριωτική θέρμη, ασκεί μεγάλη επιρροή, μεταξύ όλων, και στον Εδουάρδο Λαμπελέτ του οποίου οι τρεις γιοι (Ναπολέων, Λουδοβίκος και Γεώργιος), μέσω της μουσικής τους σταδιοδρομίας επέδρασαν σημαντικά στη μουσική ζωή των Αθηνών.

Στην Αθήνα του 19ου αιώνα ο λαός ψυχαγωγείται από την «εθνική μουσική» ενώ παρακολουθεί στις υπαίθριες συναυλίες των φιλαρμονικών, την ευρωπαϊκή, η οποία κυριαρχεί στις προτιμήσεις της βασιλικής αυλής, των πλουσίων και των κοσμοπολιτών.

Από το 1840, που ξεκίνησε η ανοικοδόμηση θεατρικών χώρων, συχνές ήταν και οι παραστάσεις όπερας δυτικοευρωπαϊκών θιάσων, ενώ στις μελωδίες ανάλογων έργων ξεκινούν να γράφονται ελληνικοί ρομαντικοί στίχοι, στην καθαρεύουσα.

Παρότι η ανταρσία εναντίον του οθωμανικού ζυγού ήταν «καταγεγραμμένη» στη λαϊκή παράδοση, η νέα  «επίσημη» μουσική παιδεία και έκφραση, προωθείται με την απόσυρση της υπό «ανατολικών επιρροών», κοσμική και εκκλησιαστική μουσική.

Το δημοτικό τραγούδι περιορίζεται στην προφορική παράδοση των αγροτικών περιοχών, που αντιστέκονται στις επιλογές του επίσημου κράτους, ενώ παράλληλα το είδος ανθεί με εισαγωγή οργάνων (κλαρίνο, βιολί) και εκτελέσεις από πληθώρα πρακτικών οργανοπαιχτών.

Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, προσέλκυσε πολλούς καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα, αρκετοί Επτανήσιοι μουσικοί συνεργαζόμενοι με τους ευρωπαϊκών σπουδών Αθηναίους, αλλά και με Ιταλούς και Γερμανούς, ίδρυσαν στην Αθήνα, μουσικούς συλλόγους και φιλαρμονικές εταιρείες.

Στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, η αθηναϊκή Φιλαρμονική Εταιρεία μαζί με επτανησιακές κ.ά., και με κύριο στόχο την εκπαίδευση του ευρέως κοινού, παρουσίασαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, μελοποιημένο από τον διασημότερο κοσμοπολίτη συνθέτη της εποχής, Σπύρο Σαμαρά, σε στίχους του Κωστή Παλαμά.

Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες τού 1906. Η Φιλαρμονική Αθηνών, η οποία ανέλαβε το μουσικό μέρος τών αγώνων.

Από το 1870 έως το τέλος του αιώνα δε, πολυπληθείς ήταν οι εκδηλώσεις ευρωπαϊκής μουσικής, από Γερμανούς σχετιζόμενους με τη βασιλική αυλή, Επτανήσιους, και Ιταλούς. Η διαμάχη στον μουσικό χώρο απηχώντας την ευρύτερη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο ιδέες περί νεοελληνικής φυσιογνωμίας και ταυτότητας, διήρκεσε καθ’ όλον τον 19ο αιώνα και είχε πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικο-ταξικές προεκτάσεις.

Το λαϊκό τραγούδι και οι λειτουργοί του, παρότι δεχόταν παθητικά αμφίπλευρη επίθεση, αποδείχθηκε το ανθεκτικότερο στον χρόνο, αν και η παραγωγή και μετάδοσή του ήταν κατά κανόνα προφορική, και συνεπώς εύκολα μετασχηματιζόταν ή/και λησμονιόταν. Ασκώντας την τέχνη τους σε αστικό χώρο ετερόκλητων επιδράσεων, οι λαϊκοί μουσικοί, είχαν ρεπερτόριο μεγάλης ποικιλίας, ανάλογο της πολυεθνικής παράδοσης που μετέφεραν, ενώ τα ιδιώματα των διαφόρων περιοχών μεταπλάστηκαν και φιλοξενήθηκαν στα αθηναϊκά «καφέ αμάν» κατά το σμυρναίικο πρότυπο.

“Καφέ αμάν” των αρχών του 20ού αιώνα

Στην κοινωνική ζωή των Μικρασιατών, συνυπήρχε ο ανατολικός με τον δυτικό πολιτισμό ο οποίος διείσδυε όλο και βαθύτερα μέσω του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών θεσμών, και ενός καλά οργανωμένου δικτύου θρησκευτικού προσηλυτισμού.

Με την άφιξη στην κυρίως Ελλάδα των γόνων αστικών μικρασιατικών οικογενειών (μεταξύ αυτών και οι Μανώλης Καλομοίρης, Πέτρος Πετρίδης, Τιμόθεος Ξανθόπουλος, Γιάννης Κωνσταντινίδης, κ.ά.), εισήχθησαν και τα δυτικά ήθη, συμβάλλοντας σημαντικά στον εξευρωπαϊσμό της μουσικής ζωής των Αθηνών.

Οι ευρωπαϊκές επιρροές σταδιακά γίνονται καθολικές, ενώ κορυφώνεται η διαμάχη ανάμεσα σε «παραδοσιακούς» και «προοδευτικούς», και ανθίζει ο μουσικός Τύπος.

Ο έντεχνος μουσικός χώρος, μεταβάλλει την έννοια της «εθνικής μουσικής», για την δημιουργία της οποίας θεωρούνται ικανοί μόνο αυτοί που έχουν ολοκληρωμένες σπουδές δυτικής μουσικής, ενώ περιθωριοποιούνται πολλοί από τους ηγούμενους της έως τότε μουσικής κίνησης και διαμορφώνονται νέες συμμαχίες και αντιπαλότητες.

Ο πρωτομάστορας, Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962).

Την εποχή αυτή, ο Μανώλης Καλομοίρης, έχοντας ολοκληρώσει μουσικές σπουδές σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, κομίζοντας νέες αντιλήψεις, που τελικώς κυριάρχησαν στην αθηναϊκή μουσική ζωή, και έχοντας συνδέσει μέσω του Τύπου το όνομά του με τους προοδευτικούς λογοτέχνες και πολιτικούς της εποχής, δέχεται πρόσκληση να διδάξει στο Ωδείο Αθηνών.

Ο Καλομοίρης αμφισβητώντας την «ελληνικότητα» των Επτανησίων, και προκρίνοντας την γερμανική τέχνη σε ό,τι αφορά στην «εθνική μουσική», εγείρει αντιδράσεις, με εντονότερες αυτές του Γεωργίου Λαμπελέτ που θεωρεί πως η δυτική παράδοση μπορεί να αφομοιωθεί μέσω των από τους Επτανήσιους ιδρυθέντων συλλόγων.

Η αναθεώρηση που είχε ήδη αποφασίσει ο Γεώργιος Νάζος, επιβάλλεται, και το 1891, το Ωδείον Αθηνών αναδιοργανώνεται κατά το πρότυπο των γαλλικών και των γερμανικών μουσικών σχολών, με τα επόμενα ελληνικά ωδεία να υιοθετούν τις ίδιες αρχές.

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ξεκινά το ελληνικό μελόδραμα, με πολυάριθμες παραστάσεις όπερας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ αρκετοί ψάλτες, στελεχώνουν θιάσους του ή/και εμφανίζονται γενικότερα σε εκδηλώσεις δυτικής μουσικής.

Όλο και περισσότερες γυναίκες κάνουν την εμφάνισή τους στη αθηναϊκή μουσική σκηνή, ενώ το λαϊκότερο κοινό δείχνει προτίμηση στα κωμειδύλλια που ως θεατρικά διαφόρων ευρωπαϊκών μουσικών επενδύσεων, συχνά εμπνευσμένων από τα δημοτικά τραγούδια, αποτελούν προδρόμους της Επιθεώρησης και της Οπερέτας.

Στον απόηχο του Διαφωτισμού και σε συνέχεια της έξαρσης του «μουσικού ζητήματος», σε ό,τι αφορά στην απόδοση της εκκλησιαστικής μουσικής, αίσθηση δημιουργεί η ανακάλυψη δύο παιάνων της αρχαιότητας που με ποικίλες ενοργανώσεις και ερμηνείες, διαμορφώνουν μία παράδοση βασισμένη σε ηχοχρώματα παραδοσιακών ή/και δυτικής αντίληψης αρχαιοπρεπών οργάνων.

Παράλληλα, με την εμφάνιση πληθώρας πολιτιστικών συλλόγων, μουσικών εταιρειών και ωδείων, αρχίζει να καταλαγιάζει η σύγχυση της νεοελληνικής ανασυγκρότησης, υποχωρεί ο καθαρευουσιάνικος στίχος, και ξεκινά η διαμόρφωση τραγουδιού που έχει αφομοιώσει ξενικές επιρροές, αλλά διατηρεί εγχώριο χρώμα και δικό του ύφος.

Στις παραστάσεις των βαριετέ, των κωμειδυλίων, και των επιθεωρήσεων, ξεκινούν να συμπεριλαμβάνονται χορευτικά νούμερα, ενώ η προσθήκη διαφόρων επιδείξεων στα βαριετέ, και η επί του πάλκου καλλιτεχνική δράση των καφέ-σαντάν, συντελούν στην οριστική μορφή της Επιθεώρησης.

(2ο μέρος: Μουσικός εκδυτικισμός, δισκογραφία, και «εντεχνότητα» στο: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/-mousikos-ekditikismos )

Κείμενο Πηνελόπη Ν. Δάλλη

 Πηγές:

  • Γράψας Ν., Γρηγορίου Ν., Δραγούμης Μ., Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Λούντζης Ν., Μανωλιδάκης Γ., Μωραϊτης Θ., Ρωμανού Κ., Σαρρής Χ., Τζάκης Δ., Τσάμπρας Γ., Τυροβολά Β. (2003), Ελληνική Μουσική Πράξη: Λαϊκή Παράδοση - Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ΄, Πάτρα: Ε.Α.Π.

  • Γύφτουλας, Ν., Ζωγράφου, Μ., Κουτσούμπα, Μ., Μητροπούλου, Γ., Τσάτσου-Συμεωνίδη, Ντ., Τυροβολά, Β. (2003). Ελληνική Χορευτική Πράξη: Παραδοσιακός και Σύγχρονος Χορός, Τόμος Ε’. Πάτρα: Ε.Α.Π.

  • Ρωμανού, Κ. (2000). εθνική μουσική υπό νέα σημασία . Στο: Κ. Ρωμανού, στορία της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής. Αθήνα: Κουλτούρα.

  • Σακαλλιέρος, Γ. (2017). πρόσληψη της έντεχνης μουσικής στη μεσοπολεμική Αθήνα και οι ταυτότητές της: εθνικισμός, μοντερνισμός και ο διττός ρόλος του Δημήτρη Μητρόπουλου . Στο Π.Συμεωνίδου κ.ά. (επιμ.), Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Ταυτότητες: Γλώσσα και Λογοτεχνία, για την επέτειο 20 χρόνων λειτουργίας του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ., Κομοτηνή 9-11 Οκτωβρίου 2015.

    Φωτογραφίες από:

  • Ιστοσελιδα πεμπτουσια:https://www.pemptousia.gr

  • εφημεριδα το βημα:https://www.tovima.gr/

  • ηλεκτρ. περιοδικο ενθετο:https://entheto.gr

  • ιστοσελιδα: http://www.johnpap.net

  • ο ελληνισμοσ στη μικρασιαhttps://ellhnwnmikrasia.wordpress.coμ

  • Εφημεριδα ριζοσπαστης: https://www.rizospastis.gr

  • Κεντρο τεχνων/ωδειον αθηνων: https://kentrotexnon.athensconservatoire.gr

  • Ηλεκτρ. εφημεριδα huffprost: https://www.huffingtonpost.gr

Ομήρεια