Η νύφη-έπαθλο της αρχαιότητας
Ένας από τους πανάρχαιους τρόπους επιλογής γαμπρού, ήταν η προκήρυξη αγώνα ή άθλου, στον οποίο το έπαθλο θα ήταν η νύφη. Ο πεθερός έθετε τους κανόνες, και συγκεντρωμένοι μνηστήρες διαγωνίζονταν σύμφωνα μ’ αυτούς.
Στόχος της διαδικασίας αυτής, ήταν η εξωγαμία, δηλαδή ο γάμος μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής κοινωνικής ομάδας. Η τακτική αυτή μαρτυρείται σε επικές και μυθολογικές διηγήσεις, αλλά και σε ιστορικές μαρτυρίες, που μιλούν για την επικράτησή της στην αρχαϊκή εποχή. Τρία ενδιαφέροντα παραδείγματα είναι τα παρακάτω:
Ο βασιλιάς της Πύλου Νηλέας, θέλοντας να καλοπαντρέψει τη μοναχοκόρη του Πηρώ, ζήτησε από τους μνηστήρες να αρπάξουν από τη Φυλακή της Φθιώτιδας, τις αγελάδες του Ιφικλή. Όποιος του τις έφερνε, θα παντρευόταν την περιζήτητη νύφη. Τον άθλο κατόρθωσε ο μάντης Μελάμπους, ο οποίος μεταβίβασε το “έπαθλο” στον αδερφό του, Βία, ο οποίος και πήρε για σύζυγό του τη γυναίκα που κέρδισε ως έπαθλο ο μεγαλύτερος αδελφός του.
Γνωστότατο παράδειγμα νύφης-επάθλου, είναι βέβαια και η Πηνελόπη, που όρισε αγώνα ανάμεσα στους μνηστήρες που την πολιορκούσαν, προκειμένου να επιλέξει σύζυγο. Η πρωτοβουλία αυτή της Πηνελόπης, οφείλεται προφανώς στο γεγονός, ότι δεν ήταν πια στην κυριότητα του πατέρα της, δεδομένου ότι ήταν σύζυγος του αγνοούμενου Οδυσσέα.
Ζήτησε με δική της απόφαση από τους μνηστήρες, να στήσουν σε ξύλινα στηρίγματα, δώδεκα τσεκούρια σε παράταξη, με τις κεφαλές κάτω και τις λαβές πάνω, και αφού τεντώσουν το τόξο του Οδυσσέα, να περάσουν ένα βέλος μέσα από τις τρύπες που βρίσκονταν στις λαβές από τα τσεκούρια. Κανένας όμως από τους μνηστήρες δεν κατάφερε ούτε καν να τεντώσει το τόξο. Κι αφού όλοι δοκίμασαν και παραιτήθηκαν της προσπάθειας, εμφανίστηκε ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας που ζήτησε κι αυτός να δοκιμάσει.
Στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο, φάνηκε παιχνιδάκι. Όχι μόνο το τέντωσε μονομιάς, αλλά το βέλος του διαπέρασε τις τρύπες και των δώδεκα τσεκουριών. Ο Οδυσσέας εκτός του ότι ξανακέρδισε νόμιμα τη Πηνελόπη για γυναίκα του, κατόπιν εξόντωσε και τους μνηστήρες, που είχαν καταλάβει το παλάτι του.
Πολύ ενδιαφέρον, και συνάμα μάλλον αστείο παράδειγμα, είναι το παρακάτω:
Ο Κλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνας, και παππούς του ομώνυμου μεταρρυθμιστή της Αθήνας, είχε μια μοναχοκόρη, την Αγαρίστη.
Προκειμένου να της βρει τον τέλειο σύζυγο, κάλεσε σε αγώνα τους επίδοξους γαμπρούς, να αγωνιστούν σε ένα στάδιο που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτόν τον λόγο. Στη Σικυώνα έσπευσαν δεκατρείς μνηστήρες, από όλη την Ελλάδα.
Για έναν ολόκληρο χρόνο, ο Κλεισθένης, τους “πέρασε από κόσκινο” δοκιμάζοντας όχι μόνο την ανδρεία και τις σωματικές τους ικανότητες, αλλά και τον χαρακτήρα τους, την ιδιοσυγκρασία και τη μόρφωσή τους. Ξόδευε πολύ χρόνο για να συναναστρέφεται κάθε έναν ξεχωριστά, αλλά και παρακολουθούσε στενά όλες τις κινήσεις τους, τη συμπεριφορά τους, τη συναναστροφή μεταξύ τους, και τον τρόπο που μιλούσαν, έτρωγαν, και κινούνταν στον χώρο.
Ξόδεψε λοιπόν ο Κλεισθένης εκτός από πολύ χρόνο, και τεράστια χρηματικά ποσά για να βρει τον καταλληλότερο, και επιτέλους μετά από έναν χρόνο κατέληξε στους δυο επικρατέστερους. Ο πρώτος στην προτίμησή του, ήταν ο γοητευτικός Ιπποκλείδης, που εκτός από την παλικαριά του, είχε και συγγένεια με το το γένος των Κυψελιδών της Κορίνθου. Τον δεύτερο τον έλεγαν Μεγακλή και ανήκε στο γένος των Αλκμεωνιδών.
Έφτασε λοιπόν η μέρα που θα αναγγέλλονταν ο νικητής, και ο Κλεισθένης διοργάνωσε σπουδαίο συμπόσιο με συμμετοχή όλου του πληθυσμού της Σικυώνας. Εκατό βόδια θυσίασε ο ευτυχής πατέρας, και έκανε μεγάλο γλέντι για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι του, και να γλεντήσουν τις χαρές των επικείμενων γάμων της μοναχοκόρης του, με τον καλύτερο γαμπρό.
Μετά το φαγητό, οι μνηστήρες άρχισαν να πίνουν και να συζητούν το θέμα που τέθηκε προς συζήτηση στο συμπόσιο, μα καθώς η ώρα περνούσε κι όλοι είχαν βαρύνει από το φαγοπότι, ο Ιπποκλείδης, που γίνει “τύφλα” απ’ το πολύ κρασί, ζήτησε από τον αυλητή να του παίξει για να χορέψει.
Άρχισε να χορεύει μόνος του με τρόπο επιδεικτικό, ενώ ο μέλλων πεθερός του παρακολουθούσε στην αρχή με ελαφρά δυσφορία.
Στη συνέχεια όμως ο Ιπποκλείδης ζήτησε να φέρουν ένα τραπέζι, ανέβηκε πάνω κι άρχισε να χορεύει στην αρχή τους συνηθισμένους χορούς της εποχής, αλλά μετά έβαλε το κεφάλι κάτω, σήκωσε ψηλά τα πόδια, και με πεσμένο τον χιτώνα επιδείκνυε τα αχαμνά του.
Η υπομονή του έξαλλου πλέον Κλεισθένη εξαντλήθηκε. Εξερράγη και του φώναξε: “Ω γιε του Τεισάνδρου, με το χορό σου έχασες τον γάμο”.
Ο Ιπποκλείδης τότε του απάντησε με την παροιμιώδη φράση:«Ου φροντίς Ιπποκλείδη», που σε ελεύθερη μετάφραση σήμερα θα λέγαμε πως σημαίνει: “Κι είχα μια σκασίλα…”.
Ο Κλεισθένης τότε ανακοίνωσε πως δίνει την κόρη του στον Αθηναίο Μεγακλή, και ευχαριστώντας τους άλλους υποψήφιους, δώρισε στον καθένα από ένα αργυρό τάλαντο.
Ο Μεγακλής και η Αγαρίστη παντρεύτηκαν και ο γιος τους Κλεισθένης, που πήρε το όνομα του παππού του, έγινε ο σπουδαίος μεταρρυθμιστής-ηγέτης που άλλαξε τη φυλετική δομή της Αθήνας κι έθεσε τις βάσεις για τη δημοκρατία. Από την ίδια γενιά (των Αλμεωνιδών) καταγόταν και ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου και της Αγαρίστης, δισέγγονης της άλλης Αγαρίστης της ιστορίας μας, από τη Σικυώνα.
Το επεισόδιο αυτό είναι ιστορικό γεγονός, και χρονολογείται γύρω στο 575 π.Χ.
Κείμενο Πηνελόπη Ν. Δάλλη
Πηγές:
Σαράντος Καργάκος, Ου φροντίς Ιπποκλείδη: ένα μήνυμα πάντοτε επίκαιρο, Οικονομικός, 1990
Αγγελική Πετροπούλου,«Οικογενειακοί θεσμοί», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Eλλάδα I, ΕΑΠ, Πάτρα.
Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα, apan.gr
Κωνσταντίνος Τσάκος, Πώς ένα τσιφτετέλι άλλαξε τον ρου της ιστορίας, Καθημερινή, 2013
Διαδραστικά σχολικά βιβλία, ebooks.edu
Emmy Patsi-Garin, Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. Πάτση, Αθήνα 1969