Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Οι Καλικάντζαροι που έρχονται “από τη γης αποκάτου”

Με αρχηγό τον κουτσό, άγριο Μαντρακούκος, ακολουθεί η ομάδα των καλικαντζάρων καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου. Ο Μαγάρας, ο κοιλαράς, δεν αφήνει φαγητό και γλυκό που να μην μαγαρίσει ενώ ο σουβλερός, λιπόσαρκος Κωλοβελόνης, περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες.

Είναι κι ο άλλος, ο Κοψαχείλης, με τεράστια δόντια που κρέμονται έξω από το στόμα του… Όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά ο καθένας με το δικό του κουσούρι. Άλλος μονοπόδαρος, άλλος στραβοπόδαρος, άλλος με ένα μάτι, δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε μεταξύ τους κι αφήνουν όλες τις δουλειές μισές.

Αυτή τους η διχογνωμία είναι που τους χαλάει τα σχέδια στο να ολοκληρώσουν τη ζημιά που θέλουν να προκαλέσουν στους ανθρώπους.

Η δοξασία των καλικαντζάρων βασίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης η οποία είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού και άρα κάπου πρέπει να στηρίζεται.

Έτσι οι καλικάντζαροι σε όλη τη διάρκεια του έτους πελεκούν με τα τσεκούρια τους στύλους που στηρίζουν τη γη, και κάνουν διάλειμμα για να ανέβουν στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων και να “κατσικωθούν” μέχρι τα Φώτα που τα διώχνει ο αγιασμός των υδάτων από την αγιαστούρα του παπά:

Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του».

Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν.

Κυρίως κάνουν κακό στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές:

Χύνουν το νερό, τ’ αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει.

Σε κάθε περίπτωση πάντως οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται από την επιφάνεια της γης με τον αγιασμό των Θεοφανείων που κλείνει και το δωδεκαήμερο των γιορτών:

Φεύγετε να φεύγωμε, έρχεται ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του, και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε, κι εμάς, μας εκατέκαψε.

Ώσπου να επιστρέψουν όμως στα έγκατα της γης, οι στύλοι έχουν αποκατασταθεί πλήρως, οπότε ξεκινούν απ’ την αρχή το πριόνισμα έως τα επόμενα Χριστούγεννα.

Μπαίνουν στα σπίτια το σούρουπο, την ώρα που σμίγει η μέρα με τη νύχτα και παρότι είναι παμπόνηροι, μόνο μικροζημιές προκαλούν. Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι τους περιγελούν και τους φωνάζουν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες και κατουρλήδες.

Η λαϊκή φαντασία τους έχει πλάσει ως τερατώδη σιχαμερά και κακομούτσουνα πλάσματα, με σουβλερή μύτη και νύχια, αγκαθωτά δόντια, άπλυτα και με αχτένιστα μακριά μαλλιά.

Οι νοικοκυρές ανά την Ελλάδα, αυτές τις μέρες δεν άφηναν μαλλί πάνω στη ρόκα τους, γιατί οι καλικάντζαροι ανακατεύονταν και με το γνέσιμο, αλλά με μεγάλη αποτυχία, αφού μπέρδευαν κι έστριβαν το μαλλί τόσο, ώσπου γινόταν άχρηστο.

Έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα για να τους διώξει η μυρωδιά.

Για να τους καλοπιάσουν άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού και για να τους ξεγελάσουν άφηναν ένα κόσκινο έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού. Οι αφελείς καλικάντζαροι ξεκινούσαν να μετρούν τις τρύπες του κόσκινου κι ώσπου να τελειώσουν τους πρόφταινε το ξημέρωμα κι έτρεχαν να κρυφτούν.

Από όλα τα κόλπα όμως, αποτελεσματικότερη αποτροπή των πειραχτηριών ήταν η φωτιά. Έτσι το τζάκι έμενε αναμμένο καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου και μάλιστα με δυνατή φωτιά.

Η συνηθέστερη ονομασία τους είναι καλικάντζαροι, αλλά κατά περιοχές τους συναντάμε ως λυκοκαντζαραίους, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν λαλήσει ο πετεινός), παγανά κλπ.

Σε κάποιες περιοχές έχουμε και τις θηλυκές καλικαντζαρούδες, καλικαντζαρίνες, καλοκυράδες, βερβελούδες κ.ά.

Οι Βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Σε ένα γραπτό του Μιχαήλ Ψελλού αναφέρεται πως ένας αφελής έβλεπε και κατά τη διάρκεια της ημέρας φαντάσματα, όπως τον Ορέστη, που έβλεπε τις Ευμενίδες.

Στην Κύπρο τους λένε πλανήταρους και τους φιλεύουν με ξεροτήγανα για να τους καλοπιάσουν.

Στον Πόντο τους έλεγαν χρυσαφένταδους και όποιος έβγαινε από το σπίτι, κράταγε αναμμένη λάμπα, φανάρι ή δαυλό και στα σταυροδρόμια χάραζαν στο έδαφος το σημείο του σταυρού. Για να αποφύγουν τις ζημιές των καλικαντζάρων, οι Πόντιοι δεν έκαναν ούτε γάμο ούτε βάφτιση μέσα στο δωδεκαήμερο αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη.

Στα Δωδεκάνησα, κρατούσαν όσο γινόταν κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες, και φρόντιζαν να καίει συνεχώς το τζάκι (για να μην μπουν απ’ την καμινάδα), γιατί πίστευαν πως αν καταφέρουν να βρουν κάποια είσοδο, εκτός από τις ζημιές και τη φασαρία που θα έκαναν, θα μαγάριζαν τη στάχτη του τζακιού και οι νοικοκυρές δεν θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν στην μπουγάδα. Πίστευαν επίσης, πως αν συναντούσαν κάποιον άνθρωπο, θα τον χτυπούσαν, ή θα του έπαιρναν την φωνή, ή ακόμα και θα τον έπνιγαν.

O Καραγκιόζης και οι καλικάντζαροι, ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ

Στη μικρασιάτικη παράδοση εμφανίζεται μαζί με τους καλκαντζάρους, τους κάρκους, τους νυχοπόδαρους τους καταχνάδες, τους οξαποδίτες και τα άλλα “ξωτάρια” όπως τα έλεγαν στη Μικρά Ασία, και το Τσιλικροτό που επί δώδεκα νύχτες:

Ανεσκαρδώνει (αναρριχιέται) τσι τσιμινιέρες και τσι φλουγάροι (καμινάδες) και μπαίνει κάρπα κάρπα (λαθραία) στα σπίτια, κατουρεί και μαγαρίζει όπου βρει μολεύγει στο μομέντο (λεπτό) τα τρόφιμα, προκαλώντας ανεπανόρθωτα ζαράρια (ζημιές) και χαταλίκια (βλάβες).

Άμα του ‘ρκει το ράστι (σύμπτωση), κάθεται ακόμας και στα λίγκια (ώμους) των αθρώπω και τσι σκεντζεύει (τυραννεί).

Για να το αποφύγουν οι Ερυθραιώτες, έβαζαν στις πόρτες ή στα τζάκια δίχτυα και κλωστές με κόμπους και σταυρώματα, για να μπερδεύονται οι “οξαποδίτες”, με το μέτρημα και να τους βρίσκει η αυγή.

Οι Βουρλιώτες έβαζαν πέταλα και σκόρδα στις εξώπορτες και άφηναν λουκουμάδες με πετιμέζι για να μην πειράξουν τα άλλα φαγητά.

Στην Αλικαρνασσό, σκορπούσαν σε διάφορα σημεία του σπιτιού, και γύρω απ’ αυτό, γλυκά, και κυρίως τηγανίτες για να τους καλοπιάσουν και ζωγράφιζαν σταυρούς πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα για να τους αποτρέψουν να μπουν και να τους ξορκίσουν. Επίσης, ράντιζαν τα μωρά με αγιασμό καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, ενώ την παραμονή των φώτων, έραιναν με αγιασμό κάθε σημείο του σπιτιού.

Το παραμύθι της “Μάρως” που γύριζε από το μύλο τη νύχτα, λέει πως όσοι κυκλοφορούσαν έξω τη νύχτα, αναγκάζονταν να χορέψουν μαζί τους. Οι μυλωνάδες είχαν συχνά αναμετρήσεις με τους καλικάντζαρους επειδή οι μύλοι ήταν συνήθως μακριά από τους οικισμούς (και άρα μακριά από τις εκκλησίες).

Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν καλικάντζαροι και στην παράδοση άλλων χριστιανικών λαών, και δοξασίες για δαιμονικά όντα που εμφανίζονται στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Οι καλικάντζαροι ανήκουν στην κατηγορία των παγανών (εξωτικά, φαντάσματα) όπως και οι λυκάνθρωποι, οι στρίγγλες, οι μάγισσες και οι νόρνες.

Ο Paganus έχει την έννοια του μη χριστιανού και στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης (εξ ού και παγανισμός). Παγανή Κυριακή είναι αυτή που δεν έχει άλλη εορτή, ενώ παγανό λέγεται και το αβάπτιστο νήπιο.

Οι καλικάντζαροι με προγόνους τις δαιμονικές Κήρες των αρχαίων, είναι μαυριδεροί, κακάσχημοι, με κόκκινα μάτια, πόδια τράγου, χέρια πιθήκου, και τριχωτό σώμα ενώ κάποιοι απ’ αυτούς έχουν στη ράχη μια κούνια αγκαθερή που μέσα βάζουν τα παιδιά για να ματώνουν και να τους πίνουν το αίμα.

Σύμφωνα με μία εκδοχή της λαϊκής παράδοσης, καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί η σύλληψή τους έγινε μέσα στη μεγάλη Σαρακοστή και κοντά στη μέρα σύλληψης του Χριστού.

Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει πως πρόκειται για μεταμορφωμένα βρέφη που γεννήθηκαν μέσα στο δωδεκαήμερο αλλά δεν βαπτίστηκαν αμέσως, ή ο παπάς που τα βάφτισε, μπέρδεψε τις ευχές και είπε λάθος τα λόγια του μυστηρίου (!).

Κατά μία άλλη εκδοχή καλικάντζαροι γίνονται τα βρέφη που πέθαναν χωρίς να βαπτιστούν, ενώ η Σιφναίικη παράδοση υποστηρίζει πως πρόκειται για ανθρώπους που πέθαναν μέσα στο δωδεκαήμερο ή για αυτόχειρες.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Οι καλικάντζαροι συστήνονται μέσα από τις παραδοσιακές ζωγραφιές του βιβλίου του Θ. Βελλουδίου "Αερικά ξωτικά και καλικάντζαροι", με μουσική υπόκρουση του Σ. Ξαρχάκου.

Πηγές:

  • Κέντρο Ερεύνης της ελληνικής λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών

  • Θοδωρής Κοντάρας, Εφημερίδα Ν. Ερυθραία Οι γιορτές του Δωδεκάμερου στην Ερυθραία της Ιωνίας, τεύχος Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου 2011-12.

  • Νίκος Λ. Πασχαλούδης, Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά, 2η ηλεκτρονική έκδοση

  • http://www.e-evros.gr

  • https://www.newsbeast.gr

  • https://marouthki.com

  • eclass.weebly.com

  • efsyn, η εφημερίδα των συντακτών