Λατέρνα...από αρχόντισσα, αλήτισσα και ζητιάνα
«Η λατέρνα είναι σαν τη γυναίκα. Για να γεννήσει θέλει έρωτα. Θέλει αγάπη. Έχει τα μυστικά της, τα κέφια της, τις ακεφιές της, τα κουμπιά της, τους μπελάδες της, τις γλύκες της.
Εδώ είναι το μυστικό. Πώς θα καρφώσεις τα καρφάκια. Κάθε καρφάκι είναι μια νότα. Αν το καρφώσεις πιο βαθιά από ότι πρέπει ή πιο λοξά, σκοτώνεις το τραγούδι»…
είχε πει ο Νίκος Αρμάος.
Η Λατέρνα είναι ένα μουσικό όργανο που παράγει μουσική με ένα περιστρεφόμενο κύλινδρο με καρφιά, όπου το κάθε ένα από αυτά είναι και μία νότα. Χρειάζεται 800 περίπου ώρες για να δημιουργηθεί και 7.000 καρφιά για τα 9 τραγούδια που παίζει.
Το όνομά της λα τόρνο, (la torno = αυτό που γυρίζει) κι η ιστορία της χάνεται στο χρόνο.
Στην αρχαιότητα, και ειδικότερα τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται για πρώτη φορά από τον μηχανικό και γεωμέτρη Ήρωνα από την Αλεξάνδρεια, οι πρώτες αυτόματες μουσικές κατασκευές.
Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα, κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στην Αγγλία, που έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά ενώ η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880 και την απέφερε η τότε συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi.
Εκρηκτική η εξάπλωσή της, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής με τεχνίτες Έλληνες και Αρμένιους, που έγραψαν ελληνική και ευρωπαϊκή μουσική.
Στην Κωνσταντινούπολη ήταν «αρχόντισσα και κυρά» σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου. Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη «χρυσή του εποχή».
Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες. Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν περίπου 5.000 λατέρνες σε Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός σε σχέση με τον τότε πληθυσμό.
Η λατέρνα μεσουράνησε πριν την εμφάνιση του φωνογράφου και του ραδιοφώνου και απετέλεσε το καλύτερο μέσον ψυχαγωγίας, αλλά και το κυριότερο μέσον διάδοσης των νέων τραγουδιών ήταν η λατέρνα. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμα» του στον κύλινδρο. Επίσης χρησιμοποιείτο για να ντύνει με μουσική τις εικόνες του βωβού κινηματογράφου.
Μ’ αυτήν ο κόσμος χόρεψε, τραγούδησε, ψυχαγωγήθηκε. Πάνω της γράφτηκαν τραγούδια σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, καντάδες, εθνικά εμβατήρια, πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και τανγκό.
Ένα μεγάλο μέρος της μουσικής μας κληρονομιάς επηρεάστηκε από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα περνάει δύσκολα χρόνια. Δεν υπάρχουν πολυτελή εστιατόρια για να φιλοξενήσουν τη λατέρνα. Έτσι αυτή αναγκαστικά βγαίνει στο δρόμο, στη «ζητιανιά», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ιούλιος Αρμάος στις συνεντεύξεις του.
Βέβαια είναι μια γλυκιά, μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη ζητιάνα. Όσοι τη γνώρισαν τη θυμούνται με νοσταλγία να περνάει από τα στενά δρομάκια της Πλάκας σκορπίζοντας γύρω το μελωδικό της κελάηδημα.
Η εξάπλωση του φωνογράφου, του ραδιοφώνου, του τζουκ-μποξ, την παραγκωνίζουν σαν μέσο διασκέδασης του κοινού ενώ η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.
Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια, τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν.
Επί δικτατορίας Παγκάλου, το 1925, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αστυνομική διάταξη που απαγόρευε το παίξιμό της εις τα κέντρα της πρωτευούσης, μπροστά από τα ξενοδοχεία και τα καφενεία, και τους επέτρεπε να κυκλοφορούν μόνον στις γειτονιές.
Θ’ αναγκαζόμεθα πλέον να εκστρατεύομεν εις τα άκρα, εις τας εσχατιάς της πόλεως διά ν’ απολαύσωμεν την παλαιάν πρωτεύουσαν, σχολίαζε ο Τύπος.
Από τότε, η αστυνομική διάταξη πότε «κοιμόταν» και πότε «αφυπνιζόταν». Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ’ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη Λατέρνα.
Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, αποσύρονται στις αποθήκες, παροπλίζονται.
Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει, θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά.
Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.
Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από το Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο και η λατέρνα, ξαναγίνεται μόδα.
Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της, για να ντύσουν τα τραγούδια τους.
Η Λατέρνα μπαίνει στο soundtrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», τα «Τα κόκκινα φανάρια», ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα».
Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.
Όταν ακούς τη λατέρνα και παίζει, νομίζεις ότι παίζουν δέκα νομάτοι. Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σαν να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν βλέπω να ‘χει πιότερη ζωή από τη δική μου…
είχε πει ο Νίκος Αρμάος, “ο βασιλιάς” της λατέρνας που σφράγισε με τη συμβολή του την πορεία της, μένοντας έτσι στην ιστορία της μουσικής ως αριστοτέχνης στο είδος του.
Σήμερα σε ολόκληρη την Ελλάδα υπάρχουν λιγότερες από είκοσι περιπλανώμενες λατέρνες που πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική ενώ μία, υπάρχει και στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, στην Πλάκα, όπου εκτίθεται η συλλογή μουσικών οργάνων του Φοίβου Ανωγειανάκη.
Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστές του έργου του έγιναν ο Αντώνης Νασιόπουλος και ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκαναν μεγάλες προσπάθειες για την αναβίωση του οργάνου.
Κείμενο Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
homouniversalisgr.blogspot.com
tsipourokatastasi.gr
mikropragmata.lifo.gr
https://www.mixanitouxronou.gr
https://www.armaoslaterna.gr