"Λαϊκή" και "έντεχνη" μουσικοχορευτική δημιουργία
Η ανάγκη έκφρασης των ανθρώπων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και η επιθυμία τους να ανήκουν σε μια κοινωνική ομάδα, ανάγονται στα βάθη των αιώνων.Το γεγονός αυτό οδήγησε στη δημιουργία ομοιογενών κοινωνικών συνόλων των οποίων η έκφραση, στα μετέπειτα χρόνια, ονομάστηκε «λαϊκή/παραδοσιακή/δημοτική», καθώς συνδέθηκε με τα λαϊκά στρώματα. Η δημιουργία αυτή σε απόλυτη συνάρτηση με τον «λαϊκό» πολιτισμό, αρχικά βρισκόταν σε αντιδιαστολή προς τον «ανώτερο», «υψηλό» ή/και «αστικό» πολιτισμό, ο οποίος εκφραζόταν μέσω της ατομικής «έντεχνης/λόγιας», και αργότερα δυτικών επιρροών, δημιουργίας, καλλιεργώντας δυισμό στην ελληνική τέχνη και κατά συνέπεια στον ελληνικό πολιτισμό.
Οι μηχανισμοί εμφάνισης ενός «λαϊκού» πολιτισμικού γεγονότος, αποτελούσαν κυριολεκτική έκφραση της συλλογικής δημιουργίας, ενώ η αποστολή του αρχικού δημιουργού εκπληρώνονταν στο μέτρο της ανωνυμίας του, καθώς ο ρόλος του ήταν δευτερεύων. Παρά ταύτα, «λαϊκή» ονομάζεται και η «επώνυμη» μουσική που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, σε μια προσπάθεια διαχωρισμού της από την «έντεχνη». Όμως αντίθετα από τη δημοτική μουσική και τα τραγούδια του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου, τα «λαϊκά», εκτός από τις παραδοσιακές ρίζες τους, διατηρούν επιρροές από την παράδοση της Ανατολής αλλά και ποικίλα στοιχεία της δυτικής μουσικής.
Ο όρος «έντεχνο», στον αντίποδα με τη λαϊκή εμπειρική δημιουργία, συνήθως χαρακτηρίζει τη δημιουργική έκφραση που υπακούει σε αισθητικούς κανόνες χρησιμοποιώντας την κατάλληλη μέθοδο. Επιπλέον σε αντιδιαστολή με τον όρο «λαϊκός» που παραπέμπει σε αυθορμητισμό και ένστικτο, αφορά σε ό,τι έχει λόγια προέλευση και έχει δημιουργηθεί από αυτούς που κατέχουν τη θεωρία του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου. Παρόλα αυτά, η διαφοροποίηση μεταξύ «λαϊκού» και «υψηλού/αστικού» πολιτισμού, δεν διακριβώνεται επαρκώς λόγω των ιδεολογικών επιρροών που δέχτηκαν τα κριτήρια ταυτοποίησής τους.
Ο συγκερασμός του συνόλου ή μέρους των παραπάνω, ονομάστηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, «έντεχνη-λαϊκή» δημιουργία. Η σύνδεση του «εντεχνολαϊκού» τραγουδιού με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, καθώς και τα εμβληματικά μουσικά έργα των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, οδήγησαν στη μεγέθυνση της επικοινωνίας του με το ευρύ κοινό. Το είδος υπηρέτησαν πολλοί σημαντικοί συνθέτες, καθιστώντας το κυρίαρχο για τρεις και πλέον δεκαετίες, ενώ συνεχίζει να υπηρετείται έως την σύγχρονη εποχή, έστω και έχοντας χάσει αρκετή από την αίγλη του παρελθόντος.
Λαός και παράδοση
Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ο λαός αποτελούνταν από ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή γλώσσα και πολιτισμικές αξίες, που σταδιακά ενσωματώθηκε σε έθνος. Βρισκόταν εκτός της κυρίαρχης τάξης, χωρίς να συμμετέχει στη δημιουργία του λόγιου πολιτισμού, ενώ ο «λαϊκός» πολιτισμός, είτε δεν έχει σαφή περιγραφή, είτε εξισώνεται με το εργατικό στοιχείο. Παρόλα αυτά, ο λαός ενσαρκώνει μία εξιδανικευμένη οντότητα, με πλούσια δραστηριότητα όσον αφορά στην καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία, που καθιστούν την παράδοση επιβιώσιμη, μέσω σύνθεσης των υπαρχουσών τρόπων έκφρασης, αλλά και νέων προσμείξεων.
Μέσω της λαϊκής δημιουργικότητας διαφυλάσσονταν η συνοχή και η διαιώνιση ενός συμβιωτικού συνόλου, και όσον αφορά στις αγροτικές κοινότητες, ο ρόλος της επεκτείνονταν στην αντίσταση των καταπιεζομένων εναντίον των δυναστών τους. Η λαϊκή έκφραση με εμμονή στην παράδοση ως βασική πηγή της πνευματικής ζωής, και κατόπιν συλλογικής επεξεργασίας, διαδιδόταν προφορικά, και σταδιακά καταγραφόταν στη μνήμη μιας ανθρώπινης κοινότητας. Η συλλογικότητα της παραδοσιακής κοινωνίας εκφραζόταν μέσω της οικονομικοκοινωνικής οργάνωσης και του πολιτισμού της, με μέσα έκφρασής της, μεταξύ άλλων, τη μουσική, τον χορό και το τραγούδι. Η μορφή της δημιουργίας ενός ατόμου αποτελούσε συνονθύλευμα κοινοτικά αποδεκτών στοιχείων, τα οποία και προσδιόριζαν τη συλλογική μνήμη της κοινότητας, ενώ τα όρια του αυτοσχεδιασμού εξαρτώταν από την ένταξή του στο σύνολο. Παρότι ο πρωτογενής πυρήνας συνήθως ήταν ατομικός, το υπόδειγμα υφίστατο ποικίλες μεταμορφώσεις και παρεμβάσεις, μέχρι να καταφέρει να ανταποκριθεί στους αισθητικούς και ιδεολογικούς κανόνες μιας κοινωνίας.
Η παράδοση διατηρώντας δυναμικότητα και ζωτικότητα, που κάθε άλλο παρά στατική την καθιστά, εμπεριέχει και μεταλαμπαδεύει ηθικές και αισθητικές αξίες, ενώ μετά τον θάνατο μιας κοινωνίας, τα επιζώντα συστατικά της παράδοσης μεταβιβάζονται στην διάδοχή της. Η λήξη της, πυροδοτεί την έναρξη μιας νέας παράδοσης, σε στενό ή ευρύτερο πλαίσιο, καθώς είναι σε θέση να προσαρμοστεί και να παραλλαχθεί, αφομοιώνοντας νέες ιδέες και μορφές. Παρά τους πολλούς παράγοντες που καθορίζουν τις κοινωνίες, οι ανθρωπιστικές επιστήμες, τις κατηγοριοποιούν σε δύο θεμελιακούς πολιτισμικούς τύπους. Στον πρώτο δεσπόζει η κοινωνική δυναμική στην οποία τα μέλη υποτάσσονται απολύτως, και συχνά χαρακτηρίζονται ως «πρωτόγονες», «αγράμματες», «προβιομηχανικές» κλπ, ενώ στον δεύτερο τις κοινωνίες χαρακτηρίζουν οι συνολικές ανεξάρτητες επιλογές των μελών τους, και θεωρούνται «εγγράμματες», «εξελιγμένες», «αστικές», κ.λπ.
Διαχωρισμός τεχνών
Η λαϊκή τέχνη, καθορίζεται από διακριτά γνωρίσματα «λαϊκότητας», όπως η συλλογικότητα/ομαδικότητα, η αμεσότητα των εκφραστικών τρόπων, αλλά και ο αυθορμητισμός, σε αντιδιαστολή με την ατομικότητα της δημιουργίας και την ορθολογικότητα της «υψηλής/αστικής/ανώτερης» τέχνης. Επιπροσθέτως, η λαϊκή δημιουργία κατά κανόνα συνδέεται με την έλλειψη εγγραμματοσύνης, κυρίως εξαιτίας της προφορικότητάς της, καθώς τεκμήρια εντεχνότητας αποτελούν τα γραπτά κείμενα και η καταγραφή προτύπων, τα οποία κατά κοινή ομολογία διευρύνουν την μάθηση και την αισθητική καλλιέργεια. Οι παραδοσιακές νόρμες που κατατείνουν στην ομαδικότητα και στην κοινωνική συνοχή, επικεντρωμένες στο βίωμα και στο ερέθισμα, έρχονται σε αντίθεση με τις αναλυτικές νόρμες που προβάλουν την ετερογένεια, τον πειραματισμό και τον πλουραλισμό, εξαίροντας την ατομικότητα της δημιουργίας και του προσωπικού ταλέντου, και που δρομολογούν πιο αφηρημένους τρόπους έκφρασης.
Σταδιακά, προκύπτει ένας διπλός δυισμός στην ελληνική τέχνη. Η ελληνικότητα αντιπαρατίθεται στον δυτικισμό, και η λογιότητα στη λαϊκότητα. Η ελληνική παράδοση περιλαμβάνει τη λόγια εκδοχή του βυζαντινού μέλους, και τη λαϊκή εκδοχή του δημοτικού τραγουδιού, ενώ ως παραδοσιακή εννοείται μόνο αυτή της Παλαιάς Ελλάδας (η μουσική των υπόλοιπων περιοχών αναφέρεται με τις τοπικές τους ονομασίες). Η δυτική παράδοση στην Ελλάδα, εκφράζεται με τη λόγια (Επτανησιακή Σχολή, Εθνική Μουσική Σχολή και Μ. Καλοµοίρη, αλλά και με Ιάνη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου), και τη λαϊκή εκδοχή (καντάδα, οπερέτα, ελαφρό τραγούδι), της βασισμένης σε ευρωπαϊκά πρότυπα, «έντεχνης» ελληνικής μουσικής.
Η Εθνομουσικολογία και Εθνοχορολογία ορίζουν ως παραδοσιακό και έμμεσα λαϊκό, οτιδήποτε μη «έντεχνο» ή δυτικό, έστω κι αν σε κάποιες περιπτώσεις αυτό αντιδιαστέλλεται με τις λαϊκές εκφράσεις του πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκε. Έτσι, η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική που είναι εγγράμματη, θεωρείται «έντεχνη» και συνάμα «παραδοσιακή», αλλά δεν θεωρείται «λαϊκή» (που συγχέεται με τη «δημοτική» αλλά και συνδέεται με την αστικολαϊκή με έμφαση στη ρεμπέτικη). Ο πολιτισμικός δυϊσμός που διχοτομεί τον πολιτισμό σε λαϊκό και λόγιο, εμφανίζεται με την ανάδυση των κάστεων και των τάξεων. Για πολλούς αιώνες οι δύο πολιτισμοί συμβίωναν και συνδέονταν με σχέση αλληλεξάρτησης, αλλά και σχετικής αυτονομίας, μέχρι που η ανάδυση του Κράτους-Έθνους άλλαξε τις ισορροπίες.
Ο λαϊκός πολιτισμός στο πλαίσιο της καθυπόταξης των επιχώριων αυτονομιών, περιθωριοποιήθηκε με την ενίσχυση της γενικευμένης εθνικής παιδείας, την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση, τη μαζική επικοινωνία κ.ά. Η λαϊκή δημιουργικότητα αμυνόμενη, βρίσκει καταφύγιο στις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, καθώς ενέχει το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού και της αναδημιουργίας, και δεν αποτελεί μέρος της επίσημης αμετάβλητης παράδοσης ορισμένων κύκλων. Η «λαϊκή» παράδοση εξακολουθεί να κατέχει δυναμικό ρόλο αφού κατά τη μεταβίβασή της στις επόμενες γενιές, τα στοιχεία της αφομοιώνονται, ενεργοποιούνται, και εκσυγχρονίζονται, μέσω ενός διαρκούς διαλόγου με την κοινωνία συνολικά, αλλά και με τους μη εγχώριους πολιτισμούς.
Νεωτερικότητα στην καλλιτεχνική δημιουργία
Οι σύγχρονες αστικές κοινωνίες λόγω ετερογένειας και πληθυσμιακής πυκνότητας, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση και την ταχεία ροή της πληροφορίας, ευνοώντας την ανάπτυξη νέων ιδεών και δημιουργικότητας. Τo δημόσιο και το συλλογικό αντιπαρατέθηκε με το ιδιωτικό και το ατομικό, καθώς ο ιδιωτικός χώρος αναπτύχθηκε ραγδαία ως συνάρτηση του αστικού πολιτισμού. Το ιδιωτικό βίωμα προκρίθηκε, και η αναπόφευκτη διαφοροποίηση του ατόμου από την κοινωνική ομάδα που συρρικνώνει τη συλλογικότητα, οδήγησε στη «λαϊκή» δημιουργία, διακρίνοντάς την από τη «δημοτική».
Η μαζική αναπαραγωγή, η φωνογραφία και η δισκογραφία, αντιστρατεύτηκαν την προφορικότητα της παράδοσης. Παράλληλα, η επωνυμία των λαϊκών δημιουργών και εκτελεστών συνεπάγονταν πνευματικά δικαιώματα, ενώ το λαϊκό τραγούδι ταυτίστηκε με συγκεκριμένο ύφος, μη επιτρέποντας την ένταξη του ρεμπέτικου, στον κορμό του «δημοτικού τραγουδιού». Επιπροσθέτως η φιλελεύθερη ιδεολογία της Δύσης αντιστρατεύεται τα κοινοτιστικά ιδεώδη της παράδοσης, αναζητώντας τον νεωτερισμό στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αντιλαμβάνεται το αρχαίο στοιχείο ως «παγκόσμιο», αλλά το βυζαντινό και το παραδοσιακό ή λαϊκό, ως γραφικό, ενώ οι «ποιοτικές» δημιουργίες που σε δυτικό πλαίσιο ενσωματώνουν παραδοσιακά στοιχεία, γίνονται αποδεκτά απ’ την εγχώρια διανόηση ως παραδοσιακότροπα ρεύματα νεωτερικότητας.
Στις νεωτερικές κοινωνίες το ιδεολογικο-πολιτισμικό πλαίσιο είναι διαφορετικό απ’ αυτό των παραδοσιακών κοινωνιών, καθώς το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα δεν βασίζεται πια στην ετήσια παραγωγή αλλά στη συσσώρευση. Η έννοια της νεωτερικότητας συνεπάγεται απαλλαγή από τις συμβάσεις και τις δεσμεύσεις του παρελθόντος, και το ζητούμενο στη ζωή και στην τέχνη είναι η αλλαγή και η εξέλιξη. Ταυτοχρόνως η νοσταλγία της αίσθησης του «ανήκειν» και των αξιών του παρελθόντος, συντελεί στην ένταξη των ατόμων σε επιμέρους κοινωνικά σύνολα, και στη διατήρηση, μέσω του δημόσιου χαρακτήρα του χορού και του τραγουδιού, της ενεργής συμμετοχής τους στον δημόσιο βίο.
Το χωροχρονικό πλαίσιο δεν υπηρετεί πλέον τη συγκρότηση της κοινότητας, ενώ η τέχνη εμπορευματοποιείται, με την έντεχνη δημιουργία να αποκτά τη δική της οντότητα. Οι εθνικές επιδιώξεις μέσω της νεωτερικότητας στοχεύουν στην οικοδόμηση ενός ενιαίου μέλλοντος, με την εξάλειψη των διαφορών και την αφομοίωση σε ένα ομοιογενές σύνολο. Η ανανέωση των συμβάσεων και η ατομικότητα της έντεχνης δημιουργίας δεν είναι απαραίτητο να γίνουν συνολικά αποδεκτές καθώς δεν στοχεύουν πλέον στη συλλογικότητα. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τις δικές του εμπειρίες και αισθήσεις, με το προσωπικό του δημιουργικό κριτήριο, και η μύηση αντικαθίσταται από τη διδασκαλία.
Έντεχνο-λαϊκό τραγούδι/Μάνος Χατζηδάκις-Μίκης Θεοδωράκης
Η έντεχνη δημιουργία αναζητά τη θεματική της σε παρελθοντικούς οικείους χώρους, αλλά πλέον περνά από την εμπειρία, στην αναπαράσταση. Οι νεωτερικές αξίες δίνουν προτεραιότητα στο μέλλον, και το παρελθόν ουσιαστικά γίνεται φαντασιακό, αφού επικαλούμενο τη νοσταλγία, αναπαρίσταται με τους όρους του παρόντος. Εν τούτοις, παραμένοντας ισχυρή, ενεργή και ολοζώντανη μέσα στο λαϊκό τραγούδι, η ελληνική πολιτισμική παράδοση, αντιστάθηκε στις επιρροές της δυτικής τέχνης δυσχεραίνοντας την αφομοίωσή της. Οι ισχυροί δεσμοί των Ελλήνων με τις ρίζες τους, σε συνδυασμό με τις πολιτικές εξελίξεις, και την κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, έκαναν επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός αναγεννητικού μουσικού είδους.
Τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην έντεχνη και στη λαϊκή μουσική διασπά πρώτος ο Μάνος Χατζιδάκις, εισάγοντας ατόφιες λαϊκές μελωδίες σε πεδία αποκλειστικότητας της έντεχνης μουσικής (π.χ. για τη μουσική επένδυση των θεατρικών έργων), αιφνιδιάζοντας αλλά και κατακτώντας το κοινό. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, στα λαϊκά ακούσματα στρέφεται και ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος με επιρροές από δυτικά, βυζαντινά αλλά και λαϊκά πρότυπα, υιοθετεί ήδη αξιολογημένες αισθητικές κατακτήσεις της ελληνικής ποίησης, και μέσω του υψηλού μουσικού του αναστήματος προσδίδει στην ελληνική μουσική, αισθητική αρτιότητα, αλλά και ιδεολογικό προβληματισμό.
Η μελοποίηση του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου και ειδικώς η λαϊκή εκδοχή της παράστασης, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οι συντηρητικοί κύκλοι δυσανασχέτησαν με τον συνδυασμό ποίησης-μπουζουκιού-λαϊκού ερμηνευτή, όμως παράλληλα το έργο προσέλκυσε το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού. Με τη δημιουργία αυτή, άνοιγε ο δρόμος για την ατόφια διατήρηση της ενότητας παλιού και νέου, μέσω της χρήσης των λαϊκών ηχητικών και ρυθμικών κεκτημένων. Το υλικό του αποκτά «άλλη υπόσταση», καθώς ο «κύκλος τραγουδιών» του κινείται μέσα σε ένα κλίμα ενοποίησης είτε ετερόκλητων τραγουδιών(Αρχιπέλαγος, Πολιτεία), είτε κοινής ποιητικής η θεατρικής καταγωγής (Τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας όμηρος, Τα Επιφάνια).
Οι πολιτικοκοινωνικές, πολιτισμικές και εμπορικές συγκυρίες της δεκαετίας του 1960, ευνοούν τις συνθήκες διάδοσης του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Σ’ αυτό συνετέλεσε σημαντικά και η θεμελίωση της ελληνικής δισκογραφικής «βιομηχανίας», καθώς και οι δημιουργοί γενικής παιδείας, το ραδιόφωνο και ο τύπος, που σταδιακά καθιστούν το «νέο» τραγούδι όχι μόνο μέσο διασκέδασης, αλλά πολιτιστικό προϊόν με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.
Στο μελοποιημένο Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη, ο Θεοδωράκης δημιουργεί ένα συνονθύλευμα δυτικής μουσικής, λαϊκού τραγουδιού, ψαλτικής, αλλά και θεατρικού αφηγηματικού στοιχείου, ενώ στο γ’ μέρος του διακρίνεται ξεκάθαρα ο τσάμικος ρυθμός. Πληθώρα άλλων έργων του την εποχή αυτή, αποτελούνται από μελοποιημένους στίχους ποιητών (ήδη υφισταμένων ή στοχευμένων για συγκεκριμένα τραγούδια), και ερμηνεύονται από λαϊκούς τραγουδιστές, σε ρυθμούς που αντλήθηκαν από τη λαϊκή παράδοση (Τσάμικος στο «δακρυσμένα μάτια», ζεϊμπέκικο στο «Δραπετσώνα», «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» κ.ά.).
Η αντίληψη του Θεοδωράκη για τη κοινωνική λειτουργικότητα του τραγουδιού, μέσω της δραστηριότητάς του σταδιακά στηρίζει όλο το οικοδόμημα του «έντεχνου λαϊκού» τραγουδιού. Τα χαρακτηριστικά του είδους διαμορφώνονται βασισμένα στη λόγια καταβολή, αφού η εμπειρία του συνθέτη δεν είναι βιωματική αλλά στηρίζεται στην μουσική του παιδεία, ενώ οι στίχοι γράφονται από εγγράμματους ποιητές.
Παράλληλα το τραγούδι δομείται με στοιχεία (ρυθμούς μελωδίες όργανα) της δημοτικής, λαϊκής, και βυζαντινής μουσικής, τα οποία συνδιαλέγονται ποικιλοτρόπως είτε με αυτά της δυτικής, είτε με την , μουσική και την ατμόσφαιρα των κοσμικών κέντρων της εποχής. Το αποτέλεσμα γίνεται κτήμα τόσο του απλού λαού, που το αντιλαμβάνεται ως κομμάτι που του ανήκει, όσο και του καλλιεργημένου ακροατηρίου, που η αισθητική του ικανοποιείται με τη μελοποιημένη ποίηση. Παρότι ο Θεοδωράκης που εισήγαγε τον όρο «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, προφανώς εστίαζε στην «υψηλή» ποίηση που συνυπάρχει με τις λαϊκές μουσικές καταβολές, η διατύπωση απασχόλησε εκτενώς κοινό και μουσικούς.
Ο όρος «λαϊκό», συνήθως αναφερόμενος σε μία συγκεκριμένη τραγουδιστική φόρμα, εμμέσως αμφισβητεί τη «λαϊκότητα» των άλλων τραγουδιών. Από την άλλη ο όρος «έντεχνο» ταυτίζεται με το «λόγιο», που δεν αφορά την κατηγορία αλλά την σύλληψη και την επεξεργασία ενός δημιουργήματος. Έτσι ο χαρακτηρισμός «έντεχνο-λαϊκό» κατ’ αρχήν είναι ασύμβατος και μερικώς αντιφατικός. Επιπλέον, «έντεχνο» στην κοινή γλώσσα είναι και αυτό που δεν είναι άτεχνο, ενώ κατά καιρούς θεωρήθηκε συνώνυμο του «δικαιωματικά ποιοτικού» οριοθετώντας τα μουσικά είδη, και θέτοντας κριτήρια αξιολόγησης ανάμεσα στις κατηγορίες.
Η αλλαγή στα ψυχαγωγικά ήθη της εποχής, κατηύθυνε ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία (δισκογραφικές εταιρείες, κινηματογραφικές παραγωγές, κέντρα διασκέδασης). Εκτός από τη μελοποίηση των ήδη υφισταμένων ποιητικών συνθέσεων (Κορνάρος, Σολωμός, Παλαμάς, Βάρναλης, Βρεττάκος, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.), αρκετοί ποιητές (Γκάτσος, Λειβαδίτης, Ελευθερίου, Παπαδόπουλος, Χριστοδούλου, Δασκαλόπουλος κ.ά.), αναδείκνυαν τις ποιητικές τους δυνατότητες με στίχους στοχευμένους για συγκεκριμένες συνθέσεις, ενώ μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον για το νέο είδος, νέων και παλαιοτέρων συνθετών (Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Μούτσης κ.ά.).
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
· Βιρβιδάκης Σ., Γράψας Ν., Γρηγορίου Μ., Ζωγράφου M., Λέκκας Δ., Παπαοικονόμου -Κηπουργού Κ. Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Τόμος Α’: Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
Γύφτουλας Ν., Ζωγράφου Μ., Κουτσούμπα Μ., Λέκκας Δ., Μανωλιδάκης Γ., Πανάγου-Μιχαλακάκη Β., Σαβράμη Κ., Τυροβολά Β. Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, Τόμος Δ’: Θεωρία Χορού- Ελληνική Χορευτική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι Χρόνοι. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
Γράψας Ν., Γρηγορίου Ν., Δραγούμης Μ., Εμπειρίκος Λ., Λέκκας Δ., Λούντζης Ν., Μανωλιδάκης Γ., Μωραΐτης Θ., Ρωμανού Κ., Σαρρής Χ., Τζάκης Δ., Τσάμπρας Γ., Τυροβολά Β., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού. Ελληνική Μουσική Πράξη. Λαϊκή Παράδοση – Νεότεροι Χρόνοι. Τόμος Γ΄. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
Δαλιανούδη Ρενάτα (2013). "Μίκης Θεοδωράκης... Ποιος τη ζωή του...; (να ζήσει ξανά;!) Μικρή πνευματική περιπλάνηση στη ζωή και το έργο ενός ζωντανού μύθου της "μαχόμενης κουλτούρας". Θέατρο Badminton: 5η εποχή Τέχνης, σελ. 136-140.
Δαμιανάκος, Στάθης «Ετερότητα και Εθνογραφία: Για μια κοινωνιολογική προσέγγιση του λαϊκού πολιτισμού», στο: "Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός", Πλέθρον Αθήνα 2003.
Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Γ’ Εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019 σελ.239-248, Ανάκτηση από: https://mikisguide.gr/mikis-theodorakis-to-entechno-laiko-tragoudi/ (πρόσβαση 14/11/2021).
Ρόμπου - Λεβίδη, Μαρίκα (2004). «Παράδοση και Νεωτερικότητα στο Χορό», Αρχαιολογία και τέχνες 93.
Σκουλάς Κώστας, Το έντεχνο και το λαϊκό ελληνικό τραγούδι μέσα στον χρόνο (ορισμένοι σταθμοί), Ομιλία στο πλαίσιο εκδήλωσης «Μια αναφορά στο σύγχρονο έντεχνο κρητικό τραγούδι», Ηράκλειο 2015: Ανάκτηση από: Skoulas/entexno/laiko/omilia (προσπέλαση 11/11/2021).