Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Η Ελληνική Επανάσταση ως ευρωπαϊκό ζήτημα και η στάση των μεγάλων δυνάμεων

Με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815, έληξε οριστικά η μακρά περίοδος πολεμικών συρράξεων, μεταξύ της φιλελεύθερης Γαλλίας και της φεουδαρχικής Ευρώπης. Τα συνεχή επαναστατικά κινήματα, χαρακτήριζαν το ευρωπαϊκό καθεστώς, ενώ τα δημοκρατικά μηνύματα της γαλλικής επανάστασης είχαν ατονήσει, και οι εκφραστές της μοναρχίας και του συντηρητισμού, βρίσκονταν και πάλι στο προσκήνιο.

Ο ελληνικός αγώνας για ανεξαρτησία, ήρθε να προστεθεί στο ευρύτερο επαναστατικό φαινόμενο της εποχής.

Οι ιστορικές συγκυρίες, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, αλλά κυρίως ο Ελληνισμός της διασποράς, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος, καθιστώντας το μια σοβαρή ευρωπαϊκή υπόθεση, που έχρηζε άμεσης επίλυσης.

Επίσημα κανείς Ευρωπαίος ηγέτης δεν επιθυμούσε να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει τον ελληνικό αγώνα.

Το συμβούλιο της Ιερής Συμμαχίας που ιδρύθηκε στο συνέδριο της Βιέννης το 1815, με εγγυητές τη Ρωσία τη Μ. Βρετανία και την Αυστρία, με πρόεδρο τον K. Von Metternich, και με συμμετοχή της ηττημένης Γαλλίας, είχε ήδη καταδικάσει την ελληνική εξέγερση. Άλλωστε κύριο μέλημα της Ιεράς Συμμαχίας, ήταν η αποκατάσταση της παλαιάς ευρωπαϊκής μοναρχικής τάξης, μακριά από τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης.

Η έναρξη της ελληνικής επανάστασης, συνέπεσε με το συνέδριο του Λάιμπαχ (1821), όπου οι σύνεδροι πληροφορήθηκαν την πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Υψηλάντη για το επαναστατικό ξέσπασμα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, με την επιστολή του ιδίου προς τον τσάρο της Ρωσίας, Αλέξανδρο Α’.

Το ελληνικό επαναστατικό κίνημα αποδοκιμάστηκε εξαρχής, όμως η ένοπλη καταστολή του ήταν απόφαση, άμεσα συνδεδεμένη με τα αντικρουόμενα συμφέροντα των συμμάχων. Παρότι υπήρχαν ήδη ανάλογες αποφάσεις καταστολής σε Ιταλία και Ισπανία, η απροθυμία της Ιερής Συμμαχίας να επέμβει, στηριζόταν στην πεποίθηση ότι παρότι εύθραυστη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κατάφερνε να καταστείλει την εξέγερση.

Η Αυστρία καταδίκασε εξ αρχής την ελληνική επανάσταση, στηριζόμενη στις αρχές της Ιερής Συμμαχίας, τη θεώρησε ξεκάθαρη απειλή για τις ευρωπαϊκές ισορροπίες και πρότεινε άμεσα κατασταλτικά μέτρα. Ούσα πολυεθνική αυτοκρατορία και η ίδια, φοβόταν ανάλογες κινητοποιήσεις στο εσωτερικό της, ενώ γνώριζε πως μια τέτοια στρατιωτική επέμβαση, θα ευνοούσε τη Ρωσία και θα εμπόδιζε τις αυστριακές βλέψεις προς τα Βαλκάνια.

Η αδιάλλακτη αυστριακή πολιτική εξασθένησε σταδιακά, καθώς διαπίστωσε την αδυναμία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να καταστείλει την ελληνική επανάσταση.

Η Μ. Βρετανία, στόχευε στη διαφύλαξη των συμφερόντων της στη Μεσόγειο, καθώς ήταν η μόνη ναυτική δύναμη. Βασική της ανησυχία ήταν ο κίνδυνος επέκτασης της συμμαχικής στρατιωτικής επέμβασης στα, υπό τη δική της κυριαρχία, Επτάνησα. Η θέση της αρχικά πλησίαζε την αυστριακή εκδοχή, σύντομα όμως διαφοροποιήθηκε εξαιτίας της πολιτικής του υπουργού της των εξωτερικών, George Canning, ευνοώντας τη Ελλάδα.

Για τη δημοκρατική Γαλλία, η ελληνική επανάσταση, ήταν ευκαιρία να αποκαταστήσει το χαμένο κύρος της. Μέσω αυτής, προσπάθησε να βελτιώσει την περιθωριοποιημένη θέση της στην Ευρώπη, μετά από την ήττα της το 1815. Εξέφρασε την αντίθεσή της στο ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στην υποδουλωμένη Ελλάδα, και με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε σπουδαίο διπλωματικό και στρατιωτικό της σύμμαχο.

Η Ρωσία ως παραδοσιακή προστάτιδα δύναμη των Ορθοδόξων χριστιανικών λαών, δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη στη σφαγή ομοθρήσκων Ελλήνων. Άλλωστε στο παρελθόν είχε υποκινήσει παρόμοια επαναστατικά κινήματα στην Ελλάδα (Ορλωφικά 1770).

Ούσα κυρίαρχη δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα με βλέψεις προς τη Μεσόγειο, επιθυμούσε την αποδυνάμωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως μία στρατιωτική εμπλοκή αποτελούσε εγχείρημα που δεν μπορούσε να ελέγξει, κι έτσι αντιτάχθηκε στη λήψη κατασταλτικών μέτρων, υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό ζήτημα βρισκόταν έξω από τις αρμοδιότητες της συμμαχίας.

Στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι μεγάλες δυνάμεις, ουσιαστικά παρέμειναν ουδέτερες (έως αδιάφορες) στο ελληνικό ζήτημα.

Ο Ελληνισμός της διασποράς όμως, αλλά και πολλοί Ευρωπαίοι επιφανείς, το είδαν μέσα από το πρίσμα του ρομαντισμού.

Σχεδόν απ’ την αρχή δημιουργήθηκαν φιλελληνικές επιτροπές, σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και σ’ ένα ευρύτερο κλίμα υποστήριξης, προσφέρθηκαν τόσο Ευρωπαίοι στρατιώτες-εθελοντές, όσο και οδηγίες για την στρατιωτική οργάνωση κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και σχέδια για την οργάνωση της μετέπειτα ελληνικής ανεξάρτητης πολιτείας.

πληροφοριες για τον φιλελληνισμο, εδω: https://mnimesellinismou.com/logotexnia/filellines-logotexnes

Η αδυναμία της υψηλής πύλης να δώσει τελική λύση στο θέμα, έγειρε σταδιακά την πλάστιγγα της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, προς το μέρος των Ελλήνων.

Η οδηγία του λόρδου Canning προς τον Βρετανό διοικητή των Επτανήσων, ότι τα ελληνικά πλοία θεωρούνταν πλέον πλοία εμπόλεμου έθνους (1823), αποτελούσε αναγνώριση της Επανάστασης, ως πολεμική αναμέτρηση δύο εθνών. Παράλληλα η ανεμπόδιστη δραστηριότητα πολλών Άγγλων φιλελλήνων (λόρδος Βύρωνας ποιητής Shelley κ.ά), φανέρωνε τη μεταστροφή της Βρετανικής πολιτικής, παρά τις εσωτερικές της αντιθέσεις.

Τον Φεβρουάριο του 1824 επετεύχθη η σύναψη του πρώτου δανείου, ύψους 800.000 λιρών που ισχυροποίησε τη θέση της Ελλάδας και έθεσε νέες βάσεις στη διπλωματική της πολιτική.

Στο εσωτερικό της χώρας όμως, ελλείψει κυβερνήσεως ευρείας αποδοχής, το αγγλικό δάνειο έγινε αφορμή εμφυλίου πολέμου σε μια κρίσιμη καμπή του αγώνα, όταν η ενότητα και η ομοψυχία ήταν απολύτως απαραίτητες.

Στον αντίποδα, η Ρωσία εμφανώς ενοχλημένη από τη στάση της Αγγλίας, αντιπρότεινε για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος το σχέδιο των τριών ηγεμονιών, (Πελοποννήσου, Ανατολικής, και Δυτικής Ελλάδας), κατά το πρότυπο των Παραδουνάβιων ηγεμονιών. Όλες οι περιοχές θα απέδιδαν φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο, θα αντιπροσωπεύονταν διπλωματικά από τον Πατριάρχη Κων/πολεως και θα επέτρεπαν οθωμανικά στρατεύματα στην επικράτειά τους.

Η εισβολή του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο, πρόλαβε τις διπλωματικές εξελίξεις και έφερε την επανάσταση σε κρίσιμο σημείο. Η ελληνική πλευρά απογοητευμένη από τη Ρωσική πρόταση και βλέποντας τον κίνδυνο να χαθούν όλα, στράφηκε προς την Αγγλία.

Η πράξη υποταγής το 1825, ήταν πλέον διπλωματικός μονόδρομος. Το κείμενο που αιτούνταν την Αγγλική προστασία, υπογράφηκε σχεδόν από όλους τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς ιθύνοντες της επανάστασης.

Το καθοριστικό βήμα για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, ήταν η πρωτοβουλία και η επιμονή του Canning (ιδίως μετά το θάνατο του τσάρου Αλέξανδρου), να επιτευχθεί η συμφωνία με τη Ρωσία το 1826 (πρωτόκολλο της Πετρούπολης), που προέβλεπε μια Ελλάδα αυτόνομη, αλλά συνάμα φόρου υποτελή στην υψηλή πύλη.

Με ασαφή σύνορα, υποχρέωνε τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τη νέα επικράτεια και υποχρέωνε τον Ιμπραήμ να τερματίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.

Η Αγγλορωσική συμφωνία της Πετρούπολης έγινε τριμερής, με τη συμμετοχή της Γαλλίας στη συνθήκη του Λονδίνου (1827), και την αξίωσή της για ελληνική ανεξαρτησία (και όχι αυτονομία). Οι τρεις δυνάμεις προσπάθησαν να επιβάλλουν ανακωχή, που δεν έγινε αποδεκτή από καμία απ’ τις δύο πλευρές.

Τον Οκτώβρη του 1827, ναυτικές δυνάμεις των τριών συμμάχων, κατέπλευσαν στον κόλπο του Ναυαρίνου, όπου ήταν ήδη αγκυροβολημένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος.

Η εκατέρωθεν καχυποψία προκάλεσε τη γενικευμένη σύγκρουση, και παρότι το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου, η Τουρκία παρέμεινε αδιάλλακτη, και μάλιστα κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον όλης της Ευρώπης.

Οι μεγάλες δυνάμεις πλέον δρούσαν αυτοβούλως, ενώ ο σουλτάνος απέδωσε την ευθύνη για τη νέα τροπή της επανάστασης, στη ρωσική κυβέρνηση, δίνοντας αφορμή στον τσάρο να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία (1828), με συναίνεση Αγγλίας και Γαλλίας.

Τον ίδιο χρόνο, γαλλικό στράτευμα υπό τον στρατηγό Μαιζόν, μετέβη στην Πελοπόννησο για να απομακρύνει τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Η λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου υποχρεώνει την Τουρκία στη συνθήκη της Ανδριανούπολης (1829), με άνευ όρων αποδοχή των διατάξεων της συνθήκης του Λονδίνου.

Η Ρωσία πλέον πρωτοστατούσε στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Σε πιθανή διάσπαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα αποκτούσε σημαντικά εμπορικά προνόμια και πρόσβασή στη Μεσόγειο.

Η Αγγλία βλέποντας τη Ρωσία να αποκτά ηγεμονικό χαρακτήρα, θεώρησε ότι η ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ενδεχομένως να προστάτευε τα συμφέροντά της.

Η πρωτοβουλία αυτή βρήκε σύμφωνες τη Ρωσία και τη Γαλλία, και τον Φεβρουάριο του 1830 υπεγράφη η συνθήκη του Λονδίνου, που ανακήρυττε την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με «ηγεμών κυρίαρχο της Ελλάδος», τον Λεοπόλδο του Βελγίου, ενώ κατ’ απαίτηση της Γαλλίας, διασφαλιζόταν η προστασία των καθολικών χριστιανών στη νεοσύστατη ελληνική επικράτεια.

Κείμενο: Ηλίας Π. Λασκαρίδης

ΠΗΓεσ

  • Ελπίδα Βόγλη, «Ο αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και η σύσταση του πρώτου εθνικού κράτους στην Νοτιοανατολική Ευρώπη», στο Αθανασία Μπάλτα – Ελπίδα Βόγλη – Χρήστος Χρηστίδης, Θέματα ελληνικής ιστορίας (19ος-20ός αι.), Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2016.

  • Γιώργος Μαργαρίτης κ.ά., Ελληνική Ιστορία, τ. Γ΄, Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

  • Παπαγεωργίου Στέφανος, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862, Παπαζήσης, Αθήνα 2004.