Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Aρχαϊκή λυρική ποίηση και σχέση με ομηρική παράδοση

Οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις των αρχαϊκών κοινωνιών, πυροδότησαν την ανάγκη για αλλαγές και σε πολιτισμικό επίπεδο. Οι πολίτες δεν ταυτίζονταν πλέον με την πολεμική αριστοκρατία του παρελθόντος και τις επικρατούσες παραδόσεις και  ένας διαφορετικός τρόπος ποιητικής έκφρασης, διαμορφώθηκε.

Παρότι σημαντική πηγή της υπήρξε η επική, η διάδοχος λυρική ποίηση, αντικατέστησε τις τριτοπρόσωπες αφηγήσεις του έπους, με ελεύθερη προσωπική έκφραση, και συναίσθηση της εφήμερης ύπαρξης, και των ευμετάβλητων ανθρώπινων αξιών.

Οι λυρικοί ποιητές υπό τον ήχο μουσικών οργάνων φέρνουν στο προσκήνιο το ανώνυμο άτομο της προγενέστερης εποχής, δημιουργώντας την προσωπική τους φυσιογνωμία.

Ο λυρικός ποιητής, γίνεται πιο κατανοητός σε σχέση με τον επικό. Τα ποιήματα συντομότερα, η ποίηση υποκειμενική και λιγότερο περιγραφική, πλησιάζει τον μέσο άνθρωπο εκφράζοντας πάθη και αδυναμίες του παρόντος, ενώ εκφράζονται προσωπικές σκέψεις και αντιλήψεις για τον άνθρωπο που δρα μέσα στο δικό του κοινωνικό περίγραμμα, και όχι σ’ αυτό των ηρώων του παρελθόντος.

Ακόμα και ο Σιμωνίδης ο Κείος, που πλησιάζει το ομηρικό ιδεώδες περισσότερο από τους άλλους, αφήνει να διαφανεί το συναίσθημά του, για τους ήρωες που υμνεί.

Παρόλα αυτά, η ομηρική επιρροή είναι εμφανής ακόμα και σε ιαμβικά ποιήματα, που χρησιμοποιούν τον Όμηρο είτε ως παρωδία (Ιππώναξ), είτε για να εκδηλώσουν την πλήρη αντίθεσή τους στην ομηρική παράδοση (Αρχίλοχος).

Κάθε ένας από τους ποιητές διαφοροποιούμενος απ’ τους υπόλοιπους, καταθέτει τη δική του αντίληψη για την φύση των πραγμάτων, παραθέτοντας τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του.

Στους ιάμβους η ανθρώπινη φύση συνήθως προσεγγίζεται με σκωπτικό τρόπο, υπερβολή και ειρωνεία, ενώ σε ορισμένα ποιήματα συναντάται κοινή θεματολογία (πχ Μίμνερμος και Ανακρέων), όμως με διαφορετική προσέγγιση. Έτσι, το ίδιο θέμα μπορεί άλλοτε να παρουσιάζεται με διάχυτη μελαγχολία, φόβο και απογοήτευση, και άλλοτε με νηφαλιότητα και απλές διαπιστώσεις.

Απόσπασμα που βρίσκεται σήμερα στην συλλογή παπύρων στην Κολωνία της Γερμανίας.

Αρχίλοχος ο Πάριος

Στρατηγό ψηλό δεν θέλω, που ν' ανοίγει τόσα σκέλη,

να 'χει χτένισμα της ώρας, ξούρισμα και μυρωδιά.

κάλλια να 'ν' κοντός για μένα, στραβοκάνης όσο θέλει,

μα στα πόδια του να στέκει άσειστος, όλο καρδιά.

(μετάφραση : Σίμος Μενάρδος)

——————————————————————

Σκοτωμένοι ενώ εφτά έπεσαν,

που τα πόδια μας τους 'γγίξαν,

είμαστε φονιάδες χίλιοι.

(Μετάφραση: Ηλ. Βουτιερίδης)

———————————————————————

Με την ασπίδα μου κάποιος Σάιος, το ξέρω, αγάλλεται.

Ήταν όπλο αψεγάδιαστο, κι εγώ την εγκατέλειψα πλάι στο θάμνο,

όμως δεν το ᾽θελα· έσωσα τη ζωή μου.

Τι με νοιάζει πια η ασπίδα εκείνη; Ώρα καλή·

θα ξαναβρώ άλλη, όχι κατώτερη.

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

Είτε οι μούσες του εμφύσησαν την έμπνευση, είτε εγκατέλειψαν στα πόδια του μια λύρα, όπως έχει ειπωθεί για τον Αρχίλοχο, το βέβαιον είναι πως εισήγαγε νέα ήθη στη λυρική ποίηση, χαράσσοντας μια νέα ποιητική πορεία. Κι αν οι αρχαίοι έβαζαν την ποίησή του πλάι σε αυτή του Ομήρου, σίγουρα αυτό δεν αφορούσε την προσέγγιση των ηθών.

Ο διακριτικός επικός ποιητής, που υμνούσε το ηρωικό ιδεώδες και το μεγαλείο της μάχης μιας προγενέστερης εποχής, παρουσιάζεται τώρα σε πρώτο πρόσωπο, και στον ενεστώτα,  παραθέτοντας την προσωπική του άποψη ή/και περιγράφοντας την στρατιωτική του εμπειρία, χωρίς αναδρομή στη σοφία των προγόνων.

Ο Αρχίλοχος περιγράφει τα γεγονότα με λόγο σκωπτικό και επικριτικό ως προς τα τεκταινόμενα και με  περιπαικτική, δηκτική διάθεση, αποπνέει ένα ξεκάθαρα αντιηρωικό πνεύμα, γεγονός που κατατάσσει τους στίχους και αυτού του αποσπάσματος στην κατηγορία της ιαμβικής ποίησης.

Όντας πολεμιστής στη μάχη, ο Αρχίλοχος, πολεμά και μέσω της ποίησής του, ενάντια στα ιδεώδη της ομηρικής παράδοσης.

Ο ηρωισμός που αποτελούσε τον σκοπό της ζωής των Ελλήνων, φαίνεται να τον αφήνει αδιάφορο αφού τόσο σε θεματικό, όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, οι αρετές των πολεμιστών των ομηρικών επών, αντικαθίστανται, με τον εφήμερο άνθρωπο που μεταβάλλεται αναλόγως των συνθηκών.

Ο “λαίμαργος” του Ιππώνακτα:

Μούσα, τον Ευρυμέδοντα τον καταβοθροκοίλη,

τραγούδα, τον αβλέμονα, που δίχως τάξη τρώει,

πως με κοινήν απόφαση και με ψηφοφορία

τέλος κακό να βρει σιμά στο απέραντο ακρογιάλι.

(Μετάφραση: Ηλ. Βουτιερίδης)

Η  επίκληση της Μούσας στην έναρξη του ποιήματος, καθώς και η αναφορά σε μυθικό πρόσωπο (Ευρυμέδοντα), προετοιμάζουν τον αναγνώστη, για ποίημα σε ομηρικό ύφος. Στη συνεχεια όμως, ο ποιητής, μας εισάγει στο πνεύμα της υπερβολικής, περιπαικτικής διάθεσης της ιαμβικής ποίησης. Δεδομένου δε, πως ο Ιππώναξ, ως ένας εκ των εκπροσώπων της ποίησης αυτής, χρησιμοποιούσε επιθετικό και σκωπτικό ύφος γενικότερα, δεν προκαλεί εντύπωση η έλλειψη προσπάθειας εξιδανίκευσης της πραγματικότητας, που αναπαρίσταται στους στίχους που έπονται.

Η βρώση δίχως ευπρέπεια, και το επικείμενο κακό τέλος κατόπιν λαϊκής εντολής, δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας, που βρίθει από αχρειότητα και βία. Οι στίχοι σκληροί και δηκτικοί, περιγράφουν έναν άνθρωπο, που νοιάζεται ιδιαίτερα για την ικανοποίηση της λαιμαργίας του, η οποία πιθανόν να μην αφορά μονάχα το διατροφικό σκέλος, αλλά και την πλεονεξία ως στάση ζωής γενικότερα.

Ο ίαμβος άλλωστε, συχνά περιέγραφε καταστάσεις που αποφεύγονταν στα άλλα ποιητικά είδη, κινούμενος σε θέματα που άπτονταν της καθημερινής ζωής και της απόλαυσης του φαγητού.

Ο Ιππώναξ, εξαπολύοντας οξεία, χωρίς επιφυλάξεις επίθεση, εναντίον του χαρακτήρα που περιγράφει, καταλήγει στην πρόβλεψη της επικείμενης τιμωρίας του, με τρόπο περιπαικτικό.

Στον τελευταίο στίχο του, συμπεριλαμβάνει το ειδυλλιακό τοπίο της αμμουδερής ακρογιαλιάς, σε αντίθεση με την απόφαση της θανατικής καταδίκης που προηγήθηκε, επιβεβαιώνοντας την πρόθεσή του να περιπαίξει τον χαρακτήρα που περιγράφει, διακωμωδώντας την κατάσταση, και παρωδώντας την ομηρική ποίηση στην οποία συχνά συναντάμε εικόνες αμμωδών ακρογιαλιών. Επίσης, παρότι γενικά ο Ιππώναξ δεν είχε δεχτεί ιδιαίτερες επιδράσεις από το έπος, στο χωρίο αυτό κάνει χρήση του εξάμετρου επικού στίχου, μιμούμενος  το ύφος, και τα μοτίβα του Ομήρου.

Τα άσπρα μαλλιά του Ανακρέοντα

Γκρίζοι οι κρόταφοί μου πια, λευκά και τα μαλλιά μου,

έφυγε η θελκτική μου νιότη, σάπια τα δόντια μου,

απ᾽ τη γλυκιά ζωή λίγος καιρός μου απομένει.

Συχνά βαριά αναστενάζω, γιατί τον Τάρταρο φοβούμαι.

Είναι φρικτή η άβυσσος του Άδη και το ταξίδι για κει κάτω θλιβερό,

και είναι βέβαιο: αν κατεβείς δεν ανεβαίνεις πια επάνω.

(μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)

Εκπρόσωπος της μονωδικής, συμποσιακής ποίησης, ο Ανακρέων ο Τήιος, υπήρξε αριστοτέχνης στη λύρα, και τραγούδησε με ένταση τη γλύκα και τις χαρές της ζωής που τόσο απολάμβανε.

Γεννήθηκε και πέθανε στην Τέω μεταξύ του 572 και 485 π.Χ. Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί παραδοχή μαζί και παράπονο, για τη ζωή που φεύγει. Περιγράφει τη φθορά που προκλήθηκε στο πρόσωπό του εξαιτίας του γήρατος, καταλήγοντας στην ωμή διαπίστωση, πως ο χρόνος του τελειώνει.

Ο Ανακρέων διατηρεί σοβαρό τον τόνο του, όπως απαιτείται από το θέμα που πραγματεύεται, όμως παραμένει συνεπής ως προς τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, χρησιμοποιώντας σύντομες προτάσεις, μελωδικότητα και χάρη στο λόγο του.

Με εκφραστικά στοιχεία που παραπέμπουν σε ομηρική αφήγηση, χρησιμοποιεί την παρατακτική σύνδεση, ενώ κάνει διασκελισμό και χιασμό στους στίχους του. Παίρνοντας ως παράδειγμα τη Ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, παρατηρούμε εκτός από τις ομοιότητες ως προς την τεχνική, και θεματικές (θνητότητα των γενεών).

Η αντίληψη που εκφράζει ο Ανακρέων για τον θάνατο, είναι η ίδια με τη γενική αντίληψη των ομηρικών επών, όπως π.χ. στη Ραψωδία Λ της Οδύσσειας, όπου κατά τη συνάντηση του Οδυσσέα με τον Αίαντα και τον Αχιλλέα στον Άδη, υπάρχει διάχυτη η απέχθεια για τον θάνατο.

Στο ποίημα αυτό, ο Ανακρέων μέσα από την αναπόληση της νιότης με τις χάρες της, αν και θρηνώντας για τον λιγοστό χρόνο που του απομένει, εξακολουθεί να υμνεί τη ζήση τη γλυκιά όπως έκανε σε ολόκληρο το βίο του, μέσα από τις ωδές του.

Πεσόντες Θερμοπυλών του Σιμωνίδη του Κείου

Εκείνων, που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες, είναι

τρισδοξασμέν᾽ η τύχη τους κι ωραίος ο θάνατός τους.

Ο τάφος τους είναι βωμός, κι αντί για θρήνους έχουν

τη θύμηση· και γίνεται η λύπη παίνεμά τους.

Και τέτοιο σάβανον αντρών γενναίων μήτε η μούχλα,

μήτε κι ο παντοχαλαστής καιρός θα το αφανίσει.

Το μνήμα τους για κάτοικον επήρεν της Ελλάδας τη δόξα.

Κι είναι απόδειξη σ᾽ αυτό κι ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης,

που στόλισμα της αρετής έχει μεγάλο αφήσει και δόξαν αναιώνια.

(Μετάφραση: Ηλ. Βουτιερίδης)

Ο Σιμωνίδης ο Κείος, καθιστά σαφές απ’ το ξεκίνημα του αποσπάσματος αυτού, πως θα ασχοληθεί με εκείνους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, θυμίζοντας τις προαναγγελίες του Ομήρου. Στη συνέχεια πλέκει το εγκώμιό τους, επισημαίνοντας την ένδοξη τύχη και τον ωραίο θάνατο, που μετέτρεψαν τον τάφο τους σε βωμό. Συνεχίζει θρηνώντας, και συνάμα εγκωμιάζοντας το χαμό τους, προτρέποντας τον ακροατή του, μα και τον εαυτό του, να αντικαταστήσουν θρήνο και λύπη, με θύμηση και έπαινο, για τους αντρειωμένους άνδρες που απετέλεσαν τη δόξα της Ελλάδας. Άλλωστε το άφθαρτο σάβανο που τους τυλίγει. είναι η ένδοξη πράξη τους, που θα υπερισχύσει επί της ύλης.

Ο ύμνος του Σιμωνίδη προς τους ήρωες των Θερμοπυλών, πλησιάζει την ποιητική μορφή των εγκωμιαστικών ομηρικών ύμνων, και αναβιώνει το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες  γενικότερα, παρότι εκεί συνήθως επρόκειτο για μονομαχίες, ενώ εδώ τιμάται ένα σύνολο πεσόντων.

Ο Σιμωνίδης έχει αναφερθεί στους πεσόντες των Θερμοπυλών και μέσω επιγραμμάτων, όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί θρήνο κι εγκώμιο παράλληλα, γεγονός που το κατατάσσει στην χορική ποίηση, με την οποία άλλωστε υπήρξε επίσης στενά συνδεδεμένο το όνομα του ποιητή αυτού.

Τα φύλλα του Μίμνερμου

Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η πολύανθη -τότε, είν᾽ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα θρέφει- κι εμείς

λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης χαιρόμαστε τ᾽ άνθη, δίχως θεϊκών συμφορών να ᾽χουμε πείρα, ούτε δα

τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας έπειτα στέκονται μοίρες· των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα είν᾽ η μια

και του θανάτου είν᾽ η άλλη· ο καρπός λίγο μένει της νιότης,

όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται το φως.

Όταν της πλέριας ακμής την κορφή ξεπεράσει κανένας,

απ᾽ τη ζωή πιο καλός τότε είν᾽ ο θάνατος πια·

πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε ο ένας το βιος του

βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον σφίγγει βαριά·

άλλος δεν έχει παιδιά, και μ᾽ αυτό τον καημό πάνω απ᾽ όλους

στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ᾽ τη μαύρη τη γη·

λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά, και δεν είναι στον κόσμο

ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του δίνει σωρό.

(μετάφραση Θρασύβουλος Σταύρου)

Σχεδόν ολόκληρο το ποίημα αποτελείται από παρομοιώσεις και μεταφορές, θυμίζοντας τον αφηγηματικό τρόπο της ομηρικής ποίησης, που με την τεχνική αυτή έδινε στα γεγονότα, χρώμα και πυκνότητα. Ο Μίμνερμος, ξεκινά από το οικείο γεγονός της γρήγορης ανάπτυξης των ανοιξιάτικων φύλλων και συνεχίζει διατυπώνοντας τη σκέψη που θέλει να παραθέσει πως δηλαδή, πρόσκαιρη είναι κι η χαρά που δίνει σε μας, η εποχή της νεότητας.

Η επίδραση του Ομήρου φανερή, καθώς ακριβώς ίδια παρομοίωση των θνητών με τα φύλλα υπάρχει και στη Ραψωδία Ζ της Ιλιάδας. Ο Μίμνερμος, προσαρμόζει την παραβολή των φύλλων της άνοιξης στην βραχυχρονιότητα της νιότης, καθώς τα λουλούδια της τα χαιρόμαστε όσο και τα ανοιξιάτικα φύλλα. Κι ενώ ο Όμηρος στέκεται αντικειμενικός απέναντι στο πέρασμα του χρόνου και κρατά ουδέτερη στάση, παραθέτοντας απλά τα δεδομένα, ο Μίμνερμος σε πρώτο πρόσωπο, αφήνει να διαφανεί η μελαγχολία του, για την πορεία της ζωής, και το εφήμερο «λουλούδι» της νεότητας.

Παρότι το απόσπασμα έχει ξεκινήσει με αναφορές σε μια ανοιξιάτικη εικόνα της φύσης, με τα λουλούδια να χαίρονται τον ήλιο και να μεγαλώνουν γρήγορα εξαιτίας του, περιλαμβάνει αρκετές απαισιόδοξες και μοιρολατρικές νότες, όσον αφορά στο μέλλον.

Ο Μίμνερμος διατυπώνοντας επιφύλαξη για την εξέλιξη της ζωής και τις σχετικές αποφάσεις των θεών που καθιστούν τον άνθρωπο απλά αποδέκτη τους, παραπέμπει στην ομηρική σκέψη, που ήθελε τους θεούς να επεμβαίνουν, επηρεάζοντας καθοριστικά την πορεία των γεγονότων, ενώ οι θνητοί αγνοούσαν το κακό που μπορούν μελλοντικά να φέρουν οι αποφάσεις των θεών.

Η εξομολογητική διάθεση, η μελαγχολική γεύση που αφήνουν οι στίχοι του, καθώς και το θέμα του αποσπάσματος, στηρίζεται στην συνήθη τάση της αρχαϊκής σκέψης να διαμορφώνεται σε αντίθετες συνιστώσες. Η ποίησή του εκφράζει το προσωπικό του παράπονο, και τις δικές του αντιλήψεις, όμως το θέμα που περιγράφει αποτελεί μια πανανθρώπινη αγωνία για τον χρόνο που περνά, σε ύφος και κλίμα που εντάσσει το ποίημα στην κατηγορία της ελεγειακής ποίησης, στην οποία συχνά συναντούμε θέματα μεταβολής και απώλειας, την αντίθεση νεότητας και γήρατος, καθώς και η σύνδεσή τους με το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη

Πηγεσ:

  • Καζάζης Ι.Ν., Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση, Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός (ανάκτηση από ιστοσελίδα Greek-language.gr)

  • Κακριδής Φ., Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία (ανάκτηση από Greek-language.gr/digitalResources)

  • Lesky Α., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετ. Αγ. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη 2015.

  • Μαρωνίτης Δ.Ν. Πόλκας Λ., Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια (ανάκτηση από Greek language.gr)

  • Βικιθήκη (el.wikisource.org)

  • Περιοδικό RAM, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία Ι, Έπος-Λυρική ποίηση, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Μάιος 2005.

  • Ηλεκτρονικό περιοδικό : LiberaliaEdiciones.com

  • Σταύρου Θ. Νεοελληνική μετρική, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών/Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010.

  • Αλεξίου Ε, Αναστασίου Ι. κ.ά, Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τόμος Α΄: Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, έκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

  • Στεφανόπουλος Θ. Κ, Τσιτσιρίδης Στ,. Αντζουλή Λ, Κριτσέλη Γ., Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Ανακρέων 2012.