Οι πρόγονοι του μπουζουκιού

Muse_with_Πανδούρα_Pandura_Pandora_Panduris_ancient_Greece_old_guitar_Athens_IV_BCE_siglo_IV_AEC.jpg

Μούσα παίζει πανδουρίδα. Τμήμα από το «Μάρμαρο της Μαντινείας», 4ος π.Χ. αιώνας, Εθνικό Aρχ. Mουσείο

Το μπουζούκι είναι ελληνικό όργανο, καθώς πρόκειται για τη μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανδούρας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε το αντίστοιχο μουσικό όργανο που ονομάζονταν “πανδουρίδιον”, αλλά και “τρίχορδο”.

Στα μάρμαρα της εποχής, με γνωστότερο αυτό της Μαντίνειας του 4ου αι. π.Χ, (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), απεικονίζεται ο μυθικός αγώνας, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα, όπου μία μούσα καθισμένη σ’ έναν βράχο, παίζει την πανδούρα.

Το όργανο αυτό, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς.

Στην ώριμη βυζαντινή περίοδο, συναντάμε ένα μακρυμάνικο λαουτοειδές, όργανο, πλέον με αχλαδόσχημο ηχείο. Η ονομασία Τρίχορδον φαίνεται να έχει ξεχαστεί πιά, ενώ έχει διατηρηθεί η ονομασία Πανδουρίς, σε διάφορες μορφές (Πανδούρα, Πάνδουρος, Φάνδουρος, Πανδούριον). Με απλό αναγραμματισμό ερχόμαστε στη μορφή Ταμπούρα ή Ταμπουράς, που επιζεί ως σήμερα. Σε τοιχογραφία του 11ου αι. μ.Χ. απεικονίζεται η μετεξέλιξη του οργάνου, με μορφή μακριμάνικου λαούτου/ταμπουρά.

politis_trix_004.jpg

Μεσοβυζαντινό ψηφιδωτό, του 6ου μ.Χ. αι.

Ο βυζαντινός καλλιτέχνης που το φιλοτέχνησε, πιθανόν να μην είχε καμία γνώση μουσικής, αλλά απλά έβλεπε και αντέγραφε την πραγματικότητα.

Τα μακρυμάνικα λαουτοειδή παρέμειναν ιδιαίτερα δημοφιλή στις μεταβυζαντινές εποχές, από τα δυτικά Βαλκάνια μέχρι την Ανατολία, την Περσία και τον αραβικό κόσμο, όπως αποδεικνύεται από διάφορες απεικονίσεις.

Στις ελληνόφωνες περιοχές από τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, έως τα μέσα του 19ου αιώνα, τα έγχορδα όργανα έχουν μεγάλη ποικιλία ονομάτων. Πανδούρα, Θαμπούρα, Ταμπουράς, Ταμπούρι, σάζι, ικιτέλι, καραντουζένι και επίσης λιογκάρι / γιογκάρι, μπουλγαρί, τζιβούρι, καβόρο, γόνατο, αλλά και μπουζούκι και μπαγλαμάς. Παρόμοιου είδους όργανα με ονόματα όπως tambur / tanbur, saz, baglama, ikitelli και άλλα απαντώνται σε πολλούς λαούς, ακόμα και σε απομακρυσμένους, όπως στο Αφγανιστάν και στην Ινδία.

politis_trix_005.jpg

Υστεροβυζαντινή τοιχογραφία του11ου αι.

Για το όνομα του μπουζουκιού, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη ”bozuk” που σημαίνει ”χαλασμένος”, καθώς υπάρχει και ο τουρκικός όρος “bozuk duzen” (χαλασμένο κούρδισμα) και που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει το πρωτόγονο και εκτός τόνου παίξιμο των αγροτικών λαουτοειδών μουσικών οργάνων, της Ανατολικής Ανατολίας.

Στην πορεία ενδεχομένως να αποσπάστηκε η λέξη “bozuk” για να υποδηλώσει ένα ανεπαρκές όργανο που για να αποδώσει σωστά τους διαφορετικούς ήχους της Ανατολής θα έπρεπε να αλλάξει τρόπο κουρδίσματος. Άλλη μία εκδοχή, αποδίδει την ετυμολογία του μπουζουκιού στην περσική φράση ”tambur-e bozorg” που σημαίνει ”μεγάλος ταμπουράς”. Η περσική λέξη bozurg πέρασε στην τουρκική γλώσσα με την παραφθορά buyuk. Γλωσσολογικά, τα σύμφωνα y και z είναι πολύ συγγενικά και συχνά υποκαθιστούν το ένα το άλλο. Επίσης, η τουρκική γλώσσα δεν αρέσκεται σε καταλήξεις της μορφής –rg.

Το όργανο, ταμπουράς ή μπουζούκι ή με όποιο άλλο όνομα παρουσιάζεται, χρησιμοποιείται στον ελληνόφωνο χώρο της ανατολικής Μεσογείου καθώς πλησιάζουμε στον 19ο αιώνα, όπου πληθαίνουν οι αναφορές και οι απεικονίσεις τέτοιων οργάνων, με διαφορετικές μορφές, και μεγέθη.

%CE%B1%CE%B1%CE%B1%CE%B1%CE%B1.jpg

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρακολουθεί τα παλικάρια του που χορεύουν υπό τους ήχους ενός μπουζουκιού.
Ο πίνακας είναι έργο του 1828, του ζωγράφου Peter von Hess.

Ο Κολοκοτρώνης εν Λέρνη συναγείρει τους νικητάς του Δράμαλη. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών).

Κοινά χαρακτηριστικά είναι το αχλαδόσχημο ηχείο που στενεύει προς το βραχίονα, οι τρείς διαφορετικά τονισμένες χορδές, τα ξύλινα στριφτάρια που δουλεύουν με τριβή, και η χρήση πλήκτρου. Το μάνικο έχει μπερντέδες (ελαστικούς δεσμούς) συνήθως από έντερο.

ιθλγηιβ.jpg

Φυσικά τότε δεν επρόκειτο για το μουσικό όργανο “φυλακόβιων, χασικλήδων και απόκληρων της κοινωνίας, όπως στις αρχές του 20ου αι. Επρόκειτο για ένα μουσικό όργανο που αφενός προήλθε από την αρχαιοελληνική μουσική παράδοση και αφετέρου υπήρχε στην Ελλάδα ήδη από την εποχή του μεγάλου αγώνα της ελληνικής απελευθέρωσης από τους Τούρκους με μορφή που μοιάζει πολύ με τη σημερινή.

Ήταν γνωστό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετά τη μικρασιατική καταστροφή, άνθισε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα μουσικά όργανα, προκαλώντας την οργή πολλών.

Οι πιο παρατηρητικοί αλλά κι αυτοί που ασχολούνται με την παράδοση, ίσως έχουν προσέξει στους στίχους κάποιων δημοτικών τραγουδιών, της εποχής της τουρκοκρατίας, αναφορές στο μουσικό όργανο αυτό. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • «…Ντερβίσης εροβόλαγε στη μέση στο παζάρι
    με το μπουζούκι παίζοντας, τον ταμπουρά βαρώντας…»

  • «…Λάλα καϋμένε ταμπουρά, πες το και συ, μπουζούκι…»

  • «… η μια βαρεί τον ταμπουρά κι η άλλη το μπουζούκι...»

  • «…Βουζούκι* μου γλυκόφωνο, για δεν βαρείς γιομάτα...»

  • «…Έχουν μπουζούκια και βιολιά, ολημερίς σονάρουν…»

    * (ορισμένες φορές τα χρόνια εκείνα το μπουζούκι το έλεγαν βουζούκι και τον μπαγλαμά, βαγλαμά)

Συνήθως, το όργανο κατασκευαζε ο ίδιος ο οργανοπαίκτης, με παραδοσιακές, πολύ παλαιές τεχνικές κατασκευής. Από τις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκουμε εργαστήρια στις πόλεις, με εξειδικευμένους τεχνίτες.

φδγφηδ.jpg

Ένας ξένος περιηγητής, ο Martin Roerbye, μας περιγράφει την ύπαρξη ενός τέτοιου εργαστηρίου ενός τέτοιου τεχνίτη. Υπάρχει μάλιστα κι ένα σχετικό σκίτσο του 1835.

Ο τεχνίτης που ήταν από το νησί της Χίου, λέγονταν Λεωνίδας Γαΐλας, και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Στο εργαστήριό του φτιάχνονταν αλλά και επισκευάζονταν κιθάρες, ταμπουράδες, λύρες και άλλα όργανα.

Για τον σχεδιασμό των ηχείων των οργάνων μάλιστα χρησιμοποιούσε διαβήτη ακριβείας, και έκανε και εισαγωγές οργάνων και εξαρτημάτων από το εξωτερικό. Ο Δανός περιηγητής στις σημειώσεις του αναφέρει ως όνομα των έγχορδων οργάνων, τη λέξη “μπουζούκια”.

Ο Μακεδόνας στρατηγός του 1821, Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει στις στρατιωτικές αναμνήσεις του:


«.. Εγώ λαλούσα το μπουζούκι λεγόμενον, ο Χρήστος τον ταμπουράν με δυο τέλια, ο Σπύρος Μήλου το φλάουτο, άλλοι, άλλα όργανα ευμετακόμιστα, μπουλγάρια και ρεμπάπια. Ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης (εκατόνταρχος τις χιλιαρχίας) λαλούσεν πολλά γλυκά τον β(μπ)αγλαμάν, ο Παλαιοκώστας το β(μπ)ουζούκι και άλλοι (τις χιλιαρχίας κατώτεροι αξιωματικοί) με λιουγκάρια και ικετέλια. Ακολουθούντες αυτούς, προξενούσαν τον μεγαλύτερην ηδονής στους Έλληνες συναδέλφους των».

Σε άλλο σημείο των γραπτών του, ο Ν. Κασομούλης αναφέρει:

κξλνκο.jpg

Πίνακας Νικηφόρου Λύτρα, 1890.


Το Πάσχα του 1822, "Αποφασίσαμεν να συμφωνήσωμεν τα λαλούμενα οπού ήξευρεν να παίξη ο καθείς εξ ημών.Ο Γούλας έπαιξε το σταρκί, ο Τόλιος το ριμπάμπι, και εγώ το μπουζούκι..."


-
Σε άλλη του αναφορά για γλέντι στο στρατόπεδο, υπάρχει κι άλλη αναφορά στο μπουζούκι που θα έπαιζε ο Παλαιοκώστες και στον “βαγλαμά” που “λαλούσε πολλά γλυκά” ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης.

Τα πρώτα ακούσματα που θύμιζαν ρεμπέτικα αναφέρονται το 1834, στις φυλακές του Μεντρεσέ των Αθηνών, στην Πλάκα. Επρόκειτο για τα "μουρμούρικα" και τα “σεβνταλήτικα”που σημείωσαν ανάπτυξη από την εποχή του Όθωνα έως την εποχή του Γεωργίου του Α', ιδίως στην πλατεία του Ψυρρή.

Μουρμούρικα αποκαλούνταν και τα πρώτα ρεμπέτικα της φυλακής. Αργότερα, όταν το ρεμπέτικο έπαψε να ανήκει μόνο στο περιθώριο, γράφτηκαν πολλά τραγούδια με αναφορές στην φυλακή, στους τσακωμούς και στις, πάντα άδικες για τους ρεμπέτηδες, συλλήψεις κουτσαβάκηδων.

Είναι η φάση που το ρεμπέτικο δείχνει μια "αφελή" ολοκληρωτική άρνηση απέναντι στους αστικούς νόμους έχοντας ακόμα σε μεγάλο βαθμό την νοοτροπία των παλιών κουτσαβάκηδων της πλατείας του ψυρρή, που θεωρούσαν τιμή για αυτούς τα χρόνια καταδίκης τους.

Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας εκτίθεται ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιάννη. Οι ομοιότητές του με τα όργανα του εργαστηρίου του Γαΐλα, είναι εντυπωσιακές.

Σε πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα, του 1890 βλέπουμε ένα πολύ κοντινό πρόγονο του μπουζουκιού. Πρόκειται για ένα τρίχορδο όργανο, στο ίδιο σχήμα και μέγεθος, όμως με ξύλινα στριφτάρια (μάλλον πέντε), παλιάς τεχνολογίας με παραδοσιακούς μπερντέδες.

3d4696f3b6b524daffeb7e7a217b3976.jpg

Εκείνη την εποχή στη νότια Ιταλία έχει αναπτυχθεί βιομηχανία παραγωγής μουσικών οργάνων. Οι Ιταλοί κατασκευάζουν κυρίως μάντολες και μαντολίνα που εξάγονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, αλλά κυρίως στα νησιά του Ιονίου.

Οι Έλληνες όμως δεν ήταν ικανοποιημένοι με το είδος του έγχορδου αυτού και άρχισαν να το τροποποιούν ώστε να μοιάζει με μπουζούκι /ταμπουρά. Συνήθως κρατούσαν το ηχείο και το καπάκι, και αντικαθιστούσαν το μπράτσο με ένα μεγαλύτερο. Τα όργανα αυτά πλέον διέθεταν μεταλλικά τάστα, τοποθετημένα ανά ημιτόνια.

Η επιρροή του μαντολίνου στο μπουζούκι/ταμπουρά, το απομακρύνει από τις ανατολίτικες τεχνικές και του δίνει νέα φυσιογνωμία.

Το 1891, ο συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας επισκέπτεται τις φυλακές του Ναυπλίου, και οι εντυπώσεις του δημοσιεύονται την επόμενη χρονιά στο περιοδικό “Εστία”. Ο Καρκαβίτσας δηλώνει συγκλονισμένος από τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, και παρεμπιπτόντως αναφέρεται στους ήχους του μπουζουκιού από τους κρατούμενους.

Από αυτή την εποχή σώζωνται πολλά σχέδια αλλά και φωτογραφίες μπουζουκιών, ενώ υπάρχουν πολλές γραπτές πηγές που αναφέρουν διασκεδάσεις υπό τον ήχο του οργάνου αυτού.

Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το συνώνυμο του λαϊκού τραγουδιού και ήταν δημοφιλή στις φτωχές συνοικίες. Ο περίφημος Αναστάσιος Σταθόπουλος, από την νότια Πελοπόννησο, μεταναστεύει αρχικά στη Σμύρνη, όπου κατασκευάζει και εμπορεύεται «κάθε είδους εντόπια και ευρωπαϊκά όργανα» όπως αναφέρει σχετική διαφήμιση. Στις αρχές του αιώνα μεταναστεύει και εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και, μαζί με τους γιούς του Επαμεινώνδα (μετέπειτα ιδρυτή της περίφημης αμερικάνικης Epiphone Guitar Company) και Ορφέα ανοίγει μαγαζί που σύντομα καθιερώνεται και κάνει εξαγωγές στην Ελλάδα. Ο Ναπολιτάνος αρχιτεχνίτης του συνέχισε την «παράδοση» του υβριδίου μεταξύ μαντολίνου και ταμπουρά.

Το «παραδοσιακό» μπουζούκι /ταμπουράς της υπαίθρου, συνήθως συνόδευε τραγούδια παραδοσιακής μουσικής, ενώ στις πόλεις το όργανο χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μουσικής: παραδοσιακά, δυτικότροπα και «εισαγόμενα» από τη Δύση, αλλά και «μουρμούρικα» ή κουτσαβάκικα (ή και αλλιώς).

Αυτό το είδος αργότερα συνέβαλε στη «γέννηση» του ρεμπέτικου, που ήρθε αργότερα σε συνδυασμό με το ρεπερτόριο της Σμυρναίικης Σχολής, της αστικής λαϊκής μουσικής και την άφιξη των μικρασιατών προσφύγων.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

λξηίοξν.jpg

Πηγές:

  • Αδαμάντιος Κρασανάκης, Ιστορία μουσικής και μουσικών οργάνων, εκδόσεις: Η Αθήνα, 2016.

  • Μπουζούκι και μπουζουξήδες, blogspot.com, Πρώτοι μπουζουξήδες-παλιά μπουζούκια.

  • Bouzouki greek.com

  • Νίκος Πολίτης, klika.gr

Ομήρεια