Ο Έρωτας στην ελληνιστική ποίηση
Το κέντρο της ελληνιστικής γραμματείας και η γενέτειρα της φιλολογικής επιστήμης υπήρξε αναμφίβολα το μουσείο και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο διττός της χαρακτήρας, αφενός ως επιστημονικού και ερευνητικού κέντρου και αφετέρου, ως ιδρύματος που στέγαζε χιλιάδες συγγραμμάτων που αφορούσαν την παγκόσμια γνώση, ανέδειξε μια νέα λογοτεχνική εποχή, βασισμένη στην επιστημονική έρευνα. Η τεράστια γραμματειακή παρακαταθήκη της αρχαϊκής και κλασικής εποχής βρίσκεται πάντοτε στο προσκήνιο, σε συνύπαρξη με τη νεωτερική ελληνιστική γραμματεία.
Τα ομηρικά έπη αποτελούν τη διαχρονική αφετηρία για την παιδεία του κάθε Έλληνα.Τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ροδίου, παρά την εμφανή επίδραση του Ομήρου, έχουν όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την ελληνιστική ποίηση. Προσεγγίζουν την ηρωικότητα μέσα από το ανθρώπινο συναίσθημα σε αντιδιαστολή με το παραδοσιακό ομηρικό έπος.
Τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής ελληνιστικής ποίησης μέσα από την μπάλα του Έρωτα
Τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου εκτείνονται σε τέσσερις τόμους. Πραγματεύονται έναν από τους πιο γνωστούς μυθολογικούς κύκλους, την Αργοναυτική εκστρατεία, που αποτέλεσε επί αιώνες ένα από τα σημαντικότερα θέματα στην ελληνική ποίηση. Ο Απολλώνιος είναι ίσως ο πρώτος επικός ποιητής, ο οποίος εισάγει στο έργο του το θέμα του έρωτα σε τόσο μεγάλη έκταση, ένα θέμα που στα ομηρικά έπη περισσότερο υποβάλλεται, παρά προβάλλεται ευθέως.
Οι δύο πρώτοι τόμοι αφορούν το ταξίδι των Αργοναυτών προς την Κολχίδα. Ο τρίτος τόμος, για πολλούς ο σημαντικότερος, αναφέρεται στο ερωτικό πάθος της Μήδειας για τον Ιάσονα, στη συνάντησή τους, καθώς και στους άθλους που επέβαλε ο Αιήτης στον Ιάσονα, και ο τελευταίος αφορά στην αρπαγή του Χρυσόμαλλου δέρατος και τη διαφυγή των Αργοναυτών από την Κολχίδα.
Η επίκληση του Απολλώνιου στη μούσα Ερατώ στο προοίμιο του 3ου βιβλίου, προδιαθέτει τον αναγνώστη για μια εντελώς καινούργια ιστορία μέσα στο έπος. Η Ερατώ, μούσα της ερωτικής ποίησης, έρχεται να επιβεβαιώσει την επίτευξη του στόχου της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως αποτέλεσμα του έρωτα της Μήδειας για τον Ιάσονα, ενός έρωτα που προκαλείται με θεϊκή συνωμοσία. Η Ήρα και η Αθηνά αποφασίζουν, σύμφωνα με την αρχαϊκή επική παράδοση, να παρέμβουν και να προδιαγράψουν τις δράσεις των ανθρώπων, εν προκειμένω την ουσιαστική και καίρια συμβολή της Μήδειας στη θετική έκβαση της εκστρατείας. Αποδίδονται από τον ποιητή ως θνητές, σε μια απλή καθημερινή συγκυρία μέσα στο δωμάτιο της Αφροδίτης, και της ζητούν να παρέμβει μέσω του γιου της Έρωτα, έτσι ώστε η Μήδεια να ερωτευτεί τον Ιάσονα.
Ο Έρωτας είναι κατά τον Απολλώνιο ένας κακομαθημένος διαβολάκος, που παίζει αμέριμνος αστραγάλους με το φίλο του Γανυμήδη. Έχει όλα εκείνα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ενός παιδιού της ηλικίας του, την παιδική αφέλεια και ανεμελιά, τη ζαβολιά στο παιχνίδι, την παιδική ανυπομονησία, το τάξιμο για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του, χαρακτηριστικά που τον αποκαθηλώνουν από το θεϊκό υπόβαθρο, και που έρχονται τώρα ως νεωτερικότητα στο ελληνιστικό έπος.
Η μητέρα του Έρωτα, Αφροδίτη, για να τον δελεάσει, κάνει μια εναργή περιγραφή ενός ιδιαίτερου αντικειμένου, που ανήκε στον πατέρα των θεών, τον Δία. Η περιγραφή της μπάλας είναι λεπτομερής και με παραστατικότητα, ώστε ο Έρωτας ανυπόμονος τραβά το χιτώνα της μητέρας του, ζητώντας το δώρο του. Εκείνη τον καθησυχάζει, τον περιβάλλει με τη μητρική αγάπη και τον διαβεβαιώνει ότι θα πάρει το πολύτιμο δώρο, αφού πρώτα κάνει το θέλημά της.
Η έμφαση στη λεπτομέρεια, οι απλές καθημερινές σκηνές, η ανάδειξη του συναισθήματος της μητέρας για το παιδί και βεβαίως, τα θνητά χαρακτηριστικά που ο ποιητής προσδίδει στους θεούς, είναι βασικά στοιχεία πάνω στα οποία κτίζεται το ελληνιστικό έπος. Ο συμβολισμός της μπάλας ως σύμπαν, στα χέρια ενός παιδιού, έρχεται να επιβεβαιώσει τη συνύπαρξη των αντιθέτων μέσα στο νεωτερικό έπος.
Ο Έρωτας παρότι παιδί, έχει τόσο τη θεϊκή δύναμη, όσο και την αθωότητα να παίζει με τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη φύση αναδεικνύεται στο πρόσωπο της μητέρας και του παιδιού μέσα από το συναίσθημα, και ικανοποιεί το ελληνιστικό ενδιαφέρον για τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητές του. Έτσι, παρόλη τη μίμηση, πετυχαίνει εξίσου ικανοποιητικά και την αποδέσμευση από το παραδοσιακό ομηρικό έπος, και δημιουργεί ένα νέο είδος ήρωα εστιάζοντας πρωτίστως στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Η παθολογία του έρωτα
Την επιτυχή έκβαση της Αργοναυτικής εκστρατείας ο Ιάσονας δεν τη χρωστά τόσο στην πολεμική του δεινότητα, όσο στο ερωτικό πάθος και στη μαγεία της Μήδειας, που αμφότερα περιγράφονται από τον Απολλώνιο στο τρίτο βιβλίο, ρεαλιστικά και με σαφή γνώση της γυναικείας ψυχολογίας. Εδώ ο έρωτας γίνεται ο κεντρικός πρωταγωνιστής του έπους και ο ουσιαστικός καταλύτης για την αίσια κατάληξη της ιστορίας. Ο Έρωτας έχοντας πάρει τη διαβεβαίωση της μητέρας του για το δώρο του, χτυπά με το βέλος του τη Μήδεια, σηματοδοτώντας την έναρξη του ολέθριου πάθους.
Το θάμπος και η ζάλη είναι τα πρώτα συμπτώματα της παθολογίας του έρωτα που ήδη έχει ξεκινήσει την ακολουθία της. Ο κεραυνοβόλος έρωτας έρχεται με το πρώτο κοίταγμα καθώς η φλόγα, η ταραχή, ο γλυκός πόνος στο στήθος, έρχονται τώρα να αντικαταστήσουν τη μέχρι πρότινος, γαλήνη και ηρεμία της Μήδειας*. Εδώ ο Απολλώνιος περιγράφει με λεπτομέρεια και παραστατικότητα, θυμίζει τις ερωτικές περιγραφές της Σαπφούς, τον ψυχισμό μιας γυναίκας που έχει κυριευτεί από το ερωτικό πάθος.
Ο Απολλώνιος δε διστάζει να υποβιβάσει την πριγκίπισσα σε απλή γυναίκα, τοποθετώντας τη σε μια απλή καθημερινή σκηνή, θυμίζοντας τις λεκτικές παρομοιώσεις των ομηρικών επών. Ο πόθος που φουντώνει ολοένα και περισσότερο, παρομοιάζεται εδώ με το δαυλό της γυναίκας, που για να δυναμώσει τη φλόγα του καίει τα πάντα γύρω του. Υποδηλώνεται η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, ο δαυλός μεταφέρεται σαν πάθος στην καρδιά της Μήδειας.
*Στο μεταξύ ο ΄Ερωτας μέσ’ απ’ το φωτεινό αέρα κατέφθασε αόρατος σκορπώντας γύρω ταραχή, όπως ο οίστρος που ανάμεσα στις νεαρές τού κοπαδιού δαμάλες πέφτει, αυτός που οι βοσκοί βοϊδόμυγα τον λένε. Αμέσως στον προθάλαμο, ’κει κάτω από τ’ ανώφλι, το τόξο του το τέντωσε και ένα βέλος τράβηξε απ΄ τη φαρέτρα μέσα, βέλος που προηγούμενα ποτέ δεν είχε ξαναρίξει και που πολλούς έμελλε να γεννήσει στεναγμούς. Τούτος, λοιπόν, περνώντας το κατώφλι, προχώρησε με γρήγορους βηματισμούς χωρίς κανείς να τον προσέξει, διαπεραστικές ρίχνοντας γύρω του ματιές. Στου γιου του Αίσονα4 τα πόδια κουλουριασμένος ζάρωσε, την άκρη έβαλε του βέλους στη μέση της χορδής και με τα δυο του χέρια ανοιχτά ολόισια πάνω στη Μήδεια έριξε. Της κόπηκε εκείνης η λαλιά, της κόπηκε η ανάσα. Κι αυτός, γελώντας δυνατά, από το ψηλοτάβανο παλάτι γύρισε πίσω με ορμή, ενώ το βέλος μες στην κόρη, βαθιά μες στην καρδούλα της καιγόταν όμοια φλόγα. Αντικριστά στο γιο του Αίσονα τ’ αστραφτερό της βλέμμα επάνω του το κάρφωνε συνέχεια, και μες στα στήθη της απ’ τον καημό παράδερνε το λογικό της κι ούτε και καμιά σκέψη άλλη έκανε, μα μια γλυκιά μελαγχολία μες στην ψυχή της στάλαζε. Όπως μία γυναίκα που απ’ τα δυο της χέρια ζει βάνει κλαδάκια σωριαστά τριγύρω στο δαυλό της άγριας της φωτιάς, για να μπορεί να δώσει φως στο σπιτικό της μες στη νύχτα σαν γρήγορα από τον ύπνο πεταχτεί –βλέπεις, έχει φροντίδα να δουλεύει το μαλλί– και τότε φλόγα δυνατή απ’ το μικρό δαυλό αναπηδάει και στάχτη τα κλαδάκια τα κάνει όλα μαζί, έτσι στα τρίσβαθα χωμένος της καρδιάς της ο καταστροφικός ο έρωτας έκαιγε σαν φωτιά κρυφά, και τ’ απαλά της μάγουλα τη μια στιγμή χλωμιάζανε, την άλλη κοκκινίζαν, μέσα στη χαύνωση του νου.
Η δεύτερη περίοδος της παθολογίας του έρωτα έρχεται με τη συνάντηση του Ιάσονα με τη Μήδεια στο ναό της Εκάτης*. Ο Απολλώνιος προβαίνει σε μια αμφιλεγόμενη, ίσως προφητική παρομοίωση του Ιάσονα με τον Σείριο, εκείνο το λαμπρό αστέρι του Ιουλίου, που παράλληλα προμηνύει μεγάλη ανομβρία σε καλλιέργειες και ζώα, και κατ’ επέκταση την ολέθρια κατάληξη της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών.
Η ατελείωτη και βασανιστική αναμονή της Μήδειας καθώς περιμένει τον Ιάσονα, πλάθεται από τον λόγιο ποιητή με ιδιαίτερο λογοτεχνισμό, και με γνώση της γυναικείας φύσης. Το στιγμιαίο σβήσιμο, η παράλυση και το κοκκίνισμα του προσώπου της -σωματικά συμπτώματα τώρα - είναι πλέον εμφανή, όταν τελικά στέκεται μπροστά στον Ιάσονα.
Οι δύο ερωτευμένοι φαντάζουν σαν ήρωες των ομηρικών επών που προετοιμάζονται για μάχη. Δηλωτική του ερωτικού πάθους τους, είναι και η παρομοίωσή τους με δέντρα ακίνητα που περιμένουν ένα θρόισμα του ανέμου για να εκδηλωθούν. Ο παρενθετικός χαρακτήρας των παρομοιώσεων, παραπέμπει επίσης στα ομηρικά έπη.
Ο Ιάσονας στα Αργοναυτικά αναδεικνύεται σε έναν αντί-ήρωα, που οτιδήποτε καταφέρνει, το καταφέρνει λόγω της ερωτικής του γοητείας. Ουσιαστική και αναμφίβολη ηρωίδα του έπους είναι η Μήδεια, καθώς το δίλημμά της, ο παράφορος έρωτας της για τον Ιάσονα από τη μία, και ο σεβασμός για τον βασιλιά πατέρα της από την άλλη, εκτυλίσσεται ραγδαία σε αυτό το τρίτο βιβλίο και διαμορφώνει την εξέλιξη ολοκλήρου του έπους.
* Aλλά δεν πέρασε ώρα πολλή και μέσα στη λαχτάρα της παρουσιάστηκε εκείνος. Ηταν σαν πάνω απ’ τον Ωκεανό ψηλά ν’ ανέβαινε ο Σείριος,6 που ανατέλλει όμορφος κι ολόλαμπρος σαν τον κοιτάς, μα ανεκλάλητο κακό φέρνει για τα κοπάδια. Έτσι στην όψη όμορφος τη ζύγωσε του Αίσονα ο γιος, όμως με το που φάνηκε, τα πάθη ξύπνησε τα μισητά. Από τα στήθη της, της έφυγε η καρδιά, στα μάτια απλώθηκε αχλή και κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα θερμή· τα γόνατά της μήτε για πίσω είχε δύναμη μήτε για μπρος να τα σηκώσει, και καρφωμένα έμειναν τα πόδια της στη γη. Στο μεταξύ οι θεραπαινίδες της, όλες τραβήχτηκαν μακριά τους. Αμίλητοι λοιπόν σταθήκαν και βουβοί, ο ένας αντικρύ στον άλλον, ίδιοι βαλανιδιές ή έλατα ψηλά που ριζωμένα στα βουνά στέκουνε πλάι-πλάι μέσα στη νηνεμία ήσυχα, όμως σε λίγο η ριπή τ’ ανέμου τα κινεί και τότε βουητό ατέλειωτο σηκώνουν. Ετσι κι αυτοί πολλά να πούνε έμελλαν από του Ερωτα σπρωγμένοι την πνοή.
Απολλώνιος ο Ρόδιος και Αχιλλέας Τάτιος: Η περιγραφή του Έρωτα
Το «Λευκίππη και Κλειτοφών» είναι μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αι., στην ακμή της δεύτερης σοφιστικής. Οι μοναδικές πηγές που σώζονται για τον συγγραφέα και το έργο του, οφείλονται στον πατριάρχη Φώτιο, τον μεγαλύτερο λόγιο του Βυζαντίου, ο οποίος συγκέντρωσε και διέσωσε πλήθος αρχαίων κειμένων, τόσο από την κλασική αρχαιότητα, όσο και από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Το μυθιστόρημα ενδέχεται να είναι το μοναδικό μη ιστορικό, το οποίο έχει διασωθεί και βάσει της πλοκής του, ίσως υπηρετεί το στερεότυπο έρωτας - χωρισμός - επανένωση.
Σε αυτό το έργο ο συγγραφέας επιλέγει έναν ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης καθώς δίνει στον κεντρικό του ήρωα, τον Κλειτοφώντα, το ρόλο του αφηγητή, βάζοντας τον στην ουσία να διηγηθεί ο ίδιος στον αναγνώστη τη δική του ιστορία. Σε ένα απόσπασμα του έργου ο Κλειτοφώντας αντικρίζει τη Λευκίππη, κι έρχεται αντιμέτωπος με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Κι εδώ κυριαρχούν οι αναλυτικές παρομοιώσεις που παραπέμπουν στα ομηρικά έπη, η Λευκίππη παρουσιάζεται ως Σελήνη–Ευρώπη, να κάθεται πάνω στον ταύρο, το πρόσωπό της σαν πορφύρα, τα χείλη της σαν ανθισμένο τριαντάφυλλο.
Η ομορφιά της Λευκίππης παίρνει εδώ τη θέση της σαΐτας του Έρωτα, υποδηλώνοντας την παντελή έλλειψη του υπερφυσικού στοιχείου στην ερωτική προσέγγιση των δύο πρωταγωνιστών. Στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου υπάρχει εξαρχής παρέμβαση των θεών στο ειδύλλιο, δίχως να υπάρχει πρωτύτερη οπτική επαφή του Ιάσονα με τη Μήδεια. Ο έρωτάς τους προαποφασίζεται στο θεϊκό επίπεδο και μεταφέρεται στο ανθρώπινο. Η ματιά του Κλειτοφώντα στη Λευκίππη προκαλεί τα έντονα συναισθήματα της πρώτης επαφής. Εδώ προστίθεται και η ερωτική επιθυμία, που οδηγεί στην αναίδεια του ανδρός, καθώς αδυνατεί να τραβήξει τη ματιά του από τη Λευκίππη.
Ο Απολλώνιος στα Αργοναυτικά του υιοθετεί τις ελληνιστικές φιλολογικές καινοτομίες και δημιουργεί ένα ολοκαίνουργιο έπος. Μιμείται τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού έπους, αλλά τα προσαρμόζει με επιτυχία στη νέα οπτική της ελληνιστικής περιόδου. Επικαλείται τους θεούς άλλα διατηρεί την δημιουργική αυτενέργεια. Οι θεοί και οι ήρωες πρωταγωνιστούν, αλλά περιγράφονται με χαρακτηριστικά απλών ανθρώπων. Μετατρέπει με επιτυχία το πολεμικό έπος σε ερωτικό και προαναγγέλλει ουσιαστικά το ερωτικό μυθιστόρημα, το οποίο έρχεται αργότερα στα ελληνορωμαϊκά χρόνια.
Κείμενο: Ηλίας Π. Λασκαρίδης
Πηγές:
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη 2014, 2015.
Μ. Χριστόπουλος, Β. Βερτουδάκης, Α. Μπάζου, Ανθολογία κειμένων από τη γραμματεία των ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015.
Φ. Μανακίδου, Αφηγηματικό έπος και Επύλλιον, στο Γράμματα 1, Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή φιλολογία, τόμος Β’, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Μ. Χριστόπουλος, Αυτοκρατορικοί Χρόνοι, στο Γράμματα 1, Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή φιλολογία, τόμος Β’, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Β. Λεντάκης, Το Μυθιστόρημα, στο Γράμματα 1, Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή φιλολογία, τόμος Β’, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Πυλη για την ελληνικη γλωσσα: http://www.greek-language.gr/digitalResources/index.html
Hellenica World-Scientific Library: http://www.hellenicaworld.com
Εξώφυλλο: «Έρως και Ψυχή», του Antonio Canova (1787-1793) ο οποίος εμπνευσμένος από την ελληνική μυθολογία απέδωσε τον έρωτα του φτερωτού θεού Έρωτα και της θνητής Ψυχής. Σύμφωνα με το μύθο, η Ψυχή ήταν μια κόρη ομορφότερη απ’ την μητέρα του Έρωτα, Αφροδίτη, η οποία μην αντέχοντας το γεγονός διέταξε τον γιο της να δηλητηριάσει όλους τους άντρες για να μην ρίχνουν τα μάτια τους στην αντίζηλό της. Ο Έρωτας όμως, κατά λάθος λαβώθηκε από τα ίδια του τα βέλη, και μαγεύτηκε από την πανέμορφη θνητή.Το άγαλμα σήμερα εκτίθεται στο μουσείου του Λούβρου, στο Παρίσι.