Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Εικονομαχική κρίση και Αναστήλωση των εικόνων

Η πολιτικοθρησκευτική διαμάχη της περιόδου της εικονομαχίας, συντάραξε την αυτοκρατορία του Βυζαντίου, και απείλησε τη συνοχή της. Πρωτεργάτες του εικονομαχικού κινήματος, υπήρξαν οι αυτοκράτορες, των οποίων ο ρόλος στα εκκλησιαστικά ζητήματα, υπήρξε πάντα πρωταγωνιστικός, ενώ η περίοδος αυτή, επηρέασε καθοριστικά, το χαρακτήρα και την εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης.

Η ανεικονική παράδοση του Ισλάμ, επέδρασε σταδιακά μέσω των Αράβων, σε αρκετούς υπηκόους της αυτοκρατορίας, και κυρίως στους πληθυσμούς της Ανατολικής Μ. Ασίας, απ’ όπου προέρχονταν πολλοί από τους αυτοκράτορες του 8ου και 9ου αιώνα. Η προσπάθειά τους να επιβάλουν στους χριστιανούς, την απόρριψη των ιερών εικόνων, οδήγησε στην έκρηξη της εικονομαχικής κρίσης, η οποία συντάραξε την αυτοκρατορία για περισσότερο από έναν αιώνα.

Από την αρχή σχεδόν της εικονομαχίας, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, επιχειρηματολογούσε υπέρ των εικόνων, επισημαίνοντας πως επρόκειτο για την κύρια πηγή γνώσης των αγραμμάτων, ενώ οι περισσότερες δογματικές συζητήσεις, επικεντρώνονταν στην ενσάρκωση του Χριστού, και στη θεολογία της απεικόνισής του. Οι εικονολάτρες ισχυρίζονταν πως η παρατήρηση της εικόνας, είναι ο καλύτερος τρόπος διδασκαλίας της πίστης, καθώς ο τρόπος που προσλαμβάνεται ο προφορικός ή ο γραπτός λόγος, είναι συχνά υποκειμενικός.

Πολλοί απ’ τους Βυζαντινούς, θεωρούσαν πως οι ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, κατακτήθηκαν από τους μουσουλμάνους Άραβες, εξαιτίας της δικής τους απομάκρυνσης, από τις αρχές του χριστιανισμού. Όσοι υποστήριζαν την ανεικονική παράδοση δε, επέμεναν πως η λατρεία των εικόνων, τους αποστερεί τη θεία εύνοια, αφού ουσιαστικά αποτελεί ειδωλολατρία.

Η ενθρόνιση του Λέων Γ’ Ίσαυρου, αποτέλεσε την έναρξη μιας προσπάθειας ανόρθωσης του κράτους, με στόχο, την αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών του. Αντλώντας την καταγωγή του από τη Συρία, η οποία ήταν η κοιτίδα της ανεικονικής παράδοσης του θείου, αποφάσισε μεταξύ άλλων, και την κατάργηση των εικόνων.

Ο διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε’, που απέδιδε τις στρατιωτικές νίκες του, στην εικονομαχική πολιτική,υπήρξε απηνής διώκτης της εικονολατρείας, εξασφαλίζοντας την έγκριση της οικουμενικής συνόδου, από την οποία απείχε η Ρώμη, που ήδη είχε καταδικάσει την εικονομαχία.

Η εικονομαχική πολιτική, διατηρήθηκε έως το 780 που ανατράπηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, όμως, το 815, ο Λέων Ε’, επανέφερε με οξύτητα, δεύτερη περίοδο διαμάχης. Την οριστική λήξη της εικονομαχίας, σήμανε το 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο, προχώρησαν στην αποκατάσταση των εικόνων.

Το διάβημα αυτό, θεωρήθηκε νίκη της Ορθοδοξίας, του μοναχισμού, αλλά και της ελληνορωμαϊκής πολιτισμικής παράδοσης.

Κατά την εικονομαχική περίοδο, καταστράφηκαν πολλές αγιογραφικές παραστάσεις, κυρίως στους ναούς του κέντρου, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από το σύμβολο του σταυρού και παραστάσεις του φυτικού και ζωικού κόσμου. Οι  διωγμοί, και οι περιορισμοί, όμως, ήταν ελαστικότεροι στην περιφέρεια, σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, και αφορούσαν μόνο τη θρησκευτική τέχνη.

Η περίοδος της θεολογικής και πολιτικής διαμάχης που χαρακτήρισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 726 έως και το 842, περιόρισε έως και κατήργησε τη λατρεία, τη δημιουργία, και τη διατήρηση των χριστιανικών εικόνων.

Υπέρμαχοι της απαγόρευσης της εικονολατρείας, ήταν οι περισσότεροι από τους αυτοκράτορες της περιόδου αυτής, οι οποίοι ως απόλυτοι μονάρχες, έπαιρναν αποφάσεις για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως άλλωστε και για όλα τα άλλα.

Οι διώξεις και τα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν, προκάλεσαν τη διαίρεση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, σε εικονολάτρες και εικονομάχους, ενώ η καταστροφή των προϋπαρχόντων έργων τέχνης, με θρησκευτικά θέματα, παραμένει ανυπολόγιστη.

Παρόλα αυτά η Εικονομαχία, συνέβαλε καθοριστικά στην αποσαφήνιση του δόγματος, που οδήγησε στη διαμόρφωση εικονογραφικών κανόνων, και στην απρόσκοπτη ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δραστηριότητας.

Στην εικόνα με θέμα την αναστήλωση των εικόνων, που φιλοτεχνήθηκε στα μέσα του 16ου αι, και ανήκει σ’ ένα από τα έργα της Κρητικής Σχολής, αποδίδεται η Κυριακή της Ορθοδοξίας, δηλαδή η μέρα που σηματοδότησε τη νίκη της ελληνικής παράδοσης, απέναντι στις ανεικονικές τακτικές της Ανατολής, και σήμανε την οριστική λήξη της εικονομαχικής περιόδου.

Πέρα από την καλλιτεχνική της αξία, η ιδιαιτερότητα της σύνθεσης αυτής, εντοπίζεται στο εικονογραφικό θέμα της, και στον θεολογικό συμβολισμό της.

Η σύνθεση αναπτύσσεται σε δύο διαζώματα. Στο πάνω μέρος, δεσπόζουσα θέση κατέχει, υποβασταζόμενο από δύο φτερωτές μορφές, το εικόνισμα της Παναγίας Οδηγήτριας, εκπροσωπώντας όλες τις εικόνες. Το εικόνισμα παραστέκουν στη δεξιά του πλευρά, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο ανήλικος γιος της, Μιχαήλ Γ’, ενώ στην αριστερή του, ο Πατριάρχης Μεθόδιος και τρεις ακόμα ανδρικές μορφές.

Στον κάτω οριζόντιο διάχωρο, απεικονίζονται έντεκα μορφές αποτελούμενες από εικονολάτρες κληρικούς και οσιομάρτυρες, που διαδραμάτισαν καθοριστικούς ρόλους κατά τη διάρκεια της εικονομαχικής περιόδου.

Η εικόνα αυτή, θεωρείται αντιπροσωπευτικό δείγμα της τέχνης των υστεροβυζαντινών χρόνων, καθώς, εκτός από την καλλιτεχνική της αξία, και την θεολογική της διάσταση, αποτελεί ιστορική πηγή. Η σύνθεση, περιλαμβάνει την απεικόνιση της αποκατάστασης των εικόνων, συμβολίζοντας τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ενώ μέσω αυτής, επιχειρείται αναδρομή στην εικονοκλαστική περίοδο, με την απόδοση των σημαντικότερων μορφών, των υπερασπιστών των εικόνων.

Η εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης, μετά την εικονομαχική περίοδο

Η εποχή της Εικονομαχίας καθόρισε την πορεία ολόκληρης της μεταγενέστερης βυζαντινής τέχνης. Έως και τον 11ο αι. παρατηρήθηκε άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, ενώ με τη λήξη της διαμάχης, επήλθε καλλιτεχνική άνθηση, στην απεικονιστική βυζαντινή τέχνη, η οποία εκφράστηκε σε σκαλιστά ελεφαντόδοντα, αγιογραφίες, ψηφιδωτά, ιστορημένα χειρόγραφα, και τοιχογραφίες.

Οι καλλιτέχνες, αποτύπωσαν την προσήλωσή τους στις ιερές εικόνες, σε δημόσιο και ιδιωτικό περιβάλλον. Η ζωγραφική απηχούσε το δόγμα ιεραρχημένα, παγιώνοντας δύο εικονογραφικούς κύκλους.

Ο δογματικός κύκλος περιελάμβανε στα θέματά του, την παράσταση του Παντοκράτορα στον τρούλο του ναού, και της Παναγίας ως Πλατυτέρα ή Βρεφοκρατούσα, στην αψίδα, στο σημείο που κατά την εικονομαχική περίοδο, είχε τοποθετηθεί ο σταυρός.

Ο λειτουργικός κύκλος, στο ιερό βήμα, περιελάμβανε παραστάσεις της αποστολικής κοινωνίας, των αγγέλων, της Παλαιάς Διαθήκης, μεγάλων Ιεραρχών κ.ά, ενώ στους πλάγιους τοίχους, στις καμάρες, και στο νάρθηκα, επικρατούσαν σκηνές του δωδεκάορτου.

Από το 1204 και μετά, αυξάνεται σημαντικά η πολιτισμική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται και στην τέχνη. Η ζωγραφική, παρότι δεν έχει το βάρος της προηγούμενης εποχής, αναζωογονείται, και αποκτά νέο ύφος, το οποίο είναι γνωστό ως παλαιολόγειο.

Οι απεικονιζόμενες μορφές, αποδίδονται πλέον με κομψότητα, χάρη, και κίνηση, ενώ γίνονται πιο οικείες, αφού φανερώνουν τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, μέσω του εκφραστικότερου βλέμματός τους. Οι εικόνες είναι τεχνικά αρτιότερες, οι αγιογράφοι χρησιμοποιούν χρώματα, και αποδίδουν λεπτομέρειες, παρότι σε αντίθεση με τους Δυτικούς ζωγράφους, εξακολουθούν να αδιαφορούν για την ορθή προοπτική, και την ακριβή ανατομία, εστιάζοντας στην υπερβατικότητα.

Τα ρεύματα που επικρατούν στην συγκεκριμένη εποχή, είναι αυτά της Μακεδονικής και της Κρητικής Σχολής.

Η Μακεδονική Σχολή εκπροσωπείται κυρίως από τον Μανουήλ Πανσέληνο, και στα βασικά χαρακτηριστικά της περιλαμβάνονται τα έντονα χρώματα, η κίνηση, συγκινησιακά στοιχεία, και η ελευθερία στην απόδοση της μορφής. 

Βασικός εκπρόσωπος της Κρητικής Σχολής, θεωρείται ο Θεοφάνης, ενώ με τις αρχές της γαλουχήθηκε και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Η τάση αυτή, επικρατεί στο χώρο της ορθοδοξίας, λόγω της αυστηρής έκφρασης του ορθόδοξου πνεύματος, που ευνοείται από το μοναχικό κόσμο. Στις αγιογραφίες πλέον, επικρατούν σκοτεινά χρώματα, που εκφράζουν καλύτερα το άυλο πνευματικό στοιχείο.

Οι ναοί διακοσμούνται ιεραρχημένα, και σε συγκεκριμένα σημεία, με πρόσωπα της Αγίας Γραφής, αλλά και αγίους, Πατριάρχες κ.ά, ενώ η παρουσίαση των μορφών, είναι συνήθως μετωπική ή τριών τετάρτων, με τα μάτια στραμμένα προς τον παρατηρητή.

Η στάση του σώματος διακατέχεται από ιερατικότητα, αλλά και ρυθμικότητα. Οι απεικονίσεις των δυσάρεστων για τον πιστό μορφών, (Σατανάς, Ιούδας), γίνονται πλάγια, προς αποφυγή διασταύρωσης του βλέμματος. Οι παραστάσεις είναι δισδιάστατες, και οι αναλογίες σε σχέση με την πραγματικότητα, δευτερεύουσας σημασίας.  Η φύση αποδίδεται σχηματικά, ενώ διακρίνεται η ρωμαϊκή αυτοκρατορική επίδραση, των πλούσιων ενδυμάτων. Επικρατεί το χρυσό, το λευκό, και το πορφυρό χρώμα στην πρώτη σειρά, και το κυανό με το πράσινο στη δεύτερη σειρά.

Η εικονογραφία στρέφεται στο εσωτερικό, αόρατο στοιχείο, και αδιαφορώντας για τη φαινομενική πραγματικότητα, πλησιάζει το θείο, και διδάσκει το ιδανικό. Χωρίς να απαρνιέται τον υλικό κόσμο, τον υποτάσσει στον πνευματικό, εστιάζοντας στην αποκάλυψη των γραφών, και των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων.

Επιλέγει τη δυσαναλογία, με πρόσωπα επιμήκη, λεπτά και άυλα, που κυριαρχούν στο σώμα. Τα μάτια μεγάλα, τα χείλη άσαρκα, και η μύτη σχεδόν ανεπαίσθητη, ενώ το φωτοστέφανο στους αγίους, συμπληρώνει τη θετική εικόνα τους. Οι αγιογράφοι, απερίσπαστοι εστιάζουν στο ουσιώδες, που γι’ αυτούς είναι η ψυχή και η θεία αποκάλυψη, ενώ συνήθως παραμένουν ανώνυμοι, αφού ανήκουν σε μία εκκλησιαστικά προσδιορισμένη συλλογικότητα.

πληροφοριες για την βυζαντινη τεχνη ολων των περιοδων εδω:https://mnimesellinismou.com/vizantiokaixristianismos/-vizantini-texni

Η εικονομαχική κρίση, διαμόρφωσε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της καλλιτεχνικής βυζαντινής δημιουργίας, ενώ μέσω της βυζαντινής ζωγραφικής, δημιουργήθηκε ένα αισθητικό ιδεώδες, που παρέβλεπε την αρμονία, δείχνοντας σαφή προτίμηση στο πνευματικό στοιχείο. Η αποσαφήνιση των δογμάτων και η διαμόρφωση εικονογραφικών κανόνων στην χριστιανική τέχνη, επέφερε σταδιακά την ευρύτερη καλλιτεχνική άνθηση του Βυζαντίου.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Αγγ, Σιδέρη, Η Εικόνα του βρετανικού μουσείου, με το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος.2002

  • Αθ. Μαρκόπουλος, Ο Θρίαμβος της Ορθοδοξίας στην εικόνα του Βρετανικού Μουσείου. Τα πρόσωπα και τα κείμενα, ΔΧΑΕ 26, Αθήνα 2005

  • Ι. Γιαννόπουλος, Γ. Κατσιαμπούρα, Αλ. Κουκουζέλη, Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 2002

  • J. Herrin, Τι είναι το Βυζάντιο, μετάφραση Χ. Σαμαρά, Ωκεανίδα, Αθήνα 2008.

  • Βρετανικό Μουσείο, https://www.britishmuseum.org/research/collection_online/collection_object_details.aspx?objectId=61272&partId=1

  • Βιβλίο Ιστορίας Β’ Λυκείου

  • Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

  • Hans Georg Beck, H βυζαντινή χιλιετία, μετάφραση Δ. Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990.

  • Τ. Αλμπάνη, Τέχνες Ι, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

  • Μουσείο Μπενάκη,    https://www.benaki.gr/index.php?option=com_collectionitems&view=collectionitem&id=108276&Itemid=162&lang=el