Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Ποντιακή λύρα

Η ποντιακή λύρα, το αποκούμπι των προσφύγων στις ώρες του μεγάλου πόνου, είναι το παραδοσιακό μουσικό όργανο των Ποντίων, του οποίου οι μουσικές δυνατότητες ξεπερνούν το στενό πλαίσιο της ποντιακής μουσικής.

Η ποντιακή λύρα αποτελεί ισχυρό σύμβολο της πολιτισμικής τους ταυτότητας που κρατά ζωντανές τις μνήμες και τους ενώνει με το παρελθόν και τις ρίζες τους.

Σύρω το τοξάρι μ’ δεξιά, ανοίγουνταν γεράδες

παίρω και συρ’ ατο ζερβά, κλαινίζω τσι μανάδες

(Σέρνω το δοξάρι μου δεξιά, ανοίγουν πληγές, παίρνω να το σύρω αριστερά, κλαίνε οι μανάδες), 

λένε οι στίχοι του Πολύκαρπου Χάιτα στον ύμνο του στη λύρα.

Εφευρέτης της λύρας, ο θεός Ερμής μας λέει η μυθολογία, ο οποίος την χάρισε στον Απόλλωνα που δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, κάνοντάς την σύμβολο της ποίησης και της μουσικής.

Οι σχέσεις των Ελλήνων με τη λύρα, μας γυρνούν πίσω στην εποχή της λυρικής ποίησης που αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα και πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι η ποίηση αυτή, τραγουδιόταν και χορεύονταν πάντα με τη συνοδεία της λύρας.

Πληροφορίες για τη λυρική ποίηση, υπάρχουν εδώ: https://mnimesellinismou.com/mousiki-diafora/lyriki-poiisi-kai-omiros

Οι χορδές της λύρας στην αρχαιότητα, πάλλονταν με τα δάχτυλα, ενώ το δοξάρι της προστέθηκε στα χρόνια του Βυζαντίου, ανάμεσα στον 8ο και στον 10ο αιώνα.

Η ορθόδοξη εκκλησία δεν χρησιμοποιούσε μουσικά όργανα, όμως η λύρα ήταν δημοφιλής στην κοσμική μουσική του Βυζαντίου. Με διάφορες παραλλαγές στη σημερινή εποχή, συναντάμε εκτός από την ποντιακή, την κρητική, την πολίτικη, την θρακική και την λημνιακή.

Η δοξαρωτή ποντιακή λύρα, εμφανίστηκε στον Πόντο ανάμεσα στον 10ο και 12ο αιώνα ως συνέχεια της βυζαντινής και της πολυφωνικής μουσικής, και ανάλογα μουσικά όργανα έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, και την κυρίως Ελλάδα.

Η Ποντιακή λύρα συναντάται επίσης και ως ο κεμετζές, ή η κεμεντζέ. Η ετυμολογία των ονομασιών αυτών σύμφωνα με μία εκδοχή πηγάζει από την περσική λέξη «καμάτσια», που επίσης ήταν ένα είδος λύρας στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα μ.Χ., και σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, την αρχαίοελληνική λέξη κέλης που σημαίνει σκάφος ή από το ρήμα κέλομαι που σημαίνει παροτρύνω (με μετάπτωση του λ σε μ).

Οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες ήταν και οι κατασκευαστές των λυρών, που φτιάχνονταν με τρεις μονές χορδές με τρεις χορδοδέτες στην κεφαλή, φιαλόσχημο ηχείο και κοντό λαιμό. Χρησιμοποιούσαν ένα μονοκόμματο ξύλο που πάνω του κολλούσαν το καπάκι και οι χορδές γίνονταν από έντερα ζώων ή από μετάξι.

Οι σημερινές λύρες αποτελούνται από ανεξάρτητα μεταξύ τους κομμάτια ξύλου από δαμασκηνιά, μουριά, σφεντάμι, κισσό ή καρυδιά, και για το καπάκι χρησιμοποιείται συνήθως ξύλο πεύκου ή έλατου.

Οι χορδές της είναι ίδιες με αυτές του βιολιού και για την κατασκευή του δοξαριού χρησιμοποιείται σκληρό ξύλο που περιέχει τρίχες από αλογοουρά.

Το τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι"είναι το κυριότερο εργαλείο του λυράρη και για το λόγο αυτό, εκεί δίνεται η μεγαλύτερη έμφαση του κατασκευαστή. Ένας έμπειρος λυράρης με ένα καλό δοξάρι, μπορεί να καταφέρει ακόμα και επτά δοξαριές ανά δευτερόλεπτο.

«Τυλίεις τα πέντε δάχτυλα σ’ 'ς ση κεμεντζές την γούλαν

και με τα τοξαρέα σ’ δί'σ' 'ς σην καρδία μ’ βρούλαν»

(Τυλίγεις τα πέντε δάχτυλά σου στης λύρας το λαιμό, και με τις δοξαριές ανάβεις στην καρδιά φωτιές)

Οι λυράρηδες ήταν παρόντες σε κάθε χαρά: στα γλέντια στους γάμους και στα πανηγύρια, ενώ είχαν ηθική υποχρέωση να παίξουν ακόμα και στις κηδείες, όποιο τραγούδι είχε παραγγείλει ο μελλοθάνατος πριν φύγει απ’ τη ζωή.

Όταν επρόκειτο για γλέντι, οι λυράρηδες, συνήθως βρίσκονταν στο κέντρο του χορού, έπαιζαν όρθιοι, και συμμετείχαν με τη γλώσσα του σώματος στο ρυθμό των χορευτών, προσαρμόζοντας αναλόγως και το παίξιμό τους.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και καλλίφωνοι, και σίγουρα διέθεταν μεγάλη αντοχή, αφού έπαιζαν και τραγουδούσαν για ώρες ατελείωτες.

«Εγώ έμ’ π’ ετραγώδεσα, εφτά νύχτας κι ημέρας

ση Δεσποινίτσας τη χαράν, ση Κωνσταντή τον γάμον.

Εφτά ημέρας σο ποδάρ’ και ξάι πουθέν ’κι εκάτσα,

εφτά ημέρας σο χορόν κι ομμάτα απάν ’κι έγκα»

(Εγώ ’μαι που τραγούδησα εφτά νύχτες και μέρες, στης Δεσποινούλας τη χαρά, στου Κωνσταντή το γάμο. Στο πόδι εφτά μέρες, και πουθενά δεν κάθισα, εφτά ημέρες στο χορό, χωρίς να κλείσω μάτι).

Οι πρώτες ηχογραφήσεις ποντιακής μουσικής έγιναν γύρω στο 1917, ωστόσο η διάσωση της ποντιακής μουσικής έγινε κυρίως χάρη στη Μέλπω Μερλιέ και τους συνεργάτες της, κατά τα έτη 1930-31.

Σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία της ποντιακής λύρας ήταν ο Γώγος Πετρίδης ο οποίος επινόησε νέες τεχνικές παιξίματος και ενσωμάτωσε στην ποντιακή μουσική, πρακτικές άλλων οργάνων (κλαρίνο, βιολί, μπουζούκι), χωρίς όμως να αλλοιώσει τον ήχο που επέβαλλε η ποντιακή παράδοση.

Στην Ελλάδα η ποντιακή λύρα έγινε γνωστή την περίοδο 1922-1923, μετά την γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού και τον ξεριζωμό όσων σώθηκαν, και την εγκατάστασή τους σε διάφορες περιοχές της κυρίως Ελλάδας.

Ολόκληρος ο Ύμνος στη Λύρα του Πολύκαρπου Χάιτα:

Σύρω το τοξάρι μ΄ δεξῐά, ανοί(γ)ουνταν γεράδες*

Παίρω και συρ΄ ατό ζερβά, κλαινίζω* τσι μανάδες.

Για πέει με, λύρα μ΄ έμμορφον, πώς εγροικάς ατά όλῐα;

Και το λαλόπο σ΄ το γλυκόν, πως παίρ΄ λαρών* τα πόνῐα;

Τα πλούτῐα ας είναι τη ζεγκίν*, κ΄ εσύ τ΄ εμόν ας είσαι,

Σ΄ όλια τα τέρτῐα μ΄ ση χαρά μ΄ σύ μαναχόν κανείσαι*,

Η πşη* 'μ΄ τ΄ απέσ΄ όντας πονεί, όντας τşουζ΄ το καρδόπο μ΄,

Εσέναν παίρω μετ΄ εμέν και τρα(γ)ωδώ τ΄ αρνόπο μ΄.

Γεννίουμες κι ουλ şαίρουνταν, εσύ έρχες΄ πυρίκ΄ς μας

Κι ους να γερούμ΄ και δάνομε, εσύ χαριεντερίεις* μας

Πάππον προς πάππον μετ΄ εσέν έρχουμες και θα πάμε

Σουμάδαν*, γάμον, φαγοπότ΄, μετ΄ εσέναν ευτάμε.

Λες μας ντ΄ εποίναν* τ΄ εμετέρ* σα παλαιά τα χρόνῐα

Κ΄ εσύ θα λες ξαν ουλτς τσι νέοις τ΄ εμέτερα τα πόνῐα

Λες τη κυρού μ΄ τα έργατα τη μάνας ιμ΄ τα δάκρῠα,

Εσύ κλαινίεις ξενιτεμέντς, πέραν σα θαλασσάκρῐα,

Και σο ταφίν εμούν* απάν΄ εσύ μοιρολογάς μας,

Εσύ εξέρτς το βάλσαμον, εσύ παρηγοράς μας!

Και λες…και κλαις…και şαίρεσαι….

γεράδες = πληγές

κλαινίζω = προκαλώ το θρήνο, κλάμα

λαρών' = γιατρεύει

ζεγκίνς = πλούσιος

κανείσαι = φτάνεις

σουμάδα = αρραβώνες

εποίναν = έκαναν- εποίουν

εμετέρ = ημέτεροι, δικοί μας

εμούν = ημών

χαριεντερίζω = ευχαριστώ, τέρπω, ευφραίνω, χαροποιώ

πşη = ψυχή.

Κείμενο: Άγγελος Μεϊμαρίδης

Πηγές:

  • Pontos news.gr

  • Ευσταθιάδης Σ, «Λυράρηδες», στο Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμο, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007.

  • Βικιπαίδεια

  • Τσακαλίδης Π, «Λύρα», στο Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007.

  • Δρυγιαννάκης Κ, «Φυλές των Ελλήνων: Οι Πόντιοι και η μουσική τους», περ. Δίφωνο, Απρίλιος 2009.

  • Χαιρόπουλος Π, Η Λύρα, η εξέλιξή της από την αρχαία εποχή ως σήμερα σ’ όλο τον κόσμο, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994.

  • Φωτογραφίες κατασκευής οργάνων Τάσος Χαμπίδης