Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Οι διανοούμενοι της προεπαναστατικής περιόδου, στην προσπάθειά τους για την επικράτηση του ορθολογισμού και της πνευματικής ελευθερίας, στον ελληνικό χώρο, μετέφεραν τις ιδέες του δυτικοευρωπαϊκού κινήματος του Διαφωτισμού, με βασικό στόχο την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά κυρίως την πνευματική αφύπνιση των υποδούλων, προς ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των νεοελλήνων.

Ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φεραίος, σώζουν την πολύπαθη Ελλάδα.

(έργο του Θεόφιλου)

Οι Διαφωτιστές καταδικάζοντας την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ζωής, προσπάθησαν να την μετατρέψουν σε «φωτεινή», συμβιβάζοντας τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης, των νέων πειραματικών μεθόδων και ανακαλύψεων, με το χριστιανικό δόγμα. Κύριο μέλημά τους υπήρξε η κοινή αποδοχή των σύγχρονων ερευνητικών μεθόδων, η αντικατάσταση του σχολαστικού αριστοτελισμού, και η απελευθέρωση του ανθρώπινου νου από τις προκαταλήψεις, ώστε να γίνει εφικτή η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του υπόδουλου ελληνισμού.

Οι εκπαιδευτικοί και ερευνητικοί θεσμοί μέσω των επίπονων διαδικασιών του 19ου αιώνα, και της εγκατάστασης των νέων φιλοσοφικοεπιστημονικών ιδεών στην νεοελληνική παιδεία, απέκτησαν νέα ποιοτικά στοιχεία, καθιστώντας την ελληνική επιστήμη μέρος της ευρωπαϊκής.

 «Αιώνας των Φώτων» και προεπαναστατική περίοδος  

Βασικό πρόταγμα του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η διάδοση των Φώτων και της εθνικής ιδέας, στο γένος των Ελλήνων. Ο όρος «φώτα», επικράτησε ως μετάφραση του αντίστοιχου γαλλικού όρου, και αφορούσε τις νέες επιστημονικές ιδέες σχετικά με το δυτικό νεωτερικό κοσμοείδωλο, αλλά και τη γνώση γενικότερα. Αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση άρχισαν να διαμορφώνονται χαρακτηριστικά σηματοδότησης της αλλαγής στη νοοτροπία των Βαλκανικών πληθυσμών, οι οποίοι στο πλαίσιο της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης, εκδήλωναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες, αλλά και την ιστορία. Ήδη είχε εμφανιστεί πνεύμα κριτικής στις σχετικές με τον κόσμο, παγιωμένες αντιλήψεις, τάση χειραφέτησης από τη θρησκεία, και στροφή στην ανθρώπινη ευδαιμονία βάσει εκκοσμικευμένων αξιών.

Η συνειδησιακή ετοιμότητα πρόσληψης νέων επιστημονικών ιδεών με κριτικό πνεύμα, που χαρακτηρίζει την τοπογραφία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού κατά την προεπαναστατική περίοδο, ενισχύεται με την έκδοση σχετικών εγκωμιαστικών συγγραμμάτων που επιτρέπουν τη συνειδητοποίηση της εμβέλειας της νεότερης φυσικής φιλοσοφίας. Όλες οι πτυχές του κόσμου ερευνώνται απ’ την «φιλοσοφία της φύσεως», και κατανοούνται μέσω του θεωρητικού πλαισίου που μορφοποιήθηκε απ’ την «πειραματική φιλοσοφία», αναδεικνύοντας τη νέα αντίληψη.

Οι οπαδοί των Φώτων, στόχευαν κυρίως στη διάδοση της γνώσης σε όσο το δυνατόν περισσότερους αποδέκτες, χρησιμοποιώντας την Κοινή γλώσσα, ενώ οι επιστήμες καλούνταν να συμβάλουν στον σχηματισμό νέας κοσμοθεωρίας. Οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου κρίνουν ζωτικής σημασίας την εκλαΐκευση της γνώσης, καθώς αφ’ ενός είναι απαραίτητη για την βελτίωση κάθε τομέα, κι αφ’ ετέρου μέσω της διάχυσης της επιστήμης και της καλλιέργειας των υποδούλων, θα σταθεί δυνατή η διανοητική και εθνική απελευθέρωση.

Για τους λόγους αυτούς, πασχίζουν να αντιμετωπίσουν την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία, και να καταστήσουν σαφή την αναγκαιότητα της έρευνας, συνδέοντας άμεσα την παιδεία με τον στόχο της παλιγγενεσίας. Η νέα αυτή προσέγγιση έρχεται να «φωτίσει» το κλειστό σύστημα σκέψης, και τις παραδοσιακές νοοτροπίες της περιόδου, προτείνοντας έναν νέο τρόπο σκέψης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, που θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από την πνευματική δουλεία, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς την πολιτική ελευθερία. Βασικό μέλημα των Νεοελλήνων Διαφωτιστών, υπήρξε επίσης η απροκατάληπτη και υπεύθυνη διερεύνηση των απόψεων όλων των στοχαστών, παλαιοτέρων και νεοτέρων, που ως απόρροια κριτικής και αυτόνομης σκέψης, θα διαμορφώσει την υγιή φιλοσοφία.

Ευγένιος Βούλγαρης (Κέρκυρα 1716 - Αγία Πετρούπολη 1806)

Φυσικές Επιστήμες εναντίον αμάθειας και δεισιδαιμονίας

Τα διεθνή γεγονότα της περιόδου (Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή κ.ά.), έθεσαν το πλαίσιο ανάπτυξης των μηχανισμών κοινωνικοπολιτισμικής αλλαγής, στον ελλαδικό χώρο, ενώ ο ρόλος των λογίων υπήρξε καθοριστικός για την εξάπλωση των νέων ιδεών. Ο σχολαστικός αριστοτελισμός παρότι κατείχε κυρίαρχη θέση στην χριστιανική φιλοσοφική σκέψη, εθεωρείτο πλέον όργανο καθολικού συντηρητισμού, ασύμβατο με τις νέες επιστημονικές ιδέες.

Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Ευγένιος Βούλγαρης, εγκαινιάζοντας τη νέα εποχή της ελληνικής επιστημονικοφιλοσοφικής σκέψης, διδάσκει τον υπόδουλο ελληνισμό, παρουσιάζοντας την ιστορικότητα της γνώσης, και αναλύοντας παράλληλα το εννοιολογικό της περιεχόμενο. Ο Βούλγαρης καλεί τον άνθρωπο να ερευνά, να προσεγγίζει τις προγενέστερες αλλά και τις σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρήσεις, και να διαμορφώνει άποψη αποστασιοποιημένος από τις επιβεβλημένες συμβάσεις.

Ο Νικόλαος Ζερζούλης, εξαίρει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που αναδεικνύει την πνευματική παραγωγή και δημιουργεί οικονομικοκοινωνικές προϋποθέσεις, για την ύπαρξη ενεργής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας και ελεύθερης αντιπαράθεσης απόψεων. Παράλληλα, διατυπώνει αίτημα για ανταπόκριση της ελληνικής κοινωνίας, στο επιστημονικό πρόγραμμα Ζερζούλη, Θεοτόκη, Ηλιάδη και Μοισιόδακος, που παρά τις απόπειρες ανάσχεσης, βρίσκει έδαφος εφαρμογής.

Ζερζούλης, Νικόλαος (Μέτσοβο, περ. 1710 - Ιάσιο, 1772 ή 1773).

Ο Ζερζούλης, θεωρεί τη νεότερη επιστημονική σκέψη ως δρόμο για την διάνοιξη των οριζόντων της ατελούς ανθρώπινης νόησης, ενώ «θέτει εν αμφιβόλω οποιαδήποτε αυθεντία», καθώς οι εκάστοτε αποφάνσεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου, και οφείλουν να συμπληρώνονται ή/και να διορθώνονται από τις μεταγενέστερες. Συνοψίζοντας τον στοχασμό και την πραξεολογία των νεοελλήνων διαφωτιστών, ο Ζερζούλης παρατηρεί πως η έρευνα, η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας, καθώς και η φιλοσοφική καθοδήγηση, είναι η οδός για την επίτευξη της ευδαιμονίας.

Ο Νικηφόρος Θεοτόκης επισημαίνει την ανάγκη εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, τη σημασία της εκπαίδευσης των Ελλήνων, και την έμφαση που πρέπει να δοθεί σ’ αυτήν. Η διδασκαλία του  Θεοτόκη, και η εμβάθυνσή του στη φύση και στην υλική πραγματικότητα, προσδιορίζεται από τις παραδοχές της πειραματικής φυσικής και του μαθηματικού συμβολισμού. Σε διανοητική συστοιχία, Βούλγαρης, Θεοτόκης και Ζερζούλης, αρνούνται την εγκυρότητα της αυθεντίας στην έρευνα της φύσης, προτάσσοντας «το ελευθέρως φιλοσοφείν», που θα πρέπει να αποδεικνύει οποιοδήποτε ζητούμενο, χρησιμοποιώντας «λόγω ή πείρα ή ιστορία ή τοις δυσίν ή τοι τρισίν άμα», μη στηριζόμενος μονάχα στις αισθητήριες ανθρώπινες ικανότητες.

Και οι τρεις, ακολουθώντας μία νεωτερική αντιαριστοτελική κατεύθυνση υπερβαίνουν τον αυστηρό εμπειρισμό και αντίστοιχα τον ορθολογισμό. Προκειμένου να γονιμοποιηθεί η νεοελληνική σκέψη, προτείνουν συγκερασμό νοησιαρχίας με εμπειρισμό ως θεώρηση της επιστημονικής αλήθειας, αξιοποιώντας την ανάλυση και την έρευνα, και παράλληλα διατηρώντας ως υπόβαθρο την αριστοτελική επαγωγή.

Στο ήδη διαμορφωμένο θεωρητικό πλαίσιο (από τους Βούλγαρη, Ζερζούλη και Θεοτόκη), και συνειδητοποιώντας τις φιλοσοφικές μεταλλαγές που συντελούνται, συγκροτεί τη ριζοσπαστική του σκέψη ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Επαναλαμβάνοντας το αίτημα του Ζερζούλη για πειραματική διδασκαλία των φυσικών επιστημών και αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης κατά το πρότυπο των ευρωπαϊκών σχολείων, αναγνωρίζει και επιδοκιμάζει τις αλλαγές, που ήδη είχαν επιτύχει οι προκάτοχοί του, προς όφελος της νεοελληνικής σκέψης και παιδείας.

Στην Απολογία ο Μοισιόδαξ, επισημαίνοντας τον αριστοτελισμό ως εχθρό, ασκεί κριτική στην γενικότερη σκληρυμένη νοοτροπία που διατηρεί την αμάθεια και την δεισιδαιμονία, και παρεμποδίζει την πρόοδο και την κοινωνική λειτουργία της σκέψης και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τους λογίους της εποχής, οι φυσικές επιστήμες προσφέρουν ορθή ερμηνεία των φαινομένων, ενώ ασχολούμενες με τα αισθητά, πυροδοτούν την περιέργεια και τη φιλομάθεια. Συσχετίζονται επομένως άμεσα με τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας, και ανοίγουν τον δρόμο που οδηγεί στην ανθρώπινη ευδαιμονία, ενώ όχι μόνο δεν έρχονται σε σύγκρουση με τη θεολογία, αλλά αντιθέτως αποδεικνύουν την παντοδυναμία του Θεού.

Σημαντικότατος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και ο Αδαμάντιος Κοραής, του οποίου η φιλοδοξία για τη δημιουργία πνευματικών εστιών και σχολών προς μετάδοση των νέων εκπαιδευτικών και επιστημονικοφιλοσοφικών ιδεών στην ελληνική νεολαία, βρήκε ανταπόκριση κι από άλλους λογίους. Ακολουθώντας τις προτροπές και έχοντας την στήριξή του, ο Κωνσταντίνος Κούμας, αποπειράται τη λειτουργία εκπαιδευτικού προγράμματος στα πρότυπα «της φωτισμένης Ευρώπης».

Προβάλλοντας στο σύγγραμμά του Χημείας Επιτομή, την κατά τον Ξενοφώντα παρότρυνση του Σωκράτη προς τους νέους, να συνδυάζουν την γνώση με την σωφροσύνη, ο Κούμας επιχειρηματολογεί υπέρ της διάδοσης της γνώσης, αναφέροντας την ανάγκη «να φωτισθή (η Ελλάς) με των τεχνών και επιστημών τα φώτα». Παράλληλα επισημαίνει «την ένδειαν» προς κάποια είδη μαθημάτων που θα συνεισέφεραν «προς ωφέλειαν του γένους» με εμπλουτισμό «τελειοτέρων χημικών συγγραμμάτων μεταφράσεις και εκδόσεις».

Ρήγας Φεραίος (Βελεστίνο 1757 - Βελιγράδι 1798) και Αδαμάντιος Κοραής (Σμύρνη 1748 - Παρίσι 1833)

Την ίδια περίοδο, ο Ρήγας Φεραίος εκφράζει θλίψη για την κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ευρισκόμενοι πλέον «γεγυμνωμένοι από την ιδέαν της φιλοσοφίας». Διατυπώνει δε την πρόθεσή του να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό, συνδράμοντας στην κατανόηση των επιστημών από όλους, όχι επιδεικνύοντας τις γνώσεις του αλλά προς ωφέλειαν του γένους του, ενώ προτρέπει και τους άλλους λογίους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις

Από τα μέσα του 18ου αιώνα ήδη είχε ξεκινήσει η αμφισβήτηση των αξιών του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, ενώ στα τέλη του ιδίου αιώνα, με την ωρίμανση των ιδεών και την ένταση των φαινομένων, οξύνονται οι αντιπαραθέσεις και οι αντιπαλότητες. Οι λόγιοι της εποχής (που σε αρκετές περιπτώσεις προέρχονταν από τον εκκλησιαστικό χώρο), συχνά στρέφονταν εναντίον των εκκλησιαστικών θεσμών (Δημητριείς, Ρήγας Φερραίος, κ.ά), εξαιτίας της επιβολής άμεσων δεισιδαιμονιών που ταύτιζαν με την ευσέβεια, φορτίζοντας παράλληλα την έρευνα, με την αμαρτία. Οι λόγιοι προτείνουν ευθέως τον περιορισμό της δύναμης των κληρικών (στους οποίους επιρρίπτουν ευθύνες για την κοινωνική δυσαρμονία), σύμφωνα με το γαλλικό πρότυπο, και πασχίζουν για την αντικατάσταση των δεδομένων ερμηνειών και των δεισιδαιμονιών, με την επιστημονική γνώση και τον ορθό λόγο.

Η διακινδύνευση της εξουσίας εξαιτίας της διάδοσης των ριζοσπαστικών ιδεών και καινοτομιών, θορύβησε την επίσημη εκκλησία η οποία συνέστησε επιτροπή ελέγχου δημοσιευμάτων, ώστε να εντοπίζει καθετί ασεβές και επικίνδυνο. Με σημείο τριβής το επιστημονικό πεδίο, η γνώση δαιμονοποιείται, ενώ οπαδοί και αντίπαλοι των Φώτων αναμετρώνται, όχι μόνο σε επίπεδο φυλλαδίων και διοικητικών μέτρων αλλά και με καταδίκες, υποχρεωτικές ομολογίες πίστεως, αφορισμούς, κάψιμο βιβλίων, και βίαιες συγκρούσεις. Στην προσπάθεια ανακοπής της πορείας των Διαφωτιστών, το Πατριαρχείο, σε κάποιες περιπτώσεις τους εξωθούσε σε παραίτηση με αδιαφορία, χλευαστικούς χαρακτηρισμούς και γενική πολεμική στάση, αλλά και με έμμεση και άμεση κατασυκοφάντηση για ετεροδοξία.

Ως αντεπίθεση στις συκοφαντίες και στον άδικο πόλεμο που κηρύχθηκε κατά των λογίων, αντεπιτέθηκε ο Μοισιόδαξ, συντάσσοντας αντιρρητικό φυλλάδιο με το οποίο δημοσιοποιούσε την προσκόλληση των σχολών στον κορυδαλισμό, και στην παραδοσιακή εκκλησιαστική ιδεολογία, ασκώντας παράλληλα κρίση για τους Νεοέλληνες λογίους αλλά και για τους Ευρωπαίους φιλοσόφους. Ο Μοισιόδαξ στην Απολογία, αναφέρεται με πικρία στην απαξία και στην λοιδορία που υπέστησαν οι διανοούμενοι στην Ελλάδα, από μεγάλο αριθμό «γραμματικών κακοφυών», που όμως επηρέαζαν καθοριστικά τα δρώμενα. Παράλληλα αποκαλύπτει την φιλοσοφικοπολιτική, ιδεολογική αλλά και προσωπική διαμάχη, ανάμεσα στους λόγιους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και στους εκκλησιαστικούς παράγοντες, που απετέλεσε σοβαρότατο και πολυεπίπεδο ζήτημα της εποχής.

Η κακή κατάσταση του γένους εξαιτίας της δεσποτικής διοίκησης και της αμάθειας, αποτυπώνεται με ανάλογες αναφορές και στον λόγο των Δημητριέων, ενώ η χαρακτηριστική, σχετική με την ελευθερία της σκέψης, ρήση του Ρήγα Φεραίου, «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», συνοψίζει την πεποίθησή των λογίων της εποχής για τη σημασία της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου.

Κων/νος Κούμας (Λάρισα 1777 - Τεργέστη 1836)

Μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν από την εκκλησιαστική ηγεσία, ήταν κι ο εξαναγκασμός σε διακοπή λειτουργίας, του Φιλολογικού Γυμνασίου της Σμύρνης, εξαιτίας της διδασκαλίας και των πειραμάτων του Κωνσταντίνου Κούμα, όμως ούτε αυτό στάθηκε αρκετό ώστε να σταματήσει την εξάπλωση του νέου πνεύματος το οποίο τελικώς συνδέθηκε άμεσα με τον απελευθερωτικό αγώνα. Οι προσπάθειες της προεπαναστατικής περιόδου οδήγησαν σε μια περίοδο ριζικά διαφορετικών χαρακτηριστικών στις επιστήμες και την τεχνολογία. Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους επέρχεται μία περίοδος κρίσιμων αλλαγών στην επιστημονική δραστηριότητα αλλά και στην εκπαιδευτική οργάνωση και λειτουργία. Η επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να συναντά αντιδράσεις, όμως πλέον η επίδραση των ευρωπαϊκών σχολών και προτύπων θεωρείται έγκυρη και αποδεκτή, και σταδιακά η ελληνική επιστημονική παραγωγή εντάσσεται στην ευρωπαϊκή.

Τα νέα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συστάθηκαν, βάσισαν την οργάνωση και λειτουργία τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα ενώ η επιτυχία και η γενική αποδοχή τους ήταν συναρτημένη με τις ικανότητες των στελεχών τους (λογίων, σχολαρχών, και διδασκάλων). Οι προεπαναστατικοί λόγιοι διατηρούσαν συνήθως λόγο φιλοσοφικό, ακόμα κι όταν πραγματεύονταν άλλα γνωστικά αντικείμενα, σε αντίθεση με τους λογίους του νεοελληνικού κράτους, που το αντικείμενο διδασκαλίας τους ειδικευόταν σε μία γνωστική περιοχή, χωρίς ιδιαίτερες διαφορές απ’ τους αντίστοιχους δυτικούς λογίους.

Ο ουσιαστικός ρυθμιστικός ρόλος του Πατριαρχείου, ως μοναδικό κέντρο αναφοράς του ελληνισμού στα εκπαιδευτικά ζητήματα, διεκδικείται από το ελληνικό κράτος, και ο χαρακτήρας της σύνδεσης ορθοδοξίας-ελληνισμού, αλλάζει. Η θρησκευτική ταυτότητα παύει να είναι ισχυρότερη της εθνικής, καθώς στα σημεία αναφοράς των Ελλήνων προστίθενται οι τοπικές κοινότητες και το ελληνικό κράτος.

Οι εξαιρετικά γρήγορες αλλαγές διαμόρφωσαν νέες διαδικασίες που νομιμοποίησαν τον επιστημονικό λόγο, οδήγησαν στην ίδρυση νέων εκπαιδευτικών και επιστημονικών θεσμών και συνέβαλαν στην ένταξη της έρευνας στην παραγωγική διαδικασία. Η έλλειψη ερευνητικής δραστηριότητας βάσει των κριτηρίων της δυτικής Ευρώπης, εμπόδισε την διαμόρφωση ερευνητικής παράδοσης, καθώς για πολλά χρόνια οι κλάδοι των περισσότερων επιστημών (ιστορία, νομική, οικονομικά, γεωγραφία κλπ.), δεν υπήρξαν αυτόνομοι αλλά εντάσσονταν στην φιλοσοφία ή στην φιλολογία.

Η «πρόοδος της πατρίδος ημών και το ευοίωνον μέλλον αυτής», ταυτίστηκε με την αξιοποίηση των φυσικών επιστημών, σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της προεπαναστατικής περιόδου.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

"Η Ελλάς ευγνωμονούσα", έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, 1858.

 Πηγές:

  • Στοιχεῖα Γεωγραφίας Ἐρανισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νικηφόρου τοῦ Θεοτόκου πλείστοις δὲ Σημειώμασι καὶ Σχήμασι πλουτισθέντα ὑπὸ Ἀνθίμου Γαζῆ …. Ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουστρίας ἐν τῇ τυπογραφίᾳ Γ. Βεντώτη. 1804, «Τοις φιλομαθέσι παισί των Ελλήνων».

  • Χημείας Ἐπιτομή, Συγγραφεῖσα μὲν γαλλιστί, διὰ προσταγῆς τῆς διοικήσεως, εἰς χρῆσιν τῶν Λυκείων τῆς Γαλλίας, ὑπὸ Πέτρου Αὐγούστου Ἀδήτου Ἐπάρχου τῆς Νιβερνησίας, Μεταφρασθεῖσα δέ, καὶ μετά τινων προσθηκῶν ἐκδοθεῖσα, ὑπὸ Κ. Μ. Κούμα Λαρισσαίου. Μέρος Πρῶτον. Περὶ συνθέσεως. Ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γεωργίου Βενδώτου. ΑΩΗ, «Ο μεταφραστής προς τους Έλληνας».

  • Φυσικής Απάνθισμα Δια τους αγχίνους και φιλομαθείς Έλληνας, …παρά του Ρήγα Βελεστινλη Θετταλού, Εν Βιέννη, Εκ της τυπογραφίας του ευγενούς Τράττνερ, 1790, «Προς τους αναγνώστας».

  • Βιρβιδάκης Σ. κ.ά., Η ελληνική φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα. τ.Α ́, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

  • Κατσιαμπούρα Γιάννα, Νεοελληνικός Διαφωτισμός: ο χειραφετικός λόγος των επιστημών, Κριτική - Επιστήμη & Εκπαίδευση, τ/χ.3 (2006).

  • Πέτσιος Κωνσταντίνος Θ., Η περί φύσεως συζήτηση στη Νεοελληνική σκέψη. Όψεις της φιλοσοφικής συζήτησης από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, Ιωάννινα, 2003.

  • Τεμπέλης Η–Θεοδώρου Ό., “Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο «πανοσιώτατος» Σεβαστός Λεοντιάδης και ο «εὐγενέστατος» Κωνσταντίνος Καραϊωάννης”, Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», ΕΑΠ, ΣΑΣ, τ.ΣΤ΄, Πάτρα 2015.

  • Χριστιανίδης Γ., Διαλέτης Δ., κ.ά., «Ο Βυζαντινός Λόγιος», κεφ. στο: Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα, τ.Β΄: Οι επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

Ομήρεια