Τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και δημώδης λογοτεχνία
Η τελευταία φάση της ιστορίας του βυζαντινού κράτους (υστεροβυζαντινή περίοδος) απετέλεσε μια εποχή μεγάλης και πολλαπλής κρίσης για την αυτοκρατορία.
Στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα η κεντριkή εξουσία εξασθένισε σημαντικά εξαιτίας της αύξησης της δύναμης των ισχυρών γαιοκτημόνων και της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Μετά από τη σημαδιακή ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ (1071) στην Ανατολή μεγεθύνεται η τουρκική απειλή, ενώ τα από τον Βορρά τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη αποτελούν εστία πίεσης.
Από τη Δύση οι ιταλικές πόλεις-κράτη (Βενετία, Γένουα, Πίζα) διεισδύουν οικονομικο-εμπορικά, και σε αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες προς την αυτοκρατορία, επιτυγχάνουν εμπορικές διευκολύνσεις και ναυτικές βάσεις, διεισδύοντας έτσι και στρατιωτικά, με τη μορφή των σταυροφοριών.
Με την Πρώτη Σταυροφορία (1096-1099) οι Φράγκοι εγκαθίστανται για πρώτη φορά σε άλλοτε βυζαντινά εδάφη και με την Τρίτη Σταυροφορία ιδρύεται το βασίλειο των Λουζινιάν στην Κύπρο (1192). Το 1204 μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε και η αυτοκρατορία μοιράστηκε ανάμεσα στους σταυροφόρους. Γρήγορα όμως επετεύχθη η συγκρότηση αντίστασης και το 1261 επιτυγχάνεται και η παλινόρθωση, παρότι το νέο κράτος πλέον έπαψε να έχει πρωτεύοντα ρόλο στα δρώμενα της σύγχρονης πολιτικής και αποτελούσε μονάχα τη σκιά της παλιάς αυτοκρατορίας.
Εν μέσω όμως της κρίσης και της παρακμής. της άλλοτε παντοδύναμης Αυτοκρατορίας, άρχισαν να ανθίζουν οι σπόροι της αναγέννησης, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης μια εθνικής ελληνικής συνείδησης που οδήγησε στον νέο ελληνισμό. Βασικοί παράγοντες υπήρξαν η σταδιακή απώλεια των επαρχιών που περιόρισε την έκταση Βυζαντίου, σε περιοχές με αποκλειστική επικράτηση του ελληνικού στοιχείου, αλλά και η σύγκρουση με τη Δύση με τη δημιουργία γειτονικών κρατών εχθρικά διατεθειμένων που οδήγησαν τον εντόπιο πληθυσμό στην αυτογνωσία και στην αυτοσυνείδηση.
Αυτά τα χρόνια αρχίζει η προσφυγή στις ρίζες, κυρίως με την αναγέννηση της κλασικής παιδείας και ταυτοχρόνως με εκδήλωση έντονου ενδιαφέροντος για ό,τι αφορά στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Ακριβώς αυτή είναι και η εποχή που αναγεννάται το όνομα “Έλληνας” που ως τότε θεωρούνταν ως συνώνυμο του ειδωλολάτρη καθώς οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “Ρωμαίους”. Σ’ αυτά τα χρόνια εκδηλώνεται και η ανάγκη της χρήσης της λέξης “γένος” που αναδύεται στις ιστορικές πηγές της εποχής προκειμένου να δηλωθεί ένα σύνολο ανθρώπων που τους ενώνει η κοινή καταγωγή.
Δικαιολογημένα λοιπόν οι ιστορικοί θέτουν την αφετηρία του νέου ελληνισμού ακριβώς σ’ αυτήν την εποχή, και οι γραμματολόγοι τοποθετούν εδώ την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας κατά το παράδειγμα και των άλλων εθνικών ευρωπαϊκών λογοτεχνιών, με σημείο έναρξης τη χρήση της δημώδους γλώσσας.
Η στενότερα συνδεδεμένη με την ελληνική εθνική λογοτεχνία θεωρείται η ιταλική, την έναρξη της οποίας σηματοδοτούν οι ποιητές του 13ου αιώνα και ο Δάντης (1265-1321) που ξεκινούν να χρησιμοποιούν τη δημώδη γλώσσα και όχι τη λατινική στα γραπτά τους.
Το φαινόμενο της διγλωσσίας, σημάδεψε τη γλωσσική ιστορία από την ελληνιστική περίοδο και διαπερνώντας τη βυζαντινή περίοδο συνέχισε έως και τον 20ο αιώνα. Επίσημη γλώσσα του κράτους παρέμεινε πάντα η λόγια, βασισμένη στο λεξιλόγιο και τους κανόνες της αρχαιοελληνικής και αυτή ήταν η γλώσσα που διασώθηκε στις γραπτές πηγές, μέσω των εγγράφων της βυζαντινής διοίκησης και της εκκλησίας.
Η προφορική λαϊκή γλώσσα παρότι δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται και να εξελίσσεται, δεν θεωρούνταν άξια να αποτυπωθεί γραπτώς, και η αναφορά σ’ αυτήν απ’ τους λόγιους, γίνονταν με υποτιμητικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Οι γραπτές μαρτυρίες της δημώδους γλώσσας είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως σκωπτικά ή δημοτικά τραγούδια που ευκαιριακά αναφέρθηκαν στα έργα ορισμένων ιστορικών και χρονικογράφων.
Τον 12ο αιώνα εμφανίζονται για πρώτη φορά αρκετά ποιητικά λογοτεχνικά έργα σε δημώδη γλώσσα που μάλιστα υποστηρίζονται από τα ανάκτορα. Στην πλειοψηφία τους τα έργα είναι ποιητικά και ως εθνικός στίχος καθιερώνεται ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (και ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος ως εξαίρεση).
Ένα από τα πρώτα έργα σε δημώδη γλώσσα είναι η αφήγηση της ζωής και των κατορθωμάτων του Διγενή Ακρίτα (ή Ακρίτη), σε ένα σύνολο που συνδυάζει επικά-ηρωικά στοιχεία με συμβάσεις της ερωτικής μυθιστορίας.
Ακόμα και τα έργα με αναφορά στον Διγενή Ακρίτα που ανάγονται σε πολύ παλαιότερη εποχή, μεταφέρθηκαν μέσω ενός προφορικού επικού κύκλου τραγουδιών γύρω από τον ήρωα και αρχίζουν τώρα να καταγράφονται οι παραλλαγές τους. Παρότι κανείς θα περίμενε το τέλος τους με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση του βυζαντινού κράτους το 1453, τα έργα συνεχίζουν να διασκευάζονται και να εκδίδονται για πολλά χρόνια μετά την Άλωση.
Η δημώδης γραμματεία διαφέρει από κάθε άλλη. Το μόνο που την πλησιάζει κάπως είναι το παράδειγμα των δημοτικών τραγουδιών το οποίο όμως χρονικά δεν βρίσκεται στην έναρξη αλλά στο τέλος της παράδοσης η οποία δεν χαρακτηρίζεται από τη συντήρηση αλλά από την αλλαγή.
Δεν υπάρχουν στενά καλούπια και αλάνθαστες μορφές κειμένου γιατί απλά παράδοση σημαίνει συνδυασμός και συνύπαρξη διαφόρων μορφών.
Η συγγραφική νοοτροπία της εποχής ήταν εντελώς διαφορετική απ’ τη σημερινή, έτσι τα κείμενα αυτά, παρότι είναι έργα προσωπικών δημιουργών, παράλληλα ανήκουν σε όλους αφού αποτελούν κοινό κτήμα, που δεν αντιγράφεται απλώς αλλά τροποποιείται με διάφορους τρόπους.
Κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων στην περίπτωση αυτή δεν υφίστατο, έτσι οι αντιγραφείς συχνότατα μετατρέπονταν σε διασκευαστές των οποίων οι ποικίλες επεμβάσεις ήταν από μικρές έως ριζικές. Οι αλλαγές αυτές συχνά αφορούσαν την γλώσσα του κειμένου που άλλοτε απλούστευαν κι άλλοτε την μετέτρεπαν σε λογιότερη.
Άλλοτε πάλι επενέβαιναν κάνοντας προσαρμογές του κειμένου έτσι ώστε να ταιριάζει στις προτιμήσεις και στο πνεύμα της εποχής τους, κι άλλοτε άλλαζαν την έκβαση της υπόθεσης.
Έτσι δεν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ένα ενιαίο κείμενο πχ του Διγενή καθώς υπάρχουν πολλές παραλλαγές του που η παράδοσή τους ίσως εκτείνεται σε αρκετούς αιώνες χωρίς να υπάρχει ακριβής χρονικός προσδιορισμός.
Η δημώδης γραμματεία απετέλεσε την πρόδρομη φάση της νεοελληνικής. Κάποιοι μάλιστα την ονομάζουν πρωτονεοελληνική, γιατί έθεσε για πρώτη φορά τα θεμέλια της πολιτισμικής επαφής ανάμεσα σε ανατολική και δυτική Ευρώπη φέρνοντας έτσι πιο κοντά δύο διαφορετικούς κόσμους.
Η κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κάθε άλλο παρά σηματοδότησε και το τέλος της δημώδους γραμματείας. Αυτή επιβίωσε χωρίς διακοπή στην κρητική αλλά και στην επτανησιακή λογοτεχνία, ενώ χάρη στις Βενετσιάνικες λαϊκές εκδόσεις συνέχισαν να διαβάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης.
Τα έργα αυτά μάλιστα, μεταφράστηκαν σχεδόν σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες και επηρέασαν σημαντικά τη διαμόρφωση της εθνικής λογοτεχνίας των χωρών τους, ιδιαιτέρως της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Στην ελληνική ενδοχώρα, το ενδιαφέρον για τα δημώδη έργα δεν υποχώρησε μέχρι τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, που διατηρούσε κλασικιστικά πρότυπα και καθιέρωσε ως γλώσσα την καθαρεύουσα.
Για αρκετά χρόνια η δημώδης λογοτεχνία έμεινε στην αφάνεια, μέχρι που το κομμένο νήμα παρέλαβε η λογοτεχνική γενιά του 1880 με τον Κωστή Παλαμά και τους δημοτικιστές. Τα δημώδη κείμενα αρχίζουν τότε να ξανακερδίζουν την αξία τους ενώ προωθείται και σχετική επιστημονική έρευνα προκειμένου να ανασυρθούν και να εκδοθούν νέα κείμενα.
Στα επόμενα χρόνια ακολουθεί η δημιουργική πρόσληψη και η λογοτεχνική επεξεργασία της δημώδους λογοτεχνίας και σπουδαίοι λογοτέχνες εμπνέονται από τα έργα αυτά με κυριότερα παραδείγματα τον Παλαμά και τον Σικελιανό από τον Διγενή Ακρίτα, τον Γρυπάρης από τα ιπποτικά μυθιστορήματα και τον Σεφέρη από τον Μαχαιρά.
Κείμενο: Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Γ. Δανέζης στο Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τόμος Γ΄: Βυζαντινή Περίοδος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων:ecourse.uoi.gr
R. Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
Ιστοσελίδα: ImPantokratoros.gr