Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Τα Ταταύλα και το Μπακλαχοράνι, το διάσημο καρναβάλι της Κωνσταντινούπολης

Καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα

Το διάσημο Μπακλαχοράνι, το ρωμαίικο αλλιώτικο Καρναβάλι, άρχισε να φθίνει από το 1923 και έσβησε οριστικά το 1941.

Όλες οι μέρες της Αποκριάς στην Πόλη γιορτάζονταν με ιδιαίτερο κέφι και πολλαπλές δραστηριότητες, όμως το μεγαλύτερο γεγονός της περιοχή ήταν το γνήσιο λαϊκό γλέντι που άρχιζε κατά τον εορτασμό του καρναβαλιού, και κορυφώνονταν με το Μπακλαχοράνι της Καθαρής Δευτέρας και το οποίο γέροι και νέοι περίμεναν με λαχτάρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Οι μασκαράδες, με τις κιθάρες τους στα χέρια, τραγουδώντας και χορεύοντας, παρήλαυναν προς τα Ταταύλα και συγκεντρώνονταν πίσω από τον Άι Δημήτρη, για το μεγάλο γλέντι.

Η παρέλαση των μασκαράδων γίνονταν ανά θεματική ομάδα, με κοινή φορεσιά και δρώμενο, και συχνά κατέληγε στα διάσημα μεζεδοπωλεία των Ταταούλων, όπου οι πιο «μερακλήδες» γλεντούσαν με ρεμπέτικα και πολίτικα τραγούδια. Το κέφι ήταν τέτοιο που ξεσήκωνε μουσουλμάνους και Εβραίους.

“Το μεγαλύτερο ξεφάντωμα βέβαια γίνονταν την Καθαρά Δευτέρα όπου οι μασκαράδες από κάθε γειτονιά προσπαθούσαν να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο πρωτοφανές {...} να γελάσει ο κόσμος. Μερικοί ντυνόντουσαν 'Ελληνες λήσταρχοι' με φουστανέλες και γιαταγάνια. Κάποια άλλη γειτονιά παρίστανε τους χαμάληδες της Ανατολής. Αλλοι ντυμένοι γιατροί, στη μέση του δρόμου ξεγεννούσαν γκαστρωμένες γυναίκες. Κηδείες με φέρετρα και μέσα πεθαμένους, παπάδες και ξεφτέρια, χήρες και συγγενείς”.

Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε....

Η λέξη μπακλαχοράνι προέρχεται από τα κουκιά, που στα τούρκικα λέγονται «μπακλά». Το δεύτερο συνθετικό της λέξης είναι το “χοράν” που προέρχεται από την περσική λέξη χουδέρν και σημαίνει αυτός που τρώει. Έτσι Μπακλά-χοράν, σημαίνει “ο τρώγων κουκιά” και η λέξη υιοθετήθηκε από τους Έλληνες της Πόλης, καθώς λόγω της Σαρακοστής, το έθιμο επίτασσε τη συχνή κατανάλωση φάβας που ήταν φτιαγμένη από κουκιά.

Ηχογράφηση στην Αμερική την περίοδο 1925-1930.

Το Μπακλαχοράνι άρχιζε όταν όλα τα άλλα καρναβάλια τελείωναν. Έναρξή του η Καθαρά Δευτέρα, ενώ συχνά το γλέντι διαρκούσε καθ’ όλο το σαρανταήμερο, έως και το Πάσχα.

Επρόκειτο για ένα λαϊκό γλέντι στο οποίο συμμετείχαν μασκαράδες από το Γεσίλκιοϊ, το Ακσαράι, το Σίσλι, το Κούμκαπι, το Παγκάλτι και κάθε γωνιά της Κωνσταντινούπολης, με κατεύθυνση τα Ταταύλα (σημερινό Κουρτουλούς), προκειμένου να μαζευτούν όλοι μαζί και να αρχίσει το μεγάλο γλέντι.

Περισσότεροι από 5.000 μεταμφιεσμένοι ποικιλοτρόπως άνθρωποι συγκεντρώνονταν, έστρωναν σε κάθε σημείου του αυλόγυρου της εκκλησίας, αλλά και σε όλους τους γύρω ανοιχτούς χώρους, τραπεζομάντηλα, που τα γέμιζαν με νηστίσιμα φαγητά, λόγω Σαρακοστής, και με τραγούδι και χορό, τους έβρισκαν τα μεσάνυχτα.

Ασταμάτητη μουσική, ατέλειωτος χορός, με σαφή προτίμηση στο χασαποσέρβικο, και κατανάλωση κυρίως κρασιού και ρακής.

Η πολίτικη Καθαρά Δευτέρα, τηρούσε (όπως και άλλες περιοχές) το έθιμο με το πέταγμα του «ουτσουρμά» (χαρταετού), από τις πλαγιές των Ταταούλων, που την εποχή εκείνη ήταν ακόμη γεμάτη με μποστάνια.

Στα σπίτια οι Πολίτισσες νοικοκυρές ετοίμαζαν οπωσδήποτε χαλβά, και πολλά άλλα κεράσματα, για να τρατάρουν τους μασκαρεμένους επισκέπτες τους, που εμφανίζονταν απροειδοποίητα, ενώ εκτός των συνηθισμένων μεταμφιέσεων, πολλοί φορούσαν την παραδοσιακή φορεσιά των χωριών τους.

Το Μπακλαχοράνι άλλωστε, αποτύπωνε το μωσαϊκό της ρωμαίικης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούνταν κυρίως από Καραμανλήδες, Νησιώτες, Ηπειρώτες, Βλάχους, αλλά και άλλους Ρωμιούς με καταγωγή από κάθε γωνιά της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Διάφορα ήταν και τα ψυχαγωγικά δρώμενα τις μέρες αυτές, από οργανωμένες ομάδες και συντεχνίες της Πόλης.

Σε ένα ευθυμογράφημα του 1918, στην Πολίτικη εφημερίδα «Πρόοδος» παρουσιάστηκε το αποκριάτικο γλέντι των Πυροσβεστών της Πόλης, των λεγόμενων «τουλουμπατζήδων», των οποίων ο χορός έγινε

στο 'κοβούσι' (θάλαμος), με μουσικούς τον Κιορ-Χατζίκη στο ζουρνά και τον Εδιρνέ-Καπουλού Γιοββανάκη στο νταούλι και κυρίαρχο της βραδιάς τον καρσιλαμά ενώ αναφέρεται πως αντί για σαμπάνια, άφθονη έρεε μπόλικη γκαζόζα.

Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Χάρη Θεοδωρέλλη-Ρήγα, Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μπογάζιτζη, το Μπακλαχοράνι αποτελούσε μια λαϊκή υπαίθρια συγκέντρωση κυρίως των μεσαίων και των χαμηλότερων τάξεων, ένα πολύχρωμο Καρναβάλι με άρματα, ζογκλέρ, λατέρνες, χαρταετούς και νηστίσιμα φαγητά, αφού η Σαρακοστή είχε ήδη ξεκινήσει!


Η ίδια έρευνα αναφέρει την ύπαρξη πολλών ιστορικών αναφορών σχετικά με την “παρέλαση των αμαζόνων”. Επρόκειτο για μία ασυνήθιστη και ιδιαιτέρως τολμηρή για τα ήθη της εποχής, εμφάνιση των ιερόδουλων πάνω σε άλογα που τα έσερνε ο “προστάτης” τους. Οι γυναίκες αυτές παρήλαυναν σε πομπή, ομοιόμορφα ντυμένες με βελούδινα ρούχα και καπέλα φορώντας ψηλά παπούτσια και κρατώντας μαστίγιο ως αμαζόνες.

Η ανώτερη τάξη συγκεντρώνονταν στα πάρτι-μασκέ των πρεσβειών της Πόλης, όπου μέχρι κι ο Σουλτάνος έκανε εμφάνιση μεταμφιεσμένος, και η «καθωσπρέπει» αστική τάξη, ιδίως αυτοί που έμεναν στο Πέραν, διοργάνωνε χοροεσπερίδες και δεξιώσεις σε σπίτια, σε κοινοτικές αίθουσες και σε πολυτελή κέντρα, παράδοση που διατηρεί ακόμα η ολιγομελής πλέον ελληνική μειονότητα.


Ωστόσο, η κακόφημη για την “καλή” κοινωνία της Πόλης αποκριάτικη διασκέδαση των λαϊκών στρωμάτων ήταν πιο γνήσια, χαρούμενη, πολύχρωμη και ιδιαιτέρως ευφάνταστη. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, «Λωξάντρα», μάλιστα, αναφέρεται ότι οι «καθωσπρέπει» οικογένειες παρακολουθούσαν τη διεξαγωγή του καρναβαλιού πίσω από τα καφασωτά παράθυρα.

Καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα πόσα τάλιρα γυρεύεις να με πας και μη με φέρεις τράβα...

Το έθιμο του διάσημου καρναβαλιού της Κωνσταντινούπολης, απαγόρευσε το 1941, η τότε τουρκική κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, επειδή επρόκειτο για συνήθεια των “γκιαούρηδων” που ήταν έξω από τα ήθη και τα έθιμα των Τούρκων, παρότι οι περισσότεροι Τούρκοι, όχι μόνο δεν ενοχλούνταν, αλλά διασκέδαζαν με το όλο σκηνικό.

Ο Τούρκος συγγραφέας μάλιστα, Χουσεΐν Ιρμάκ, έγραψε ένα σχετικό βιβλίο με τον τίτλο «Το Κουρτουλούς που έζησα», στο οποίο αναφέρεται πως η έρευνά του απέδειξε πως αρκετοί Τούρκοι αρθρογράφοι και συγγραφείς της εποχής, είχαν σχολιάσει αρνητικά την απαγόρευση του Μπακλαχορανίου, θεωρώντας πως η Πόλη υφίστατο απώλεια στον τομέα της διασκέδασης.

Στο βιβλίο αναφέρεται επίσης πως στο γλέντι αυτό συμμετείχαν πολλοί μουσουλμάνοι οι οποίοι μεταμφιέζονταν και ανακατεύονταν στο πλήθος των Ρωμιών για να διασκεδάσουν χωρίς να τους αναγνωρίσει κανείς. Πρόσφατα με τη σύμφωνη γνώμη του δημάρχου του Σίσλι όπου υπάγεται το Κουρτουλούς (Ταταύλα), ξεκίνησαν προσπάθειες αναβίωσης του Μπακλαχορανίου.

Η ιστορία των Ταταούλων

Χτισμένα στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, τα Ταταύλα, ήταν μία απ’ τις ελληνικές συνοικίες της Πόλης. Κατοικήθηκαν για πρώτη φορά την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (16ος αιώνας), και από την αρχή προσέλκυσαν τον ορθόδοξο πληθυσμό της Πόλης, ενώ το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή, γνώρισε την πλήρη του ανάπτυξη περίπου από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και τη δεκαετία του 1960.

Το μεγαλύτερο πλήγμα της, η συνοικία υπέστη στα Σεπτεμβριανά του 1955 με το πόγκρομ εναντίον των Ελλήνων που ανάγκασε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να απομακρυνθεί από την περιοχή, όμως ακόμη και σήμερα όμως, στα Τατάυλα κατοικεί μία ελληνική μειονότητα (γύρω στα 1500 άτομα), ενώ ενορία του Αγίου Δημητρίου, στην οποία γίνονταν το γνωστό καρναβάλι, σήμερα αριθμεί περί τους 400 Ρωμιούς. Έως εδώ

Η πιθανότερη προέλευση του ονόματος της περιοχής, Ταταύλα, είναι η τούρκικη (ταταρική) φράση At tavlasi που σημαίνει σταύλος αλόγων. Έτσι τα «ατ τάβλα» έγιναν Ταταύλα. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει πως η προέλευση του ονόματος είναι η ελληνική λέξη σταύλος. Πάντως γεγονός είναι πως πριν από την Άλωση, η περιοχή αυτή φιλοξενούσε τους στάβλους των Γενοβέζων του Γαλατά, ενώ μετά από την Άλωση εκεί εγκατέστησαν τα άλογα του Σουλτάνου.

Στα μέσα του 16ου αι. επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αιχμάλωτοι από τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και από την Πελοπόννησο εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν ναυτικοί, και αξιοποιήθηκαν ως εργατοτεχνίτες στα ναυπηγεία του Κεράτιου. Πολλοί απ’ αυτούς όταν ελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Ταταούλων, ενώ μετά από την κατάκτηση της Χίου, στην περιοχή κατέφθασαν και πολλοί Χιώτες, έμποροι και εργάτες.

Περίπου το 1793 εκδόθηκε αυτοκρατορικό φιρμάνι, που απαγόρευε την εγκατάσταση στην περιοχή κάθε αλλόθρησκου και αλλοεθνή. Έτσι η περιοχή διατηρήθηκε αυστηρά κατοικία Ελλήνων, και προέκυψαν οι προσωνυμίες “Άπιστα (Gavur) Ταταύλα” και “Μικρή (Κüçük) Αθήνα”.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι των Ταταούλων, ανήκαν στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού της Πόλης. Αργότερα η περιοχή αναβαθμίστηκε και έγινε η δεύτερη σημαντικότερη ενορία μετά το Πέρα, ενώ μέχρι το 1922, οι κάτοικοί της ήταν αποκλειστικά Έλληνες. Η περιοχή μετονομάστηκε το 1923 σε Κουρτουλούς που στα τούρκικα σημαίνει λύτρωση/σωτηρία.

Το 1928 η μεγάλη φωτιά που ξέσπασε κατέστρεψε πολλά σπίτια δύο και τριών ορόφων τα οποία ήταν κατά κανόνα ξύλινα. Έτσι άρχισε και η εισροή αλλοεθνών και η πληθυσμιακή ομοιογένεια της περιοχής άρχισε να αλλάζει.

Για τα Ερυθραιωτικα Αποκριατικα έθιμα εδώ: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/-apokriessmirni

Και για τα ποντιακά εδώ: https://mnimesellinismou.com/neoteriellada/-emponestia

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές

  • Ομογένεια στην Τουρκία, omogeneia-turkey.com/id/baklahoran

  • Ιστορία των Ταταούλων Χριστόδουλος Μελισσηνός, Επίσκοπος Παμφίλου, https://anemi.lib.uoc.gr

  • Istanbul Research Institute, en.iae.org.t

  • Αθλητικός Όμιλος Ταταύλα Κωνσταντινουπόλεως, www.tatavlasc.gr

  • Εφημερίδα Καθημερινή, kathimerini.gr

  • Η φωτογραφία του εξωφύλλου απεικονίζει την πορεία των μασκαράδων το 1930 από το Πέραν προς τα Ταταύλα (αρχείο Χουσεΐν Ιρμάκ)