Μήδεια και Ιάσονας

Η ιστορία του Ιάσονα και των Αργοναυτών σε συνεχή αφήγηση.

Biagio d'Antonio (Φλωρεντία, περίπου 1472-1516) και Jacopo del Sellaio. Αριστερά, ο Πελίας ζητά από τον Ιάσονα το χρυσόμαλλο δέρας. Ο Ιάσονας, έφιππος, μεταβαίνει στο όρος Πήλιο μαζί με τον Ηρακλή και τον Ορφέα, για να συμβουλευτεί τον κένταυρο Χείρωνα. Μακριά φαίνεται η Αργώ, το καράβι του Οδυσσέα (Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο).

Κλείνοντας τον κύκλο της ακμής του δράματος, ο Ευριπίδης, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αντιπαράθεση λόγων και θέσεων, μεταξύ των ηρώων του, και με κριτική οπτική ανιχνεύει τις δυνάμεις καθορισμού, των ανθρώπινων συμπεριφορών. Εντοπίζοντας τη συνύπαρξη λογικού και α-λόγου της ανθρώπινης φύσης, φωτίζει επί σκηνής τις συμφορές που προκύπτουν, εξαιτίας του κοινωνικού παραλογισμού και της υπέρβασης του μέτρου.

Πλάθοντας τα ήθη των ηρώων, παρουσιάζει την αδικημένη και εξοργισμένη Μήδεια, που ενώ θυσίασε τα πάντα, προδίδεται κατάφορα από τον επίορκο και ψυχρό Ιάσονα, προκαταβάλλοντας το κοινό αλλά και προβάλλοντας τις αξίες της εποχής, συγκρίνοντας δύο πολιτισμούς. Η πλοκή της τραγωδίας δημιουργείται μέσω αντιθετικών ζευγών συναισθημάτων, ενώ ελλοχεύει το θεϊκό αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο, καταλήγοντας στη σύγκρουση της λογικής με το ά-λογο, που τελικά οδηγεί σε ακραίες πράξεις.

Οι χαρακτήρες των ηρώων μέσω του μεγάλου «αγώνα λόγων» στη Μήδεια, αναδεικνύονται με δικανικό τρόπο ενώπιον ακροατηρίου και κριτών, όπου δύο διάδικοι προβαίνουν σε πρωτολογίες και δευτερολογίες, επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, ενώ δεν λείπουν τα διαλογικά μέρη.

η Μαρία Κάλλας, ως «Μήδεια», στην ομώνυμη όπερα του Λουίτζι Κερουμπίνι. Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, Αύγουστος 1961.

Ως καίριο κομμάτι της τραγωδίας ο αγώνας λόγων ενημερώνει για τα προηγούμενα και τα παρόντα, και προετοιμάζει τα μελλοντικά. Στον «αγώνα λόγων» του 2ου επεισοδίου της Μήδειας, διαγράφονται οι χαρακτήρες, οι προθέσεις και τα κίνητρα των ηρώων, οι οποίοι μέσω της επιχειρηματολογίας τους, προδιαθέτουν θετικά ή αρνητικά το κοινό, το κατατοπίζουν για ό,τι προηγήθηκε, και το προετοιμάζουν για ό,τι θα ακολουθήσει.

Η αναμέτρηση ξεκινά με τον Ιάσονα, να εισβάλλει στη σκηνή, και πιθανότατα θεωρώντας πως η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, ασκεί επιθετική κριτική εναντίον της Μήδειας, για την αντίστασή της στους «ορισμούς των δυνατών», και για τα «αστόχαστα λόγια της» που προκάλεσαν την εκδίωξή της. Δηλώνει πως αν και η ποινή της είναι μικρή αναλόγως των περιστάσεων, αυτός προσπάθησε να την απαλλάξει. Συνεχίζοντας εκθέτει τις προθέσεις του, για την ίδια και τα παιδιά τους, εξοργίζοντας τη Μήδεια, με τη δήλωσή του πως συμπαρίσταται στη συμφορά της, και καταφέρνοντας βαρύτατο πλήγμα στην υπερηφάνεια της, παριστάνοντας τον μεγαλόψυχο.

Η Μήδεια αντεπιτίθεται με βαρείς χαρακτηρισμούς από το προοίμιο ακόμα, εξαπολύοντας τα δικά της κατηγορώ για την αχαριστία, και την αναισχυντία του. Σταδιακά αποδομεί την ηρωική μορφή του, τόσο με την απαρίθμηση των θυσιών και των πράξεων προδοσίας, στις οποίες προέβη για χάρη του, όσο και με την αποκάλυψη των θνητών αδυναμιών του. Έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη διαδοχή του Ιάσονα, με τους δύο γιους που του χάρισε, δεν του αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό.

Η σκηνή του θρήνου από την Κατίνα Παξινού στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το 1955.

Προσπαθώντας ενδεχομένως να τον συγκινήσει ή/και να τον φέρει ενώπιον των ευθυνών του, η Μήδεια ενίοτε ειρωνευόμενη, προβάλλει τις τραγικές συνέπειες που θα υποστεί, εξαιτίας της υπερίσχυσης της καρδιάς της έναντι στη λογική. Επικαλούμενη τον Δία, τον χαρακτηρίζει ως κίβδηλο, αποδίδοντάς του το όνειδος, και την πλήρη ευθύνη της συμφοράς της, ενώ η βοήθεια που προτίθεται να της προσφέρει μόνο ως χλευασμός μπορεί να εκληφθεί, αφού εξαιτίας του είναι πλέον μόνη και άπατρις. Έχοντας ακούσει τις πρωτολογίες, ο χορός, χωρίς ακόμα να αποκαλύπτει την πειστικότερη επιχειρηματολογία, εκφράζει γενικευμένα τη θλίψη του για την κατάσταση που έχει περιέλθει το ζευγάρι.

Αμέσως μετά ξεκινά η δευτερολογία του Ιάσονα, που προσβάλλοντας τη Μήδεια, προαναγγέλλει τη χρήση της ρητορικής του δεινότητας. Στη συνέχεια ακολουθώντας τη σειρά του λόγου της Μήδειας, με αντεπιχειρήματα ακυρώνει μία-μία, τις προαναφερθείσες θυσίες της. Αποδίδοντας τις σωτήριες επεμβάσεις όχι σε κατόρθωμα της ιδίας, αλλά σε θεϊκό έργο, και κρίνοντας τα κίνητρά της εγωιστικά, δηλώνει πως αυτή είναι που του οφείλει ευγνωμοσύνη, αφού εξαιτίας του εντάχθηκε στον πολιτισμό, κι απέκτησε φήμη.

Υποβαθμίζοντας το συναισθηματικό αδιέξοδο της Μήδειας, δίνει βαρύτητα στην κοινωνική αποδοχή, και παραδεχόμενος πως η συζυγική και η οικογενειακή του κατάσταση ήταν επαρκής, επιδιώκει με ψυχρό ορθολογισμό, να αποδείξει πως ο επικείμενος βασιλικός γάμος του, γίνεται προς όφελος της κοινής με τη Μήδεια, οικογενείας του, ενώ καταλήγει σε σοβινιστική κριτική εναντίον των γυναικών εν γένει.

Ο Ιάσονας υπόσχεται αιώνια αγάπη στη Μήδεια.

Troy, Jean-Franсois de, 1742-1743.

Στο μόνο επιχείρημα της Μήδειας στο οποίο δεν αντιπαρατίθεται, είναι η ύβρις που απορρέει από την αθέτηση των όρκων του, ενώπιον θεών και ανθρώπων, γεγονός που τον απαξιώνει ηθικά, και προφανώς επηρεάζει τον χορό, που με σύντομη παρεμβολή γέρνει τη ζυγαριά στην πλευρά της Μήδειας, εκφράζοντας ηθική υποστήριξη προς την προδομένη γυναίκα.

Ξαναπαίρνοντας τον λόγο η Μήδεια, κατηγορεί τον Ιάσονα για τον ρητορικά σχεδιασμένο εμπαιγμό της, ενώ οργισμένη εξακολουθεί να του απευθύνει προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, κάνοντας ξεκάθαρο πως δεν έχει πιστέψει ούτε  λέξη. Η επίκληση του δικαίου από τον «πολιτισμένο» Έλληνα, που ταυτόχρονα επιβάλλει τον νόμο του ισχυρότερου, εκλαμβάνεται ως θράσος, και η Μήδεια εκμηδενίζοντας τα λόγια του, υποστηρίζει πως αν πράγματι δρούσε λαμβάνοντας υπόψη την οικογένειά του, θα είχε εκ των προτέρων ζητήσει την συνδρομή της.  

Ο Ιάσονας την αμφισβητεί με ειρωνικό τρόπο, ενώ το διαλογικό τμήμα συνεχίζεται με επαναλήψεις αυτών που έχουν ήδη ειπωθεί, καταλήγοντας στον υπαινιγμό της Μήδειας, για εκδίκηση και στην απόπειρα νέας δωροδοκίας της από τον Ιάσονα, την οποία περήφανα αρνείται. Η μορφή της στιχομυθίας αποφεύγεται στον «αγώνα λόγων», (σε αντίθεση με την εκτεταμένη χρήση της στα άλλα επεισόδια), ενώ και οι δύο ήρωες προβαίνουν σε ρητορικά ερωτήματα, λυρισμό και σχήματα λόγου προκειμένου να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους.

Ηχητικό ντοκουμέντο με φωτογραφίες από την παράσταση του 1976 στην Επίδαυρο. Μήδεια η Ελένη Χατζηαργύρη

Στο μεγαλύτερο μέρος του «αγώνα», οι δύο σύζυγοι μιλούν ο ένας ερήμην του άλλου, με ένταση και μη έχοντας ικανότητα κατανόησης, ενώ κανείς τους δεν πείθεται από τα παρατιθέμενα επιχειρήματα του αντιπάλου του. ‘Αλλωστε στο επόμενο επεισόδιο γίνεται ξεκάθαρο πως η Μήδεια δεν πίστεψε τίποτα από αυτά που είπε ο Ιάσονας στον «αγώνα λόγων» (στ.698), αλλά και ο Ιάσων αποχωρώντας απ’ τον «αγώνα» εξανίσταται που η προσπάθειά του δεν απέφερε καρπούς, επομένως κι οι δικές του απόψεις δεν κλονίστηκαν.

Το τέλος του «αγώνα» βρίσκει τον Ιάσονα να επικαλείται τη μαρτυρία των θεών, για την ανώφελη προσπάθειά του να συνετίσει τη Μήδεια, η οποία μετά την αναχώρησή του, ξεσπά με πάθος, σε λόγια ζήλειας και εκδίκησης. Παρότι κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Ιάσων πιθανόν να μην υποκρίνεται, αλλά πραγματικά να πιστεύει αυτά που με σοφιστική δεξιοτεχνία παρουσιάζει, ουσιαστικά δεν δικαιώνεται, ούτε πείθει με τους ισχυρισμούς του.

Οδηγώντας τη Μήδεια στην εξορία, υποστηρίζει πως δρα προς όφελος της ιδίας και των παιδιών τους, όμως ο όρκος του αφορούσε ερωτική πίστη, και όχι ευθύνη διατροφής, και όπως επισημαίνει με έμφαση τόσο η Μήδεια όσο ο χορός, η παραβίασή του, εξακολουθεί να υφίσταται, πέραν πάσας αμφισβήτησης και δικαιολογίας.

Fuseli, Henry, 1806. Η Μήδεια δεξιά με σηκωμένο το χέρι χύνει υγρό από αγγείο, για να κοιμίσει τον δράκο, ενώ ο Ιάσονας κλέβει το χρυσόμαλλο δέρας. (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο).

Ο Ευριπίδης φέρνοντας σε κατά πρόσωπο αντιπαράθεση τους δύο συζύγους, ουσιαστικά φωτίζει τους χαρακτήρες τους, αποτυπώνοντας την παραβίαση των ηθικών αξιών, όταν αυτές αναμετρώνται με τα συμφέροντα, ενώ απεικονίζει τη διαμάχη δύο αντίθετων στάσεων ζωής, δύο ιδεολογιών, αλλά και δύο διαφορετικών κόσμων. Οι δεσμοί αίματος αποτελούν για τη Μήδεια ζήτημα ζωής και όχι κοινωνικών σχέσεων, ενώ για τον Ιάσονα, μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν οι υπολογιστικές κινήσεις που θα εξασφαλίσουν την ασφάλεια της κοινωνικής αποδοχής.

Ο Ιάσων δεν διστάζει να καταλύσει κάθε όρκο συζυγικής και οικογενειακής πίστης, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα σχέδιά του για δόξα και χρήμα, αποδεικνύοντας την «βάρβαρη» Μήδεια, ηθικά ανώτερη, ενώ προσπαθώντας να κερδίσει τις εντυπώσεις με τη ρητορική του δεινότητα, καθίσταται μέσω της συμπεριφοράς του, «έχθιστος» προς θεούς και ανθρώπους. Όντας φιλόδοξος και σκεπτόμενος ορθολογιστικά και υπολογιστικά, προτιμά την απομάκρυνση συζύγου και παιδιών, προκειμένου να επιτευχθεί το προσωπικό του συμφέρον. Η επιλογή του να επιτεθεί στη Μήδεια, ψέγοντάς την για την ευγλωττία της, και χαρακτηρίζοντάς την ανόητη και φλύαρη, καθώς και η υποτίμηση της ευεργεσίας της στο πρόσωπό του, δείχνει άνθρωπο αγνώμονα, υπερόπτη και χωρίς ευαισθησίες. Επιπλέον αποδεικνύεται ψύχραιμος, καθώς δεν ανταποδίδει τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς της Μήδειας, και με θράσος αφενός την κατηγορεί για την οργή της, και αφετέρου προσπαθεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της ύπαρξής της, ως συζύγου.

Ο γάμος του Ιάσονα και της Μήδειας. Βορειοϊταλική σχολή, ίσως Βιτσέντσα ή Πάδουα, περίπου 1500.

Η Μήδεια παρουσιάζεται ενστικτώδης, παρορμητική, αλλά και αντιφατική προσωπικότητα με ασταθή ψυχοσύνθεση, που ήδη έχει μετατρέψει τα θετικά της συναισθήματα σε αρνητικά, και που ούσα «βάρβαρη», είναι εμποτισμένη με τις παραδόσεις της Ανατολής. Επομένως η έλλειψη μέτρου, οι συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά και η επιθυμία της για εκδίκηση, είναι αναμενόμενα, εφόσον μάλιστα η Μήδεια επικαλείται το νόμιμο των κεκτημένων της που απορρέουν από το κοινωνικό πλαίσιο της αρχαιότητας. Η ηθική υπεροχή της «απολίτιστης» Μήδειας προβάλλεται σε αντιπαραβολή με τη αυτοακυρωτική στάση του «πολιτισμένου» αλλά επίορκου και οδηγούμενου στην ύβρη, Ιάσονα, που υμνεί την ελληνική καταγωγή του, υποβαθμίζοντας την βαρβαρική, της συζύγου του. Επιπλέον η Μήδεια παρουσιάζεται ως γυναίκα ιδιαίτερη, κατά κοινή ομολογία σοφή, αλλά τελικά και αφελής, καθώς η ερωτική της τύφλωση, είναι ο λόγος που τώρα απειλείται με εξορία, και η απελπισία την αναγκάζει να εφεύρει τρόπους ανατροπής της προεξοφλημένης ήττας της. Η ψυχραιμία του Ιάσονα καθώς και οι απόπειρες δωροδοκίας της Μήδειας, ενδεχομένως να υποδεικνύουν τύψεις συνείδησης, ή αντίθετα έναν άνθρωπο που για μια ακόμα φορά δρα εγωιστικά, από φόβο μήπως κινδυνεύσει απ’ την οργή της. Άλλωστε τόσο το παρελθόν της όσο και πολλαπλές αναφορές στη διάρκεια της τραγωδίας, δείχνουν πως πρόκειται για μια γυναίκα που κανείς δεν θα ήθελε ως εχθρό. 

Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της.

Καμπανικός αμφορέας.

Στον «αγώνα λόγων», ο Ευριπίδης, επικεντρώνεται στα κρισιμότερα σημεία του δράματος προβάλλοντάς το μέσω των χαρακτήρων και όχι των πράξεων, κατατοπίζοντας τους θεατές για το υπόβαθρό τους, και ενημερώνοντας για τις προθέσεις τους που θα καθορίσουν την πορεία της ιστορίας του. Με την αποκάλυψη του αιτίου των δεινών της Μήδειας, στον μεγάλο «αγώνα λόγων» ο Ευριπίδης ωθεί το κοινό να την συμπαθήσει και ενδεχομένως να την κατανοήσει πριν την ανατροπή που επιφυλάσσει το τέλος της τραγωδίας. Στη Μήδεια η λογική συγκρούεται με το ά-λογο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς αποτελεί τραγωδία του πάθους, της ανατομίας του ανθρώπινου ψυχισμού, και της αποκωδικοποίησης των αντιδράσεων σε οριακές καταστάσεις.

Κατά το είθισται του Ευριπίδη, οι δύο ήρωες αποτελούνται από απομυθοποιημένα πρόσωπα μέσης διανοητικής ικανότητας, καθιστώντας ευκολότερο στον μέσο θεατή, να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες ενώ στον «αγώνα λόγων» που διεξάγεται μεταξύ τους, συμπυκνώνονται οι προθέσεις και οι συνακόλουθες πράξεις τους, και φωτίζεται η ψυχοσύνθεσή τους. Ο «αγώνας λόγων» αναδεικνύει το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς κόσμους της Μήδειας και του Ιάσονα, που ταυτοχρόνως αποτελεί την αιτία της σύγκρουσής τους.

Η Μήδεια στο άρμα του Ήλιου, ενώ ο Ιάσονας θρηνεί για τα σκοτωμένα του παιδιά. Λουκανικός καλυκωτός κρατήρας του Ζωγράφου του Πολύχωρου, περίπου 400 π.Χ.

Στο κέντρο της τραγωδίας βρίσκεται η δημόσια σκηνή αντιπαράθεσης, που συνοψίζει το ιδεολογικό περιεχόμενό της. Κατά τη Μήδεια πρόκειται για την αδικία που υφίσταται ως εγκαταλελειμμένη σύζυγος, ενώ κατά τον Ιάσονα για τη λογική και το συμφέρον, που αντιμάχονται την οργή και την ανοησία. Η αντιπαράθεση διαρθρώνεται σε δύο μέρη, που διαχωρίζονται από ιαμβικούς τρίμετρους του χορού, ενώ η δραματική τεχνική του Ευριπίδη, μεταφέρει τις σοφιστικές επιρροές του στη σκηνή, με τους ήρωες να παραπέμπουν σε διαδίκους, που χρησιμοποιούν ρητορική επιχειρηματολογία ενώπιον κριτών και ακροατηρίου, προβάλλοντας τις θέσεις τους.

Ο Ευριπίδης αναδεικνύει τα ανθρώπινα πάθη, τις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα και την παραδοξότητα της ζωής, υπαινισσόμενος παράλληλα θέματα της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας όπως την κοινωνική αδικία ως άδικο ρόλο που θα επωμιστεί η Μήδεια, και την πολιτική αδικία (αναίρεση όρκων και κοινωνικών συμβάσεων, και εμπλοκή νέου γάμου με πολιτική εξουσία). Το θεϊκό υπόβαθρο αποτυπώνεται μέσω των εκτενών ρήσεων των δύο αντιπάλων, αλλά και του διαλογικού μέρος του αγώνα.

Η εγκατάλειψη της Μήδειας συνεπάγεται ασέβεια του Ιάσονα προς τους θεούς αφού οι γαμήλιοι όρκοι που προτίθεται να αθετήσει έγιναν κατόπιν επίκλησής τους. Κατά συνέπεια προκύπτει διατάραξη της κοσμικής τάξης, που υποτυπώνεται από τη Μήδεια ανάγοντας το ανθρώπινο-προσωπικό σε κοινωνικο-κοσμικό, προετοιμάζοντας την προσωπική της εκδίκηση για την αδικία που υφίσταται, αλλά και την ταυτόχρονη απόδοση δικαιοσύνης, για αδικία που συντελείται σε ηθικό επίπεδο. Παρά την μομφή του Αριστοτέλη, ο χορός συνδέεται με τις διαλογικές σκηνές κατέχοντας τον ρόλο της κοινής γνώμης, καθώς οι εκτενείς ρήσεις των δύο αντιπάλων, διακόπτονται από την κορυφαία, με στίχους που δείχνουν επίγνωση της ανατροπής της κοινωνικής τάξης, αλλά και της έμφυλης αδικίας, απεικονίζοντας τη θέση των δύο φύλων στην κοινωνία της εποχής. Η έμφαση στο βασικό παράπτωμα του Ιάσονα, είναι σαφής κι από την επανάληψή του μέσα στο έργο, καθώς η προδοσία και η επιορκία του είχαν ήδη προαναφερθεί, ενώ ο Ευριπίδης δίνει μορφή κυκλικής σύνθεσης στο επεισόδιο, με δεύτερη απόπειρα «δωροδοκίας» της Μήδειας.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

Ο πίνακας του Ντελακρουά «Η Μήδεια πριν σκοτώσει τα παιδιά της» (αριστερά) και η «Η Μήδεια» του Σεζάν (δεξιά).

  •  Ευριπίδης Μήδεια, (μτφρ. Θ.Κ.Στεφανόπουλος), Αρχαία Ελληνική Γραμματεία-1, Εκδ.Κίχλη, Αθήνα 2012.

  • Αριστοτέλης Ποιητική, 18, 145a 25 από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/

  • Ανδριανού Ε.- Ξιφαρά, Π, Αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

  • Collard, C., “Formal Debates in Euripides’ Drama”, Greece & Rome 22 (1975).

  • Sommerstein, A. H., Αρχαίο ελληνικό δράμα και δραματουργοί, μτφρ. Α. Χρήστου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006.

  • Lesky, A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Β΄, μτφρ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.

  • Mastronarde, D. J., Ευριπίδου Μήδεια, (Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια- σχόλια), μτφρ. Δ. Γιωτοπούλου, Πατάκης, Αθήνα 2006.

  • Page D.L, Εισαγωγη σε Ευριπίδη Μήδεια (μτφρ Γ. Γιατρομανωλάκη), Εκδ.Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990.

  • Φωτογραφίες από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/magicians/page_004.html

Φωτογραφία εξωφύλλου: Επίδαυρος 1956, η Κατίνα Παξινού (Μήδεια), ο Θάνος Κωτσόπουλος (Ιάσων), η Ελένη Ζαφειρίου (τροφός) και ο Νίκος Παρασκευάς (παιδαγωγός), σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.

Ομήρεια