«Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα. Η ίδρυση και η εδραίωση.»

Η μάχη της Αδριανούπολης το 324 μ.Χ. εναντίον του Λικίνιου, ανέδειξε τον Κωνσταντίνο μονοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας που αδυνατούσε να ελέγξει τα αχανή σύνορα της. Η Ρώμη είχε πλέον καθαρά εθιμοτυπικό χαρακτήρα ως πρωτεύουσα. Η κεντρική της θέση, την τοποθετούσε μακριά από τον έλεγχο της νευραλγικής και πάντα επικίνδυνης σε επιδρομές, παραμεθορίου.

Ήδη οι προκάτοχοι του Κωνσταντίνου αυτοκράτορες Μαξιμιανός και Διοκλητιανός, κυβερνούσαν από το Μεδιόλανο και τη Νικομήδεια αντίστοιχα, αντιμετωπίζοντας το καίριο ζήτημα. Το στρατιωτικό ενδιαφέρον ήταν πλέον στραμμένο στην Ανατολή και ήταν πλέον επιβεβλημένη η δημιουργία ενός νέου στρατηγικού σημείου τέτοιου που θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να έχει τον πλήρη έλεγχο των ανατολικών παραμεθόριων επαρχιών και θα του έδινε την δυνατότητα να στέλνει άμεσα στρατό σε κάθε απειλούμενη περιοχή. Μια νέα πρωτεύουσα θα ιδρυόταν, κατά την επιθυμία του Κωνσταντίνου, που με το πέρασμα του χρόνου θα αποκτούσε την ισχύ, τη σπουδαιότητα και την αίγλη της Ρώμης και θα σηματοδοτούσε παράλληλα την γέννηση ενός νέου κράτους.

Ήταν ταυτόχρονα η προϊστορία αλλά και η γεωγραφική θέση του αρχαίου Βυζαντίου, που απέκλεισε όλες τις άλλες υποψηφιότητες, όπως της Θεσσαλονίκης, της Χαλκηδόνας και της Νικομήδειας. Η αρχαία αποικία των Μεγαρέων, ήταν ήδη από το 660 π.Χ, τόπος με μεγάλη εμπορική άνθηση λόγω της στρατηγικής της τοποθεσίας. Απολάμβανε από νωρίς τη συμμαχία των Ρωμαίων, έτσι δεν είχε παρελθόν διωγμών, γεγονός που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην επιλογή της.

Ήταν χτισμένη στο βόρειο τμήμα του Βοσπόρου, ένωνε δυο κλειστές θάλασσες την Μαύρη θάλασσα και την Προποντίδα, με άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο. Είχε θαλάσσια φυσική οχύρωση στα βόρεια με τον Κεράτιο κόλπο, τη θάλασσα του Μαρμαρά στα νότια, και στα ανατολικά με το πέρασμα του Βοσπόρου. Ψηλά τείχη προστάτευαν το εκτεθειμένο δυτικό χερσαίο της άνοιγμα.

Τα λιμάνια του Βυζαντίου επέτρεπαν τη συνεχή και ανεμπόδιστη διασύνδεση και τροφοδοσία του από την Αίγυπτο και τη Μ. Ασία, αλλά και ανατολικά με τους σιτοβολώνες της Ρωσίας και τον εμπορικό δρόμο του μεταξιού. Αν και η αποικία υποβαθμίστηκε σε κώμη στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. κατά τη διάρκεια μιας εμφύλιας διαμάχης από τον Σεπτίμιο Σεβήρο, εν τούτοις ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας που, λόγω της σπουδαιότητας της τοποθεσίας της, αποκατέστησε το πολιτικό της καθεστώς, ανοικοδόμησε και πάλι την πόλη με μεγαλοπρεπή κτίρια και ιππόδρομο ενώ παράλληλα έχτισε ξανά τα, ήδη από το 196 μ.Χ., κατεδαφισμένα της τείχη.

Συνεπώς το Βυζάντιο συγκέντρωνε  όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν μια αυτοκρατορική έδρα, μια πόλη σημείο αναφοράς, που με την πάροδο του χρόνου θα γινόταν πρωτεύουσα ενός ήδη ολοκληρωμένου κράτους.

Άγαλμα του Μ.Κωνσταντίνου στο York ( σύγχρονη ονομασία του Evoracum), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.

Άγαλμα του Μ.Κωνσταντίνου στο York ( σύγχρονη ονομασία του Evoracum), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.

Στις 8 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. η αρχαία μεγαρική αποικία άλλαξε σελίδα. Στη θέση της ξεκίνησε η θεμελίωση μιας νέας πόλης που θα έφερε το όνομα του ιδρυτή της. Η εδαφική της έκταση αυξήθηκε κατά πολύ και τα τείχη της διευρύνθηκαν για την επαρκή προστασία της από τις επιδρομές. Η Νέα Ρώμη δημιουργήθηκε κατά τα πρότυπα της ήδη υπάρχουσας πρωτεύουσας, αλλά παράλληλα με φανερές επιρροές από τις ακμάζουσες ελληνικές πόλεις (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια).

Με την έναρξη των εργασιών το 324, ο όρος «Κωνσταντινούπολη» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα νομίσματα που έκοψε ο Κωνσταντίνος προς τιμή του γιου του Κωνστάντιου, όταν την ίδια χρονιά τον ανακήρυξε καίσαρα. Για τη δημιουργία της νέας πόλης, χρησιμοποιήθηκαν οικονομικοί πόροι από τα λάφυρα του Λικίνιου, αλλά και από τη δήμευση θησαυρών πολλών ειδωλολατρικών ναών.

Έτσι ο ιππόδρομος που υπήρχε από την εποχή του Σεβήρου διευρύνθηκε, και έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος στους αγώνες, στην ψυχαγωγία και γενικότερα στις διάφορες εκδηλώσεις της Ρωμαϊκής εθιμοτυπίας. Το ανάκτορο του Κωνσταντίνου χτίστηκε δίπλα στον ιππόδρομο έχοντας άμεση πρόσβαση στο αυτοκρατορικό κάθισμα (εξέδρα). Ήταν ένα σύνολο κτισμάτων, κήπων και στοών, που κατέληγε στην κεντρική πλατεία, το Αυγουσταίον, η οποία διαμορφώθηκε προς τιμή της μητέρας του, Αυγούστας Ελένης. Το άγαλμα της τοποθετήθηκε στο κέντρο της πλατείας.

Ο Κωνσταντίνος δεν άφησε την νέα του πόλη χωρίς σύγκλητο. Ως θεσμός ήταν εξαρχής υποδεέστερος από αυτόν της Ρώμης, καθώς τα μέλη της είχαν τον τίτλο λαμπροί και όχι λαμπρότατοι όπως ίσχυε στη Μητρόπολη. Παράλληλα διόρισε διοικητή της νέας πόλης έναν ανθύπατο, επίσης υποδεέστερο στην τάξη από αυτόν του έπαρχου, ανώτερου αξιωματούχου διοικητή της Ρώμης.

Οι τρεις αρχαίοι ναοί που κοσμούσαν την ακρόπολη του Βυζαντίου - ο ναός της Άρτεμης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης - δε σταμάτησαν να δέχονται πιστούς, με τη διαφορά ότι αυτό πλέον γινόταν δωρεάν για τους πολίτες. Ο Κωνσταντίνος ήταν αρκετά διορατικός, ώστε να αντιληφθεί από νωρίς ότι η νέα θρησκεία θα του εξασφάλιζε κατά πολύ την κοινωνική συνοχή στη νέα του πόλη.

Με την Α’ οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, ενέταξε την εκκλησία στις κύριες δομές της αυτοκρατορίας και θεμελίωσε τον θεσμό των οικουμενικών συνόδων ως σημαντικό όργανο αποφάσεων για την Ορθοδοξία. Εγκαινίασε τον καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης, αλλά και την οικία του νέου επισκόπου, σε περίοπτη θέση κοντά στο παλάτι, εξισώνοντας κατά κάποιο τρόπο τους δύο θεσμούς, της χριστιανικής θρησκείας και της αυτοκρατορικής εξουσίας, αλλά παράλληλα εισήγαγε και τη λατρεία της θεάς Τύχης ως προστάτιδας της πόλης του.

Αν και ειδωλολάτρης μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, προωθούσε άτυπα το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία στη νέα του πρωτεύουσα, την ίδια στιγμή όμως επέτρεπε τις θυσίες στους αρχαίους θεούς, γεγονός που στις αρχές ίσχυε για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού.

Πάνω σε παλιά χάραξη Ρωμαϊκής οδού δημιουργήθηκε η Μέση οδός. Ήταν η κύρια εμπορική αρτηρία με πλάτος 25 μέτρων, που είχε αφετηρία το Αυγουσταίον και κατέληγε στην Κεντρική αγορά (Forum). Το άγαλμα του Κωνσταντίνου ως απολλώνιος θεός του Ήλιου, δέσποζε στο κέντρο της αγοράς, υποδηλώνοντας τη θεϊκή του υπόσταση κατά τη Ρωμαϊκή παράδοση.

Παράλληλα ο αυτοκράτορας απομάκρυνε τους αρχαίους θεούς από τα λατρευτικά τους κτίσματα, δίνοντάς τους καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα σε όλο το μήκος της Μέσης οδού, αλλά και στα περισσότερα κεντρικά σημεία της πόλης, κατά τα πρότυπα της Ρώμης. Αυτή η διφορούμενη στάση του απέναντι στη θρησκεία αλλά και στους θεσμούς, τον ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του. 

Η Κωνσταντινούπολη κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο έγινε προορισμός μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης, μέσα από την πολιτική προσέλκυσης του Κωνσταντίνου. Πολυτελείς επαύλεις χτίστηκαν με αυτοκρατορικά έξοδα για τους συγκλητικούς, ενώ δωρεάν άρτος δινόταν σε όποιον έχτιζε δική του οικία· μέτρο που ίσχυσε μέχρι το 361 μ.Χ.

Το 332 παραχωρήθηκαν στους νέους πολίτες της Κωνσταντινούπολης σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, γεγονός που έκανε την Κωνσταντινούπολη ελκυστικό προορισμό. Σημαντική ποσότητα του σιταριού της Αιγύπτου που προοριζόταν για τη Ρώμη, πήγαινε πλέον στη νέα πόλη. Ο αυτοκράτορας σύνδεσε τις μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων της Μ. Ασίας με την προοπτική της μελλοντικής πρωτεύουσας, επιβάλλοντάς τους να χτίσουν σπίτια στη νέα πόλη. Το μέτρο αυτό συνέβαλε αισθητά στην οικιστική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αρχική της τοπογραφία· πολλές περιοχές και συνοικίες έφεραν το όνομα ενός υψηλού ιδιοκτήτη.  Το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη τέλος, ανήκε σε όποιον μετοικούσε στην Κωνσταντινούπολη.

Τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης έγιναν το Μάιο του 330 μ.Χ. και συνέπεσαν με την επέτειο των 25 χρόνων βασιλείας του Κωνσταντίνου. Η πόλη του είχε προδιαγραφές πρωτεύουσας, όμως ήταν ιεραρχικά κατώτερη από τη Ρώμη. Η δημογραφική πολιτική του Κωνσταντίνου συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του από το γιο του Κωνστάντιο, του οποίου οι καίριες μεταρρυθμίσεις σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, συνέβαλαν καθοριστικά στην εδραίωση της νέας πρωτεύουσας.

Η βασιλεία του Κωνστάντιου χαρακτηρίστηκε από τη διάθεση αναβίωσης του ρωμαϊκού περιβάλλοντος στην Κωνσταντινούπολη. Η πόλη άλλαξε εικόνα για να θυμίζει αυτήν της Ρώμης. Το 359 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη ήταν πληθυσμιακά έτοιμη για τις πολιτικές εκείνες ανακατατάξεις που θα την αναδείκνυαν και θεσμικά πρωτεύουσα. Η νομοθετική εξομοίωση με την Ρώμη επετεύχθη με το διορισμό του πρώτου έπαρχου διοικητή της πόλης. Η σύγκλητος αναβαθμίστηκε από απλή συνέλευση αξιωματούχων, σε ένα πλήρως αυτόνομο αυτοκρατορικό θεσμό, ισάξιο με αυτόν της Ρώμης. Τα μέλη της από 300 αυξήθηκαν σε 2.000, με κατοχυρωμένη νομικά τη δυνατότητα να στελεχώνουν δημόσιες υπηρεσίες. Οι λαμπρότατοι πλέον στην τάξη συγκλητικοί, διέμεναν από τα μέσα του 4ου αι. στην Κωνσταντινούπολη.

Η Βασιλική Κινστέρνα ή Κινστέρνα του Ιουστινιανού

Η Βασιλική Κινστέρνα ή Κινστέρνα του Ιουστινιανού

Η αύξηση του πληθυσμού ήταν αναμενόμενη και τα προβλήματα επισιτισμού συνακόλουθα. Το υδραγωγείο του Αδριανού ήταν πλέον ανεπαρκές για την υδροδότηση του πληθυσμού, έτσι ο Κωνστάντιος ξεκίνησε μεγάλα δημόσια έργα υποδομής. Μεγάλα λουτρά, κλειστοί ταμιευτήρες νερού καθώς και ανοικτές κινστέρνες οικοδομήθηκαν έξω  από το τείχος του Σεβήρου, ενώ στο εσωτερικό ο Κωνστάντιος επιβεβαίωνε τη νέα θρησκεία με την ανέγερση της βασιλικής των Αγίων Αποστόλων δίπλα στο μαυσωλείο του πατέρα του, και την θεμελίωση της πρώτης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας (360μ.Χ.)

Στο γύρισμα του 4ου αι. η συνεχώς αυξανόμενη αστική ανάπτυξη έδωσε στην Κωνσταντινούπολη το οριστικό της πρόσωπο. Οι συνεχείς αυξήσεις του πληθυσμού αντιμετωπίζονταν πάντα με τα ανάλογα κρατικά έργα υποδομής για την υπερεπάρκεια του νερού, την δυνατότητα τροφοδοσίας της πόλης από τη θάλασσα, καθώς και την ενίσχυση της άμυνας της. Έτσι σταδιακά οι μήκους 1.500 μέτρων αποβάθρες επί Κωνστάντιου, γίνονται με διαδοχικές κατασκευές νέων λιμανιών 4.000 μέτρα, επί βασιλείας Ιουστίνου Β’.

Το διαχρονικά καίριο ζήτημα της υδροδότησης αντιμετωπιζόταν με τη διεύρυνση των παλιών υδραγωγείων και τη κατασκευή νέων. Ανοιχτοί αλλά και σκεπαστοί ταμιευτήρες νερού κατασκευάστηκαν με δημόσια και ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα υδάτινα αποθέματα της Κωνσταντινούπολης στην εποχή του Ιουστινιανού έφταναν το 1,5 εκατομμύριο κυβικά μέτρα. Αφενός κάλυπταν τις ανάγκες της πόλης σε περιόδους ξηρασίας και αφετέρου, μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα υδραγωγεία σε ενδεχόμενες εισβολές βαρβάρων, που είχαν ήδη ξεκινήσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα.

Μέρος των Θεοδοσιανών τειχών της Κωνσταντινούπολης

Μέρος των Θεοδοσιανών τειχών της Κωνσταντινούπολης

Οι συνεχείς  ενισχύσεις των τειχών και η κατασκευή νέων (Θεοδοσιανά τείχη 413 μ.Χ, Μακρά τείχη 500 μ.Χ.), έδωσαν στην πρωτεύουσα εκείνο το επίπεδο ασφαλείας που θα την έκανε σταδιακά, τη μόνιμη έδρα του αυτοκράτορα από την εποχή του Θεοδοσίου Α’ και μετά.

Το 380 μ.Χ, ο Θεοδόσιος Α’ αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, αποκήρυξε τις αρχαίες θρησκείες και απαγόρεψε κάθε μορφή λατρείας στους αρχαίους ναούς. Με την Β’ οικουμενική σύνοδο το 381 στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεοδόσιος αντιμετώπισε τον Αρειανισμό που απειλούσε την εσωτερική συνοχή του Χριστιανισμού και ολοκλήρωσε το σύμβολο της πίστεως. Η πλήρης εξίσωση των δύο επισκοπών πραγματοποιήθηκε το 451 με την Δ’ οικουμενική σύνοδο. Η χριστιανική θρησκεία, σταθερά εδραιωμένη στους λαούς της ανατολής, έγινε ο κύριος άξονας της αυτοκρατορίας.

Ειδικότερα στην εποχή του Ιουστινιανού Α’ ο Χριστιανισμός αποτέλεσε πάγια τακτική της εξωτερικής του πολιτικής και το σπουδαιότερο εργαλείο της Βυζαντινής διπλωματίας. Ήταν σπουδαιότερο να εκχριστιανιστεί ένας εχθρικός λαός, παρά να κατακτηθεί.

Στα αριστερά της Θεοτόκου, ο Μ. Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από την επιγραφή: “Κωνσταντίνος, ο εν Αγίοις Μέγας Βασιλεύς”, Της προσφέρει μια μικρογραφία της Πόλης. Στα δεξιά Της ο Ιουστινιανός Α’ που τον συνοδεύει η επιγραφή “Ιουστινιανός, ο Αοίδιμος Βασιλεύς”, Της προσφέρει μικρογραφία του ναού της Αγίας Σοφίας.

Στα αριστερά της Θεοτόκου, ο Μ. Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από την επιγραφή: “Κωνσταντίνος, ο εν Αγίοις Μέγας Βασιλεύς”, Της προσφέρει μια μικρογραφία της Πόλης. Στα δεξιά Της ο Ιουστινιανός Α’ που τον συνοδεύει η επιγραφή “Ιουστινιανός, ο Αοίδιμος Βασιλεύς”, Της προσφέρει μικρογραφία του ναού της Αγίας Σοφίας.

Η μακρά βασιλεία του Ιουστινιανού χαρακτηρίστηκε από πολλούς ιστορικούς ως «ο χρυσός αιώνας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας». Στις μέρες του επιτελέστηκε σπουδαίο διοικητικό, πολιτιστικό και στρατιωτικό έργο, ενώ οι νομοθετικές του καινοτομίες αποτελούν μεγάλο σταθμό στην ιστορία του δικαίου. Στα επακόλουθα της στάσης του Νίκα το 532 μ.Χ, και με τα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης που πραγματοποιήθηκαν, η Κωνσταντινούπολη εδραιώθηκε ως πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός επιβεβαίωσε την απόλυτη μοναρχία του χτίζοντας εντυπωσιακά οικοδομήματα. Η Αγία Σοφία ανεγέρθηκε και πάλι το 537 αποκτώντας το σημερινό της πρόσωπο και αποτέλεσε το σημαντικότερο χριστιανικό οικοδόμημα και σύμβολο της πρωτεύουσας του Βυζαντίου.

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ήταν πράξη ενός ευφυούς αυτοκράτορα. Ήταν αρκετά διορατικός ώστε να αντιληφθεί από πολύ νωρίς ότι ο Χριστιανισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το μέλλον της αυτοκρατορίας του.

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ανταποκρινόταν στις πολιτικές και θρησκευτικές προσδοκίες της ελληνόφωνης ρωμαϊκής ανατολής και εξασφάλιζε την ειρηνική έναρξη μιας καινούργιας πρωτεύουσας, κάτω από ένα μονοκράτορα και κάτω από μια ενιαία θρησκευτική πίστη.

Το γεγονός ότι η δημιουργία της δεν ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικής εκστρατείας, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αποδοχή της. Από την ίδρυσή της, ήταν ήδη πρωτεύουσα στην ιδεολογία των Χριστιανών.

Η χριστιανική θρησκεία εξασφάλισε την απαραίτητη συνοχή σε έναν ετερογενή πληθυσμό και διαμόρφωσε τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίστηκε η ιστορική πορεία της Κωνσταντινούπολης. Μια ιστορική πορεία έντεκα και πλέον αιώνων, που την ανέδειξε πρωτεύουσα τεσσάρων αυτοκρατοριών.

Κείμενο: Ηλίας Π. Λασκαρίδης

Πηγές:

  • Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, «Ο Μέγας Αιών», στο Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978

  • Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινοί Θεσμοί», στο Β. Πέννα, Ν. Νικολούδης, Χ.Γάσπαρης, Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, Πάτρα, Ε.Α.Π., 1999

  • Gilbert Dagron, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας, η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000

  • Cécile Morrisson, «Η πρωτεύουσα», στο: Ο Βυζαντινός Κόσμος, τ. Α΄: Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), Πόλις, Αθήνα, 2007

  • Σαράντος Καργάκος, Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, τόμος β’, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2012.

Ομήρεια