Μαγεία-Αστρολογία-Μαντική στο Βυζάντιο
Οι μεταφυσικές ενασχολήσεις και η πρόβλεψη για τα μελλούμενα, ήταν κάτι που ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Βυζαντινούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Επηρεασμένοι συχνά από τις ιστορικές εξελίξεις, έκαναν απόπειρες προφητείας για επικείμενο τέλος του κόσμου. Οι συνεχείς αναβολές της καθορισμένης ημερομηνίας, δεν πτοούσαν τους Βυζαντινούς που επανέρχονταν με πληροφορίες για νέα “σίγουρη” ημερομηνία. Το έτος 1492 ήταν από τα επικρατέστερα, καθώς έτσι ερμήνευαν τα σημάδια των καιρών, και κυρίως την ολοένα κι αυξανόμενη δύναμη των Οθωμανών. Πιθανά έτη για τη Δευτέρα Παρουσία, θεωρούνταν επίσης το 1493 και 94, άποψη που υποστηρίζονταν από τον Γεννάδιο Σχολάριο ο οποίος ενδεχομένως εξαιτίας αυτής του της πεποίθησης να μην δίστασε να αποδεχτεί την προσφορά του Μωάμεθ του Πορθητή να γίνει Πατριάρχης των Ορθοδόξων.
Η γνώση για το παρόν και το μέλλον της προσωπικής ζωής των Βυζαντινών ήταν επίσης κάτι που τους απασχολούσε συχνά. Παρά την αντίθεση της Εκκλησίας και την βαθιά προσωπική τους θρησκευτικότητα, συχνά κατέφευγαν σε μαντείες μέσω χρησμών, ονείρων, οιωνών κλπ. Οι μέθοδοι ήταν πολλές. Κατά καιρούς επιστρατεύονταν ονειρομαντείες, σπλαχνοσκοπίες, πυρομαντείες κλπ.
Φημισμένοι Κωνσταντινουπολίτες αστρολόγοι και μάντες, επιστρατεύονταν στην υπηρεσία επιφανών και μη Βυζαντινών προκειμένου να αποτραπούν διάφορα φαινόμενα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Άννας Κομνηνής για την εμφάνιση ακρίδων στα αμπέλια αλλά όχι στα σιτηρά, λίγο πριν την εμφάνιση των πρώτων σταυροφόρων. Η ερμηνεία του φαινομένου ήταν πως το κέλτικο στράτευμα δεν θα έπληττε τους Χριστιανούς αλλά θα στρεφόταν εναντίον των Ισμαηλιτών που ήταν επιρρεπείς στις καταχρήσεις του κρασιού και οπαδοί του θεού Διόνυσου. Η ίδια η Άννα παραδέχεται πως ασχολήθηκε με την αστρολογία και κατέληξε πως πρόκειται για μία ματαιότητα στην οποία κακώς δόθηκε βαρύτητα. Επίσης αναφέρει πως πολλοί ήταν οι παραπλανημένοι της αστρολογίας η οποία είχε καταντήσει μάστιγα αφού οι απλοϊκού άνθρωποι αντί να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο Θεό, χάζευαν τα αστέρια.
Ξεχωριστή θέση στις επιδιώξεις των Βυζαντινών κατείχε και η μαγεία χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Συναντώνταν στον ιππόδρομο, στο θέατρο, στα πορνεία αλλά ακόμα και στο παλάτι. Υπήρξαν Αυτοκράτορες που κατέφευγαν σε αστρολόγους για να μάθουν την έκβαση των μαχών, ενώ δεν έλειπαν τα ερωτικά φίλτρα, τα ματζούνια που προκαλούσαν αποβολές και διάφορα άλλα “μαγικά” σκευάσματα. Συχνή ήταν και η χρήση “μαγικών” μεθόδων από τους ηνίοχους του ιπποδρόμου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη νίκη ενδεχομένως εξοντώνονταν κάποιον αντίπαλο.
Η νομοθεσία προέβλεπε τη δίωξή της μαγείας, ποικιλοτρόπως, καθώς θεωρούνταν ολέθρια ακόμα κι όταν χρησιμοποιούνταν για καλό σκοπό διότι για την άσκησή της γίνονταν επίκληση των δαιμόνων και όχι του Θεού. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια της ανθρώπινης ψυχής, κι έτσι απαγορεύονταν ακόμα κι αν επρόκειτο για θεραπεία αρρώστων ή αποτροπή καταστροφών. Οι μορφωμένοι Βυζαντινοί καταδίκαζαν επίσης την καταφυγή σε τέτοιες μεθόδους ανεξαρτήτως κινήτρου, όμως αποδέχονταν τη δύναμή τους. Παρότι όμως η μαγεία είχε ποινικοποιηθεί, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να την επιδιώκουν.
Η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και στον χριστιανισμό, οριοθετήθηκε έπειτα από μία περίοδο σύγκρισης και σύγχυσης. Η Εκκλησία των βυζαντινών χρόνων επαναπροσδιόρισε τη μαγεία και όλες τις πρακτικές της ειδωλολατρίας ως δαιμονικές, καθώς χριστιανισμός και μαγεία αποτελούσαν έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η στάση της Εκκλησίας για το θέμα πάντως, θεωρήθηκε αρκετές φορές αντιφατική, καθώς ενώ υπήρξε αρνητικότατη προς τη μαντική, κάποιοι εκ των εκπροσώπων της προέβαιναν σε προβλέψεις. Για παράδειγμα, ο Όσιος Λουκάς ο Νέος, προέβλεψε επιδρομή από τους Σκύθες (Βούλγαρους) και καθοδήγησε δύο πιστούς στην αποκάλυψη ενός θησαυρού. Ενώ στο Βίο του αναφέρεται πως είχε την ικανότητα να γνωρίζει τα του παρελθόντος, αυτά που οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται στο παρόν, αλλά και αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. Η Εκκλησία εξηγούσε, πως η μόνη αποδεκτή ασφαλής μεταφυσική βοήθεια ήταν η θεόπνευστη, καθώς όλες οι άλλες ενέπλεκαν σατανική επίκληση.
Η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και στον χριστιανισμό, οριοθετήθηκε ως θέμα θεολογικό αλλά και ηθικό, έπειτα από μία περίοδο σύγκρισης και σύγχυσης. Η Εκκλησία των βυζαντινών χρόνων επαναπροσδιόρισε τη μαγεία και όλες τις πρακτικές της ειδωλολατρίας ως δαιμονικές, καθώς χριστιανισμός και μαγεία αποτελούσαν έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες. Η μαγεία και η μαντική τέχνη, ήταν κατάλοιπο και πρακτική της ειδωλολατρικής θρησκείας, και είτε ενέπλεκε τους αγγέλους που είχαν εκπέσει και υπηρετούσαν τον Σατανά ή επρόκειτο για ψευδαισθήσεις και εξαπάτηση. Τα θαύματα ήταν έργο του Θεού και γίνονταν από τη μεγάλη Του φιλανθρωπία όποτε Αυτός θεωρούσε πως αυτό είναι το ωφέλιμο για τους ανθρώπους.
Οι “μάγοι” υπόσχονταν λύσεις σε ζητήματα προσωπικής διαμάχης και ερωτικών παθών και χρησιμοποιούσαν αφελείς μεθόδους και γελοία παρασκευάσματα για την αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος. Η επίκληση θαυματουργικής παρέμβασης αντιθέτως ασχολούνταν με ζητήματα θεραπείας και βοήθειας στους αδύναμους, ή αποφυγή φυσικών καταστροφών.
Σε ένα κείμενο του 10ου αιώνα, αναφέρεται η ύπαρξη ενός μάγου, οι οποίος διατηρούσε μεγάλη πελατεία και ασκούσε φανερά το “επάγγελμά” του. Ως στόχος των μάγων θεωρούνταν η υγεία, η ευτυχία και η εκπλήρωση των επιθυμιών, καθώς και η προφητεία για το μέλλον. Εκτός όμως από το επιφανειακό κέρδος των διάφορων επιτήδειων, ενδιαφέρον αποτελεί η παγανιστική κληρονομιά η οποία εμπλουτίστηκε και αλλοιώθηκε εξαιτίας των χριστιανικών επιρροών. Διάφορες πρακτικές και συνήθειες του προχριστιανικού κόσμου ενσωματώθηκαν στα νέα ήθη. Το σύμβολο του Σταυρού χρησιμοποιήθηκε για την αποτροπή του “κακού ματιού”, εμφανίστηκαν φυλαχτά γεμισμένα με λάδι από καντήλι που έκαιγε μπροστά από τον Τίμιο Σταυρό, ενώ γίνονταν επικλήσεις του ονόματος του Ιησού ή και άλλων Αγίων. Η ίδια η αυτοκράτειρα Ζωή, είχε επιμεληθεί μία εικόνα του Χριστού που χρησιμοποιούσε για την πρόβλεψη του μέλλοντος. Χρησιμοποιούσε ειδικής κατασκευής θυμίαμα και η εικόνα άλλαζε χρώμα έτσι ώστε η αυτοκράτειρα να λαμβάνει τις απαντήσεις που επιζητούσε για τις προβλέψεις της. Ο Μιχαήλ Ψελλός που μας πληροφορεί για το παραπάνω γεγονός, αποδίδει την πράξη αυτή σε υπερβολική ευλάβεια και όχι σε προσπάθεια άσκησης μαγείας.
Η βυζαντινή τάση προς τη μαντεία εκδηλώνονταν και με πρακτικές υπό μορφήν εξορκισμών και γητειών με ευχολογικό και συμβουλευτικό κυρίως περιεχόμενο. Παρά την προσπάθεια να προσαρμοστούν στην θρησκεία, μέσω αναφορών σε ιερά πρόσωπα, η Εκκλησία παρέμεινε σταθερά αρνητική και σε τέτοιου είδους κείμενα, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε συνδέσει μάγους και μάντεις με τη λατρεία του Σατανά.
Τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνταν ήταν ερωτικά, ή εξόντωση προσωπικών εχθρών, θεραπεία ασθενειών αλλά και ανεύρεση θησαυρών ή χαμένων αντικειμένων. Ορισμένες φορές χρησιμοποιούνταν ως πρόσθετο βοήθημα στην ανακούφιση του πόνου, ή στις διακαείς επιθυμίες των ανθρώπων. Οι Βυζαντινοί γιατροί διαφωνούσαν κάθετα με τέτοιες πρακτικές ενώ μία από τις σχετικές υποθέσεις που έφτασε στην αίθουσα δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης, προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις. Η πέτρα του σκανδάλου ήταν ένα γραπτό κείμενο με μαγικές συμβουλές και δαιμονικές επικλήσεις. Το περιστατικό συνέβη τον Μάιο του 1370, με πρωταγωνιστή τον πρωτονοτάριο του Πατριαρχείου. Οι γιατροί που παρευρέθηκαν στη δίκη διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους στην προσπάθεια να καταστήσουν σαφές πως ουδεμία σχέση είχε το κείμενο αυτό με την ιατρική επιστήμη.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
C.Mango Βυζάντιο: η αυτοκρατορία της Ν. Ρώμης, ΜΙΕΤ Αθήνα 1990\
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Αθήνα 1948
Δ.Σοφιανός, Ο Βίος του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, Ακρίτας, Αθήνα,1989
Ι.Πετρόπουλος, Η μαγεία στο Βυζάντιο, Αρχαιολογία τ.71, Ιούνιος 1999)
G. Vikan, Μαγεία και εικαστική έκφραση στην Ύστερη Αρχαιότητα, Αρχαιολογία τ. 71, Ιούνιος 1999
Σ. Ευθυμιάδης, Ο βίος των ασκητών στην έρημο, στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001
Α. Τσέλίκας, Γητείες και εξορκισμοί σε δύο μεταβυζαντινά χειρόγραφα, Αρχαιολογία τ. 71, Ιούνιος 1999,
Σ. Τρωιάνος, Μαγεία και Διάβολος. Από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, Αρχαιολογία τ. 71, Ιούνιος 1999.
Maxmag.gr, Μαγεία στο Βυζάντιο