Μνήμες Ελληνισμού

View Original

Τένεδος

Η Τένεδος και η Ίμβρος, είναι τα δύο νησιά του Αιγαίου που ανήκουν σήμερα στην Τουρκία. Η Τένεδος κατέχει σπουδαία στρατηγική θέση για τον έλεγχο των γειτονικών νησιών, ανάμεσα στη Λήμνο και τα μικρασιατικά παράλια, σε απόσταση 12 μιλίων από την είσοδο των στενών του Ελλησπόντου.

Εξαιτίας αυτής της θέσης της, έγινε κατά καιρούς μάρτυρας σπουδαίων ιστορικών γεγονότων από την αρχαιότητα μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.

Κατά τον Τρωϊκό πόλεμο, η Τένεδος υπήρξε το προσωρινό αγκυροβόλιο των Ελλήνων όταν προσποιήθηκαν πως έλυσαν την πολιορκία της Τροίας.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Τένεδος αποικίστηκε από Αιολείς, ενώ μετά την Ιωνική Επανάσταση 492-479 π.Χ. το νησί κυριεύτηκε από Πέρσες, όπως και πολλά άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, και παράλιες ιωνικές πόλεις.

Με το τέλος των Μηδικών, η Τένεδος συμμετείχε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία και έλαβε μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, υποστηρίζοντας τους Αθηναίους, ενώ το 378 π.Χ. εντάχθηκε στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία.

Κατόπιν το νησί υπέστη μια νέα περσική κυριαρχία, έως το 332 π.Χ. που ο Μ. Αλέξανδρος το απήλλαξε από τους Πέρσες. Έμεινε υπό μακεδονική κυριαρχία μέχρι που κατακτήθηκε από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έως που ο Μέγας Κωνσταντίνος την περιέλαβε μαζί με τα μικρασιατικά παράλια και την υπόλοιπη Ελλάδα, στην Ανατολικορωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή).

Φημισμένο νησί κατά την αρχαιότητα, η Τένεδος, για το εξαιρετικό κρασί της, τα περίτεχνα κεραμικά της, και τις όμορφες γυναίκες της, ενώ και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, το νησί βρίσκονταν σε ακμή, αφού βρίσκονταν αρκετά κοντά στη Βασιλεύουσα.

Η σπουδαιότητα της Τενέδου περιορίστηκε κυρίως εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Αράβων, αλλά και του χαρακτηρισμού της ως τόπος εξορίας των καταδίκων συνωμοτών αξιωματούχων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Παρά ταύτα, το εμπόριο στην περιοχή ήκμασε ξανά, κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, και η Τένεδος έμεινε μέρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας έως το 1376 μ.Χ.

Στη συνέχεια πέρασε στα χέρια των Ενετών που ενίσχυσαν τα τείχη του κάστρου, το οποίο διατηρείται ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση.

Την Τένεδο προσπάθησαν να κατακτήσουν οι Γενοβέζοι, όμως το 1381 με τη συνθήκη του Τορίνου, αποφασίστηκε το νησί να μην ανήκει σε κανέναν, ούτε στους Βενετούς, ούτε στους Γενοβέζους, ούτε καν στους ίδιους τους Τενέδιους που εξαναγκάστηκαν να ξεριζωθούν και να καταφύγουν στην Κρήτη, στην Εύβοια και στα Κύθηρα. Έτσι το νησί έμεινε ακατοίκητο έως το 1455, που το κατέλαβαν οι Οθωμανοί.

Κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού Πολέμου (1645-1669) η Τένεδος κατελήφθη για έναν περίπου αιώνα από τους Βενετούς ενώ στα Ορλωφικά, μετά τη Ναυμαχία της Κρήνης (Τσεσμέ), το 1771, οι Ρώσοι για να αποκλείσουν μια νέα έξοδο του τουρκικού στόλου μέσω Δαρδανελίων, κατέλαβαν την Τένεδο, που εγκατέλειψαν μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774.

Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Τένεδος υπήρξε ορμητήριο επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων από τους Ρώσους οι οποίοι πριν την εγκαταλείψουν τον Αύγουστο του 1807, πρώτα την εκκένωσαν κι έπειτα βομβάρδισαν και πυρπόλησαν το κάστρο και την πόλη. Έτσι οι Έλληνες κάτοικοι της πολύπαθης Τενέδου, για μια ακόμη φορά πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.

Στον ελληνικό απελευθερωτικό Αγώνα, η Τένεδος απετέλεσε την κυριότερη ναυτική βάση των Τούρκων. Τον Οκτώβριο του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπόλησε την τουρκική υποναυαρχίδα που βρισκόταν στον όρμο του νησιού, ενώ ταυτόχρονα ο Γεώργιος Βρατσάνος προσπαθούσε ανεπιτυχώς να πυρπολήσει και τη ναυαρχίδα.

Στην εποχή του καθορισμού των συνόρων μετά την Επανάσταση η Τένεδος, όπως και τα άλλα νησιά του βόρειοανατολικού Αιγαίου, έμειναν εκτός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και απελευθερώθηκε από τα χέρια των Τούρκων τον Οκτώβριο του 1912.

Μολονότι όμως βρισκόταν πλέον υπό ελληνική διοίκηση, η επίσημη ένωσή της με την Ελλάδα, “κατοχυρώθηκε” μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920). Αυτό κράτησε μόλις τρία χρόνια, καθώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζει την παραχώρηση της Τενέδου στους Τούρκους.

Οι όροι της συνθήκης προέβλεπαν ειδική διοικητική οργάνωση που θα αποτελούνταν από τοπικά παράγοντες και θα παρείχε εγγυήσεις στον μη μουσουλμανικό ιθαγενή πληθυσμό της, σε ό,τι αφορά την προστασία προσώπων, περιουσιών αλλά και την τοπική διοίκηση.

Οι όροι αυτοί όμως καταστρατηγήθηκαν αμέσως μετά την ανακατάληψη της Τενέδου από τους Τούρκους, και όχι μόνο δεν εφαρμόστηκαν, αλλά με ειδικό νόμο (Νόμος 1151/1927) η τοπική διοίκηση ασκείται έκτοτε από την κεντρική κυβέρνηση, και η εκπαίδευση παρέχεται στην τουρκική γλώσσα, με μόνο δικαίωμα την επιλογή διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας εκτός κανονικού σχολικού προγράμματος από αμειβόμενους ιδιώτες και με προσωπικά έξοδα των ενδιαφερόμενων.

Οι Τούρκοι μετέτρεψαν το δημοτικό σχολείο σε νοσοκομείο, ενώ το γυμνάσιο, αρχικά το έκαναν τούρκικο δημοτικό, έπειτα στρατώνα, ώσπου κατέληξε να είναι σταύλος.

Από τότε η ζωή των Ελλήνων κατοίκων της Τενέδου εξαρτάται από την κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το 1952 επετράπη η ίδρυση ελληνικού δημοτικού σχολείου, που όμως καταργήθηκε το 1964, λόγω του Κυπριακού και της επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Τη δεκαετία 1955-1965 οι Έλληνες κάτοικοι υφίσταντο καθημερινές πιέσεις, εκφοβισμούς και ξυλοδαρμούς, ενώ κατά την επόμενη δεκαετία 1965-1975 ο στρατός που μεταφέρθηκε στην Τένεδο, προέβαινε σε συνεχείς εκβιασμούς, απειλές και φθορά της περιουσίας των Ελλήνων.

Έτσι ο πληθυσμός του νησιού που το 1912 αποτελούνταν από 3.752 Έλληνες και 1403 Τούρκους, και το 1920 2.855 σχεδόν όλοι Έλληνες, έφθασε το 1964 να είναι 1220 Έλληνες και 600 Τούρκοι, και από το 1974 κι έπειτα με τη συνεχή αναγκαστική φυγή του ελληνικού στοιχείου μετατράπηκε σχεδόν σε αμιγώς τουρκικό με μία μικρή μειονότητα Ελλήνων.

Τα τελευταία χρόνια η Τένεδος σημείωσε αξιοσημείωτη τουριστική ανάπτυξη, και τα περισσότερα ελληνικά σπίτια έχουν μετατραπεί σε τουριστικά καταλύματα, ενώ το πρώτο πράγμα που αντικρίζουν οι επισκέπτες φτάνοντας στο νησί, είναι μια ρήση του Κεμάλ που λέει: “Ένας Τούρκος αξίζει τον κόσμο όλο”.

Πολλοί απ’ τους επισκέπτες του νησιού είναι Τενέδιοι που οι ίδιοι, ή οι πρόγονοί τους είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, αλλά και σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, οι οποίοι επισκέπτονται το νησί για προσκύνημα στα ιερά χώματα της πατρίδας τους, και αρκετοί είναι αυτοί που μένουν αρκετές μέρες, προσπαθώντας να συντηρήσουν τους ναούς που έχουν απομείνει όρθιοι, και κάποια άλλα εμβληματικά κτήρια, και να αναβιώσουν τις παραδόσεις, όπως το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής, σε μια ύστατη προσπάθεια να μη σβήσει εντελώς ο ελληνισμός από το νησί.

Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη


Πηγές:

  • Απόστολος Κερκινέογλου, Η Τένεδος χωρίς Τενέδιους, Αθήνα 2009.

  • Αντουανέτα Καλλέγια, Τένεδος. Το ελληνικό παρελθόν ενός τουρκικού νησιού (ενός νησιού υπό τουρκική κατοχή), Ελληνοϊστορείν, ελληνικό ημερολόγιο, 2013 (ellinoistorin.gr).