Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Το κλέφτικο τραγούδι

Η σύνδεση των δημοτικών τραγουδιών με την Επανάσταση, και η εν δυνάμει χρήση τους για την ενίσχυση της εθνικής ιδεολογίας, τα έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των λογίων του 19ου και του 20ού αιώνα που σε αρκετές περιπτώσεις συλλέγοντάς τα, επενέβησαν στην γνησιότητά τους.

Παρά ταύτα, ανεξαρτήτως της μορφής με την οποία διασώθηκαν, η συλλογή τους κατέστησε δυνατή την μεταφορά τους στις μετέπειτα γενιές, ώστε να εκτιμηθεί ως η πρόδρομη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και να προσφέρει έμπνευση και δημιουργική πρόσληψη από πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες.

Ως ξεχωριστό είδος, το κλέφτικο δημιουργήθηκε μάλλον στις αρχές του 18ου αι. στις περιοχές που αναπτύχθηκαν οι αρματολοί, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η δυτική Μακεδονία. Εκεί, κυρίως στα ορεινά μέρη, διαμορφώθηκε ένα ιδιότυπο σύστημα δημόσιας ασφάλειας, τοπικού επιπέδου.

Η προστασία μιας περιοχής με διάφορες κοινότητες, παραχωρούνταν από τις οθωμανικές αρχές σε μια ομάδα τοπικών ενόπλων, τους αρματολούς. Αυτοί αντιμετώπιζαν την αντίπαλη ομάδα, τους κλέφτες, που λεηλατούσαν, κατέστρεφαν σοδειές, έκαναν απαγωγές και φόνους, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων.

Οι αρματολοί αναδεικνύονταν από την ικανότητά τους στην άσκηση βίας. Αν μια ομάδα αρματολών δεν κατάφερνε να αντιμετωπίσει τους κλέφτες, αντικαθίσταντο από αυτούς.

Τότε οι αρματολοί που είχαν εκδιωχθεί γίνονταν κλέφτες με τη σειρά τους προσπαθώντας να ανακτήσουν την προηγούμενη θέση τους. Οι ισχυρές αρματολικές οικογένειες έλεγχαν μεγάλες εκτάσεις γης, κοπάδια και χωριά.

Το κλέφτικο τραγούδι αποτυπώνει τη δράση αυτών των ομάδων και κυρίως τα περιστατικά ένοπλης αντιπαράθεσης που αναφέρονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.

πληροφορίες για τους οπλαρχηγούς στο: https://mnimesellinismou.com/istoria-neoteri/kotzampasides-oplarxigoi-kefalaiouxoi

Καθρεφτίζει διάφορες όψεις της ζωής των ενόπλων, τις σχέσεις και τις συνδέσεις τους με την τοπική κοινωνία, την κοινοτική ηγεσία και την οθωμανική διοίκηση και προβάλλει αξίες, στάσεις ζωής και πολιτισμικές πρακτικές του αγροτικού χώρου και των ορεσίβιων πληθυσμών.

Επομένως το κλέφτικο τραγούδι ουσιαστικά είναι η παραγωγή μιας ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένης πραγματικότητας: των ορεινών αγροτικών και ποιμενικών κοινοτήτων του βαλκανικού ηπειρωτικού χώρου κατά το 18ο και το 19ο αι.

Αποτελώντας μουσική έκφραση των κατοίκων ορεινών και δυσπρόσιτων περιοχών, στις οποίες δραστηριοποιούνταν οι ένοπλες ομάδες κατά την τουρκοκρατία, τα κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα, δίνοντας παράλληλα ανθρώπινη υπόσταση στα στοιχεία της φύσης («Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν», «Έχω και τον χρυσό αϊτό [….] με τον ήλιο λέγει», κ.λπ.).

Ιστορικό κλέφτικο στεριανό τραγούδι για το θάνατο του κλεφταρματολού των Αγράφων Κώστα Λεπενιώτη, μικρότερου αδερφού του Κατσαντώνη.

Από τους στίχους τους μπορούν να αντληθούν πληροφορίες για τις κοινωνικές σχέσεις, τις επικρατούσες αξίες και τα ήθη, τα πολεμικά και κοινωνικά γεγονότα της καθημερινότητάς τους, ενώ αντανακλάται η αγωνία και η θλίψη των σκλαβωμένων, αλλά και η περήφανη αντίστασή τους.

Παρότι δεν διαφαίνεται η μουσικολογική τους υπόσταση, ως τραγούδια της τάβλας, τα περισσότερα ακολουθούν παρόμοια μελισματική μελωδία, ενώ εξαιτίας κυρίως της θεματολογίας τους, ταξινομούνται ως φιλολογικο-ιστορικά χωρίς να διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα δημοτικά τραγούδια σε ό,τι αφορά στη μελέτη τους.

Κατά τον 19ο αι., ο Γερμανός ιστορικός Γ.Φ. Φαλλμεράυερ πυροδοτώντας σφοδρές αντιδράσεις, ισχυρίζεται πως η κάθοδος των σλαβικών φύλων στα ελληνικά εδάφη από τη βυζαντινή ακόμα εποχή, προκάλεσε τη νόθευση των Ελλήνων και του πολιτισμού τους.

Η νεοσύστατη ελληνική λαογραφία, που ήδη ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον της ανάσυρσης της συλλογικής μνήμης, και της συλλογής ιστορικώς αποδεδειγμένων επιχειρημάτων, προς υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, καλείται να καταδείξει την ελληνικότητα του Βυζαντίου ως συνδετικό κρίκο, μεταξύ ελληνικής αρχαιότητας και νεοελληνικής κοινωνίας.

Οι λαογράφοι της εποχής στρέφουν το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στα καταγόμενα από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό επιβιώματα και εγκαταλλείματα, τα οποία συλλέγουν, καταγράφουν και μελετούν.

Τα δημώδη τραγούδια του κάθε λαού, αντανακλώντας τις αξίες και τα ιδανικά του, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα εθνικής ταυτότητας και να λειτουργήσουν ως πρότυπα διαπαιδαγώγησης και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ενώ είναι ιδανικά για τον δυτικό προσανατολισμό του κράτους, αφού δεν είναι ανατολίτικα.

Το κλέφτικο τραγούδι καταλαμβάνει περίοπτη θέση στη Λαογραφία, επειδή μέσα από αυτό ενισχυόταν η ιδεολογία της διαρκούς αντίστασης στους Οθωμανούς από την Άλωση μέχρι την Επανάσταση. Ήταν τραγούδι του αγροτικού χώρου και πληρούσε τις προϋποθέσεις για να γίνει αντικείμενο λαογραφικής έρευνας.

Συνεπώς η λαογραφική έρευνα με άμεση  προτεραιότητα την αναζήτηση λαϊκών πολιτισμικών μορφωμάτων που θα αποδείκνυαν την συγγένεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων, ξεκινά τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών, τα οποία αρχικά εξετάζονται μόνο ως προς το κείμενο.

Κατά τη διαδικασία επιλογής προκρίνονται τα «ηρωικά δημοτικά τραγουδια» (κλέφτικα), των οποίων ο ιδεολογηματικός χαρακτήρας τα συνδέει με την Εθνική Παλιγγενεσία και τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας.

Άλλωστε οι κλέφτες είχαν ήδη ηρωοποιηθεί, η δράση τους είχε εξιδανικευτεί, ενώ στους στίχους των κλέφτικων τραγουδιών συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ των άλλων, και οι αξιομνημόνευτες πράξεις ηρωισμού εναντίον των Οθωμανών κατακτητών, καταδεικνύοντας την διαφορετικότητα και τη συνοχή του ελληνικού έθνους.

Εκτός από τις αναπόφευκτες αλλοιώσεις που υφίσταται κάθε προφορική παράδοση, τα κλέφτικα τραγούδια υπέστησαν και ενσυνείδητες τροποποιήσεις, στο πλαίσιο του γενικότερου κλίματος νόθευσης της παραδοσιακής καλλιτεχνικής δημιουργίας, που επικρατούσε τον 19ο αι., καθιστώντας τις επεμβάσεις αποκατάστασης  ιδιαιτέρως δυσχερείς.

Ευκολότερα αποκαταστάσιμες υπήρξαν οι παρεμβάσεις των συλλεκτών δημοτικών τραγουδιών της πρώιμης εκδοτικής δραστηριότητας, όπως αυτές των Φωριέλ, Κάιντ, Τομαζέο και Μανούσου (μεταξύ των ετών 1824 έως 1850), όπου οι κύριες τροποποιήσεις, αφορούσαν σε «βελτιώσεις» λέξεων και σε εξοστρακισμό ιδιωματισμών, τσακισμάτων, επιφωνημάτων, γυρισμάτων κ.ά.

Μεταγενέστερα οι παρεμβάσεις υπήρξαν ριζικότερες, ειδικώς σε ό,τι αντιτίθεντο στην εθνική ιδεολογία ή έθιγε το θρησκευτικό αίσθημα, με τον Ζαμπέλιο να απαλείφει  στοιχεία λέξεων, στίχων και φράσεων και τους Λελέκο και Αραβαντινό να προχωρούν στην αντικατάσταση ή/και προσθήκη πλασματικών στίχων.

Η πρώτη εργασία του Ζαμπέλιου για το ‘μεσαιωνικό ελληνισμό’ είναι ο πρόλογος σε μια συλλογή 200 περίπου δημοτικών τραγουδιών, τα Άσματα δημοτικά της Ελλάδας εκδοθέντα κατά μελέτη ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού κι εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1852.

Το πρώτο και μεγαλύτερο τμήμα της συλλογής περιλαμβάνει κλέφτικα και αρχίζει με το τραγούδι για την Άλωση της Πόλης που όμως δεν είναι κλέφτικο: Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα’πουράνια
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι…


Η επιλογή αυτή επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο των κλέφτικων στην ελληνική εθνική ιδεολογία. Όπως λέει και ο Ζαμπέλιος, τα τραγούδια αυτά καταγράφουν τους ηρωισμούς, τους αγώνες τας νίκας δι’ων σπείρας τον σπόρον της κατά βαρβάρων κατακτητών αντιδράσεως, προητοίμασαν την Ελληνικήν Αναγέννησιν.

Το ενδιαφέρον για το δημοτικό τραγούδι και δη το κλέφτικο δεν έχει να κάνει με την αισθητική, την τεχνοτροπία και τα μουσικά χαρακτηριστικά του, ούτε με την κοινωνία που το δημιούργησε. Το ενδιαφέρον συνδέεται με τις αναζητήσεις, τους προβληματισμούς και τις θεωρήσεις που παράγονται στην ελληνική κοινωνία έχοντας ως βάση τη εθνική ιδεολογία και αφορώντας στο τεράστιο ζήτημα της καταγωγής και ταυτότητας του ελληνικού έθνους.

Από το 1865 δε, ορισμένοι συνθέτουν νέα τραγούδια χρησιμοποιώντας δημοτικά μοτίβα (π.χ. ο Σάθας), ή/και προσαρμόζουν τα παλιά, αλλάζοντας το πρόσωπο και συχνά καταργώντας την ντοπιολαλιά.

Μια άλλη εκδοχή νοθείας εστιάζεται στην διάδοση και στην επανέκδοση τραγουδιών χωρίς παραπομπή στον αρχικό εκδότη, όπως η συλλογή του Οικονομίδη, Τραγούδια του Ολύμπου (1881), που αποτελεί αντιγραφή της συλλογής του Χασιώτη με τίτλο Των κατά την Ήπειρο δημοτικών ασμάτων (1866).

Περιπτώσεις νοθευτικών επεμβάσεων πιθανολογούνται και στα τραγούδια που αντίθετα με το είθισται των κλέφτικων, παρουσιάζουν πληρότητα, τριτοπρόσωπη αφήγηση και διάρκεια (ενδεικτικά συλλογή Αραβαντινού).

Επίσης, προεπαναστατικά, οι αναφορές στις διαμάχες των κλεφτών, γίνονταν κατονομάζοντας τον αντίπαλο, επομένως οι εκδοχές που περιλαμβάνουν οθωμανικούς τίτλους (μπέης, πασάς κ.λπ.), ουσιαστικά αποτελούν μετέπειτα προσθήκες πατριωτικών εννοιών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρούνται παρεμβάσεις καθαρά για λόγους αισθητικής, όπως εμπλουτισμός των εικόνων και προσαρμογή στη σχετική χρονική διάρκεια.

Περισσότερα για τα ιστορικά είδη του δημοτικού τραγουδιού στο: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/istoriko-dimotiko-tragoudi

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Βαρβούνης, Μ.Γ., Σύγχρονοι προσανατολισμοί της ελληνικής λαογραφίας Πορεία, Αθήνα 1993.

  • Γράψας Ν., Γρηγορίου Ν., Δραγούμης Μ., Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Λούντζης Ν., Μανωλιδάκης Γ., Μωραϊτης Θ., Ρωμανού Κ., Σαρρής Χ., Τζάκης Δ., Τσάμπρας Γ., Τυροβολά Β., Ελληνική Μουσική Πράξη: Λαϊκή Παράδοση - Νεότεροι Χρόνοι, ΕΑΠ, Πάτρα 2003.

  • Κυριακίδου Νέστορος Άλκη, «Η ρομαντική έννοια του έθνους». Στο: Κ. Γκότσης Κ.-Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε.(επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για τον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αι.), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

  • Πολίτης, Α. (2011). Για μια ιστορία της νοθείας των δημοτικών τραγουδιών, στο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

  • Τζάκης Διονύσης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας». Στο: Αικατερινίδης Γ, Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε, Θανόπουλος Γ, Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. ΕΑΠ Πάτρα 2002.

  • Χαψούλας, Αν. (2013). Ελληνική μουσική παράδοση: Η προβληματική της συνέχειας. Στο: Συμβολή στη Μνήμη Γεωργίου Στυλ.Αμαργιαννάκη(1936-2003). Μελέτες και κείμενα συναδέλφων και μαθητών του, (Συλλογικός Τόμος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών), ΕΚΠΑ, Αθήνα.