Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Κωστής Παλαμάς

«Ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας» (Θεοτοκάς)

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859, στην Πάτρα, δύο μόλις χρόνια μετά από το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού. Στα επτά του χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο των γονιών του, πηγαίνουν με τον μεγαλύτερο αδερφό του, να ζήσουν με την οικογένεια του θείου τους, Δημητρίου Παλαμά, στο Μεσολόγγι, μια πόλη που ο Κωστής Παλαμάς αγάπησε πολύ.

Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι,

από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα,

ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,

μ' έριξ' εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.

(Ασάλευτη ζωή)

Από την ηλικία των εννιά, έγραφε στίχους και διάβαζε ποίηση Ελλήνων και ξένων ποιητών, ενώ στα 16 του, μετακόμισε στην Αθήνα για να προετοιμαστεί για τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε πως το “πεπρωμένο” του ήταν άλλο, και αφοσιώθηκε στην ποίηση και την φιλολογία.

Το 1876, μόλις 17 ετών, παίρνει μέρος στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό με την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ερώτων έπη, η οποία απορρίφθηκε ως «ψυχρότατο στιχουργικό γύμνασμα λογιώτατου γραμματικού» (Θ. Ορφανίδης), και το βραβείο του διαγωνισμού λαμβάνει η ποιητική συλλογή του Γεωργίου Βιζυηνού.

Μελοποιημένο απόσπασμα του ποιήματος του Κωστή Παλαμά, “Ἀποκριτικὴ γραφή”

Από το 1879 δημοσιεύει ποιήματα με την υπογραφή «Κώστας» σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σχεδόν παράλληλα έρχονται στο προσκήνιο δημοσιεύσεις ποιημάτων των δύο φίλων του: του «Νίκου» (Ν. Καμπάς) και της «Αράχνης» (Γ.Δροσίνης). Οι τρεις τους θα αποτελέσουν αργότερα την ιδρυτική τριανδρία της Νέας Αθηναϊκής Σχολής η οποία αρνήθηκε τους ακραίους ποιητικούς συναισθηματισμούς, στην ποίηση, το στόμφο και τις ρητορικές εξάρσεις της παλιάς σχολής (Σούτσος, Βασιλειάδης, Παράσχος κ.ά) και υποστήριξε τη δημοτική γλώσσα που σταδιακά και μετά από πολλούς αγώνες, καθιερώθηκε και ως ποιητική γλώσσα.

Πληροφορίες για το γλωσσικό ζήτημα στο: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/glossikosdixasmos

Την περίοδο αυτή ο Γαβριηλίδης (εκδότης των εφημερίδων Μη χάνεσαι και Ακρόπολις), του προτείνει τη θέση του κοινοβουλευτικού συντάκτη στις εφημερίδες του. Ο Παλαμάς θεωρεί πως δεν θα καταφέρει να γίνει επιτυχημένος δημοσιογράφος, παρά ταύτα δέχεται τη θέση την οποία διατηρεί για μικρό χρονικό διάστημα. Εξακολουθεί όμως να ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου επί σειρά ετών, για βιοποριστικούς λόγους, και μάλιστα στις μεγαλύτερες εφημερίδες της εποχής.

Τα κριτικά του άρθρα και οι διαλέξεις στη διαμορφωτική περίοδο των τελευταίων 15 ετών του 19ου αιώνα, ήταν αποφασιστικής σημασίας καθώς διαμόρφωσαν την ελληνική λογοτεχνία μέχρι και σήμερα.

Πριν το ξεκίνημα των εκτενών ποιητικών συνθέσεων της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, ο Παλαμάς, είχε ήδη μελετήσει και αφομοιώσει με συνείδηση, όλες τις ελληνικές παραδόσεις, περισσότερο από κάθε άλλο σύγχρονό του.

Το 1886 εκδίδεται η ποιητική συλλογή τα Τραγούδια της Πατρίδος μου που ουσιαστικά αποτελεί την αρχή του παλαμικού ποιητικού έργου.

«Οι στίχοι στην πατρίδα μου», στη μικρή πατρίδα […] θ' άξιζεν εδώ, και με όλη τη συντομία, να εξαρθούν. Γιατί δίνουν το σύνθημα πως κάτι σπέρνεται προμηνώντας κάποια μεταστροφή που αγάλια αγάλια θ' ανθίσει, στην ιδεολογία μας, στην αισθητική μας. Η πατριδολατρία.

Πατριδολάτρης είμαι, όχι εθνικιστής…

Ο Κωστής Παλαμάς απαγγέλει απόσπασμα του ποιήματός του “ο Τάφος”, που έγραψε συγκλονισμένος από το θάνατο του παιδιού του.

Στο τέλος του 1887 παντρεύεται τη Μαρία Βάλβη, και της αφιερώνει τον «Ύμνο εις την Αθηνάν», που θα βραβευτεί στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό δύο χρόνια αργότερα. Μαζί αποκτούν τρία παιδιά.

Δέκα χρόνια αργότερα, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, του προσφέρεται τιμητικός διορισμός, χάρη στο ποιητικό του έργο, στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών, γεγονός που επαινέθηκε ιδιαίτερα από τις εφημερίδες της εποχής. Την ίδια χρονιά εκδίδει τη συλλογή/σταθμό στο έργο του, Ίαμβοι και Ανάπαιστοι.

Ο θάνατος του τετράχρονου γιου του το 1898, συγκλονίζει τον Παλαμά που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση, και στέκεται η αφορμή για να εκδηλωθεί αυτό που ο ίδιος ο ποιητής ονομάζει «ο λυρισμός του εγώ».

Γράφει τότε τον Τάφο (1898), απελευθερώνοντας «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες» (Ανδ. Καραντώνης)

Ω βαθύλαλες φωνές, ω λόγια σοφά πλήθια, πού να βρω καταφυγή και πού να βρω βοήθεια;

Πού λιμάνι απόσκεπο στη μαύρη ανεμοζάλη; Πού και ξερολίθαρο να γείρω το κεφάλι;

Με τα χέρια ολάνοιχτα, με την αγκάλην άδεια, τώρα μάρμαρο, άγαλμα μένεις εσύ… Ω σκοτάδια!

Ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, το 1903, την Τρισεύγενη, μια σειρά διηγημάτων μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Θάνατος του Παληκαριού καθώς και πολλά κριτικά δοκίμια.

Το 1904 κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή, και ακολουθούν Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, Πολιτεία και Μοναξιά, Οι Βωμοί και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του Ο δωδεκάλογος του γύφτου το 1907 και Η φλογέρα του Βασιλιά το 1910.

Ο αγώνας υπέρ της δημοτικής είχε προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις και η στάση του στις ταραχές και τις αιματηρές συγκρούσεις των “Ευαγγελικών”και των “Ορεστειακών” οδηγούν στη δίωξή του εξαιτίας των δημοτικιστικών του απόψεων καθώς οι δημοτικιστές θεωρούνταν άθεοι και προδότες.

Μάλιστα τον Απρίλιο του 1911 απολύθηκε για ένα μήνα, από Γραμματέας του Πανεπιστημίου.

Το 1917-1920 με εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η δημοτική μπαίνει στα σχολεία και ο Παλαμάς αποκτά μετριοπαθέστερη στάση ως προς την κριτική της καθαρεύουσας χαρακτηρίζοντας τη μεταρρύθμιση «επαναστατική» και «ριζοσπαστική».

Το 1930 έγινε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ η φήμη του είχε προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της Ελλάδας, καθιστώντας τον δύο φορές υποψήφιο για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Η τελευταία του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1935, κι επρόκειτο για τις Νύχτες του Φήμιου, που είχαν φωνή χαμηλή, γερασμένη και μελαγχολία και νοσταλγική αναπόληση και ένταση δραματική:

Κυριακή. Παιδάκι. Του δασκάλου πάψη

Γλύκα του σπιτιού. Ζωούλα στ’ ακρογιάλι.

Τώρα την προσμένω τη μεγάλη Κυριακή

για πάντα λέω, θα μ’ αναπάψει.

Έπειτα ο Παλαμάς σωπαίνει ποιητικά, με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα που δεν αρκούν για να σπάσουν το σκοτάδι της σιωπής του.

Ο Παλαμάς και ο Σικελιανός στον τάφο του Βαλαωρίτη στη Λευκάδα, το 1925

Το 1930 στο γραφείο του σπιτιού του

Ζει πλέον μια πραγματικά «ασάλευτη ζωή», περιορισμένος στο σπίτι με τη γυναίκα του και την κόρη του Ναυσικά, που τον περιποιείται και τον προφυλάσσει από κάθε δυσάρεστη είδηση, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής του θανάτου της γυναίκας του.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, λίγες μόνο μέρες μετά το θάνατο της συζύγου του, ο Παλαμάς πεθαίνει. Στην κηδεία του συνέρρευσαν αυθόρμητα άνθρωποι, κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, για να τιμήσουν το όνομα-σύμβολο που με την μακροχρόνια και συνεπή προσφορά του, είχε προσδώσει στην ελληνική ποίηση, το διαμέτρημα που δεν είχε από τον καιρό του Διονυσίου Σολωμού

Η γερμανοκρατούμενη Αθήνα, αποχαιρέτησε τον αγαπημένο ποιητή της Ελλάδας, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, εξελίσσοντας την κηδεία του σε πολυπληθές αντικατοχικό συλλαλητήριο, σε μια αποφασιστική πράξη εθνικής αντίστασης, με την υπόκρουση του Εθνικού Ύμνου μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατακτητών, και των αποχαιρετιστήριων στίχων του Άγγελου Σικελιανού:

Ηχήστε οι σάλπιγγες … σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος διψούσε για ελευθερία γενικότερα, και φώναζε: ''Ζήτω η Ελευθερία!''.

Για τον Παλαμά επίσης δείτε στο: https://mnimesellinismou.com/logotexnia/palamas-kavafis

Για τον Σικελιανό στο: https://mnimesellinismou.com/logotexnia/aggelos-sikelianos

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη


Πηγές:

  • Roderick Beaton, Eισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. E. Zουργού - M. Σπανάκη, Nεφέλη, Aθήνα 1996.

  • Λίνος Πολίτης, Iστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, MΙET, Aθήνα (23) 2017.

  • Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, kostispalamas.org.gr

  • Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, Μείζονες Νεοέλληνες ποιητές: greek-language.gr