Μπάρμπα-Γιάννης, ο μυστηριώδης, αμφιλεγόμενος κανατάς των Αθηνών του 19ου αιώνα

Δεν πα’ να γεννήθηκα φτωχός… εγώ είμαι αριστοκράτης…

Ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στην Αθήνα μεταξύ των ετών 1860-1880, όταν η πόλη είχε ελάχιστες υποδομές, και οι ανάγκες των πολιτών για διάφορα αγαθά, καλύπτονταν από τους πλανόδιους μικροπωλητές που κυκλοφορούσαν στις γειτονιές διαλαλώντας την πραμάτεια τους.

Μεταξύ αυτών και οι κανατάδες, με διασημότερο όλων τον μπάρμπα-Γιάννη του οποίου η φήμη έχει φτάσει ως τις μέρες μας αφού η ιστορία του έγινε τραγούδι, αλλά και κινηματογραφική ταινία!

Ο μπάρμπα-Γιάννης ξεκινούσε κάθε πρωί από την Πλάκα, για 20 περίπου χρόνια και περιφέρονταν στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας.

Η ζήτηση για το εμπόρευμά του ήταν μεγαλύτερη τις καυτές μέρες του καλοκαιριού, αφού οι πήλινες στάμνες, κρατούσαν κρύο το νερό και ήταν απαραίτητες σε κάθε νοικοκυριό της εποχής, αλλά και όλο το χρόνο, αφού ούτε δίκτυο ύδρευσης υπήρχε, ούτε φυσικά ηλεκτρικό ψυγείο.

Συνοικία Σκαγιάννη-σημερινή οδός Υπερείδου στα Αναφιώτικα στην Πλάκα, όπου διέμενε ο μπάρμπα-Γιάννης.

Με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με κάθε είδους στάμνα και σταμνάκι, κανάτα και κανατάκι, με τα πιτσιρίκια να τρέχουν φωνάζοντας πίσω του, με το ψάθινο καπέλο του για τον ήλιο, ξυπόλητος και ρακένδυτος, αλλά λεβέντης και με εξαιρετικούς τρόπους, ο κανατάς, δεν δυσκολευόταν να προσελκύσει πελατεία.

Στον “Τρελαντώνη”, ο τύπος του μπάρμπα-Γιάννη (ή ο ίδιος;), περιγράφεται ως “Ένας άντρας ψηλός, με φαρδιά ξανθά μουστάκια” που “γέμισε με το μεγάλο μπόι του την πόρτα. Ήταν φτωχοντυμένος και ξυπόλυτος και στο κεφάλι φορούσε ένα παλιωμένο πλατύγυρο καπέλο. Στα μαλλιά και στα μουστάκια πολλές άσπρες τρίχες γυάλιζαν, μα ήταν ήρεμο το πρόσωπό του και είχε αρχοντιά η στάση του, καθώς στηρίζουνταν στη μαγκούρα του”

Με μικρό επαγγελματικό ανταγωνισμό όμως, μεγάλη ζήτηση του κοινού για το εμπόρευμά του, και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν άργησε να αποκτήσει οικονομική άνεση τέτοια, ώστε να ζει έναν παράλληλο βίο.

Ξεκίνησε λοιπόν να ράβεται, στον τότε περίφημο ράφτη των Αθηνών, Π. Λαμπίκη, ο οποίος έντυνε ακόμα και τον φιλέλληνα πολιτικό, και μετέπειτα πρωθυπουργό της Γαλλίας, Λεόν Γκαμπετά. Τις έξι μέρες της εβδομάδας λοιπόν, κυκλοφορούσε με τα κουρέλια, και τις Κυριακές μεταμορφώνονταν σε έναν γοητευτικό καλοντυμένο κύριο, που σύντομα έγινε γνωστός στα αριστοκρατικά αθηναϊκά σαλόνια.

Ντυμένος με φράκο, ημίψηλο καπέλο, φουλάρι, γιλέκο, καλογυαλισμένα παπούτσια, μπαστούνι με ασημένια λαβή, και χρυσό ρολόι τσέπης, συνήθιζε όπως οι αριστοκράτες, να εκκλησιάζεται στον Άγιο Γεώργιο τον Καρύκη, και στη συνέχεια να βολτάρει στο αστικό “νυφοπάζαρο” της πρωτεύουσας, και να συχνάζει στα πιο φημισμένα καφενεία της εποχής, όπως στην “Ωραία Ελλάς” και στο “Σολωνείον”.

Η εξέδρα μουσικής, στην πλατεία Συντάγματος του 1880

Οι κυρίες της αριστοκρατίας δεν έμειναν ασυγκίνητες από τον ψηλό, ξανθό, μουστακαλή κύριο, με τα όμορφα μάτια, που κυκλοφορούσε στα μέρη που σύχναζαν, δείχνοντας να είναι ένας απ’ τους κυρίους του κύκλου τους, καθιστώντας τον τελικά σε πολύφερνο γόη, με τις σχέσεις του να αποτελούν προσφιλές θέμα συζήτησης στα κοσμοπολίτικα καφενεία της εποχής, παρότι ο ίδιος ουδέποτε έδινε αφορμές για σκάνδαλα και κουτσομπολιά.

Το “αποτύπωμά” του στην πόλη έγινε τόσο έντονο, που γι’ αυτόν γράφτηκε ακόμα και τραγούδι από τον Βαυαρό αρχιμουσικό της στρατιωτικής μπάντας, Ανδρέα Ζάιλερ (1830-1904), (ενδεχομένως σε παλιότερη ιταλική ή ισπανική μελωδία). Αρκετά χρόνια αργότερα, το τραγούδι διασκεύασε ο Πέτρος Επιτροπάκης (1894-95-1977), κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία.

Η “κανταδόρικη” εκτέλεση του Πέτρου Επιτροπάκη

Σε κάθε περίπτωση, το τραγούδι με τίτλο “Μπάρμπα-Γιάννης κανατάς” συμπεριελάμβανε η ορχήστρα της Φρουράς, στο πρόγραμμά της, τις Κυριακές που έπαιζε στην πλατεία Συντάγματος, ιδίως όταν αυτό συνέπιπτε με τις βόλτες του μπάρμπα-Γιάννη στην περιοχή, με περιπαικτική διάθεση.

Ο μπάρμπα-Γιάννης πάντως δεν δίσταζε συχνά “σηκώνοντας το γάντι” να χαιρετά ιπποτικά τον μαέστρο, να ανεβαίνει στο πάλκο και να παραλαμβάνει την ορχηστρική μπαγκέτα, για να διευθύνει ο ίδιος, εισπράττοντας επευφημίες ή/και πειράγματα από τους περαστικούς.

Όλοι τον συμπαθούσαν και τον χαιρετούσαν φιλικά, ενώ έπιανε συζήτηση ακόμα και με τον ίδιο τον βασιλιά Γεώργιο. Λέγεται δε, πως σε μία τυχαία συνάντησή τους, τον ρώτησε:

γιατί δεν φορείς σήμερα το ημίψηλο και τα γυαλιστερά σου παπούτσια Μπαρμπαγιάννη;

κι εκείνος αποκρίθηκε: τα φορώ μόνο στις μεγάλες περιστάσεις μεγαλειότατε. Όπως κάνετε κι εσείς με το λοφίο σας!

Το τραγούδι δεν άργησε να γίνει δημοφιλές στους κανταδόρους της εποχής, ενώ ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα διάφορων μουσικών σχημάτων, και παρέμεινε γνωστό έως στις μέρες μας.

Οι στίχοι του τραγουδιού που πιθανότατα γράφτηκαν απ’ τον ίδιο, και ενδεχομένως τροποποιήθηκαν προς το χιουμοριστικότερο αργότερα, περιέγραφαν τους φόβους και τις προσδοκίες του:

Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου, να χαρείς τα μάτια σου

Κι αν φορείς ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχο, μπάρμπα-Γιάννη κανατά,

πρόσεξε μη σε γελάσει καμιά όμορφη κυρά, μπάρμπα-Γιάννη κανατά.

Και σου πάρει το γαϊδούρι και σ’ αφήσει την ουρά, μπάρμπα-Γιάννη κανατά.

Μπάρμπα-Γιάννη σε λατρεύω, θα σε αγαπώ πιστά μπάρμπα-Γιάννη κανατά.

Μπάρμπα-Γιάννη πέσε πρώτος στου Φαλήρου τα νερά, μπάρμπα-Γιάννη κανατά,

να σε δουν τα κοριτσάκια και να πέσουνε κι αυτά, μπάρμπα-Γιάννη κανατά.

Το1873 ο μπάρμπα-Γιάννης αποφάσισε να εκδώσει το βιβλίο: Τα δημώδη τραγούδια του μπάρμπα Γιάννη του Κανατά και διάφορα άλλα ερωτικά, συλλεχθέντα και τυπωθέντα δι εξόδων του. Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Ι.Σ. Ραζή 1873, με αφιέρωση στην: «ευγενεστάτη και φιλομούσω Κυρία Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου», αλλά και «σε όλους τους εύπορους Έλληνες».

Η Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου ούσα σύζυγος ενός πλούσιου σταφιδέμπορα του Αιγίου, περιέθαλψε και φρόντισε το 1866, χιλιάδες πρόσφυγες από την Κρήτη, κυρίως από την περιοχή του Κισσάμου, και πιθανότατα ο μπάρμπα-Γιάννης να ήταν ένας απ’ αυτούς.

Στον πρόλογό του σημείωσε: «Επειδή πολλοί εκ των ομογενών της Τουρκίας, ως και της Γαλλίας και της Αγγλίας δι΄ επιστολών των μου ζητούσαν όπως τους πέμψω τα τραγούδια μου […]εκδίδω το παρόν μικρόν φυλλάδιον.

Αλλα επειδή οι εκτός ομογενείς δεν με γνωρίζουν, δια τούτο ηναγκάσθην όπως θέσω την εικόνα μου εις το βιβλιάριον τούτο εις δυο φωτογραφήσεις ήτοι εις με την πρώτην παριστώμαι και φορών την καθημερινήν ενδυμασίαν μου και μετά του γαϊδάρου μου πωλών τας στάμνας μου, εις δε την άλλην την εορτινήν ως συχνάζων εις τα καφενεία και εις την μουσικήν».

ΔΙαφήμιση στην εφημερίδα Εστία, τον Δεκέμβριο του 1933

Ένα από τα ποιήματα του βιβλίου του μπάρμπα-Γιάννη, δημοσίευσε η εφημερίδα Ανεξάρτητος:

Δεν με λέγετε, κυράδες, τι σας μέλλει δι’ εμένα, αν γυρίζω κάθε μέρα με παλιόρουχα σχισμένα;

Κι αν την εορτήν σαν λόρδος περπατώ καμαρωτά, με ψηλόν μαύρο καπέλο και με γάντια εκλεκτά;

Εις τον ώμον εάν έχω το σαλί μου ερριμμένο και ως μέγας καπετάνος το μουστάκι μου στριμμένο;

Κι αν στον γάιδαρο επάνω την καθημερνή φορτώνω γαβαθάκια και σταμνιά και φωνάζω ταρλαλά;

Κι ότι αυτός θα με ψοφήσει και θα μείνω στ’ ανοικτά, επειδή δεν τον αφήνω κάποτε να σταματά.

Και με λέτε να προσέχω μη βρεθεί καμιά κυρά και με φάγει το γαϊδούρι και μ’ αφήσει την ουρά.

Μη, κυράδες μου, να ζείτε, μην το κάνετε δουλειά κι ο φτωχός ο μπάρμπα-Γιάννης έχω σώα τα μυαλά.

Αν ο έρωτας με σφίξει και θελήσω πανδρειά, θα βρεθεί και δι’ εμένα σαν κι εσάς κάποια κυρά.

Να με πλένει, να μου ράπτει το σουρτούκο, το βρακί και την Κυριακή μαζί μου να ’ρχεται στη μουσική.

Να φορεί λαμπρά φουστάνια εραμμένα τεχνικά και να λέγετ’ η γυναίκα του μπάρμπα-Γιάννη κανατά.

Η εκτέλεση του τραγουδιού από την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο

Έπειτα από 20 χρόνια γραφικής παρουσίας στη ζωή της Αθήνας, ο μπάρμπα-Γιάννης, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς γύρω στο 1880. Δεδομένου πως η εξαφάνισή του συνέπεσε με τη λήξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1878), σε συνδυασμό με τον ασυνήθιστη για την εποχή πορεία συμπεριφορά του, προκάλεσε οργασμό φημών σχετικά με την πραγματική του ταυτότητα.

Η επικρατέστερη εκδοχή των ανεπιβεβαίωτων βέβαια φημών, ήταν πως επρόκειτο για Βούλγαρο, που επέστρεψε στην πατρίδα του με τη λήξη του πολέμου. Επεκτείνοντας τη φήμη αυτή, ορισμένοι έλεγαν πως αρχικά έφυγε γιατί η Βουλγάρα σύζυγός του τον είχε απατήσει με τον αδερφό του και αυτός αφού τη σκότωσε και έσπασε στο ξύλο τον αδερφό του, έφυγε για να αποφύγει την κατακραυγή.

Κάποιοι άλλοι, υποστήριζαν πως στη Βουλγαρία είχε διατελέσει νομάρχης, εισαγγελέας ή/και έπαρχος και πως επειδή είχε έρθει σε σύγκρουση με τις οθωμανικές αρχές, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα.

Άλλες φήμες υποστήριζαν πως ήταν απ’ την Κύθνο, και άλλες πως ήταν από την Ανατολική Ρωμυλία με όνομα Χατζή Ιβάν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, και πως κατόπιν της συμμετοχής του στην οργάνωση πολυάριθμου συλλαλητηρίου συνελήφθη απ’ τις βουλγαρικές αρχές, ως εχθρός του κράτους.

Τίτλος άρθρου του Οκτωβρίου του 1833

Δεν έλειψαν βέβαια και αυτοί που διέδιδαν πως επρόκειτο για κατάσκοπο που αφού έληξε ο πόλεμος, δεν είχε πια λόγο να παραμένει στην Αθήνα.

Ο ίδιος πάντως υποστήριζε πως ήταν Έλληνας πρόσφυγας από την Προύσα, και πως είχε πολεμήσει στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης, το 1866.

Πάντως κανείς δεν γνώριζε το επώνυμό του, αλλά ούτε και είχε διαρρεύσει κάποια έγκυρη πληροφορία σχετικά με τη ζωή του, ενώ μετά την εξαφάνισή του, κανένας δεν έμαθε με βεβαιότητα τι απέγινε.

Η επίδραση του μπάρμπα-Γιάννη του κανατά, στη ζωή της Αθήνας ήταν τέτοια, ώστε το τραγούδι συμπεριλήφθηκε το 1933, σε δίσκο της Ισπανίδας υψιφώνου και καθηγήτριας της Μαρίας Κάλλας, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και η οποία το τραγούδησε μαζί με τον Γιάννη Αγγελόπουλο.

Η παρτιτούρα του τραγουδιού εκδόθηκε από τον Μουσικό Οίκο Γαϊτάνου. (Φωτογραφία από το αρχείο του ΕΛΙΑ).

Σύμφωνα με δημοσίευμα-αφιέρωμα της εφημερίδας Εστίας σε φύλλο της, το 1936, επισημαίνεται πως ο μπάρμπα-Γιάννης όντας “κυριακάτικος σε εμφάνιση και σε ιδέες, αποτελούσε σπουδαία αθηναϊκή φυσιογνωμία”, και πως το τραγούδι προς τιμήν του, παίχτηκε για πρώτη φορά σε θέατρο της Σμύρνης, από την ορχήστρα του θιάσου Αλεξιάδη, μέσα σε κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού από το κοινό.

Όταν δε, στο θέατρο εμφανίστηκε ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης, οι θεατές ξέσπασαν σε παρατεταμένο χειροκρότημα, και η ορχήστρα έπαιξε ξανά το τραγούδι “Προς τιμήν του”. Το άρθρο της Εστίας επιμελήθηκε ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο οποίος υποστήριζε πως είχε συναντήσει τον Γιάννη στη Σμύρνη όταν ακόμα ήταν έφηβος.

Επιπλέον, αρκετά χρόνια αργότερα ο μπάρμπα-Γιάννης, παραμένοντας αξέχαστος, ενέπνευσε τον ελληνικό κινηματογράφο.

Το 1957, σε μια ταινία με ομώνυμο τίτλο, σε σκηνοθεσία Φρίξου Ηλιάδη και Κώστα Στράντζαλη, και σενάριο Γιάννη Ιωαννίδη, ο Βασίλης Αυλωνίτης ενσάρκωσε τον γνωστό κανατά.

Απόσπασμα της ομώνυμης ταινίας του 1957 στην οποία έπαιζαν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Κατερίνα Χέλμη, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Στέφανος Ληναίος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Σταύρος Ξενίδης, ο Ανδρέας Ντούζος κ.ά.

Συμπρωταγωνιστές της ταινίας ήταν πασίγνωστοι ηθοποιοί όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Νίκος Κούρκουλος, η Κατερίνα Χέλμη, η Στέλλα Στρατηγού, η Αλέκα Παϊζη, ο Στέφανος Ληναίος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Σταύρος Ξενίδης, ο Ανδρέας Ντούζος και πολλοί άλλοι.

Σύμφωνα με το σενάριο, ο μπαρμπα-Γιάννης, ο κανατάς (Β. Αυλωνίτης), αναλαμβάνει το προξενιό ενός πλούσιου νέου (Σ.Ληναίος) σε μια επίσης πλούσια κοπέλα (Κ. Χέλμη). Όμως εκείνη αγαπάει έναν άπορο φοιτητή (Αλ. Αλεξανδράκη), και ο μπαρμπα-Γιάννης τη βοηθάει να απαλλαγεί από τον πλούσιο που τελικώς ενδιαφέρεται μόνο για την περιουσία της, και να παντρευτεί τον αγαπημένο της.

Κείμενο Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • https://www.enikos.gr

  • https://www.hellenicpaedia.gr

  • https://24grammata.com

  • https://tetysolou.wordpress.com

  • https://www.fosonline.gr

  • https://www.mixanitouxronou.gr

  • https://www.bovary.gr

Ομήρεια