Ο αρχαίος θεατρικός κόσμος (αγγείο του Προνόμου)
Κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, και στις αρχές του 4ου, με αφετηρία την Αθήνα, το θέατρο γίνεται σταδιακά ιδιαιτέρως δημοφιλές, σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, ενώ γύρω στο 400 π.Χ, ένας απ’ τους αγγειογράφους της εποχής, διακοσμεί τον μεγάλο ελικωτό κρατήρα του Προνόμου, αντλώντας έμπνευση από τον θεατρικό κόσμο. Πρόκειται για το σημαντικότερο και πιο καλοδιατηρημένο αγγείο, των κλασικών χρόνων, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1835 στην Απουλία, και σήμερα βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης στην Ιταλία.
Παρότι η ταύτιση της αγγειογραφίας του κρατήρα του Προνόμου, με συγκεκριμένο δραματικό έργο είναι επισφαλής, καθίσταται σαφές τόσο πως σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία, όσο και πως συνδυάζει παραστασιακά στοιχεία, με μυθικά. Ο αγωνιστικός χαρακτήρας των δραματικών αγώνων ως μέρος των θρησκευτικών γιορτών, αφιερώνονται στον θεό Διόνυσο ακόμα κι όταν δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στο έργο. Ο ποιητής αντλώντας υλικό από την παράδοση, και αντικατοπτρίζοντας την επικρατούσα νοοτροπία και την ελληνική σκέψη της εποχής του, προβάλλει στο έργο του, θεούς και ήρωες, ενώ ο αγγειογράφος απαθανατίζει την παράσταση, κληροδοτώντας μας πολύτιμα στοιχεία για το αρχαίο θέατρο.
Αναμειγνύοντας στην ίδια σύνθεση, θνητούς και αθανάτους, παρουσιάζει λεπτομέρειες από παράσταση σατυρικού δράματος, υπερτονίζοντας τον ρόλο της μουσικής, ως σημαίνων και αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας του. Οι απεικονιζόμενοι είναι διατεταγμένοι σε δύο ζώνες, και τους περισσότερους συνοδεύει ονομαστική επιγραφή, ενώ είναι στην πλειοψηφία τους αγένειοι, γεγονός που υποδηλώνει τη νεαρή τους ηλικία. Κεντρική μορφή της πάνω ζώνης, αποτελεί ο θεός Διόνυσος, που αναπαρίσταται ημίγυμνος, με μακριά μαλλιά, καθισμένος σε πολυτελή κλίνη. Στο ένα χέρι κρατά θυρσό, ενώ με το άλλο αγκαλιάζει μια γυναίκα, με ολόλευκο δέρμα, μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά, και με το κάτω μέρος του χιτώνα της να σκεπάζεται από πολυποίκιλτο ιμάτιο.
Δίπλα της ένας φτερωτός λευκός Ίμερος, τείνει στέφανο σε άλλη γυναικεία μορφή, καθισμένη στην άκρη της ίδιας κλίνης, με περίτεχνα διακοσμημένη μακρυμάνικη ενδυμασία, και προσωπείο με τιάρα, στο χέρι. Παρότι οι ταυτότητες των γυναικών δεν αποκαλύπτονται, εικάζεται πως πρόκειται για την Αριάδνη, την σύντροφο του Διονύσου, και την προσωποποίηση της Τραγωδίας, της Μούσας ή της Εορτής, ή κατ’ άλλους της προσωποποίησης του παιχνιδιού, Παιδιάδος.
Τα κεντρικά πρόσωπα, διαχωρίζονται αριστερά με άμπελο, από την ανώνυμη μορφή ενός γενειοφόρου υποκριτή, που κρατά προσωπείο με τιάρα, και φορά μακρυμάνικη περίτεχνα διακοσμημένη ενδυμασία, και κοθόρνους. Δεξιά δίπλα τους, στέκεται ο Ηρακλής, που την ταυτότητά του, εκτός απ’ την επιγραφή, προδίδει ο εξοπλισμός του (λεοντή, ρόπαλο, φαρέτρα). Φοράει θεατρική ενδυμασία με σχέδια, και κοθόρνους, ενώ το πρόσωπό του, είναι στραμμένο προς τον Παπποσιληνό. Ο πατέρας των Σατύρων με το ένα χέρι υψώνει προσωπείο ηλικιωμένου γενειοφόρου (ρυτίδες, άσπρα μαλλιά), στο άλλο κρατά ραβδί, και στον ώμο του, πάνω από το τριχωτό ολόσωμο ένδυμά του, κρέμεται δέρμα πάνθηρα.
Πολλές απ’ τις μορφές φορούν στεφάνια και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, καθώς πιθανότατα αποτελούν μέλη Χορού σατυρικού δράματος. Η περιβολή τους περιλαμβάνει τριχωτό περίζωμα, με προσαρτημένη αλογοουρά πίσω, και φαλλό μπροστά. Πάνω αριστερά, διακρίνεται με διαφοροποιημένο περίζωμα, ο Εύνικος, και λίγο παρακεί ο Δωρόθεος, ακουμπά στον ώμο του Ευάγωνα με εξοικείωση. Και οι τρεις παρατηρούν το προσωπείο του Δωρόθεου, ενώ δεξιά ο Καλλίας, κοιτάζει προς τις κεντρικές μορφές.
Κάτω αριστερά, οι Νικόμαχος και Χαρίας, δείχνουν να έχουν χαλαρή συζήτηση, ενώ κάτω δεξιά ο Δίων με τον Φιλίνο, έχουν στραμμένη την προσοχή τους ο ένας στον άλλον. Δεξιότερα, ένας ανώνυμος χορευτής, οπισθοχωρεί ξαφνιασμένος από τη μάσκα που κρατά, ανώνυμος υποκριτής με αμάνικο κοστούμι, ενώ κρύβει τη δική του πίσω του. Κανείς δεν φορά προσωπείο, εκτός απ’τον Νικόληο, που χορεύει ζωηρά, ανάμεσα στον αυλητή και στον ποιητή.
Ο ποιητής Δημήτριος, καθισμένος σε τριποδικό τραπεζάκι, με μοναδικό ένδυμα μια χλαμύδα στερεωμένη στον λαιμό του, κρατά κυλινδρικό πάπυρο. Στο κεφάλι του έχει στεφάνι, ενώ πίσω του αιωρείται μία λύρα. Κεντρικά στην κάτω ζώνη, ο αυλητής Πρόνομος σε πολυτελή κλισμό, παίζει έναν δίαυλο. Απεικονίζεται αγένειος, με πλούσια κόμη, και μακρυμάνικη περίτεχνα διακοσμημένη ενδυμασία. Ο Χαρίνος, όρθιος δίπλα του, με περιβολή παρόμοια με του Δημητρίου, τού τείνει το δεξί χέρι, ενώ στο άλλο κρατά μια λύρα. Στην άλλη πλευρά του αγγείου, περιστοιχισμένοι από τέσσερις σατύρους, εικονίζονται αγκαλιασμένοι ο Διόνυσος με την Αριάδνη. Το μυθικό ζευγάρι κοιτάζεται καθώς φεύγει βιαστικό, ακολουθούμενο από τον ιπτάμενο Έρωτα, ενώ δύο μαινάδες, που ανάμεσά τους έχουν έναν πάνθηρα, εμποδίζουν δύο απ’ τους σατύρους να πλησιάσουν. Ο Διόνυσος κρατάει λύρα και η Αριάδνη δαυλό, ενώ ένας εκ των σατύρων με κρατήρα στο χέρι, κοιτάζει πίσω του, ενώ ένας άλλος παίζει δίαυλο.
Τη συνάφεια του κρατήρα του Προνόμου με τον θεατρικό κόσμο, μαρτυρά η σκευή, και η μορφή του αυλητή που δεσπόζει στο κέντρο του αγγείου. Ο διάκοσμος του κρατήρα, παρουσιάζει θέαμα οπτικοακουστικό, καθώς υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των προσώπων, παρακινώντας τον θεατή να θυμηθεί και να κατανοήσει, τόσο την παράσταση όσο και το μυθολογικό υπόβαθρό της. Για παράδειγμα απεικονίζονται συζητήσεις, συγκρίσεις, χειρονομίες μεταξύ των εικονιζομένων, ενώ ο Πρόνομος παίζει τους αυλούς, ο Νικόληος χορεύει, ο Διόνυσος με την Αριάδνη τρέχουν, οι Μαινάδες αποκρούουν τους Σατύρους κ.ά.
Ο χώρος ανακάλυψης του αγγείου, υποδηλώνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας για τα αττικά θεατρικά δρώμενα. Ενδεχομένως να πρόκειται για παράσταση που μεταφέρθηκε εκτός Αθηνών, καθώς από την έναρξη του 5ου αιώνα, στα κατωιταλικά αγγεία, τα προσωπεία του Διονύσου και των ηθοποιών απεικονίζονται όμοια με αυτά των αθηναϊκών αγγείων. Επίσης πιθανόν, είναι το αγγείο να κατασκευάστηκε κατόπιν παραγγελίας ως ενθύμιο, από κάποιον θεατή, ή ακόμα κι από κάποιον συντελεστή του δράματος (χορηγό, ποιητή, αυλητή, υποκριτή ή μέλος του Χορού), που επιθυμούσε να έχει αποτυπωμένη τη διαδικασία επιλογής, ή συμμετοχής του θιάσου του στην παράσταση.
Η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών φορούν θεατρικά κοστούμια, όμως κρατούν τα προσωπεία στο χέρι, επομένως βρίσκονται εκτός σκηνής. Πιθανότατα πρόκειται για δραματικό αγώνα, συμπεριλαμβανόμενο σε κάποια θρησκευτική εορτή (Λήναια, Μεγ. Διονύσια), με αναπαράσταση της διαδικασίας παρουσίασης των συντελεστών, ή του προάγωνα, ή ακόμα και της λατρευτικής πομπής που προηγούνταν της παράστασης, μέσω συμβολικής καλλιτεχνικής ματιάς, καθώς οι απεικονιζόμενοι είναι παρατεταγμένοι ενώπιον του Διονύσου. Πιθανόν επίσης να πρόκειται για ακρόαση επιλογής, προετοιμασία για επικείμενη παράσταση, ή απέκδυση μετά το τέλος της, στο πλαίσιο δραματικών αγώνων, που παραδοσιακά λάμβαναν χώρα στο θέατρο του Διονύσου. Το πιθανότερο πάντως είναι, πως ο κρατήρας φιλοτεχνήθηκε με αφορμή τους νικητήριους πανηγυρισμούς του θιάσου, καθώς εκτός απ’ τα στεφάνια στα κεφάλια των περισσοτέρων, διάχυτη διακρίνεται η υπερηφάνεια για τη συλλογική επιτυχία.
Ο πάπυρος στο χέρι του Δημητρίου, τον συνδέει με την συγγραφή, ενώ ο τρόπος που ο αγγειογράφος τον αναπαριστά, παραπέμπει σε συμβολισμό νίκης, καθώς ως έπαθλο προβλέπονταν εκτός απ’ την δημόσια εκτίμηση, η απονομή στεφάνου και τρίποδα, στην περιοχή του θεάτρου του Διονύσου. Διακρίνεται επίσης η πρόθεση του αγγειογράφου για επισήμανση και προβολή των συντελεστών, τοποθετώντας κεντρικά τον αυλητή, και συνοδεύοντας τις μορφές με ονομαστικές επιγραφές, ενισχύοντας την απόκτηση δόξας και γοήτρου, στα οποία αποσκοπούσε ο αγωνιστικός χαρακτήρας των αρχαιοελληνικών εκδηλώσεων. Παράλληλα, κατονομάζοντάς τους, υποδεικνύει την υπερφυσική διάσταση που τους αποδίδεται, συνδέοντας τους με τον θεό του κρασιού Διόνυσο, και τις επιγραφές που συνήθως συναντώνται στα συμποτικά αγγεία.
Σεβόμενος τον θρησκευτικό χαρακτήρα των αγώνων, ο αγγειογράφος τιμά τη μόνιμη θεϊκή παρουσία στα δραματικά έργα, μέσω του θεού-προστάτη του ιερού θεατρικού χώρου, και «ιδιοκτήτη» του αρχαίου δράματος. Προσωποποιεί μυθικά πρόσωπα περιστοιχισμένα από τους συντελεστές της παράστασης, στην μπροστινή όψη του κρατήρα, και στην πίσω αναπαριστά μέρος ενός μύθου, με πρωταγωνιστή τον Διόνυσο. Το αγαπητό αγγειογραφικό θέμα του σατυρικού δράματος, καταδεικνύει τη διαφορά της θεατρικής παράστασης από την μυθική πραγματικότητα, παρότι ο διαθέσιμος χώρος και οι συμβάσεις της αγγειογραφικής τεχνικής, δεσμεύουν τον καλλιτέχνη. Αντλώντας έμπνευση από την παράσταση, η φαντασία του, τού επιτρέπει καλλιτεχνικό εμπλουτισμό με μυθολογικές σκηνές και μορφές, πέρα απ’ τις υφιστάμενες.
Κατατοπιστική είναι η μαρτυρία του αγγείου για τη θεατρική σκευή της Αθήνας του 400π.Χ, που ζωντανεύει την πόλη μέσω των υποκριτών, και το ηρωικό παρελθόν της, μέσω του Χορού. Τα προσωπεία είναι λιτά, όμως παραστατικά, και ενδεχομένως υποδηλώνουν θεατρικές υποκριτικές μεθόδους, ενώ πλησιάζουν στην έκφραση τα προσωπεία της τραγωδίας. Η μεγάλη σπουδαιότητα των κοστουμιών για το θεατρικό ακροατήριο της κλασικής περιόδου, ωθεί τον αγγειογράφο να τα αποδώσει με όση πιστότητα του επιτρέπει η τέχνη του.
Το πρότερο απλό νατουραλιστικό ενδυματολογικό ύφος, ακολουθεί σταδιακά τον «πλούσιο ρυθμό» των καλών τεχνών, και οι ενδυμασίες διακοσμημένες από πληθώρα σχεδίων και μορφών, έχουν χαρακτηριστικά που φανερώνουν πως επρόκειτο για θεατρικά κοστούμια, και όχι για κοινή ενδυμασία. Τα μακριά μανίκια των υποκριτών, κρύβουν το φύλο και την ηλικία, έτσι, τρεις μόνο άνδρες ηθοποιοί, καταφέρνουν να ενσαρκώσουν όλους τους ρόλους, ενώ οι διακοσμημένοι κόθορνοι με την ανασηκωμένη μύτη διευκολύνουν τις θεατρικές κινήσεις. Οι προσαρτημένοι φαλλοί-σύμβολα γονιμότητας, στην ενδυμασία των χορευτών, εκτός από τη σύνδεσή τους με τη διονυσιακή λατρεία, ενισχύουν την άποψη πως η αναπαράσταση αφορά τη νίκη του θιάσου στον αγώνα, καθώς οι φαλλοί, είθιστο να επιδεικνύονται σε πανηγυρισμούς.
Σημαντική η μαρτυρία του κρατήρα και για τον Πρόνομο, στον οποίο οφείλει το όνομά του. Ο φημισμένος Θηβαίος αυλητής που ως χαρισματικός μουσικός, διεύρυνε τις δυνατότητες του αυλού, απεικονίζεται να εξασκεί την τέχνη του, με μορφή εξιδανικευμένη. Νεαρός, αγένειος και με πλούσια κόμη, στεφανωμένος, και με πολυποίκιλτη ενδυμασία, κάθεται σε πολυτελή κλισμό, ακριβώς κάτω απ’ τον Διόνυσο. Δίπλα του, ο Χαρίνος, τείνει το χέρι στον Πρόνομο, κρατώντας στο άλλο τη λύρα, ενδεχομένως αποδίδοντάς του το λυρικό μέρος της παράστασης, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του, στην επιτυχία της. Σημαντική συμβολική κίνηση, από τον πιθανολογούμενο χορηγό, ο οποίος έχοντας τον πρωταρχικό ρόλο (μαζί με τον άρχοντα) στην οργάνωση της παράστασης, κάλυπτε τα έξοδα του αυλητή, του χοροδιδάσκαλου, και της σκευής του Χορού, που επηρέαζε την κρίση του κοινού. Η αγγειογραφική διευκρίνιση ως προς την ιδιότητά του, πιθανότατα κρίθηκε περιττή, εφόσον η ταυτότητά του ήταν ιδιαιτέρως οικεία στο κοινό.
Η απεικόνιση και η θεατρική σκευή του Ηρακλή, οδηγεί στο συμπέρασμα πως η θεματολογία του δράματος, είχε σχέση με κάποια περιπέτειά του. Οι τιάρες σε δύο προσωπεία, και η επιλογή των σχεδίων στα υφάσματα, παραπέμπουν σε ενδυματολογικές συνήθειες ανατολιτών ηγεμόνων, επομένως το θέμα ενδεχομένως αφορούσε τη σχέση του με την βασίλισσα της Λυδίας, Ομφάλη, ή τη διάσωση της Τρωαδίτισσας πριγκίπισσας Ησιόνης, από θαλάσσιο τέρας. Παρά ταύτα, η απεικόνιση του μυθικού ζεύγους στις δύο πλευρές του αγγείου, ίσως συνδέει την υπόθεση με την αρπαγή της Αριάδνης, εφόσον μάλιστα οι κινούμενες μορφές συμπεριλαμβάνουν τον θεό Έρωτα, και νυφική κλίνη.
Πληροφορίες για την ερυθρόμορφη αττική αγγειογραφία στο: https://mnimesellinismou.com/arxaiotita/erithromorfi-aggeiografia
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
H.C.Baldry, Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Γ.Χριστοδούλου-Λ.Χατζηκώστα, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1981.
H.D.Blume, Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, μτφ. Μ.Ιατρού, ΜΙΕΤ, Αθήνα² 1989.
Μ.Βουτυράς, Α.Γουλάκη-Βουτυρά, Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, Εκδ. Ίδρ. Μ.Τριανταφυλλίδη, Θεσ/νίκη 2011.
R.Green, «Τέχνη και θέατρο στον αρχαίο κόσμο», στο M.MacDonald-J.M.Walton (επιμ.), Οδηγός για το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό θέατρο από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, μετ. Β.Λιαπής, εκδ.Καρδαμίτσα, Αθήνα 2011.
Α.Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετ. Αγ.Τσοπανάκης, Εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2015.
Δ.Μήττα, Μορφες και θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας, Αριάδνη, Ψηφίδες γτα την ελληνική γλώσσα 2012: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/crete/page_020.html
Π.Ξιφαρά, Εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
O.Taplin,«Οι μαρτυρίες των εικόνων», στο P.E.Easterling, Οδηγός για την αρχ. ελληνική τραγωδία, μτφ.Λ.Ρόζη-Κ.Βαλάκας, Ηράκλειο 2007.
Ν.Χουρμουζιάδης, Όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Εκδ. Γνώση, Αθήνα² 1991.
Αρχαιολογία και Τέχνες, https://www.archaiologia.gr