Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Τα νεοκλασικά της Αθήνας

Η αρχιτεκτονική πορεία της χώρας, τον 19ο αιώνα, επηρεάστηκε από τάσεις, που επικράτησαν είτε επειδή έγιναν μόδα, είτε επειδή η εποχή ζητούσε την επιστροφή σε προγενέστερα πρότυπα τέχνης, έτσι η κλασική τέχνη χάνει συχνά την αίγλη της, και εμφανίζεται η ελληνική νεοκλασική αρχιτεκτονική.

Αρχικά αντιγράφεται η αρχαϊκή αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες (π.χ. αδελφοί Χάνσεν ), ενώ σταδιακά εισήχθησαν πρότυπα ελληνιστικά και ρωμαϊκά, με επιδράσεις ευρωπαϊκών τάσεων. Ένας απ’ τους βασικούς «εισαγωγείς» των νέων τάσεων υπήρξε ο Ερνέστος Τσίλλερ που επηρέασε ολόκληρη την αρχιτεκτονική πορεία της χώρας. Ο Ερνέστος Τσίλλερ ήταν Σάξονας πανεπιστημιακός αρχιτέκτονας που πολιτογραφήθηκε Έλληνας και παρουσίασε έντονη επαγγελματική δραστηριότητα  στην αρχιτεκτονική. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Δρέσδης, έχοντας τιμηθεί με δύο μετάλλια για τις επιδόσεις του και το 1861, με τον Θεόφιλο Χάνσεν ταξίδεψαν για πρώτη φορά στην Αθήνα αλλά με την έξωση του Όθωνα, από την Ελλάδα επέστρεψε στη Βιέννη.

Το 1868 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου δημιούργησε προσωπική φιλία με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και εργάστηκε με επιτυχία ως ανεξάρτητος αρχιτέκτονας. Κατέλαβε έδρα του τότε Σχολείου Καλών Τεχνών την οποία εγκατέλειψε αναγκαστικά με την χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, το 1893. Στην Αθήνα ήρθε ως επιβλέπων αρχιτέκτονας του κτηρίου της Ακαδημίας, αλλά τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη. Αφού μελέτησε προσεκτικά τα αρχαία μνημεία, διοχέτευσε στην αρχιτεκτονική του, τη γνώση που απέκτησε,  εμπλουτίζοντάς την με τις ευρωπαϊκές τάσεις, ώστε να γίνει πιο σύγχρονη. Για τη διακόσμηση των κτηρίων του, διατηρούσε τυποποιημένα στοιχεία διακόσμησης, ενώ η αρχιτεκτονική του υπήρξε υψηλής ποιότητας, είτε επρόκειτο για δημόσια κτήρια, είτε για ιδιωτικές κατοικίες. Ο Τσίλλερ, αφουγκράστηκε και κατανόησε τις ανάγκες της εποχής, και προσαρμόστηκε στο πνεύμα της ελληνικής πραγματικότητας, χωρίς να απομακρυνθεί από τα μορφολογικά του πιστεύω.

Ο Τσίλλερ ανέλαβε τη σχεδίαση  και ανέγερση δημοσίων κτιρίων, ιδιωτικών κατοικιών και εξοχικών επαύλεων. Αρχές του 20ου αιώνα όμως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του, ακόμη και την οικία του (διατηρητέο Μέγαρο Τσίλλερ).

Ο Τσίλλερ πραγματοποίησε αρχαιολογικές μελέτες (περί καμπυλώσεων του Παρθενώνα), ανασκαφές (ανακάλυψη του Παναθηναϊκού Σταδίου με δική του αγορά της έκτασης), αρχαιολογικές έρευνες για την ανεύρεση της Τροίας και αρκετές μελέτες για υδατοφράγματα, το Θέατρο του Διονύσου και την αρχιτεκτονική δομή του Παρθενώνα. Κατέγραψε την πολυχρωμία των αγαλμάτων και των αρχιτεκτονικών μελών του Θησείου κ.ά. Απεβίωσε στην Αθήνα και κηδεύθηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών

Για τα δημόσια έργα του χρησιμοποιούσε την αναγεννησιακή μορφολογία, εισάγοντας ελληνικά στοιχεία, για τα εξοχικά σπίτια των αθηναϊκών προαστίων, εισήγαγε τον ελληνοελβετικό ρυθμό, ενώ τα εκκλησιαστικά έργα του, διακατέχονταν από τον νεοβυζαντινισμό και τον νεορωμανισμό.

Στην πρωτοβουλία του αυτή, στήριξε την αυτοτέλεια του ελληνικού κλασικισμού, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επικρατούσε μορφολογική αναρχία, φέρνοντας τους αρχιτέκτονες σε αδιέξοδο. Εισήγαγε έτσι το κεφάλαιο του ιστορισμού, στην νεοελληνική αρχιτεκτονική, μέσα στο αυστηρά ελεγχόμενο πλαίσιο της αρχής του ελληνικού κλασικισμού. Η αναγεννησιακή μορφολογία σε συνδυασμό με τα ελληνικά στοιχεία που εισήχθησαν, δημιούργησαν έναν ρυθμό, που χαρακτηρίστηκε ως ώριμος ελληνικός νεοκλασικισμός, ενώ εισήγαγε τις αρμονικές αναλογίες της πολυχρωμίας και των διακοσμητικών μοτίβων.

Πλάι σε στοιχεία ξεκάθαρης αναγεννησιακής τεχνοτροπίας, συνταιριάζει ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού κίονες, εξώστες, και ακροκέραμα που στηρίζονται σε διακοσμητικά αυθεντικά μοτίβα ελληνικής αρχιτεκτονικής προέλευσης (γεισίποδες -φουρούσια-, σίμες, κυμάτια, Καρυάτιδες κ.ά.), δίνοντας έτσι στην γραμμική αναγεννησιακή τέχνη, ένα ύφος πλαστικότητας.

Αυτόν τον ρυθμό, επεξεργάζεται και εφαρμόζει, σε διάφορα δημόσια, και άλλα αστικά κτήρια, όπως τα ανάκτορα, και μέγαρα διαφόρων επιχειρηματιών και μεγαλοαστών, αλλά και σε απλές μικρότερες κατοικίες. Διακοσμεί το εσωτερικό τους με πομπηιανού ύφους τοιχογραφίες, χρησιμοποιώντας χρώματα από ελληνικές αγγειογραφίες, ενώ εντάσσει στους χώρους κρεμαστές μαρμάρινες κλίμακες, που παραπέμπουν σε αναγεννησιακά φλωρεντιανά παλάτια.

Σεβόμενος το ιστορικό πλαίσιο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, ο Τσίλλερ αντικαθιστά τα ρωμαϊκά,  με ελληνικά μορφολογικά στοιχεία, αναδεικνύοντας το ελληνικό πνεύμα, στη δημόσια και μεγαλοαστική αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική του διέπεται από μια φωτοτροπική, αρμονική ποικιλία, με ραβδωτούς κίονες διαφόρων ρυθμών, και γλαφυρά μοτίβα διακόσμησης ενώ εμφανή είναι τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Οι κτηριακές συνθέσεις του, χωρίς υπερβολές στο μέγεθος ή στην διακοσμητική τεχνική, αλλά και χωρίς παρέκκλιση από το κλασικιστικό ύφος, χαρακτηρίζονται από δημιουργικότητα και καλλιτεχνική ελευθερία.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εποχή της οικονομικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης της Ελλάδας, ανεγέρθηκαν στην Αθήνα μεγαλοπρεπή κτίρια για ιδιοκατοίκηση των οικονομικά εύρωστων Ελλήνων. Μέσα στα 50 χρόνια της διαμονής του στην Ελλάδα, ο Τσίλλερ, συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα,  και υπήρξε βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης του ελληνικού ώριμου κλασικισμού, καθ’ όλη την περίοδο της βασιλείας του Γεωργίου.

Ένα από τα πρώτα κτήρια που οικοδομήθηκαν στην βόρεια πλευρά των Ανακτόρων, μεταξύ των μεγάρων Παπούδωφ και Συγγρού στην οδό Κηφισίας, ήταν το Μέγαρο Νικολάου Ψύχα, έργο του Ερνέστου Τσίλλερ.

Πρόκειται για ένα λιτό κτήριο, με παράθυρα διακοσμημένα με αετώματα (τριγωνικά επιστεγάσματα που κοσμούσαν συχνά τους αρχαίους ελληνικούς ναούς), με κορινθιακές παραστάδες ανάμεσά τους, και εσωτερικές κόγχες για αγάλματα. Στο στηθαίο (το τμήμα περιμετρικά της ταράτσας, που συνήθως διακοσμείται με κολωνάκια.) και στο πρόπυλο(στεγασμένος χώρος εξωτερικά της εισόδου που συνήθως στηρίζεται σε κίονες) έχουν τοποθετηθεί κολωνάκια και βάζα, χαρακτηριστικό του όψιμου κλασικισμού.

Στην κύρια όψη, εξέχει ελαφρά το κεντρικό τμήμα, δημιουργώντας ευρύχωρο εξώστη στον πρώτο όροφο, με ιωνικού ρυθμού κολώνες. Οι γραμμές των πλευρικών όψεων του μεγάρου είναι λιτές, τα πλαίσια των παραθύρων απλά, ενώ οι υδρορροές είναι διακοσμημένες με περίτεχνες δελφινοκεφαλές.

Ένα από τα χαρακτηριστικά αστικά μέγαρα της εποχής, υπήρξε και η ιδιωτική κατοικία του τραπεζίτη, Στέφανου Ψύχα, που αποτελεί δείγμα της ώριμης περιόδου του Τσίλλερ.

Στην είσοδό του, υπάρχει νεοκλασικό προστώο με ιωνικού ρυθμού κίονες, στο ισόγειο, με κορινθιακού στον πρώτο όροφο, με περίτεχνα κιγκλιδώματα και εσωτερική διακόσμηση, η οποία είναι διαφοροποιημένη αναλόγως της χρήσης του κάθε χώρου. Το μέγαρο αυτό χτίστηκε το 1895, βρίσκεται στην οδό Β. Σοφίας, και χαρακτηρίζεται από υποδειγματική συμμετρία και αρμονία, προερχόμενη κυρίως από τα μπαλκόνια και τους κίονες της πρόσοψης.

Στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει πυκνή βλάστηση και περιβάλλεται από ψηλή μάντρα. Στο μέγαρο αυτό, κατοίκησε το 1902 πρίγκιπας Νικόλαος, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α', κι έγινε τότε γνωστό ως petit palais. Μετά την αναχώρηση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' στην Ευρώπη και τον εκπατρισμό του Νικολάου, ενοικιάσθηκε από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Στη συνέχεια στέγασε την Πρεσβεία της Νορβηγίας.

Παράλληλα με την ανέγερση των μεγάρων για τη μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας, ανεγέρθηκαν μια σειρά δημοσίων έργων τα οποία παρουσίαζαν ανάλογη μεγαλοπρέπεια. Σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, το 1873, θεμελιώθηκε το Θέατρο της Αθήνας, στην περιοχή της σημερινής πλατείας Κοτζιά.

Το θέατρο θεμελιώθηκε για δεύτερη φορά το 1873 και οι εργασίες σταμάτησαν σχεδόν ένα χρόνο μετά. Τελικώς, εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1888 από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.

Μετά την μικρασιατική καταστροφή το θέατρο άνοιξε για τη στέγαση των προσφύγων (1922). Λόγω της κακής κατάστασης του κτηρίου από φθορές και λεηλασίες ακόμη και κλοπές εξαρτημάτων της σκηνής, έκλεισε. Επί θητείας του Κ. Κοτζιά στη θέση υπουργού Διοίκησης της Πρωτεύουσας, τον Ιούνιο του 1940, κατεδαφίστηκε και στη θέση του στήθηκε αργότερα η προτομή του. Έτσι, η πλατεία όπου βρισκόταν το Δημοτικό Θέατρο ονομάστηκε πλατεία Κοτζιά.

Ο Τσίλλερ σχεδίασε το κτίριο του δημοτικού θέατρου παρουσιάζοντας ένα τριμερή οριζόντιο διαχωρισμό. Στην πρόσοψη του θεάτρου τοποθέτησε κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού, εμπνευσμένος από το μνημείο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού (σήμερα σώζεται η δυτική πλευρά του πρόπυλου με κίονες κορινθιακού ρυθμού) Το κεντρικό τμήμα του κτηρίου του θεάτρου, που διέθετε αψιδωτά θυρώματα και ο τονισμός του διακόσμου της στέψης, με αγάλματα πάνω από το μεγάλο γείσο. Η συµµετρία και η ρυθμική επαναληπτικότητα διακρίνονται στους δύο άξονες των διπλανών κτιριακών ανοιγμάτων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Τσίλλερ ανέλαβε ένα μεγάλο αριθμό σχεδίασης εξοχικών κατοικιών της μεγαλοαστικής τάξης η οποία αναζήτησε φυγή στη φύση των προαστίων. Αναζητώντας νέα μορφολογικά στοιχεία που κινούνταν αναλόγως την προσωπικότητα του εκάστοτε ιδιοκτήτη, δημιούργησε ένα νέο αισθητικό ύφος με την εισαγωγή γοτθικών και ρωμανικών στοιχείων. Ασυμμετρία στην πρόσοψη, πανοραματική διάταξη πύργου, γεωμετρικού σχήματος, πλούσια διακόσμηση στη στέγη, συμμετρικές πέργκολες, τοξωτές βεράντες και ορισμένα ελληνικά στοιχεία στον εξωτερικό διάκοσμο, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του αρχιτεκτονικού στιλ (π.χ οικία Θων, κ. ά).

Ο Ερνέστος Τσίλλερ ερχόμενος στην Ελλάδα, ως εκπρόσωπος του δυτικού πνεύματος, υπηρέτησε τη μορφή εκείνη του νεοκλασικισμού που εμπνέονταν από τα αρχαία μνημεία και το ελληνικό φως, την οποία παρουσίασε κυρίως στα αστικά έργα του και σε μια σειρά δημοσίων κτιρίων, λιγότερο όμως στις εξοχικές επαύλεις και στους ναούς.

Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική ο Τσίλλερ προσπάθησε να διαφυλάξει την παράδοση του Βυζαντίου. Ακολούθησε τους τύπους των σταυροειδών, επιμηκών, δικιόνιων ναών. Πρώτο του έργο το 1865 με 1870,  με τάση νεορωμανισμού, ο Άγιος Λουκάς Πατησίων. Αντιλαμβανόμενος την ανάγκη προόδου της ελληνικής κοινωνίας και μιας νέας «μεγαλοπρέπειας» στην Αθήνα, συνέθεσε το προσωπικό του αρχιτεκτονικό ύφος, ενισχύοντας το ελληνικό κλασικό πνεύμα που απαιτούσε η ιστορία του τόπου.

Πάνω στην αναγεννησιακή μορφολογία των έργων του εισήγαγε το σύστημα της αρμονίας στις αναλογίες, της κοσμηματογραφίας και κυρίως των διακοσμητικών μοτίβων, στοιχεία της κλασικής Ελλάδας. Με τον επαναπροσδιορισμό του λοιπόν αυτόν προέκυψε ένας ρυθμός που χαρακτηρίζεται ως ώριμος ελληνικός νεοκλασικισμός, ο οποίος προσέδωσε αρχιτεκτονική ταυτότητα και νέα αισθητική στην οικιστική φυσιογνωμία της μεγαλοαστικής κοινωνίας και δημόσιας Αθήνας έως αρχές του 20ου αιώνα επηρεάζοντας όμως βαθιά και τη λαϊκή νεοκλασική αρχιτεκτονική.

Ο Τσίλλερ σχεδίασε και πολυώροφα κτήρια διαμερισμάτων που ανεγέρθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπως η μεγάλη τριώροφη πολυτελής πολυκατοικία Πεσμαζόγλου στη γωνία της οδού  Hρώδου του Aττικού και B. Σοφίας.

Σηματοδότησε έτσι  τη στροφή του προς τον εκλεκτισμό, που είχε γίνει πια καθολικά αποδεκτός στην κατασκευή πολυώροφων κτηρίων. Τα κτίρια οικοδομήθηκαν προς εκμετάλλευση, καθώς η αδυναμία της οικονομίας να απορροφήσει χρήματα των εισερχόμενων παροίκων σε παραγωγικούς τομείς, ώθησε τα ιδιωτικά κεφάλαια στην ανοικοδόμηση πολυώροφων κτηρίων. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων που θα εξυπηρετούσε την πλειοψηφία του αθηναϊκού πληθυσμού μιμήθηκε αυτή των επιβλητικών δημοσίων και ιδιωτικών μεγάρων του Τσίλλερ, εκπληρώνοντας την ιδεολογικές ανάγκες της κοινωνίας.

Η οικοδομική ανάπτυξη διακρίθηκε σε μια κλίμακα, που όσο την κατεβαίνει κανείς από τα επίσημα καλλιμάρμαρα κτίσματα, αρχοντικά και επαύλεις προς τα μικρού μεγέθους σπίτια τόσο εξασθενεί η κλασικιστική επίδραση. Τα πολυτελή και ολόσωμα κατασκευαστικά στοιχεία και υλικά διακόσμησης αντικαθίστανται με ευτελέστερα και φθαρτά.

Ωστόσο, κτίρια που παρουσίαζαν είτε απλές και λιτές προσόψεις, είτε έντονα διακοσμημένες διατήρησαν την πραγματική τους οικοδομική έκφραση. Σε όλα υπήρχε η βάση από πέτρα ή μάρμαρο, τα μπαλκόνια με τα φουρούσια, και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα των αθηναϊκών σπιτιών ακόμη και των φτωχικών, οι πήλινοι ανθεμωτοί ακροκέραμοι που διακοσμούσαν τις στέγες. Σε περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας, σώζονται κτίσματα, που παρά την απουσία της μνημειακότητας των προτύπων του κέντρου, αποτελούν δείγματα της λαϊκής εκδοχής της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής.

Κατά την εποχή της κυριαρχίας του νεοκλασικισμού, η αρχιτεκτονική μιμήθηκε τα μνημειακά κτήρια και τυποποιήθηκε με τρόπο τέτοιο, ώστε να επιτευχθεί οικονομία υλικών. Το αποτέλεσμα έμοιαζε με τα ξένα πρότυπα αλλά είχε ελληνική ταυτότητα, γεγονός στο οποίο καθοριστική ήταν η συμβολή του Ερνέστου Τσίλλερ. Επισήμως η αρχιτεκτονική των δημόσιων κτηρίων της πρωτεύουσας, εφήρμοζε τον νεοκλασικισμό (ή έστω εκλεκτικισμό), χωρίς ιδιαίτερες παραδοσιακές επιρροές, αφού ταίριαζε με την αναβίωση της δόξας του ελληνικού παρελθόντος. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας και εξακολούθησε και μεταπολεμικά, με κάποιες απλοποιήσεις.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγές:

  • Μ. Kασιμάτη, (επιμέλεια), Ερνέστος Τσίλλερ, Αρχιτέκτων (1837-1923), Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Αθήνα 2010.

  • Δασκαλοθανάσης κ.ά, Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας: Νεότερη και Σύγχρονη Τέχνη, Ε.Α.Π. Πάτρα 2000

  • Δ. Φιλιππίδης, Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας: Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Ε.Α.Π. Πάτρα 2001

  • Μαντάς 2015: Βασίλης Μαντάς, Ερνέστος Τσίλλερ, Το μέγαρο Νικολάου Ψύχα

  • Ι. Τσεβά 2014, Λεξιλόγιο όρων της νεοκλασικής αρχιτεκτονική

  • Debob: Τα κτήρια διηγούνται, Petit Palais: ένα «παραμύθι» στη Βασ.Σοφίας.

  • Efsyn: Χαρά Τζαναβάρα, Η εφημερίδα των συντακτών, Μνημεία της πόλης, Το μικρό παλάτι

  • Β. Τριανταφυλλοπούλου, 2018, Μαθαίνοντας την άγνωστη Αθήνα μέσα από τα κτήριά της, Περιοδικό Maxmag.

  • Ιστοσελίδα OmorfiGeitonia

  • Ρουμπιέν Δ., «Αισθητικές ποιότητες στην ελάσσονα αρχιτεκτονική. Η συνοικία των Άνω Πετραλώνων», Αρχαιολογία και Τέχνες, 2003.