Παραμύθια από την Πόλη

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει,  παραμύθι ν’ αρχινήσει…..

Φράση αγαπημένη, πολυπόθητη, ηχεί στ’  αυτιά  μου μετά από τόσα χρόνια […]. Η ώρα του παραμυθιού! Μεγάλη ώρα, σπουδαία ώρα, χαραγμένη ανεξίτηλα στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, πολυλατρεμένε πατέρα μου […] Γινόσουν ο ίδιος ένα παραμύθι, γινόσουν τεράστιος, τα χέρια σου ακουμπούσαν Ανατολή και Δύση, τα πόδια σου κάποτε ακίνητα σταθερά σαν τον Άτλαντα, σαν να σήκωνες τις έγνοιες όλου του κόσμου, πότε αεικίνητα σαν του ανέμου να φτάσεις να προλάβεις το άλογο του παραμυθιού. Το στόλιζες το παραμύθι με χρώματα, χίλια χρώματα, οσμές από την Ανατολή και γεύσεις, μια και από κει μας έφερνες τα λόγια σου. Και ήχους, μια ορχήστρα δεν σ’ έφτανε! Πώς θα αποδώσω αυτούς τους ήχους; Ψίθυρος θα είναι μπρος τη δύναμή σου τη μαγική να μπορείς το καθετί να το δίνεις φωνή, ας έχει, θα προσπαθήσω. Και το μαντολίνο, τη γλυκιά λαλιά του που κάποιες φορές συνόδευε τις περιγραφές του κάμπου, των πουλιών που τιτίβιζαν στα κλαριά των βελανιδιών, του ποταμού που κελάρυζε και παράσερνε καημούς και λύπες τα ‘ριχνε στη θάλασσα και γίνονταν χαρές έτσι μαγικά, μεταφυσικά, λυτρωτικά!

Ο πατέρας  μου, ο κυρ-Βασίλης, άνθρωπος ατόφιος, κιμπάρης, αυτοδημιούργητος, γεννημένος από γονείς πρόσφυγες, η μητέρα του από την Πόλη, γεννημένη στις Σαράντα Εκκλησιές, αλλά μεγάλωσε στην Πόλη. Ο πατέρας του από την Έρμπαα του Εύξεινου Πόντου, ρολογάς στο επάγγελμα, έτσι δικαιολογείται και το όνομα, Σαάτ = ρολόι, ογλού = παιδί. Το παιδί του ρολογά = Σαατσόγλου. Αυτό το όνομα τους έδωσαν οι Τούρκοι όταν φεύγανε πρόσφυγες πια για την Ελλάδα.

Ο πατέρας μου ήρθε στον κόσμο το 1922 στον προσφυγικό καταυλισμό της Νεάπολης Θεσσαλονίκης. Εκεί δόθηκε στους γονείς του και σε άλλους πρόσφυγες μέρος για να μείνουν, τότε στο μεγάλο διωγμό. Γεννήθηκε μέσα σ’ ένα αντίσκηνο, δεύτερος στη σειρά ανάμεσα στα τέσσερα ζωντανά αδέλφια και τρίτος στα πέντε (ο πρώτος χάθηκε στην άγρια μετακίνηση από την Τουρκία). Εκεί τσαλαβουτώντας στις λάσπες και βλέποντας τ’ αστέρια μέσα από τη ξεσκισμένη σκηνή, ανεμοδαρμένη από όλες τις πλευρές στην ατέλειωτη αλάνα της Νεάπολης, ήπιε το πρώτο γάλα και έφαγε τη λαχταριστή μπομπότα.

Αργότερα τους δώσανε από την Πρόνοια σπίτι στο Τσινάρ, στην Άνω πόλη της Θεσσαλονίκης. Όμορφη γειτονιά, με όμοια βασανισμένους γείτονες, που πάλευαν όλη την μέρα και το βράδυ έκαναν τη νοσταλγία τραγούδι, ένωναν τις φωνές τους και γινόταν προσευχή, ακουμπούσε τον ουρανό κι επέστρεφε βάλσαμο στις ψυχές των προσφύγων.

Ύστερα πήγαιναν για ύπνο να ξεκουράσουν τα κορμιά τους, η ψυχή ήδη έχει αναστηθεί για κείνη την μέρα, την κάθε καλοκαιρινή μέρα του μαχαλά. Τα παιδιά έπαιζαν ατέλειωτα παιχνίδια, κυνηγητό, κρυφτό, τσανταλίνα-μανταλίνα, ασετιλίνη, κάποιες φορές κρυφάκουγαν και τους μεγάλους και διαμόρφωναν άποψη για τον κόσμο.

Ο χειμώνας ήταν αλλιώτικος, σκληρός, τους μάντρωνε όλους μέσα. Μέσα στο σπίτι του πατέρα μου όμως τα κρύα βράδια του χειμώνα συντελούνταν το θαύμα. Ο παππούς μου ήξερε να παίζει μαντολίνο και ο πατέρας μου εύκολα έμαθε την τέχνη, έτσι εύκολα όπως μάθαινε τα πάντα. Το αυτί του εξασκήθηκε να πιάνει τις νότες, η καλλιτεχνική του φλέβα τον βοήθησε να ξεφύγει από το συμβατό και έπιανε στο μαντολίνο δικούς του ρυθμούς, μελωδίες ταιριαστές στη ψυχή του. Η γιαγιά είχε άλλη μαεστρία! Μάζευε τα παιδιά γύρω από την ποδιά της και τα έλεγε παραμύθια, μοναδικά παραμύθια φερμένα από την Πόλη.

Έτσι περνούσαν τα χειμωνιάτικα βράδια στο Τσινάρ και μεγάλωσε ο πατέρας μου γαλουχημένος με αξίες και παραδόσεις. Ανήσυχο πνεύμα πιστό σ’ αυτά που αβίαστα διδάχτηκε, όταν παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια θέλησε να μεταγγίσει στα παιδιά του όλα αυτά που τον εξύψωσαν σαν άνθρωπο. Αυτό ακριβώς έκανε ο πατέρας μου, μας εξύψωσε, μας εξανθρώπισε, έσταξε στο αίμα μας ακούσματα και αρώματα από την Πόλη και ταυτόχρονα χωρίς να το καταλαβαίνει (ή το καταλάβαινε;) γινόμασταν άνθρωποι….

Μαγεμένη από τη γλαφυρή αφήγησή του τον άκουγα με τα μάτια ορθάνοιχτα και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά μου και στην μνήμη μου. Πού να ήξερα ότι η Λεϊλά περνούσε το άγχος της ενηλικίωσης και πως η μάγισσα Τσιλελέμτσικι θα είχε το φίλτρο του περάσματος από την εφηβεία στην φοβερή ενηλικίωση. Δεν γνώριζα πώς πως με σεβασμό στη διαφορετικότητα η πριγκιποπούλα του παραμυθιού θα έδινε την ευκαιρία στον Κασιδιάρη που προκαλούσε τον χλευασμό σε όλη την επικράτεια με την εμφάνισή του, να αποδείξει πώς ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Και βέβαια δεν ήξερα για τα μαθήματα αυτογνωσίας και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης στο ποντκογατοσκυλοαρκουδολιόνταρο που θα κατανοήσει την αξία του να είσαι ο εαυτός σου. Τα παραμύθια από την Πόλη όπως τ’ άκουσα από τον πατέρα μου είναι βάλσαμο στη ψυχή μου, μου μετέφεραν όλα τα αρώματα και χρώματα της Πόλης, με σύνδεσαν με τις ρίζες μου και φυσικά διαμόρφωσαν χωρίς να το καταλάβω την προσωπικότητά μου.

Το ποντικογατοσκυλοαρκουδολιόνταρο

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια απομακρυσμένη γειτονιά, μιας μακρινής πόλης, ένα ποντικάκι μικρό και ανήσυχο ζούσε στη φωλίτσα του. Την είχε κάνει στην άκρη ενός δρόμου σκιερού και προστατευμένου από φασαρίες και κινδύνους. Όταν το ποντικάκι ήθελε να βγει από τη φωλίτσα του για να πάει να βρει φαγητό, έλεγχε καλά καλά το δρόμο και αν πίστευε ότι δεν κινδύνευε από καμιά γάτα, τότε έβγαινε γρήγορα και πολύ προσεχτικά. Πήγαινε αμέσως χωρίς να χάνει χρόνο εκεί που νόμιζε πως θα βρει κάτι να φάει και επέστρεφε αμέσως στη φωλίτσα του.

Το ποντικάκι μας όμως ήταν αρκετά περίεργο και ήθελε να μάθει τι υπάρχει παραέξω από τη φωλιά του, να γνωρίσει και άλλα πράγματα, όλον τον κόσμο. Πού και πού τολμούσε και ξεκινούσε την περιπέτεια. Έφτανε με κίνδυνο της ζωής του αρκετά μακριά, ευχαριστιόταν τα μάτια του να βλέπουν καινούρια μέρη. Αρκετές φορές γλίτωνε παρά τρίχα από τα νύχια της γάτας που παραφύλαγε για να ορμήσει και να το φάει! Το ποντικάκι έτρεχε να κρυφτεί στη φωλιά του για να σωθεί και εκεί αφού ερχόταν στα σύγκαλά του ονειρευόταν τα μέρη που είδε και αυτά που θα ανακαλύψει.

Μια μέρα είχε αποφασίσει να εξερευνήσει το δάσος. Είχε ακούσει πως εκεί μπορεί να δει του κόσμου τα πράγματα. Είχε προετοιμαστεί κατάλληλα, πήρε όλα τα εφόδια και ξεκίνησε με τόλμη και αγωνία για το τι θα συναντήσει. Βγήκε λοιπόν με πολλή προσοχή από τη φωλιά του και ξεκίνησε για τη μεγάλη περιπέτεια! Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και κοντεύει, σύμφωνα με το χάρτη που είχε προμηθευτεί από έναν γεροπόντικα ταξιδιάρη, να φτάσει στην αρχή του δάσους. Μετά από ένα λοφάκι θα έμπαινε στο δάσος.

Τι ευτυχισμένο που ένιωθε! Θα έβλεπε επιτέλους το ξακουστό δάσος! Και εκεί που ονειροπαρμένα περπατούσε, μπροστά του εμφανίζονται καμιά δεκαριά γάτες! Τον έκαναν ένα κύκλο και νιαουρίζοντας απειλητικά του έδειχναν τα νύχια και τα δόντια τους. Το καημένο το ποντικάκι το έλουσε κρύος ιδρώτας. Πίστεψε πως αυτό ήταν το τέλος του! Οι γάτες όλο και το σίμωναν και αγρίευαν. Το ποντικάκι έκλεισε τα μάτια του φοβισμένο και αρχίζει και τρέχει και τρέχει όπου το βγάλει ο Θεός. Τρέχει τρέχει και από πίσω του τρέχουν και οι γάτες. Κόντευε να φτάσει στη γειτονιά του. «Θεέ μου, βοήθησέ με σε παρακαλώ! Να φτάσω στη φωλίτσα μου, να προλάβω, να γλιτώσω από τις λυσσασμένες τις παλιόγατες!» Και τρέχει τρέχει, να! Μπροστά του είναι η φωλίτσα του. «Έλα θεέ μου, λίγο ακόμη δώσε μου δύναμη να μπω στην κρυψώνα μου!» Και δώστου τρέξιμο και χουπ, μπήκε μέσα στη σκοτεινή φωλίτσα. Οι γάτες για πολλή ώρα παραμόνευαν απ’ έξω και άγρια νιαούριζαν απειλώντας πως θα το κατασπαράξουν. Δεν χωρούσαν όμως να μπουν στη φωλίτσα.

Για πολλή ώρα συνεχίστηκε αυτό και όταν κουράστηκαν οι γάτες έφυγαν. Η καρδούλα του ποντικιού κόντευε να σπάσει! Έκανε αρκετή ώρα να συνέλθει και όταν πια ηρέμησε, άρχισε να παραπονιέται και να κλαίει τη μοίρα του. «Θεέ μου, γιατί μ’ έκανες μικρό και ανήμπορο! Δεν μπορώ να βγω λίγο παραέξω από την φωλίτσα μου και αυτές οι γάτες είναι έτοιμες να με κατασπαράξουν. Αχ! Και να ήμουν γάτα πόσα πράγματα θα κατάφερνα, τι βόλτες θα έκανα, τι μέρη θα γνώριζα, χωρίς να φοβόμουν τίποτα!» Όλο το βράδυ αυτό σκεφτόταν το ποντικάκι και λίγο πριν να κοιμηθεί στη βραδινή προσευχή με δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε στο Θεό να τον κάνει γάτα!

Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε και αφού τεντώθηκε να ξεμουδιάσει πάει να βγει από τη φωλιά του  για να βρει κάτι να φάει για πρωινό. Όμως τι περίεργο! Δεν μπορούσε να βγει! Είχε σφηνώσει στο άνοιγμα. «Πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε, «δεν θυμάμαι να μίκρυνα το άνοιγμα!» Μα ξαφνικά έκπληκτο το ποντικάκι μας ανακαλύπτει πως δεν είναι ποντικάκι αλλά μια γάτα, να μια γατάρα! Με γούνα, με φουντωτή ουρά, με γαμψά νύχια με απ’ όλα! Καταχαρούμενο άρχισε να σκάβει με μανία το άνοιγμα για να βγει έξω. «Ευχαριστώ Θεέ μου» έλεγε και ξανάλεγε. Ένιωθε πολύ δυνατό τώρα.

Αμέσως σκέφτηκε να πραγματοποιήσει την περιπέτεια που είχε αρχίσει σαν ποντίκι, να πάει στο δάσος! Καμαρωτό καμαρωτό βγήκε έξω το ποντικόγατο να δείξει σε όλους πως τώρα είναι δυνατό και δεν φοβάται τίποτα. Έτσι με θάρρος και καμάρι βγήκε στη γειτονιά. Πήρε πάλι το δρόμο για το δάσος. Τώρα δεν έδινε καμιά προσοχή γιατί ένιωθε ισχυρό. Εκεί που περπατούσε λοιπόν μπροστά του εμφανίζεται μια σκυλοπαρέα αφηνιασμένη. Άρχισαν να γαβγίζουν και να δείχνουν τα δόντια τους αγριεμένα. Το ποντικόγατο τα έχασε! Δεν περίμενε ότι τώρα θα κινδύνευε από κάτι. Θυμήθηκε ότι τα σκυλιά με τις γάτες είναι αιώνιοι εχθροί. Τώρα ήταν γάτα και έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν για να σωθεί. Έτσι κι έκανε. Πάτησε ένα τρέξιμο, μα τι τρέξιμο! Δώστου κι από πίσω τα σκυλιά να γαβγίζουν, να τρέχουν και να είναι έτοιμα να το κατασπαράξουν. Το ποντικόγατο τελευταία στιγμή την γλίτωσε και χώθηκε στη φωλιά του! Λαχανιασμένο και με την καρδιά του στην κούλουρη, σκεφτόταν πως δεν ήταν τόσο δυνατό όσο νόμιζε. «Αχ! Θεούλη μου, τι καλά να ήμουν σκύλος! Τότε δεν θα φοβόμουν τίποτα! Θα ήμουν αρχηγός στη γειτονιά και όλοι θα με σέβονταν. Αχ, καλέ μου Θεούλη, κάνε με σκύλο, σε παρακαλώ!»

Ο Θεός άκουσε το ποντικόγατο που ήθελε να γίνει σκύλος και θέλησε να κάνει την ευχή του πραγματικότητα. [….] (η συνέχεια στο βιβλίο)

Τσιλελέμτσικι

Μια φορά κι ένα καιρό, πριν πολλά χρόνια, κάπου μακριά, πολύ μακριά από δω, εκεί στα βάθη της Ανατολής, όπου οι δράκοι με τις πύρινες γλώσσες ζουν μαζί με τους ανθρώπους, τα ποτάμια γίνονται ξαφνικά καταρράχτες χρυσού και ο Αλή -Μπαμπάς με τους σαράντα κλέφτες κλέβουν διαμάντια και αμύθητους θησαυρούς από τα απόρθητα παλάτια των Σουλτάνων!

Εκεί, που λες παιδί μου, υπήρχε μια θαυμάσια, ονειρεμένη χώρα, που βασίλευε η χαρά, η ευτυχία, η γαλήνη μεταξύ των ανθρώπων. Ο βασιλιάς αυτής της χώρας ήταν πολύ καλός, έξυπνος και δίκαιος. Είχε μια καλή γυναίκα και μια μονάκριβη κόρη, τη Λεϊλά.

Την αγαπούσε τη Λεϊλά όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Έδινε και τη ζωή του για τη μονάκριβη κόρη του. Αλλά  και η Λεϊλά άξιζε αυτή την αγάπη. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα βγαλμένη από τα παραμύθια. Είχε όλες τις χάρες. Ευγενική, έξυπνη, τα λόγια της μετρημένα, οι κινήσεις της απαλές σαν σάλεμα λουλουδιού στην πρωινή αύρα. Χρυσή καρδιά, πάντα είχε τον καλό λόγο στα χείλη της και πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους γύρω της. Ήταν το πολύτιμο απόκτημα του βασιλείου. Όλος ο κόσμος την αγαπούσε και προσεύχονταν στο Θεό να την έχει πάντα καλά.

Η βασιλοπούλα περνούσε πολλές ώρες με τις γυναίκες του λαού, αυτού του ευτυχισμένου βασιλείου. Πήγαινε μαζί με τις κοπέλες στο ποτάμι για την μπουγάδα των ρούχων. Εκεί στηνόταν μεγάλο γλέντι. Όλες οι κοπέλες μαζί και η βασιλοπούλα χόρευαν τραγουδώντας τραγούδια του τόπου τους, έπαιζαν τυφλόμυγα, έτρεχαν ποια θα προσπεράσει την άλλη και ταυτόχρονα έπλεναν στις όχθες του κελαριστού ποταμού τα ρούχα [….]

Όταν η βασιλοπούλα θα γινόταν δεκαοχτώ χρονών, όπως ήταν το έθιμο θα έπρεπε να παντρευτεί. Την ημέρα των γενεθλίων της θα γινόταν μια λαμπρή γιορτή [….] Η Λεϊλά θα διάλεγε εκείνη την ημέρα τον άνδρα της, αυτόν που θα της ορμήνευε η καρδιά της ότι θα την έκανε ευτυχισμένη και θα είχε την ικανότητα να κάνει ευτυχισμένο και το λαό της μια και κάποια μέρα θα γινόταν αυτός βασιλιάς της λατρεμένης χώρας της με τους καλούς υπηκόους της.

Το γλέντι που θα γινόταν θα ήταν τόσο υπέροχο που η φήμη του θα ακουγόταν ως τα πέρατα της γης. Ένα χρόνο πριν ξεκίνησαν οι ετοιμασίες [….] Όλοι έλεγαν και έκαναν κάτι για αυτήν την ξεχωριστή μέρα. Ακόμα και τα μικρά παιδιά ξεσήκωναν τραγουδάκια και παιχνίδια αφιερωμένα στην αγαπημένη τους πριγκίπισσα. Έτσι σιγά σιγά κόντευε ο καιρός και όλα προετοιμάζονταν όπως έπρεπε.

Μια μέρα όμως, μια καταραμένη μέρα, έγινε κάτι φοβερό! [….] Η βασιλοπούλα, η πανέμορφη και γλυκιά Λεϊλά, έπεσε σε βαριά μελαγχολία! Καημός αβάσταχτος, ασήκωτος για όλο τον κόσμο, μα πιο πολύ για τον βασιλιά, τον πατέρα της που γι’ αυτόν η μονάκριβη κόρη του ήταν όλη του η ζωή. [….] Έφερε τους καλύτερους γιατρούς απ’ όλες τις χώρες για να γιατρέψουν το κορίτσι του. [….] Ο καθένας προσπαθούσε να δώσει εξήγηση και λύση στο δύσκολο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν. Ένας είπε ότι έπρεπε να φέρουν τους καλύτερους γελωτοποιούς στο παλάτι για να κάνουν τη βασιλοπούλα να γελάσει, άλλος είπε να φέρουν τους πιο διάσημους παραμυθάδες να της πουν παραμύθια και ιστορίες που θα της κεντρίσουν το ενδιαφέρον της. [….] Άνθρωποι περίεργοι, αστείοι, γέροι με όλη τη σοφία του κόσμου χαραγμένη στο πρόσωπό τους, έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν τον δύστυχο πατέρα, αλλά και να κερδίσουν την τεράστια αμοιβή που έταξε ο βασιλιάς σε όποιον καταφέρει να χαμογελάσει η μονάκριβη κόρη του……( η συνέχεια στο βιβλίο).

Ο κασιδιάρης και το μήλο

Μια φορά κι έναν καιρό πριν πολλά πολλά χρόνια, πολύ μακριά από δω, υπήρχε μια χώρα που τη βασίλευε ένας γέρος βασιλιάς με τη βασίλισσά του. Είχαν τρεις κόρες, η μια καλύτερη από την άλλη. Οι κόρες τους είχαν φτάσει σε ηλικία γάμου. [….] Ήταν όλες πολύ όμορφες μα η τελευταία ξεχώριζε με μια ματιά. Είχε κορμί σαν κυπαρίσσι, μαύρα μαλλιά χυτά πλούσια και μαύρα μάτια αμυγδαλωτά που σου κόβανε την ανάσα. Όλοι την ξεχώριζαν όχι μόνο για τη σπάνια ομορφιά της αλλά και για την εξυπνάδα της και για τους καλούς της τρόπους.

Σ’ αυτή την χώρα είχαν που λες παιδί μου, ένα περίεργο έθιμο! Μια Κυριακή της άνοιξης μαζευόταν ο λαός της χώρας γύρω από το παλάτι. Οι ενδιαφερόμενοι αξιωματικοί και βασιλόπουλα των γύρω χωρών που ήθελαν να παντρευτούν, πήγαιναν και στέκονταν κάτω ακριβώς από το βασιλικό μπαλκόνι. Μουσικοί έπαιζαν όμορφη, χαρούμενη μουσική και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία την έξοδο των κοριτσιών στο μπαλκόνι. Τότε ο βασιλιάς, αφού θα έβγαζε ένα σύντομο λόγο για τη σπουδαιότητα της μέρας, θα έδινε στις κόρες του από ένα μήλο. Αυτό το μήλο έπρεπε η κάθε κόρη να το πετάξει από το μπαλκόνι και σε όποιου κεφάλι θα έπεφτε θα γινόταν άντρας της. [….]

Μπήκε η γλυκιά άνοιξη στολισμένη και ευωδιαστή επιτέλους. Στο παλάτι υπήρχε μια γλυκιά αναστάτωση για το γεγονός που σε λίγες μέρες θα συνέβαινε. Ο λαός είχε κι αυτός τη δικιά του αγωνία. Πράγματι λοιπόν, κάποια μέρα βγήκαν οι τελάληδες του βασιλιά με τις σάλπιγγες και διαλαλούσαν τα μαντάτα.

«Ακούσατε, ακούσατε! Την άλλη Κυριακή οι κόρες του βασιλιά θα ρίξουν το τυχερό μήλο του γάμου! Όλοι όσοι ενδιαφέρονται πρέπει να παρευρίσκονται κάτω από το μπαλκόνι νωρίς το πρωί. Όλος ο κόσμος είναι προσκεκλημένος να γιορτάσει, να χορέψει και να μοιραστεί τη χαρά των γάμων με τη βασιλική οικογένεια. Ακούσατε! Ακούσατε!» [….]

Ξημέρωσε μια θαυμάσια γλυκιά Κυριακή. Στον αέρα ακουγόταν οι μουσικές και τα τσιροκοπήματα των παιδιών. Μύριζε γιασεμί και έλαμπε ξεχωριστά ο ήλιος σαν χρυσάφι. Τα παλικάρια, οι πιθανοί γαμπροί, ήδη είχαν παραταχθεί κάτω από το βασιλικό μπαλκόνι. Ο κόσμος όλος περίμενε με αγωνία τη μεγάλη στιγμή.

Τα ταρα τα τατα! Τα ταρα τα τα! Ήχησαν οι σάλπιγγες για να αναγγείλουν την έξοδο της βασιλικής οικογένειας στο μπαλκόνι. Απόλυτη ησυχία, η αγωνία κορυφώνεται, όλοι προσμένουν τη μεγάλη και να τώρα που έφτασε. Πρώτα βγήκαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Ακολούθησαν οι τρεις πανέμορφες βασιλοπούλες και παρατάχθηκαν δεξιά και αριστερά από τους γονείς τους. Ο κόσμος χειροκροτούσε, οι επίδοξοι γαμπροί έκαναν την προσευχή τους να είναι αυτοί οι τυχεροί, να πέσει σ’ αυτούς το τυχερό μήλο.

Οι σαλπιγκτές ανακοίνωσαν με το σάλπισμά τους πως ο βασιλιάς θα μιλήσει στο λαό του. Χειροκροτήματα, χαρούμενες φωνές, απόλυτη ησυχία μετά. Ο βασιλιάς έκανε ένα βήμα πιο μπροστά πλησίασε στην άκρη του μπαλκονιού, χαιρέτησε το λαό του και έβγαλε ένα σύντομο λόγο. Στο τέλος ανακοίνωσε ότι ήρθε η μεγάλη στιγμή. Φίλησε μία μία τις κόρες του και τις έδωσε από ένα μήλο αφού πρώτα τις ευχήθηκε καλή τύχη. Αυτές πήραν το ευλογημένο μήλο, φίλησαν τον πατέρα και τη μητέρα τους, χαιρέτησαν τον λαό σεμνά και η μεγαλύτερη κόρη πλησίασε στην άκρη του μπαλκονιού. Έκλεισε τα μάτια της, φίλησε το μήλο, ευχήθηκε να βρει τον καλύτερο στόχο και το έριξε. Το μήλο έπεσε σ’ έναν λαμπρό νέο, ένας πανέμορφος αξιωματικός. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα! [….]

Η μεσαία στη σειρά βασιλοπούλα πήρε το ευλογημένο μήλο, έκλεισε τα μάτια της, ευχήθηκε να έχει την ίδια τύχη με την αδελφή της και έριξε το μήλο. Το μήλο έπεσε και πάλι σ’ ένα διαλεχτό παλικάρι, όμορφο και ρωμαλέο. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, ο λαός μακάριζε την τύχη των πριγκιπισσών και καλωσορίζανε το νέο μέλος της βασιλικής οικογένειας. [….] Ο βασιλιάς ένωσε τα χέρια του καινούριου ζευγαριού, τους ευχήθηκε καλή τύχη και έκανε νόημα στην τρίτη κόρη να ρίξει το μήλο.

Μεγάλη αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Θα είχε άραγε και η μικρότερη την ίδια καλή τύχη με τις άλλες; Ο βασιλιάς από μέσα του ευχήθηκε το στερνοπούλι του να είναι το πιο τυχερό απ’ όλες. Πίστευε ότι της άξιζε να έχει τον καλύτερο νέο δίπλα της. Η μικρή βασιλοπούλα έκλεισε τα μάτια της, ευχήθηκε να πέσει το μήλο στον καλύτερο άνθρωπο που υπήρχε, να την αγαπάει και να την προσέχει όπως θα έκανε και αυτή. Πλησίασε στην άκρη του μπαλκονιού κι έριξε το μήλο.

«Αααα! Ουουου!» γιουχαΐσματα και αποδοκιμασίες ακούστηκαν από παντού! Η βασιλοπούλα δεν πίστευε στα μάτια της! Το μήλο έπεσε σ’ έναν κασιδιάρη, βρόμικο, απαίσιο και άσχημο νέο. Ο κασιδιάρης σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε ταπεινά τη βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς έξω φρενών διέταξε τους φρουρούς να διώξουν τον κουρελιάρη και ζήτησε από την κόρη του να ξαναρίξει το μήλο.

Η βασιλοπούλα απογοητευμένη από την πρώτη της τύχη, πήρε το μήλο έκλεισε τα μάτια της και ευχήθηκε να πέσει στον άξιο νέο των ονείρων της. Αφού το φίλησε το άφησε να πέσει. Αααχ! Δεν είναι δυνατόν! Για δεύτερη φορά έπεσε στον ίδιο κασιδιάρη! Ο λαός φώναζε, γιουχάιζε και ζητούσε να φύγει από εκεί αυτός ο παλιοκουρελής. Η βασιλική οικογένεια δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η μικρή πριγκιποπούλα στενοχωρημένη, είπε στον πατέρα της ότι αυτή είναι η τύχη της και πρέπει να τη δεχτεί.

Ο βασιλιάς πολύ φουρκισμένος διέταξε να δείρουν και να διώξουν τον κασιδιάρη και είπε στην κόρη του πως δεν είναι δυνατόν να παντρευτεί κάποιον ανάξιό της. Της ζήτησε να ξαναδοκιμάσει για τρίτη και τελευταία φορά. Η απαρηγόρητη βασιλοπούλα υπάκουσε τον πατέρα της. Πήρε το ευλογημένο μήλο, ευχήθηκε να πέσει αυτήν τη φορά στον καλύτερο και το έριξε.

Και το μήλο ξαναπέφτει στον κασιδιάρη! Ο κόσμος όλος ήταν απογοητευμένος από την κακή τύχη της βασιλοπούλας. Ο βασιλιάς οργισμένος φώναξε τους φρουρούς του πως δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους και ακόμα αυτός ο κουρελής είναι μες τα πόδια τους. Ο κασιδιάρης σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τη βασιλοπούλα ταπεινά και θαρρετά αλλά και με πολλή αγάπη. [….] (η συνέχεια στο βιβλίο)

Τα κείμενα, τα βιογραφικά στοιχεία καθώς και οι φωτογραφίες, μας παραχώρησε προς δημοσίευση, η συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Παραμύθια από την Πόλη, κ. Ελισάβετ Σατσόγλου (elsatsogl@gmail.com).

Η εικονογράφηση είναι της κ. Έφης Παυλίδου και το εξώφυλλο του κ. Αλέξανδρου Ακριτίδη.

Το βιβλίο μπορείτε να προμηθευτείτε από τα περισσότερα βιβλιοπωλεία της χώρας, αλλά και ηλεκτρονικά από τις εκδόσεις Αποστακτήριο.

Ομήρεια