Εμπονέστια Πόντου (εμβαίνω εις την νηστείαν)

Πάσχα στον Πόντο.jpg

Η λέξη «Εμπονέστια» είναι ποντιακή, και αφορούσε την Αποκριά στον Πόντο. Η λέξη προέρχεται από τη φράση εμβαίνω εις την νηστείαν, καθώς επρόκειτο για την τελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, τη νηστεία της οποίας, όλοι οι Πόντιοι τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια και μεγάλη αυστηρότητα.

Σε μερικά μέρη του Πόντου μάλιστα, δεν έτρωγαν και δεν έπιναν σχεδόν τίποτα. Ορισμένες μέρες ούτε καν νερό. Κάποιοι κράταγαν την αφαγία καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, και αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν έτρωγαν απολύτως τίποτα ολόκληρη την ημέρα, αλλά μόνο το βράδυ έτρωγαν ελάχιστα, διάφορα νηστίσιμα και μάλιστα αλάδωτα φαγητά.

Ακόμα και σε περιπτώσεις που υπήρχε κάποιος τραυματισμός στη στοματοφαρυγγική κοιλότητα, ήταν πολύ προσεκτικοί, ώστε να μην καταπιούν το αίμα και να μην καταλυθεί η νηστεία. Όποιος δεν νήστευε χαρακτηριζόταν ως ασεβής έτσι ακόμη και οι πιο απρόθυμοι, αναγκάζονταν να ακολουθήσουν τον γενικό κανόνα, για να μην κακοχαρακτηριστούν από τους υπολοίπους.

Την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς όμως, το γλέντι, το πιοτό και το φαγητό, ήταν ανεξέλεγκτο. Ειδικά την τελευταία Κυριακή πριν την Κ. Δευτέρα, γίνονταν φαγοπότια μέχρι σκασμού, και το γλέντι διαρκούσε ως τα μεσάνυχτα, τηρώντας το έθιμο της Εμπονέστιας.

filespontiaka_fagita_367534360.jpg

Στη Τραπεζούντα το έθιμο αποκαλουνταν «η εμπονεστία», στη Χαλδία λεγόταν «η εμπονέσια», ενώ στα Κοτύωρα το έλεγαν «τα εμπονέστα».

Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής η ευρύτερη οικογένεια μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι στο σπίτι ή στην ύπαιθρο αν ο καιρός το επέτρεπε, και έτρωγαν για τελευταία φορά «ματζηριμένα» φαγητά.

Κατανάλωναν όλα τα αποθέματα σε κρεατικά και γαλακτοκομικά που υπήρχαν στο σπίτι, σε σημείο “σκασμού”, καθώς μέχρι το Πάσχα δεν θα μπορούσε να καταναλωθεί τίποτα από αυτά, αφού την επόμενη μέρα «έμπαινε η νηστεία».

“Οσήμερον θα εμπονεστιάζουμε”

Οι Πόντιοι ντύνονταν μασκαράδες μόνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου και όχι όλες τις προηγούμενες μέρες.

unnamed.jpg

Τριγυρνούσαν στα σπίτια της περιοχής τους με κέφι, γέλια, τραγούδια και πειράγματα μασκαρεμένοι με απλές αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις.

Παλιά ρούχα φορεμένα απ’ την ανάποδη, ή τα ρούχα του παππού και της γιαγιάς, με κάποιο τσεμπέρι στο κεφάλι που σκέπαζε το πρόσωπό τους, μια κουδούνα ή ένα μπαστούνι στο χέρι, την ποντιακή τους λύρα ή/και το νταούλι, και γύριζαν ολόκληρο το χωριό κάνοντας επισκέψεις σε όλα τα σπίτια, χορεύοντας, γελώντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.

Σα ποδάρια μ’ τα τσιάπουλας, σα γόνατα μ’ τα μέστια

να σαν εκείνον που θ’ εφτάει με τ’ εσέν τ’ Εμπονέστια.

Εγώ το κορίτσ’ ντ’ αγαπώ, εκείνο πα αγαπά με,

άτο αποθάν’ για τ’ εμέν κι εγώ για τ’ ατό χάμαι.

Έλ’ ας εμπονεστιάζομε, τ’ έναν -τ’ άλλο φιλούμε,

η νέτε ‘κι κρατεί πολλά, εμείς πα θα γερούμε.

Τ’ Εμπονέστια την βραδύν, καλόν κέφ΄είχαμ’ οί δύ’,

καλόν κέφ’ είχαμ’ οι δυ’, τ’ Εμπονέστια τη βραδύν.

Foto mix χαρτης με Ποντιους.jpg

Στέκονταν έξω από τα σπίτια και χόρευαν με τη συνοδεία της λύρας, χωρίς να μιλάνε, για να μην διευκολύνουν τους νοικοκυραίους του σπιτιού να τους αναγνωρίσουν. Αν πράγματι οι οικοδεσπότες δεν τα κατάφερναν με την αναγνώριση, οι μασκαράδες συνέχιζαν την “περιοδεία” τους για το επόμενο σπίτι.

Εάν αναγνώριζαν έστω και έναν απ’ την παρέα, έπρεπε να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους και οι υπόλοιποι. Το δώρο των μεταμφιεσμένων από τους νοικοκυραίους, ειδικά εάν επρόκειτο για παρέα παιδιών, ήταν μία καραμέλα στο καθένα, την οποία δέχονταν με μεγάλη χαρά.

Τελευταίος σταθμός των μασκαράδων, ήταν το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, από τους οποίους ζητούσαν συγχώρεση εν όψει της μεγάλης νηστείας.

Ιδιαίτερο έθιμο τη μέρα αυτή σε διάφορες περιοχές του Πόντου ήταν η μεταμφίεση με φουστανέλα και με την περικεφαλαία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο κεφάλι, να τριγυρνούν έφιπποι, σε μεγάλες ομάδες (περίπου 60 ατόμων) και πάνω στα άλογα τους να αναβιώνουν την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Εάν άλλαζε η ημέρα, οι μόνοι που είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν να τρώνε από τα φαγητά του τραπεζιού, ήταν μονάχα αυτοί που είχαν ξενυχτήσει διασκεδάζοντας, χωρίς όμως να έχουν κοιμηθούν καθόλου. Από τη στιγμή που κάποιος κοιμόταν, δεν μπορούσε να καταναλώσει τίποτα μη νηστίσιμο.

α-141.jpg

Το βράδυ της Αποκριάς ή τα ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας, το στόμα των Ελλήνων Ποντίων, σφραγίζονταν για την περίοδο της νηστείας, με ένα βραστό αυγό και με τη φράση:

“Με τ' ωβόν εβούλωσά το, με τ' ωβόν θ' ανοίγ' ατο”

(με το αυγό το βούλωσα με το αυγό θα το ανοίξω) εννοώντας το κόκκινο πασχαλινό αυγό, που ήταν το πρώτο πράγμα που έτρωγαν μετά την Ανάσταση.

Μετά τον Εσπερινό της Συγχωρήσεως, την Κυριακή της Τυρινής, όλο το χωριό μαζεύονταν στην εκκλησία και οι κάτοικοι ζητούσαν συγγνώμη ο ένας από τον άλλον, ώστε η Σαρακοστή να ξεκινήσει για όλους χωρίς έχθρες, παρεξηγήσεις και κακίες, με όλους τους συγχωριανούς μονοιασμένους.

Συγχωρεμένα, έλεγε ο ένας, συγχωρεμένα, απαντούσε ο άλλος”

Ότι περίσσευε από το τραπέζι της “κραιπάλης”, οι Πόντιοι το έδιναν σε φτωχές Τουρκάλες που είχαν μάθει το έθιμο αυτό, και περιφέρονταν από νωρίς το πρωί στις ελληνικές συνοικίες ρωτώντας τις Ελληνίδες νοικοκυρές: «Κόγκσου, αρτούχ 'μαρτούχ γιόκμου;» (γειτόνισσα, περισσεύματα, ξεπερισσεύματα δεν έχει;).

Και ο τυπικός αστεϊσμός της περίστασης από τους Έλληνες ήταν: «Οσήμερον οι τουρξάδες α έχ' νε μπαϊράμ», δηλαδή “σήμερα οι Τουρκάλες θα έχουν Μπαϊράμι” (μεγάλη μουσουλμανική γιορτή).

ξκ.jpg

Για τα ερυθραιωτικα Αποκριατικα έθιμα εδώ: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/-apokriessmirni

Και για τα κωνσταντινουπολιτικα εδώ: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/-tatavlabaklaxorani

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Pontos-news.gr

  • Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού

  • Santeos.blogspot.com

  • Antexoume.wordpress.com

  • Lelevose.gr

Ομήρεια